Η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ», ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Ενάντια στις αντι-σοσιαλιστικές απόψεις του Ε. Καρντέλι, που διατυπώθηκαν στο βιβλίο
«Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης»
«Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης»
1. Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της πορείας των τιτοϊκών ρεβιζιονιστών
2. Το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» στην οικονομία
3. Η «αυτοδιαχείριση» και οι αναρχικές απόψεις σχετικά με το κράτος. Το εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία
4. Το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» και η άρνηση του ηγετικού ρόλου του κόμματος
5. Ο πολιτικός και ιδεολογικός πλουραλισμός, η «δημοκρατία» και η «σοσιαλιστική» οικοδόμηση στη Γιουγκοσλαβία
Την περασμένη χρονιά κυκλοφόρησε στη Γιουγκοσλαβία ένα βιβλίο του κυριότερου «θεωρητικού» του τιτοϊκού ρεβιζιονισμού, Εντουάρντ Καρντέλι με τίτλο: «Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης», στο οποίο δίνεται μεγάλη δημοσιότητα.
Οι αντιμαρξιστικές ιδέες αυτού του βιβλίου αποτέλεσαν τη βάση όλων των εργασιών του 11ου Συνεδρίου του γιουγκοσλάβικου ρεβιζιονιστικού κόμματος, που οι τιτοϊκοί, για να καμουφλάρουν τον αστικό χαρακτήρα του, το ονόμασαν « Ένωση των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών».
Οι τιτοϊκοί και ο διεθνής καπιταλισμός, όπως υπογράμμισε το 7ο Συνέδριο του ΚΕΑ, προπαγανδίζουν το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» σαν «δοκιμασμένο έτοιμο δρόμο του σοσιαλισμού» και το χρησιμοποιούν σαν προτιμητέο όπλο ενάντια στο σοσιαλισμό, την επανάσταση και τους απελευθερωτικούς αγώνες.
Έχοντας υπόψη αυτό τον κίνδυνο, θεωρώ αναγκαίο να εκφράσω μερικές γνώμες γύρω απ' αυτό το βιβλίο.
Στη Γιουγκοσλαβία, όπως είναι γνωστό, εγκαθιδρύθηκε πλέρια ο καπιταλισμός, αλλά αυτός ο καπιταλισμός είναι έντεχνα καμουφλαρισμένος. Η Γιουγκοσλαβία εμφανίζεται σαν σοσιαλιστικό κράτος, μα ενός ιδιαίτερου τύπου, ανίδωτο, λέει, μέχρι σήμερα στον κόσμο! Οι τιτοϊκοί καυχούνται κιόλας ότι το κράτος τους δεν έχει τίποτε το όμοιο με το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος που βγήκε από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και που το ίδρυσαν ο Λένιν και ο Στάλιν με βάση την επιστημονική θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς.
Οι γιουγκοσλάβοι αποστάτες παρέκκλιναν εξ αρχής από την επιστημονική θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού σχετικά με το σοσιαλιστικό κράτος και προσπάθησαν να μην εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και η Γιουγκοσλαβία να ακολουθήσει το δρόμο του καπιταλισμού.
Έχω πει και άλλη φορά ότι τόσο πριν όσο και μετά από την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας, η τιτοϊκή ομάδα αποστατών, που ήταν καμουφλαρισμένη, που προσποιούταν τον υποστηριχτή του σοσιαλιστικού συστήματος που είχε εγκαθιδρυθεί στη Σοβιετική ' Ενωση, που διατυμπάνιζε ότι θα οικοδομήσει το σοσιαλισμό με βάση την επιστημονική θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού, στην πραγματικότητα ήταν ενάντια σ' αυτή την ιδεολογία και ενάντια στη σοβιετική επαναστατική πείρα. Αυτό το σωστό συμπέρασμα βγαίνει ξεκάθαρα και από το περιεχόμενο του βιβλίου του Καρντέλι.
1. Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της πορείας των τιτοϊκών ρεβιζιονιστών
Ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας της Γιουγκοσλαβίας, που τον καθοδηγούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, ενσάρκωνε την ανδρεία και την τόλμη του λαού, καθώς και την εντιμότητα των γιουγκοσλάβων πραγματικών κομμουνιστών. Όμως στη διάρκεια αυτού του αγώνα στη γιουγκοσλάβικη ηγεσία διαφαίνονταν μερικές ύποπτες τάσεις που σε βάζανε σε σκέψεις ότι στη στάση προς την αντιφασιστική συμμαχία Σοβιετικής Ένωσης, Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και Αγγλίας, η τιτοϊκή ομάδα, όπως αποδείχτηκε ξεκάθαρα αργότερα, έκλινε προς τους Αγγλοαμερικάνους. Βλέπαμε τότε ότι η τιτοϊκή ηγεσία συνδεόταν πολύ στενά με τους Δυτικούς συμμάχους, ιδιαίτερα με τους Άγγλους, από τους οποίους έπαιρνε σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Μας έκανε επίσης εντύπωση μια έκδηλη πολιτική προσέγγιση του Τίτο με τον Τσώρτσιλ και τους απεσταλμένους του1, σε μια περίοδο που ο γιουγκοσλάβικος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έπρεπε να συνδεθεί στενά με τον απελευθερωτικό αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης, γιατί η ελπίδα ολοκληρωτικής απελευθέρωσης όλων των λαών, όσον αφορά τον εξωτερικό παράγοντα, ήταν ακριβώς αυτός ο αγώνας.
Οι τάσεις της τιτοϊκής ηγεσίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση φάνηκαν πιο καθαρά στις παραμονές της νίκης επί του φασισμού, όταν ο Κόκκινος Στρατός καταδιώκοντας τα γερμανικά στρατεύματα μπήκε στη Γιουγκοσλαβία για να βοηθήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Προπαντός όταν έγινε ο απολογισμός αυτού του μεγάλου πολέμου ανάμεσα στα μεγάλα και μικρά εμπόλεμα κράτη, φάνηκε καθαρά ότι την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία υποστήριζαν ο αγγλικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Εκείνη την περίοδο οι διπλωματικές και
Ο Τίτο συναντήθηκε και είχε συνομιλίες με τον Τσώρτσιλ στη Νεάπολη της Ιταλίας, τον Αύγουστο του 1944. Συναντήθηκε επίσης με τον διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, στρατηγό Ουίλσον, καθώς και με τον διοικητή της 8ης Στρατιάς, στρατάρχη Αλεξάντρ.
ιδεολογικές προστριβές ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία έγιναν πιο αισθητές. Αυτές οι διαφωνίες, εκτός των άλλων, ήταν και για εδαφικά ζητήματα. Η Γιουγκοσλαβία διεκδικούσε εδάφη, στο βορρά, προπαντός στα σύνορα με την Ιταλία, αλλά σιωπούσε για τα σύνορα στο νότο, ιδιαίτερα για τα σύνορα με την Αλβανία, για την Κοσόβα και για τα αλβανικά εδάφη στη Μακεδονία και στο Μαυροβούνιο. Οι τιτοϊκοί δεν μπορούσαν να μιλήσουν γι' αυτά, επειδή θα έθιγαν τη σερβική εθνικιστική σωβινιστική πλατφόρμα2.
Τώρα είναι πια πασίγνωστο ότι οι διαφωνίες της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας με το Στάλιν είχαν βαθιές ρίζες. Οι ρεβιζιονιστικές απόψεις της γιουγκοσλάβικης ηγετικής ομάδας είχαν αποκρυσταλλωθεί πολύ πριν από την απελευθέρωση, πιθανώς από τότε που το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας συμμετείχε στην Κομιντέρν και βρισκόταν σε βαθιά παρανομία κάτω από το καθεστώς των σέρβων κράληδων. Από τότε ακόμα η ηγεσία του είχε παρεκβατικές, τροτσκiστικές απόψεις, τις οποίες η Κομιντέρν καταδίκασε όταν εκδηλώθηκαν. Αργότερα ο Τίτο «εξάλειψε» την ποινή της Κομιντέρν, αποκαθιστώντας ακόμα και τον πρώην γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας, Γκόρκιτς3, τον μεγαλύτερο φορέα παρέκκλισης.
Μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας πρόβαλε ένα πρόβλημα μεγάλης σημασίας: σε ποια κατεύθυνση θα τραβούσε η Γιουγκοσλαβία; Αυτή η κατεύθυνση, φυσικά, θα εξαρτιόταν κατά πολύ από τη μαρξιστική - λενινιστική ή τη ρεβιζιονιστική κοσμοαντίληψη των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας. Αυτοί προσποιούνταν το μαρξιστή - λενινιστή. Αρχικά αυτό πιστεύαμε κι εμείς. Στην πραγματικότητα όμως, από τη δράση τους, όχι μόνο στη γενικότητα, αλλά και από τη συγκεκριμένη στάση απέναντι μας, διαπιστώσαμε ότι πολλές θέσεις τους δεν συνταυτίζονταν με την επιστημονική θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού. Είδαμε να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση.
Η τάση της γιουγκοσλάβικης ηγετικής ομάδας με τους Τίτο, Καρντέλι, Ράνκοβιτς και Τζίλας επικεφαλής, που παρατηρόταν από
2. Η στάση των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών σ' αυτό το ζήτημα αναλύεται λεπτομερειακά στο έργο: Ενβέρ Χότζα, «Οι τιτοϊκοί» (Ιστορικές Σημειώσεις), Εκδόσεις «Πορεία», Αθήνα 1983, σελ. 47 - 81.
3. Μιλάν Γκόρκιτς, καταδικάστηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1937.
243
τον καιρό της παρανομίας και προπαντός μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας, ήταν να μη βγει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας ανοιχτά, με το όνομα του, αλλά να καλυφθεί, όπως και καλύφθηκε, με τον μανδύα του Λαϊκού Μετώπου της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η παρανομία δικαιολογούταν με το πρόσχημα ότι «αναστατώνονταν και φοβούνταν η μεγαλοαστική και η μικροαστική τάξη των πόλεων και των χωριών», ότι «απομακρύνονταν από τη νέα εξουσία που βγήκε από την επανάσταση», ότι «οι αγγλοαμερικάνοι σύμμαχοι φοβούνταν τον κομμουνισμό». Γίνονταν προσπάθειες να πειστεί η αστική τάξη ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν στην εξουσία, ότι το κομμουνιστικό κόμμα αλήθεια υπήρχε, μα ήταν, ας πούμε, μέλος ενός πλατιού μετώπου, στο οποίο μπορούσαν να συμμετέχουν και οι άνθρωποι του Μιχάηλοβιτς, και οι άνθρωποι του Νέντιτς, και οι άνθρωποι του Στογιαντίνοβιτς και των άλλων αντιδραστικών «ιτς» της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Τίτο σχημάτισε και μια προσωρινή κυβέρνηση με τον Σούμπασιτς4, πρώην πρωθυπουργό της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης στο Λονδίνο, αλλά δεν τον άφησε να κυβερνήσει για πολύν καιρό, τον εξάλειψε κάτω από την πίεση του λαού. Ο Τίτο ισχυριζόταν τότε ότι δεν τον ήθελε τον Σούμπασιτς, αλλά του τον είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι, ενώ αργότερα γι' αυτό το ζήτημα κατηγόρησε τον Στάλιν5. Η αλήθεια είναι ότι ο Τίτο δέχτηκε τον Σούμπασιτς για χατίρι του Τσώρτσιλ, γιατί τον Στάλιν δεν τον ήθελε.
Οι απόψεις του Τίτο και της παρέας του άφηναν εξ αρχής να εννοηθεί ότι δεν ήταν «σκληροί μαρξιστές», όπως αποκαλεί η αστική τάξη τους συνεπείς μαρξιστές, αλλά «λογικοί μαρξιστές», που θα συνεργάζονταν στενά με όλους τους πολιτικούς της Γιουγκοσλαβίας, παλιούς και νέους, αστούς και αντιδραστικούς.
4. Χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών της γιουγκοσλάβικης κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας. Παραιτήθηκε στις 5 Οκτώβρη 1945.
5. Με την ευκαιρία της παραίτησης του Ιούμπασιτς, ο Τίτο, σε επιστολή που του απηύθυνε τον Οκτώβρη του 1945, γράφει: «Η παραίτηση σας με εξέπληξε εξαιρετικά... Ποιο μέρος της συμφωνίας μας δεν εφαρμόστηκε; Πρώτο, σχηματίστηκε ενιαία κυβέρνηση όπου συμμετείχαν όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης του Λονδίνου που προτείνατε εσείς... εγκρίθηκαν πολλοί νόμοι, στην κατάρτιση των οποίων λάβατε μέρος κι εσείς. Εγκρίθηκαν τα κόμματα και άρχισαν να λειτουργούν. Η ελευθερία Τύπου υπάρχει, και τόσο αληθεύει αυτό που και οι αντιπολιτευόμενοι έχουν τις εκδόσεις τους. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι υποχρεώσεις που ανέλαβα με βάση τη συμφωνία που υπέγραψα μαζί σας... εφαρμόζονται. Παραδεχόμενος τις δηλώσεις και τη συνεργασία σας, απέρριψα καθετί που μπορούσε να μας διαιρέσει».
244
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, μ' όλο που έκανε πως ήταν στην παρανομία, δρούσε νόμιμα. Όμως ο Ράνκοβιτς με τον Τίτο δεν του έδωσαν εκείνη τη δύναμη κι εκείνο τον ηγετικό ρόλο που έπρεπε να έχει, γιατί αυτοί δεν ήταν υπέρ της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο και ο Ράνκοβιτς διαστρέβλωσαν τους μαρξιστικούς - λενινιστικούς κανόνες της συγκρότησης και του ρόλου του κόμματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας εξ αρχής δεν συγκροτήθηκε πάνω στις βάσεις και στα διδάγματα του μαρξισμού - λενινισμού. Αυτό το κόμμα που τάχα είχε συγχωνευτεί στο «Λαϊκό Μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας», έκανε το νόμο μαζί με το στρατό, με το υπουργείο Εσωτερικών και με την Κρατική Ασφάλεια. Αυτό το κόμμα, που είχε καθοδηγήσει τον αγώνα των γιουγκοσλάβικων λαών, μετά από τον πόλεμο μετατράπηκε σε απόσπασμα των κατασταλτικών κρατικών οργάνων του στρατού, του υπουργείου Εσωτερικών και της UDΒ. Μαζί μ' αυτά έγινε όργανο καταπίεσης των εργαζόμενων μαζών αντί να ήταν η πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Από την προπαγάνδα που γινόταν και από το κύρος που είχε αποκτήσει το κόμμα στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικου αγώνα και στα πρώτα βήματα της οικοδόμησης της Γιουγκοσλαβίας μετά τον πόλεμο, η γιουγκοσλάβικη εργατική τάξη είχε την εντύπωση πως το κόμμα αυτό ήταν στην πρωτοπορία. Στην πραγματικότητα δεν ήταν η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αλλά η πρωτοπορία μιας νέας αστικής τάξης που είχε αρχίσει να αναδείχνεται και που για τους αντεπαναστατικούς της σκοπούς στηριζόταν γερά στο γόητρο του Εθνικοαπελευθερωτικου Αγώνα των λαών της Γιουγκοσλαβίας, ενώ συσκότιζε τις προοπτικές της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ένα τέτοιο εκφυλισμένο κόμμα θα οδηγούσε την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία σε αντιμαρξιστικούς δρόμους.
Ο αντιμαρξιστικός δρόμος των γιουγκοσλάβων τιτοϊκών, της ομάδας Τίτο - Καρντέλι - Ράνκοβιτς, ήρθε, και δεν μπορούσε να μην έρθει, σε ανοιχτή αντίθεση με το μαρξισμό - λενινισμό, με τα κομμουνιστικά κόμματα, με τη Σοβιετική Ένωση, με τον Στάλιν και με όλες τις λαϊκοδημοκρατικές χώρες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσικά, αυτή η σύγκρουση εξελίχθηκε βαθμιαία, ώσπου ήρθε η κρίσιμη στιγμή να χωριστεί η ήρα από το στάρι6.
6. Αυτό συνέβηκε τον Ιούνη του 1948, όταν στη Ρουμανία έγινε η σύσκεψη του Πληροφοριακού Γραφείου των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που εξέτασε την κατάστα-
245
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας πολέμησαν. Η Γιουγκοσλαβία έκαμε μεγάλες θυσίες, όπως και η Αλβανία. Οι γιουγκοσλάβοι αντιμαρξιστές ηγέτες καπηλεύτηκαν αυτό τον αγώνα. Για την εσωτερική και την εξωτερική κοινή γνώμη εκμεταλλεύονταν και την εκτίμηση που είχε η Σοβιετική ' Ενωση για τη Γιουγκοσλαβία, την οποία θεωρούσε σημαντικό σύμμαχο στο μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο του σοσιαλισμού.
Οι τιτοϊκοί, στις σχέσεις τους με τα λαϊκοόημοκρατικά κράτη που μόλις είχαν ιδρυθεί, δεν άργησαν να εκδηλώσουν κυριαρχικές, επεκτατικές και ηγεμονιστικές τάσεις, που διαπιστώθηκαν παντού, ιδιαίτερα όμως στις σχέσεις με τη χώρα μας. Όπως ξέρουμε, προσπάθησαν να μας επιβάλουν τις αντιμαρξιστικές πολιτικές, οργανωτικές και κρατικές τους απόψεις. Έφτασαν ως το σημείο να κάνουν μισητές απόπειρες για να μετατρέψουν την Αλβανία σε δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Σ' αυτό το αποτυχημένο και επαίσχυντο επιχείρημα, οι τιτοϊκοί προσέκρουσαν στην αποφασιστική μας εναντίωση. Αρχικά η αντίσταση μας δεν ήταν αποκρυσταλλωμένη, επειδή δεν υποπτευθήκαμε ότι η γιουγκοσλάβικη ηγεσία είχε μπει στον καπιταλιστικό και ρεβιζιονιστικό δρόμο. Ύστερα όμως από μερικά χρόνια, όταν οι ηγεμονιστικές και επεκτατικές τάσεις της εκδηλώθηκαν καθαρά, αντιταχτήκαμε σθεναρά και χωρίς καμιά επιφύλαξη.
Οι τιτοϊκοί προσπάθησαν να μας επιβάλουν τη θέληση τους χρησιμοποιώντας καθελογής πιέσεις και εκβιασμούς. Γι' αυτό το σκοπό οργάνωσαν και τη συνωμοσία του Κώτσι Τζότζε7. Αυτή την ιμπεριαλιστική πρακτική, αν και σε μικρότερη κλίμακα, ακολούθη-
ση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας. Στη σχετική απόφαση που πάρθηκε γι' αυτό το ζήτημα αναφερόταν ότι η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας παραιτήθηκε από τον διεθνισμό και μπήκε στο δρόμο του εθνικισμού, ότι «... αυτός ο εθνικιστικός προσανατολισμός μπορεί να οδηγήσει μόνο στο κατάντημα της Γιουγκοσλαβίας σε συνηθισμένη αστική δημοκρατία, στη στέρηση της ανεξαρτησίας της και στη μετατροπή της σε αποικία των ιμπεριαλιστικών χωρών». Η ζωή απέδειξε απόλυτα αυτές τις προβλέψεις. (Απόφαση του Πληροφοριακού Γραφείου σχετικά με την κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, που δημοσιεύτηκε στο όργανο του Πληροφοριακού Γραφείου των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων «Για μια σταθερή ειρήνη, για μια λαϊκή δημοκρατία!», 1 Ιούλη 1948, Αρ. φύλλου 16).
7. Πρώην οργανωτικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΑ και υπουργός Εσωτερικών. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943 στρατολογήθηκε πράκτορας στη γιουγκοσλάβικη υπηρεσία. Ανέπτυξε συνεπή αντιαλβανική και αντιμαρξιστική κατασκοπευτική δράση, μέχρι που αποκαλύφθηκε και πήρε την πρέπουσα τιμωρία.
246
σαν και απέναντι σε άλλες χώρες, όπως στη Βουλγαρία, Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Όλες αυτές οι απαίσιες ενέργειες έδειξαν ότι η Γιουγκοσλαβία δεν ακολουθούσε το δρόμο του σοσιαλισμού, αλλά είχε γίνει όργανο στην υπηρεσία του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Κάθε μέρα που περνούσε έδειχνε πιο καλά ότι στη Γιουγκοσλαβία δεν οικοδομούνταν μια σοσιαλιστική κοινωνία λενινιστικού τύπου, αλλά αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός. Στο μεταξύ, τα βήματα που γίνονταν σ' αυτό τον καπιταλιστικό δρόμο συγκαλύπτονταν με την αναζήτηση δήθεν ενός ιδιόμορφου «σοσιαλισμού». Ακριβώς γι' αυτό το σκοπό η γιουγκοσλάβικη ρεβιζιονιστική ηγεσία με τους Τίτο, Καρντέλι και Ράνκοβιτς επικεφαλής, προσπαθώντας να δικαιολογήσει κάπως «θεωρητικά» την προδοσία της, δανείστηκε καθελογής ιδέες από το οπλοστάσιο των παλιών ρεβιζιονιστών και δυνάμωσε έτσι με όλα τα μέσα το κράτος της φασιστικού τύπου. Ο στρατός, το υπουργείο Εσωτερικών, η UDB έγιναν παντοδύναμα.
Μ' όλο που εγκαθίδρυε τον καπιταλισμό, η γιουγκοσλάβικη ρεβιζιονιστική ηγεσία προσπαθούσε να δημιουργήσει στις λαϊκές μάζες την εντύπωση ότι στη Γιουγκοσλαβία δεν προδίνονταν οι σκοποί του αγώνα, ότι εκεί υπήρχε κράτος με σοσιαλιστικό προσανατολισμό που το καθοδηγούσε ένα κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο υπεράσπιζε τον μαρξισμό και δήθεν ακριβώς επειδή ενεργούσε έτσι ήρθε σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, με τον Στάλιν, με τα κομμουνιστικά κόμματα και με τις λαϊκό - δημοκρατικές χώρες.
Για να υπερασπίσουν τις θέσεις τους που κλονίστηκαν σοβαρά από το ξεσκέπασμά τους στην εσωτερική κοινή γνώμη και στο διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, οι τιτοϊκοί, συνεχίζοντας την πολιτική της απάτης, διακήρυξαν ότι θα αναλάβουν «σοβαρές» ενέργειες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο χωριό, για την κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας σύμφωνα με τις λενινιστικές αρχές" γι' αυτό σχημάτισαν τις λεγόμενες ζαντρουγκες. Για το πόσο σοβαροί ήταν οι σκοποί των τιτοϊκών αποστατών για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο χωριό, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι οι ζαντρουγκες διαλύθηκαν πριν ακόμα καλοϊδρυθούν και δεν έμεινε σημάδι κολλε-κτιβοποίησης στο γιουγκοσλάβικο χωριό.
Ως το 1948, όταν επήλθε η οριστική ρήξη ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση, τις λαϊκοδημοκρατικές χώρες και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, από τη μια μεριά, και τη Γιουγκοσλαβία, από την άλλη, η τελευταία βρισκόταν στο αρχικό στάδιο χαώδους καπιταλισμού, σε συγκεχυμένη πολιτική, ιδεολογική, οικονομική κατάσταση, σε εξαι-Ρετικά βαριά κατάσταση. Αυτό ώθησε την ομάδα Τίτο - Καρντέλι -
247
Ράνκοβιτς να ενεργήσει πιο ανοιχτά, να πλησιάσει περισσότερο τον παγκόσμιο καπιταλισμό, προπαντός τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, για να διατηρήσει την εξουσία και να αλλάξει την κατάσταση σε
όφελος της.
Ύστερα από το 1948 η Γιουγκοσλαβία, βουτηγμένη σε βαριά πολιτική, ιδεολογική και οικονομική κρίση, βρέθηκε σε σταυροδρόμι εξ αιτίας της αντιμαρξιστικής παρέκκλισης της ηγεσίας της. Οι τιτοϊκοί αποστάτες ήθελαν να καθήσουν, ας πούμε, σε δύο «καρέκλες». Στην «καρέκλα» του μαρξισμού - λενινισμού ήθελαν να καθήσουν μόνο για τα μάτια, μόνο τυπικά, ενώ στην άλλη, στην καπιταλιστικό - ρεβιζιονιστική «καρέκλα», ήθελαν να καθήσουν για καλά, αλλά για να πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό χρειάζονταν απαραίτητα κάποιο χρονικό διάστημα. Η περίοδος από το 1948 κι εδώ είναι πολύ θολή και ταραγμένη από τη μεγάλη κρίση, από τη σύγχυση και την ανακατωσούρα.
Για την ομάδα αποστατών Τίτο - Καρντέλι - Ράνκοβιτς έμπαινε το ζήτημα: πώς θα μπορούσε να κρατήσει την εξουσία και να καταπνίξει κάθε αντίσταση του προλεταριάτου και των λαών της Γιουγκοσλαβίας που αγωνίστηκαν για το σοσιαλισμό σε φιλία και σε πλήρη ενότητα με τη Σοβιετική Ένωση και με τις λαϊκοδημοκρατικές χώρες. Γι" αυτό το σκοπό οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές προσπάθησαν κατά πρώτο λόγο να εξαλείψουν ό,τι το μαρξιστικό - λενινιστικό είχε ίσως απομείνει στο κόμμα τους και να το μετατρέψουν αυτό σε όργανο της αστικό - ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας και πολιτικής τους, να το απογυμνώσουν από κάθε καθοδηγητικό λειτούργημα, ενώ την εργατική τάξη να τη μετατρέψουν σε αδρανή μάζα, ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να ιδεί την προδοσία και να αντενεργήσει σαν αποφασιστική πολιτική δύναμη της επανάστασης. Οι κανόνες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο κόμμα καταπατήθηκαν. Το κόμμα τέθηκε κάτω από την εξάρτηση της UDΒ που οι τιτοϊκοί τη χρησιμοποίησαν σαν μέσο για να πατάξουν όσους δεν ήταν υπέρ της οπισθοδρομικής, αντιμαρξιστικής στροφής. Το κόμμα «εκκαθαρίστηκε» απ' όλους τους πιστούς στο σοσιαλισμό ανθρώπους. Ανεξάρτητα από το ότι διατήρησε φαινομενικά μερικούς κανόνες εκλογών, συνελεύσεων, συνδιασκέψεων, στην πραγματικότητα η γραφειοκρατική του ηγεσία συγκέντρωσε στα χέρια της όλη την εξουσία σ' αυτό το δήθεν μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, το μετέτρεψε σε απλό εκτελεστή των διαταγών της και των διαταγών της Κρατικής Ασφάλειας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας άλλαξε έτσι εντελώς τη μορφή του και έχασε κάθε χαρακτηριστικό πρωτοποριακού κόμματος
248
Ι της εργατικής τάξης, σαν ηγετική δύναμη της κοινωνίας. Αυτό ήταν μια μεγάλη νίκη του καπιταλισμού, της εξωτερικής και εσωτερικής αστικής τάξης.
Για να διασώσουν την κυριαρχία τους, οι τιτοϊκοί αποστάτες έπρεπε να εξαλείψουν αθόρυβα την εξουσία που γεννήθηκε από τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα και να εγκαθιδρύσουν μια άλλη εξουσία, μια άγρια φασιστική δικτατορία.
Με άλλα λόγια, η ηγετική ομάδα Τίτο - Καρντέλι- Ράνκοβιτς ανέλαβε να σβήσει όλα τα μαρξιστικά - λενινιστικά γνωρίσματα της επανάστασης και επιδόθηκε στην αναζήτηση νέων δήθεν «σοσιαλιστικών», καπιταλιστικών στην πραγματικότητα δρόμων, στο οικονομικό πεδίο, στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, στην παιδεία και κουλτούρα και σε όλους τους τομείς της ζωής. Σ' αυτές τις συνθήκες, τα όργανα της Κρατικής Ασφάλειας και ο γιουγκοσλάβικος :στρατός έγιναν προτιμητέο και άγριο όπλο στα χέρια αυτής τους χούφτας αποστατών, που τιμωρούσε δρακόντεια όποιον τολμούσε να καταγγείλει την προδοσία. Άρχισαν οι μαζικές διώξεις και δολοφονίες όλων των υγιών μαρξιστών - λενινιστών. Τα φρικιαστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ένα από τα οποία ήταν και το στρατόπεδο του Γκόλι Οτόκ, γέμισαν με κρατούμενους και εξόριστους.
Η οικονομική κατάσταση εκείνη την περίοδο στη Γιουγκοσλαβία ήταν πολύ βαριά εξ αιτίας της καταστροφής της οικονομίας στη διάρκεια του πολέμου, εξ αιτίας της αλλοπρόσαλλης πολιτικής της γιουγκοσλάβικης ηγεσίας, εξ αιτίας του ότι ύστερα από τη διακοπή όλων των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, η Γιουγκοσλαβία δεν συνέχιζε να παίρνει πια εκείνες τις σημαντικές βοήθειες που πήρε στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια και επειδή δεν μπορούσε πια να καταληστεύει τον πλούτο των λαϊκοδημοκρατικών χωρών, όπως της Αλβανίας, διαμέσου των συγκροτημένων σε μη σωστές βάσεις «μικτών» εταιριών, που ωφελούσαν μόνο τη μια πλευρά, τη Γιουγκοσλαβία.
Ασφαλώς, οι γιουγκοσλάβοι αποστάτες δεν μπορούσαν να βγουν από την κρίση μόνο με την τρομοκρατία. Σαν πράκτορες του παγκόσμιου καπιταλισμού, προετοιμασμένοι από καιρό, απευθύνθηκαν αμέσως σ' αυτόν για βοήθεια κ«ι αυτός, προπαντός ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, φάνηκε ολοπρόθυμος να δώσει στον Τίτο και συντροφιά όλες τις αναγκαίες βοήθειες και υποστήριξη για να σώσει το τομάρι τους και να τους κάνει σημαντικό όργανο στον πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό, την επανάσταση και τα απευλευθερωτικά κινήματα. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις περίμεναν ανυπόμονα μια
249
τέτοια στροφή, γιατί την είχαν προετοιμάσει από τον καιρό του πολέμου ακόμα. Γι' αυτό, όχι μόνο δεν παρέλειψαν να τους δώσουν μεγάλη οικονομική «βοήθεια», αλλά τους πρόσφεραν και ισχυρή πολιτικοϊδεολογική υποστήριξη. Τους χορήγησαν και διάφορα όπλα και στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τους συνέδεσαν και με το ΝΑΤΟ διαμέσου του Βαλκανικού Συμφώνου.8
Κατά την πρώτη περίοδο, ιδιαίτερα στη βιομηχανία και τη γεωργία, η Γιουγκοσλαβία «βοηθήθηκε» με επενδύσεις κεφαλαίων των ξένων εταιριών.9
Στον τομέα της βιομηχανίας, όπου ο ιμπεριαλισμός των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής φάνηκε ιδιαίτερα «γενναιόδωρος», οι ενέργειες άρχισαν με τις «βοήθειες» για την ανόρθωση των παλιών εργοστασίων για να τεθούν κάπως σε λειτουργία και η παραγωγή τους να ήταν αρκετή για να στηρίξει στα πόδια το αστικό - ρεβιζιονιστικο καθεστώς που αποκρυσταλλωνόταν και που είχε στραφεί προς τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Το τιτοϊκό καθεστώς χρειάστηκε να εξαλείψει και εκείνο το κολοβό σύστημα κολλεκτιβοποίησης της γεωργίας, που είχε δημιουργηθεί σε αριθμό αγροτικών νοικοκυριών και να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα, που να ευνοούσε ξανά τους κουλάκους και τους μεγαλογαιοκτήμονες. Για το ξαναμοίρασμα της γης βρέθηκαν τέτοιες μορφές και τρόποι που να ανορθωνότανε το παλιό κουλακολόι χωρίς να προκληθούν μεγάλες ταραχές στη χώρα. Το κράτος πήρε μια σειρά καπιταλιστικά μέτρα, όπως ήταν η διάλυση των μηχανοτρακτερικών σταθμών και η πούληση των μηχανών και των τρακτέρ στους πλούσιους αγρότες, που είχαν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν και η επιβολή βαριών φόρων στους γεωργούς. Τα κρατικά αγροκτήματα
8. Με βάση τη στρατιωτική συμφωνία μεταξύ ΕΠΑ και Γιουγκοσλαβίας, που υπογράφτηκε στις 14 Νοέμβρη 1951, οι γιουγκοσλάβικες ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν στην πραγματικότητα κάτω από τον έλεγχο του Πενταγώνου. Το 1953 συνάφθηκε το τριμελές σύμφωνο «συνεργασίας και φιλίας» μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, το οποίο, τον Αύγουστο του 1954, μετατράπηκε σε στρατιωτικό σύμφωνο. Το σύμφωνο αυτό συνέδεσε τη Γιουγκοσλαβία και με την Βορειοατλαντική συμμαχία, μέλη της οποίας ήταν και είναι η Τουρκία και η Ελλάδα.
9. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τhe Times», 17 Απρίλη 1951, η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης έδωσε στη Γιουγκοσλαβία, τον Οχτώβρη του 1949, δάνειο 2.700.000 δολλαρίων και το ίδιο έτος το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο της έδωσε δύο δάνεια ύψους 12 εκατομμυρίων δολλαρίων. Το αμερικάνικο Κογκρέσσο εξουσιοδότησε τη χορήγηση 38 εκατομμυρίων δολλαρίων το Δεκέμβρη του 1950 και άλλων 29 εκατομμυρίων τον Απρίλη του 1951.
250
μετατράπηκαν επίσης σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, στις οποίες επενδύθηκαν και ξένα κεφάλαια κτλ.
Από το ξένο κεφάλαιο επωφελήθηκαν πολύ οι ντόπιοι έμποροι και βιομήχανοι, στους οποίους έγιναν μεγάλες παραχωρήσεις.
Αυτά τα μέτρα απόδειχναν αναμφισβήτητα ότι αυτός ο «σοσιαλισμός» που οικοδομούσε η Γιουγκοσλαβία, δεν ήταν άλλο παρά ο δρόμος της ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό.
Προπαρασκευάστηκε έτσι το έδαφος να μπουν ξένα κεφάλαια σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα σε ένα πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό περιβάλλον πολύ κατάλληλο για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ο οποίος βοηθώντας το τιτοϊκό καθεστώς, θα το χρησιμοποιούσε σαν γέφυρα για τη διείσδυση στις άλλες λαϊκοδημοκρατικές χώρες.
Αυτός ο πολιτικός, ιδεολογικός και οικονομικός προσανατολισμός της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας προς τον καπιταλισμό έκαμε να πάρει εκεί άλλη κατεύθυνση η πάλη των τάξεων και να αναπτυχθεί όχι σαν κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά σαν κινητήρια δύναμη στη διαμάχη των αντίπαλων τάξεων, όπως συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, όπου κυριαρχεί η δικτατορία της αστικής τάξης. Το τιτοϊκό αστικό - ρεβιζιονιστικο κράτος έστρεψε την ταξική πάλη στη Γιουγκοσλαβία ενάντια στα προοδευτικά στοιχεία της εργατικής τάξης, ενάντια στους κομμουνιστές που αντιστέκονταν στην προδοτική γραμμή.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν άργησε να εξαλειφθεί και στο πεδίο της οικονομικής και κρατικής διοίκησης. Είναι αλήθεια ότι στη Γιουγκοσλαβία είχαν κρατικοποιηθεί και μερικά εργοστάσια, το εξωτερικό εμπόριο είχε κηρυχτεί μονοπώλιο του κράτους και λεγόταν ότι εφαρμόζεται τάχα η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στην οργάνωση κ;αι στη δραστηριότητα του κράτους και του κόμματος. Αυτά όμως τα μέτρα, με χαρακτήρα φαινομενικά επαναστατικό, δεν ήταν ούτε πλήρη ούτε συνεπή. Ο συγκεντρωτισμός στη Γιουγκοσλαβία δεν είχε το πραγματικό λενινιστικό νόημα ανάπτυξης όλης της οικονομικής και πολιτικής ζωής της κοινωνίας με τον συνδυασμό της συγκεντρωτικής διεύθυνσης με τη δημιουργική πρωτοβουλία των τοπικών οργάνων και των εργαζόμενων μαζών, αλλά επεδίωκε τη δημιουργία μιας δικτατορικής δύναμης φασιστικού τύπου, που να μπορούσε να επιβάλει από τα πάνω στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας τη θέληση του ισχύοντος καθεστώτος. Αυτά τα αρχικά μέτρα, που ρεκλαμάρονταν σαν δήθεν σοσιαλιστικός προσανατολισμός, με το πέρασμα μερικών χρόνων έλαβαν ξεκάθαρη αντιμαρξιστική, αντεπαναστατική κατεύθυνση. Όλη η κρατική
251
οργάνωση και η κρατική δραστηριότητα στο οικονομικό πεδίο πήραν καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, σε ανοιχτή αντίθεση με τη βασική πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση του Λένιν και του Στάλιν.
Στα πρώτα χρόνια μετά το 1948 στη δράση του γιουγκοσλάβικου κράτους μπορούμε να πούμε ότι εφαρμοζόταν η αρχή του συγκεντρωτισμού, γιατί η Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας είχε πολύ βαριά και δύσκολα προβλήματα που δεν μπορούσε να τα λύσει με αποκεντρωτικό σύστημα. Οι στιγμές ήταν τέτοιες που απαιτούσαν να διατηρηθεί ο συγκεντρωτισμός, επειδή η Ομοσπονδία αποτελούνταν από δημοκρατίες, που έχοντας η καθεμιά διαφορετικά εθνικιστικά πολιτικά ρεύματα, ζητούσαν να αποσπαστούν από την Ομοσπονδία. Αυτό όμως το είδος συγκεντρωτισμού ήταν γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός: τα οικονομικά σχέδια αποφασίζονταν από τα πάνω χωρίς να συζητούνται στη βάση, δεν ήταν μελετημένα και δεν απέβλεπαν στην αρμονική ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων της οικονομίας των δημοκρατιών και των περιοχών της Ομοσπονδίας, οι διαταγές ήταν αυθαίρετες και εκτελούνταν τυφλά, τα προϊόντα συγκεντρώνονταν με τη βία. Απ' αυτό το χάος, όπου η πρωτοβουλία των τοπικών κομματικών και κρατικών οργάνων, κι αυτή των εργαζόμενων μαζών δεν φαινόταν πουθενά, θα γεννιούνταν ασφαλώς, όπως και γεννήθηκαν, διαφωνίες, οι οποίες καταπνίχτηκαν με τρομοκρατία και με αίμα.
Την κατάσταση αυτή την ενθάρρυναν και τα καπιταλιστικά κράτη, τα οποία είχαν πάρει κάτω από τη φτερούγα τους το τιτοϊκό καθεστώς για να προσανατολίσουν τη Γιουγκοσλαβία στην καπιταλιστική κατεύθυνση. Επωφελούμενοι απ' αυτή την κατάσταση οι διάφοροι ιμπεριαλιστές συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοβάλει περισσότερο χέρι σ' αυτό το νόθο κράτος, ώστε, μαζί με τις πιστώσεις που έδιναν, να επέβαλαν και τις πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές τους απόψεις.
Οι ξένοι καπιταλιστές που υποστήριζαν την τιτοϊκή ομάδα αποστατών, το είχαν ξεκάθαρο ότι αυτή η ομάδα θα τους εξυπηρετούσε, αλλά έβλεπαν ότι, μετά το ξεπέρασμα της χαώδους θολής κατάστασης, θα έπρεπε να δημιουργηθεί στη Γιουγκοσλαβία μια κατάσταση πιο σταθερή. Διαφορετικά δεν θα ήταν σίγουροι για τις μεγάλες επενδύσεις που έκαναν και που θα τις αύξαιναν αργότερα.
Για να δημιουργηθεί η ποθητή κατάσταση σε όφελος του καπιταλισμού έπρεπε να πραγματοποιηθεί η αποκέντρωση της διεύθυνσης στην οικονομία και να αναγνωριστούν και να προστατευτούν με νόμο τα δικαιώματα των καπιταλιστών που επένδυαν μεγάλα
252
κεφάλαια στην οικονομία αυτού του κράτους.
Η τιτοϊκή ηγεσία ήξερε ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιθυμούσε η Γιουγκοσλαβία, σαν όργανο στα χέρια του, να είναι όσο πιο πρόσφορη για να παραπλανήσει τους άλλους. Επομένως, δεν μπορούσε να δεχτεί ένα ανοιχτά φασιστικό και αιμοβόρο καθεστώς, όπως το είχαν καταντήσει οι αντιμαρξιστές Τίτο — Καρντέλι — Ράνκοβιτς. Γι αυτό το λόγο η ομάδα Τίτο - Καρντέλι το 1967, πήρε μέτρα και εκκαθάρισε την ομάδα Ράνκοβιτς, την οποία κατέστησε υπεύθυνη για όλα τα ως τότε κακά της τιτοϊκής κυριαρχίας.
Με την εκκαθάριση του Ράνκοβιτς, η Ένωση «Κομμουνιστών» Γιουγκοσλαβίας δε βγήκε από τη βαριά κρίση όπου είχε βουτηχτεί. Εξακολούθησε να προβάλλεται πάντα σύμφωνα με τις παλιές τιτοϊκές απόψεις, που η ουσία τους ήταν να διατηρήσει η Ένωση αυτή μόνο το «κομμουνιστικό» προσωπείο, αλλά να μην έχει καθοδηγητικό, ρόλο στην κρατική δραστηριότητα, στο στρατό, στην οικονομία. Οι τιτοϊκοί άλλαξαν και το όνομα του κόμματος, το ονόμασαν « Ένωση Κομμουνιστών» για να του δώσουν ένα δήθεν αυθεντικό «μαρξιστικό» όνομα βγαλμένο από το λεξιλόγιο του Καρλ Μαρξ. Σ' αυτή τη λεγόμενη «Ένωση Κομμουνιστών» αναγνώρισαν επίσημα μόνο το δικαίωμα διαπαιδαγώγησης. Κι αυτός όμως ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος ήταν ανύπαρκτος, γιατί η γιουγκοσλάβικη κοινωνία, που τη νανούριζαν με την προπαγάνδα μιας δήθεν μαρξιστικής - λενινιστικής πολιτικής και ιδεολογίας στην κούνια της λεγόμενης «Σοσιαλιστικής Ένωσης της Γιουγκοσλαβίας», εκφυλίστηκε σε δρόμο καπιταλιστικό.
Μ' όλο που βγήκε από την παρανομία, το γιουγκοσλάβικο ρεβιζιονιστικό κόμμα, σαν αποτέλεσμα του καπιταλιστικού αποκεντρωτισμού, συγχωνεύτηκε σ' εκείνο το είδος ιδεολογικού πλουραλισμού, που αργότερα θα ονομαζόταν «δημοκρατικό» σύστημα. Κύριος σκοπός ήταν ώστε, ύστερα από τη μετατροπή του κόμματος σε αστικό κόμμα, να αποκρυσταλλωθούν ολοκληρωτικά τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Έτσι δημιουργήθηκε στη Γιουγκοσλαβία το κατάλληλο έδαφος για την άνθηση των αναρχοσυνδικαλιστικών θεωριών, τις οποίες καταπολέμησαν οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Σ' αυτές τις συνθήκες σκαρώθηκε η ψευδομαρξιστική - ψευδολενινιστική θεωρία σχετικά με το πολιτικό σύστημα της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης», το οποίο πραγματεύεται ο Καρντέλι στο βιβλίο του.
Επεκτάθηκα λίγο στο ιστορικό της εξέλιξης της Γιουγκοσλαβίας
253
στο ρεβιζιονιστικό δρόμο όχι γιατί αυτά τα προβλήματα μας είναι άγνωστα, αλλά για να διευκρινίσω καλύτερα την πλαστότητα της «θεωρητικής» σκέψης του Καρντέλι, ο οποίος σαν συνεργάτης του Τίτο στη μεγάλη προδοσία απέναντι στην επανάσταση και το σοσιαλισμό, δεν μπορεί να πάρει άλλη θέση παρά να λέει το άσπρο μαύρο και τον καπιταλισμό να τον ονομάζει σοσιαλισμό. Βλέποντας τώρα την άδοξη εξέλιξη στην οποία οδήγησαν τη χώρα τους, αυτοί οι αποστάτες προσπαθούν να δικαιολογήσουν «θεωρητικά» τη χαώδη κατάσταση που οι ίδιοι δημιούργησαν. Έτσι εξηγούνται και οι σκοτεινές σκέψεις του Καρντέλι. Χαώδης είναι η γιουγκοσλάβικη πραγματικότητα, συγκεχυμένες είναι και οι «θεωρητικολογίες» σχετικά μ' αυτή. Διαφορετικά δεν μπορεί να είναι.
2. Το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» στην οικονομία
Η θεωρία και η πράξη της γιουγκοσλάβικης «αυτοδιαχείρισης» είναι μια κατάφωρη άρνηση των διδαγμάτων του μαρξισμού -λενινισμού και των γενικών νόμων της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Η ουσία του «αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού» στην οικονομία είναι η άποψη ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί δήθεν να οικοδομηθεί με τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια του σοσιαλιστικού κράτους, με τη δημιουργία της κρατικής ιδιοκτησίας σαν ανώτατη μορφή σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, αλλά με το κομμάτιασμα της κρατικής σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας σε ιδιοκτησία ξεχωριστών ομάδων εργατών, ο οποίοι την αυτοδιαχειρίζονται δήθεν απευθείας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, από το 1848 ακόμα, τόνιζαν ότι:
«Το προλεταριάτο χρησιμοποιεί την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει λίγο λίγο από τα χέρια της αστικής τάξης όλο το κεφάλαιο, να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου...»*
Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα, τ. Ι, σελ. 42, αλβ. έκδ., Τίρανα, 1975.
254
Αυτά τόνιζε και ο Λένιν όταν καταπολεμούσε αμείλικτα τις αναρχο-συνδικαλιστικές απόψεις της αντικομματικής ομάδας της «εργατικής αντιπολίτευσης», που ζητούσε την παραχώρηση των εργοστασίων στους εργάτες και τη διεύθυνση και οργάνωση της παραγωγής όχι από το σοσιαλιστικό κράτος, αλλά από μια αποκαλούμενη «Συνέλευση των παραγωγών», σαν εκπρόσωπο ξεχωριστών ομάδων των εργαζομένων10. Αυτές τις απόψεις ο Λένιν τις θεωρούσε
«... σε πλήρη αντίθεση με το μαρξισμό και τον κομμουνισμό...»*. Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι:
«κάθε δικαιολόγηση, άμεση ή έμμεση, της ιδιοκτησίας εργατών ξεχωριστού εργοστασίου ή ξεχωριστού επαγγέλματος στην ξεχωριστή παραγωγή τους, ή κάθε δικαιολόγηση του δικαιώματος τους να εξασθενίσουν ή να εμποδίσουν τις εντολές της γενικής κρατικής εξουσίας είναι πολύ μεγάλη διαστρέβλωση των βασικών αρχών της σοβιετικής εξουσίας και πλέρια παραίτηση από το σοσιαλισμό»**.
Από τον Ιούνη του 1950 ακόμα, όταν ο Τίτο παρουσίασε στη Λαϊκή Συνέλευση της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το νόμο για την «αυτοδιαχείριση», αναπτύσσοντας τις ρεβιζιο-νιστικές απόψεις του σχετικά με την ιδιοκτησία στο «σοσιαλισμό», ανάμεσα στ' άλλα είπε: «Από δω και πέρα η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια, τα ορυχεία, οι σιδηρόδρομοι, βαθμιαία περνούν στην ανώτερη μορφή σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας· η κρατική ιδιοκτησία είναι η κατώτερη και όχι η ανώτερη μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας...» ανάμεσα στις «πιο χαρακτηριστικές πράξεις μιας σοσιαλιστικής χώρας», «είναι η παραχώρηση των εργοστασίων και των άλλων οικονομικών επιχειρήσεων από τα χέρια του κράτους στα χέρια των εργατών για να τα διευθύνουν...», επειδή έτσι θα πραγματοποιηθεί «το μαχητικό σύνθημα του εργατικού κινήματος –
10. Οι απόψεις της «εργατικής αντιπολίτευσης» και των άλλων φραξιονιστικών ομάδων καταδικάστηκαν από το 10ο Συνέδριο του ΚΚ (μπ) της Ρωσίας (Μάρτης 1921),το οποίο έδωσε εντολή για την άμεση διάλυση τους.
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 32ος, αλβ. έκδ., σελ. 283.
** Β. Ι. Λένιν. «Σχετικά με τη δημοκρατικότητα και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της σοβιετικής εξουσίας».
255
Τα εργοστάσια στους εργάτες»*.
Αυτά τα λόγια του Τίτο μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερού με τις αντιδραστικές απόψεις της αναρχοσυνδικαλιστικής «εργατικής αντιπολίτευσης», που ξεσκέπασε ο Λένιν, αλλά και με τις απόψεις του Προυντόν, ο οποίος στη μελέτη του «Τι είναι η ιδιοκτησία;» έλεγε ότι « το αυθόρμητο προϊόν μιας συλλογικής μονάδας... μπορεί να θεωρηθεί ως θρίαμβος της ελευθερίας... και σαν η μεγαλύτερη επαναστατική μορφή που υπάρχει και που μπορεί να αντιταχθεί στην εξουσία». Ή, να τι έλεγε ένας από τους ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς, Όττο Μπάουερ, στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό»: «Ποιος λοιπόν θα διευθύνει στο μέλλον την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία; Η κυβέρνηση; Όχι! Αν η κυβέρνηση θα διεύθυνε όλους ανεξαίρετα τους κλάδους της βιομηχανίας, θα γινόταν εξαιρετικά ισχυρή απέναντι στο λαό και απέναντι στην εθνική αντιπροσωπία. Μια τέτοια αύξηση της κυβερνητικής εξουσίας θα ήταν επικίνδυνη
για τη δημοκρατία»**.
Έχοντας τις ίδιες απόψεις με τον Τίτο, ο Ε. Καρντέλι στο βιβλίο του τονίζει επίσης ότι: «Η κοινωνία μας αναγκάστηκε να ενεργήσει κατ' αυτό τον τρόπο εφόσον είναι προορισμένη για αυτοδιοίκηση και αυτοδιοικούμενη κοινωνικοποίηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ενάντια στη διαιώνιση της μορφής κρατικής ιδιοκτησίας στις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις» (σελ. 66)". Αυτό σημαίνει ότι στη Γιουγκοσλαβία καθιερώθηκε το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και δεν υπάρχει η σοσιαλιστική κρατική ιδιοκτησία, η παλλαϊκή ιδιοκτησία.
Εντελώς διαφορετικά συμβαίνει στη χώρα μας, όπου η κοινή σοσιαλιστική ιδιοκτησία διευθύνεται από το κράτος τής δικτατορίας του προλεταριάτου με τη συμμετοχή της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών σε μορφές σωστές, συγκεντρωτικές, σχεδιοποιη-μένες από τα κάτω και με προσανατολισμό από τα πάνω.
Ο δρόμος αποκέντρωσης των μέσων παραγωγής, σύμφωνα με τις αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες της εργατικής «αυτοδιαχείρισης», στην ουσία δεν είναι παρά ένας εκλεπτυσμένος τρόπος για τη
* Τα εργοστάσια στους εργάτες, Πριστίνα, 1951, σελ. 37, 19, 1.
** Όττο Μπάουερ. «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό», Παρίσι 1919, σελ. 18.
11. Όλα τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ε. Καρντέλι δίνονται σύμφωνα με τη μετάφραση στην αλβανική γλώσσα που έκαμε η σύνταξη εκδόσεων της Πριστίνας το 1977. (Σημείωση του Εκδοτικού «8 Νοέμβρη», Τίρανα).
256
διαφύλαξη και την παγίωση της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά με καμουφλαρισμένη μορφή σαν «ιδιοκτησία που τη διαχειρίζονται οι ομάδες εργατών». Στην πραγματικότητα όλες οι μπερδεμένες και σκοτεινές ορολογίες που κατασκεύασε ο «θεωρητικός» Καρντέλι στο βιβλίο του, όπως «θεμελιώδης οργάνωση ενωμένης εργασίας», «σύνθετη οργάνωση ενωμένης εργασίας», «συμβούλια εργατών της θεμελιώδους ή σύνθετης οργάνωσης ενωμένης εργασίας», «αυτοδιοικούμενες κοινότητες συμφερόντων» κτλ. κτλ. που επικυρώθηκαν και στη νομοθεσία του γιουγκοσλάβικου καπιταλιστικού κράτους, δεν είναι παρά μια λουστραρισμένη πρόσοψη, πίσω από την οποία κρύβεται η αποξένωση της εργατικής τάξης από το δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η άγρια εκμετάλλευση της από την αστική τάξη.
Αυτή η ατομική ιδιοκτησία υπάρχει στη Γιουγκοσλαβία όχι μόνο σε καμουφλαρισμένη μορφή, αλλά και στη συνηθισμένη μορφή της στην πόλη και το χωριό. Αυτό το παραδέχεται και ο Ε. Καρντέλι στο βιβλίο του όταν λέει ότι «Ιδιαίτερη σημασία στην κοινωνία μας έχουν και τέτοια δικαιώματα όπως... το δικαίωμα της προσωπικής ιδιοκτησίας, δηλαδή σε καθορισμένα όρια, και τής ατομικής ιδιοκτησίας...» (σελ. 177). Ο Καρντέλι μάταια προσπαθεί να αμβλύνει το αρνητικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η ανοιχτή αποδοχή του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας, έστω και στη μορφή της μικρής παραγωγής, η οποία, όπως έλεγε ο Λένιν, γεννάει τον καπιταλισμό κάθε μέρα και κάθε ώρα. Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές θέσπισαν και ειδικούς νόμους για την ενθάρρυνση της ατομικής οικονομίας, νόμους που αναγνωρίζουν στους πολίτες το δικαίωμα «να ιδρύουν επιχειρήσεις» και «να απασχολούν εργατικά χέρια». Στο γιουγκοσλάβικο Σύνταγμα αναφέρεται κατά λέξη: «Οι ιδιώτες έχουν την ίδια οικονομικό -κοινωνική θέση, τα ίδια δικαιώματα και υποχρώσεις όπως και οι εργαζόμενοι στις οικονομικό - κοινωνικές οργανώσεις».
Η ατομική μικροϊδιοκτησία κυριαρχεί απόλυτα στη γιουγκοσλάβικη γεωργία και κατέχει περίπου τα 90 τα εκατό της καλλιεργήσιμης έκτασης, 9 εκατομμύρια εκτάρια ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, ενώ πάνω από 10 τα εκατό ή 1,15 εκατομμύρια εκτάρια - στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό τομέα, τον λεγόμενο κοινωνικό. Πάνω από 5 εκατομμύρια αγρότες στη Γιουγκοσλαβία απασχολούνται σε ατομική γαιοκτησία. Το γιουγκοσλάβικο χωριό δεν έχει μπει ποτέ στο δρόμο του πραγματικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σχετικά μ' αυτή την κατάσταση ο Καρντέλι δεν λέει ούτε λέξη στο βιβλίο του και αποφεύγει το χειρισμό του προβλήματος ως προς την έκταση του
257
«αυτοδιαχειριζόμενου» συστήματος στη γεωργία. Αφού ισχυρίζεται ότι οικοδομεί το σοσιαλισμό μ' αυτό το σύστημα, τότε πώς μπορεί να ξεχάσει «να οικοδομήσει το σοσιαλισμό» και στη γεωργία, που αντιπροσωπεύει περίπου το μισό της οικονομίας; Η μαρξιστική -λενινιστική θεωρία μάς διδάσκει ότι ο σοσιαλισμός οικοδομείται τόσο στην πόλη όσο και στο χωριό όχι με βάση την κρατικό -καπιταλιστική ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία που διαχειρίζονται δήθεν οι ομάδες των εργατών ή την ανοιχτά ατομική ιδιοκτησία, αλλά μόνο με βάση την κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής·
Στη Γιουγκοσλαβία επιτρέπεται η ατομική ιδιοκτησία από 10 ως 25 εκτάρια γης.* Όμως, ο γιουγκοσλάβικος νόμος που επιτρέπει την αγοραπωλησία της γης, την εκμίσθωση και υποθήκευση της, την αγοραπωλησία των μηχανών και τη μισθωτή εργασία στη γεωργία, δημιούργησε την δυνατότητα στη νεοαστική τάξη του χωριού, στο κουλακολόι, να αυξήσει σε βάρος των φτωχών αγροτών την έκταση της γης, τα μέσα εργασίας, τα τρακτέρ12 και τα μεταφορικά μέσα και συνεπώς να αυξήσει, να εντείνει την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Τόσο βαθιά έχουν επεκταθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στη γιουγκοσλάβικη οικονομία, που ανοίχτηκε ελεύθερο πεδίο δράσης και στους ξένους καπιταλιστές και εταιρίες, να κάνουν επενδύσεις και να εκμεταλλεύονται, μαζί με την ντόπια αστική τάξη, την εργατική τάξη και τις άλλες εργαζόμενες μάζες της Γιουγκοσλαβίας. Επομένως το γιουγκοσλάβικο σύστημα «αυτοδιαχείρισης» μπορεί να θεωρηθεί εξουσία της συνεργασίας του γιουγκοσλάβικου καπιταλισμού με τον αμερικάνικο καπιταλισμό και με τους άλλους καπιταλιστές, οι οποίοι είναι συνέταιροι πάνω στον πλούτο της Γιουγκοσλαβίας, σε καθετί, στα εργοστάσια, στις συγκοινωνίες, στα ξενοδοχεία, στις κατοικίες ως και στην ψυχή του ανθρώπου.
Αν η γιουγκοσλάβικη οικονομία έκαμε μερικά βήματα στην ανάπτυξη της, αυτό δεν οφείλεται καθόλου στο σύστημα της «αυτοδιαχείρισης», όπως προσπαθούν να ρεκλαμάρουν οι τιτοϊκοί ρεβιζιονι-στές. Στη Γιουγκοσλαβία, με τη μορφή επενδύσεων, πιστώσεων και «βοηθειών», εισέρρευσαν μεγάλα κεφάλαια του καπιταλιστικού κό-
* Β. Βάσιτς. «Η οικονομική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας», έκδοση του Πανεπιστημίου της Πριστίνας, 1970.
12. Το 1980 οι κουλάκοι καταλάμβαναν το 93,5 τα εκατό του συνολικού αριθμού των
τρακτέρ.
258
σμου, που αποτελούν σημαντικό μέρος της υλικής βάσης του γιουγκοσλάβικου καπιταλιστικό - ρεβιζιονιστικού συστήματος. Μόνο τα χρέη ξεπερνούν τα 11 δισεκατομμύρια δολλάρια. Από τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Γιουγκοσλαβία πήρε πάνω από 7 δισεκατομμύρια δολλάρια πιστώσεις.
Η διεθνής μπουρζουαζία όχι άσκοπα υποστήριξε με μια τέτοια υλική και χρηματική βάση το γιουγκοσλάβικο σύστημα «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης». Τα δεκανίκια του δυτικού κεφαλαίου βοήθησαν αυτό το σύστημα να σταθεί στα πόδια του σαν μοντέλο διατήρησης του καπιταλιστικού καθεστώτος με ψευδοσοσιαλιστικές ετικέττες.
Οι ξένοι καπιταλιστές, με τις επενδύσεις τους οικοδόμησαν στη Γιουγκοσλαβία πολλά βιομηχανικά έργα που παράγουν προϊόντα από τα καλύτερα ως τα χειρότερα. Τα καλά προϊόντα, φυσικά, πουλιούνται στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό λιγότερο. Μ' όλο που στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη καπιταλιστική υπερπαραγωγή και όλες τις αγορές τις έχουν καπαρωμένες αυτοί οι ίδιοι οι καπιταλιστές που επένδυσαν κεφάλαια στη Γιουγκοσλαβία, είναι αυτοί πάλι που πουλούν τα καλά εμπορεύματα στις αγορές τους με κολοσσιαία κέρδη, επειδή στη Γιουγκοσλαβία η εργατική δύναμη είναι φτηνή, τα προϊόντα παράγονται με χαμηλότερο κόστος σε σύγκριση με τις καπιταλιστικές χώρες, όπου τα συνδικάτα έχουν λίγο πολύ κάποιες απαιτήσεις από το κεφάλαιο για τους εργάτες. Τα καλύτερα προϊόντα που παράγουν τα εργοστάσια στη Γιουγκοσλαβία τα παίρνουν οι πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες δρουν και στη Γιουγκοσλαβία. Εκτός όμως από το κέρδος που εξάγουν μ' αυτό τον τρόπο οι ξένοι καπιταλιστές επενδυτές αποκομίζουν επίσης και άλλα κέρδη από τα επιτόκια των κεφαλαίων που επενδύθηκαν στη Γιουγκοσλαβία. Αυτά τα κέρδη συχνά τα παίρνουν και σαν ακατέργαστες ή κατεργασμένες πρώτες ύλες.
Ο δημοκόπος Καρντέλι λέει πολλά στο βιβλίο του για το σύστημα «αυτοδιαχείρισης», αλλά δεν λέει τίποτε για την παρουσία του ξένου κεφαλαίου και τον πολύ μεγάλο ρόλο που παίζει για να σταθεί στα πόδια του το σύστημα της «αυτοδιαχείρισης».
Στις αστικές χώρες, λέει ο Καρντέλι, η πραγματική εξουσία βρίσκεται και «... εκδηλώνεται πρώτα απ' όλα στη σύνδεση της κρατικής εκτελεστικής εξουσίας με τα εξωκοινοβουλευτικά πολιτικά καρτέλ... Παράλληλα με την αύξηση της ισχύος της εσωτερικής εξωκοινοβουλευτικής εξουσίας —συνεχίζει ο Καρντέλι— χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων στις καπιταλιστικές χώρες
259
με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης είναι και ένα νέο φαινόμενο —η δημιουργία της διεθνούς ή παγκόσμιας εξωκοινοβουλευτικής εξουσίας» (σελ. 54). Μ' αυτό ο Καρντέλι θέλει να αποδείξει ότι η γιουγκοσλάβικη αυτοδιαχείριση γλίτωσε δήθεν από μια τέτοια κατάσταση. Ενώ στην πράξη, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: η γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση» είναι καπιταλιστική συνδιαχείριση, γιουγκοσλάβικη και ξένη. Οι ξένοι καπιταλιστές, δηλαδή οι εταιρίες, τα κονσέρνς και όσοι έκαμαν επενδύσεις στη Γιουγκοσλαβία, αποφασίζουν, στον ίδιο βαθμό όπως αποφασίζει και η γιουγκοσλάβικη εξουσία, σχετικά με την πολιτική και την ολόπλευρη ανάπτυξη της Γιουγκοσλαβίας.
Στην πραγματικότητα οι λεγόμενες αυτοδιοικούμενες επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, είναι υποχρεωμένες να υπολογίζουν τον ξένο επενδυτή κεφαλαίων. Αυτός ο επενδυτής έχει τους δικούς του νόμους, που τους επιβάλλει στο γιουγκοσλάβικο κράτος, έχει τους άμεσους αντιπροσώπους του σ' αυτές τις κοινές επιχειρήσεις, έχει τους αντιπροσώπους ή την επιρροή του στην Ομοσπονδία. Στην πραγματικότητα ο επενδυτής επιβάλλει, άμεσα ή έμμεσα, τη θέληση του στην Ομοσπονδία, στην κοινή επιχείρηση ή εταιρία. Ακριβώς αυτό επιχειρεί να συγκαλύψει η «αυτοδιαχείριση». Αυτό το καμουφλάζ, αυτό το tour de passe passe, όπως λένε ο Γάλλοι, θέλει να κάμει ο Καρντέλι για να «αποδείξει» τον παραλογισμό ότι η γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση» είναι ο αληθινός σοσιαλισμός.
Εκείνο όμως που ο Καρντέλι προσπαθεί να αρνηθεί στο βιβλίο του, το ομολογεί καθημερινά με πολλά αποδειχτικά ο δυτικός Τύπος, ακόμα και το γιουγκοσλάβικο πρακτορείο ειδήσεων, ΤΑΝJUG, που στις 16 Αυγούστου αυτής της χρονιάς μετέδωσε είδηση για έναν νέο κανονισμό της Ομοσπονδιακής Εκτελεστικής Βέτσιε, σχετικά με τις ξένες επενδύσεις στη Γιουγκοσλαβία. Μ' αυτό τον κανονισμό ευρύνονται περισσότερο τα δικαιώματα των ξένων καπιταλιστών επενδυτών κεφαλαίων στη Γιουγκοσλαβία. «Σύμφωνα μ' αυτό το νόμο —τονίζει αυτό το πρακτορείο— οι ξένοι εταίροι, με βάση τη συμφωνία με τις οργανώσεις κοινωνικοποιημένης εργασίας της χώρας, μπορούν να κάνουν επενδύσεις σε μορφή συναλλάγματος, τεχνικών εξοπλισμών, ημικατεργασμένων προϊόντων και τεχνολογίας. Οι ξένοι επενδυτές έχουν τα ίδια δικαιώματα όπως και οι οργανώσεις κοινωνικοποιημένης εργασίας της χώρας, που επενδύουν τα μέσα τους σε κάποια άλλη οργάνωση ενωμένης εργασίας».
Πιο κάτω το ΤΑΝJUG τονίζει ότι «μ' αυτό τον κανονισμό προβλέπεται να μεγαλώσει το ενδιαφέρον (των ξένων), γιατί εγγυάται
260
την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης κοινής οικονομικής δραστηριότητας. Εκτός απ' αυτό, στην πράξη δεν υπάρχουν τομείς που να μην μπορούν οι ξένοι να επενδύσουν τα μέσα τους, με εξαίρεση τις κοινωνικές ασφαλίσεις, το εσωτερικό εμπόριο και τις κοινωνικές δραστηριότητες».
Περισσότερο από τόσο δεν έχει πού να πάει το ξεπούλημα της χώρας στο ξένο κεφάλαιο. Και ύστερα απ' αυτή την καθαρά καπιταλιστική πραγματικότητα, ο «κομμουνιστής» Καρντέλι έχει την αδιαντροπιά να λέει ότι «...η κοινωνία μας έχει προσλάβει δικό της πολύ πιο στερεό κοινωνικό - οικονομικό περιεχόμενο και δομή που βασίζεται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και αυτοδιοίκησης...» οι οποίες «... επιτρέπουν και εξασφαλίζουν την ολοένα και πιο ελεύθερη, ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη ανάπτυξη της κοινωνίας μας...»! (σελ. 7- 8).
Στο βιβλίο του Καρντέλι, το άτομο θεωρείται κατά πρώτο λόγο σαν βασικό στοιχείο της κοινωνίας, στοιχείο που παράγει, στοιχείο που έχει το δικαίωμα να οργανώνει και να μοιράζει την παραγωγή. Σύμφωνα με τον Καρντέλι, στο σύστημα «αυτοδιαχείρισης», αυτό το στοιχείο κοινωνικοποιεί την εργασία στην επιχείρηση και ασκεί την καθοδήγηση του με τα λεγόμενα συμβούλια εργατών, που «εκλέγουν» οι εργάτες και τα οποία μαζί με τους διορισμένους διοικούντες λειτουργούς, ρυθμίζουν, λέει, όλα τα προβλήματα της επιχείρησης, της εργασίας, των εσόδων κ.λπ.
Αυτή η μορφή είναι χαρακτηριστική των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όπου στην πραγματικότητα κυριαρχεί ο καπιταλιστής, περιστοιχισμένος από μεγάλο αριθμό λειτουργών και τεχνικών που γνωρίζουν την κατάσταση της παραγωγής και οργανώνουν τη διανομή της. Φυσικά, τα κυριότερα κέρδη τα παίρνει ο καπιταλιστής που είναι κάτοχος της καπιταλιστικής επιχείρησης, δηλαδή ιδιοποιείται την υπεραξία. Στη γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση» μεγάλο μέρος της υπεραξίας το ιδιοποιούνται οι λειτουργοί, οι διευθυντές των επιχειρήσεων και το προσωπικό μηχανικών και τεχνικών, ενώ τη «μερίδα του λέοντος» την παίρνει η Ομοσπονδία ή η Δημοκρατία για να αντιμετωπίσει τους παχυλούς μισθούς όλων εκείνων των λειτουργών του κεντρικού μηχανισμού, της Ομοσπονδίας ή της Δημοκρατίας. Χρειάζονται κονδύλια για τη διατήρηση της τιτοϊκής δικτατορίας -για το στρατό, το υπουργείο Εσωτερικών και την Κρατική Ασφάλεια, το υπουργείο Εξωτερικών κ.λπ., που είναι στα χέρια της Ομοσπονδίας και που διογκώνονται και διευρύνονται διαρκώς. Σ' αυτό το ομοσπονδιακό κράτος αναπτύχθηκε μεγάλη γραφειοκρατία μη παραγωγικών
261
υπαλλήλων και ιθυνόντων, που πληρώνονται με πολύ υψηλούς μισθούς, οι οποίοι βγαίνουν από τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών και αγροτών. Εκτός απ' αυτό, μεγάλο μέρος των εσόδων διατίθεται για τον ξένο καπιταλιστή, που επένδυσε κεφάλαια σ' αυτές τις επιχειρήσεις και ο οποίος έχει τον δικό του εκπρόσωπο στο «διοικητικό συμβούλιο» ή στο «συμβούλιο εργατών», δηλαδή συμμετέχει στη διεύθυνση της επιχείρησης. Έτσι, σ' αυτό το σύστημα, που αποκαλείται «αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός», οι εργάτες βρίσκονται διαρκώς κάτω από ολόπλευρη εκμετάλλευση.
Οι ρεβιζιονιστές του Βελιγραδίου σκάρωσαν το γρανάζι των «εργατικών συμβουλίων» και των «επιτροπών αυτοδιαχείρισης» με τις υποεπιτροπές τους, μόνο για να δημιουργήσουν στους εργάτες την ψευδαίσθηση ότι «με την εκλογή τους», με τη συμμετοχή και τη συζήτηση σ' αυτούς τους οργανισμούς, είναι αυτοί που δήθεν αποφασίζουν για τις υποθέσεις της επιχείρησης, για την ιδιοκτησία «τους». Σύμφωνα με τον Καρντέλι, «... οι εργάτες στη θεμελιακή οργάνωση της ενωμένης εργασίας... διευθύνουν τα πράγματα και τη δράση της οργάνωσης της ενωμένης εργασίας και τα μέσα της κοινωνικής αναπαραγωγής..., αποφασίζουν για όλες τις μορφές ένωσης και σύνδεσης της εργασίας τους και των μέσων, καθώς και για όλα τα έσοδα που κερδίζουν με την κοινή εργασία, ... μοιράζουν τα έσοδα για προσωπική, κοινωνική και γενική κατανάλωση, σύμφωνα με τις αρχές και τα κριτήρια, που καθορίζονται με βάση την αυτοδιοίκηση...» (σελ. 160) κ.λπ., κ.λπ.
Όλα αυτά είναι κουροφέξαλα, γιατί στις συνθήκες που στη Γιουγκοσλαβία κυριαρχεί η αστική δημοκρατία, δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία σκέψης και δράσης για τους εργαζόμενους. Η ελευθερία δράσης στις «αυτοδιαχειριζόμενες» επιχειρήσεις είναι πλαστή. Ο εργάτης στη Γιουγκοσλαβία δεν διευθύνει και δεν έχει εκείνα τα δικαιώματα που τόσο πομπώδικα διακηρύσσει ο «ιδεολόγος» Καρντέλι. Ο ίδιος ο Τίτο στο λόγο που εκφώνησε τελευταία στο διευθυντικό ακτίφ της Σλοβενίας, για να δείξει ότι είναι δήθεν ρεαλιστής και αντιτάσσεται στις αδικίες του καθεστώτος του, είπε ότι η «αυτοδιαχείριση» δεν εμποδίζει την αύξηση των αποδοχών και εκείνων που δεν εργάζονται καλά, σε βάρος των άλλων που εργάζονται καλά, ενώ οι ιθύνοντες των εργοστασίων, που φταίνε για τις απώλειες, μπορούν να αποφεύγουν την ευθύνη πιάνοντας υπεύθυνες θέσεις σε άλλα εργοστάσια, χωρίς να φοβούνται πως κάποιος θα τους επικρίνει
για τα λάθη που κάνουν.
Μ' όλο που στη «θεωρία» ο Ε. Καρντέλι εξάλειψε τη γραφειοκρα-
262
τία και την τεχνοκρατία, το ρόλο μιας κυρίαρχης τεχνοκρατικής τάξης» στην πραγματικότητα αυτή η τάξη δημιουργήθηκε ολοταχώς και βρήκε στην πράξη πλατύ πεδίο δράσης σ' αυτό το δήθεν δημοκρατικό σύστημα, όπου ο ρόλος του εργαζόμενου είναι, λέει, «αποφασιστικός». Στην πραγματικότητα αποφασιστικός είναι ο ρόλος εκείνου του στρώματος λειτουργών και νεοαστών που κυριαρχούν στην «αυτοδιαχειριζόμενη» επιχείρηση. Είναι εκείνοι που κάνουν τα σχέδια, που καθορίζουν τις δαπάνες, τα έσοδα του καθενός, του εργάτη και του εαυτού τους' φυσικά, η αγκλίτσα τραβάει προς το μέρος τους. Θεσπίστηκαν τέτοιοι νόμοι και κανονισμοί ώστε τα κέρδη να είναι μεγαλύτερα για την ηγεσία και ελάχιστα για τους εργάτες.
Στη Γιουγκοσλαβία, αυτό το περιορισμένο στρώμα ανθρώπων που πάχυναν από τον ιδρώτα και το μόχθο των εργατών, που αποφασίζουν προς το συμφέρον τους, μετατράπηκε σε καπιταλιστική τάξη. Έτσι η αφρόκρεμα στις επιχειρήσεις σοσιαλιστικής «αυτοδιαχείρισης» δημιούργησε το πολιτικό μονοπώλιο να παίρνει αποφάσεις και να μοιράζει τα έσοδα, ενώ ο Καρντέλι πάντα το χαβά του, λες και αυτό το πολιτικό σύστημα που σκαρφίστηκαν οι τιτοϊκοί, συμβάλλει στη δημιουργία συνθηκών για την πραγματική άσκηση των «αυτοδιοικη-τικών» και «δημοκρατικών» δικαιωμάτων των εργαζομένων, που κατ' αρχήν τους αναγνωρίζει το σύστημα.
Τη δημιουργία της νέας καπιταλιστικής τάξης την ενθάρρυνε ακριβώς το σύστημα «αυτοδιαχείρισης». Αυτό το θλιβερό γεγονός ομολόγησε και ο Τίτο με μια «αυστηρή κριτική» που δήθεν έκαμε στους εκμεταλλευτές των εργατών, σε όλους εκείνους που διευθύνουν και επωφελούνται απ' αυτό το σύστημα «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης». Σε πολλούς λόγους, αν και προσπάθησε να αποκρύψει τα κακά του ψευδοσοσιαλιστικού του συστήματος, αναγκάστηκε να ομολογήσει τη μεγάλη κρίση αυτού του συστήματος και την πόλωση της γιουγκοσλάβικης κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς. «Εγώ δε θεωρώ πλουτισμό ό,τι ο άνθρωπος κερδίζει, ακόμα κι όταν από τα κέρδη χτίζει έπαυλη αναψυχής», λέει ο Τίτο. « Όταν πρόκειται όμως για εκατοντάδες εκατομμύρια και μάλιστα για δισεκατομμύρια, τότε αυτό σημαίνει κλοπή... Αυτά δεν είναι έσοδα αποκτημένα με ιδρώτα... Αυτός ο πλούτος δημιουργείται με διάφορες κερδοσκοπίες μέσα και έξω από τη χώρα... Τώρα, πρέπει να ιδούμε τι έγινε με εκείνους που χτίζουν σπίτια" ένα έχουν στο Ζάγκρεμπ, δεύτερο στο Βελιγράδι, τρίτο κάπου στην ακροθαλασσιά ή κάπου αλλού. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν απλό εξοχικό σπίτι, αλλά βίλες, που άνετα μπορούν να τις νοικιάσουν. Πέρα απ' αυτό, έχουν όχι ένα, μα δύο και τρία
263
αυτοκίνητα για την οικογένεια...»*. Σε κάποια άλλη περίπτωση, για να δείξει ότι είναι δήθεν ενάντια στη δημιουργία πλουσίων και φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, ο Τίτο ανάφερε επίσης ότι μόνο στις γιουγκοσλάβικες τράπεζες μερικοί πλούσιοι ιδιώτες έχουν καταθέσεις ύψους περίπου 4,5 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, χωρίς εδώ να υπολογίζονται οι καταθέσεις που έχουν στις ξένες τράπεζες και εκείνα που έχουν στην τσέπη τους.
Γράφοντας για το σύστημα που κατασκεύασαν οι τιτοϊκοί ρεβιζιο-νιστές, ο Καρντέλι είναι αναγκασμένος να αναφέρει ακροθιγώς την ανάγκη να καταπολεμηθούν «... οι διάφορες μορφές παραποίησης και οι απόπειρες σφετερισμού των δικαιωμάτων αυτοδιοίκησης των εργαζόμενων και των πολιτών» (σελ. 174). Τη διέξοδο απ' αυτές τις «καταχρήσεις» ο Καρντέλι την αναζητά ξανά μέσα από το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» με τη διεύρυνση του «... ανάλογου μηχανισμού του δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου...» (σελ. 178).
Εδώ γεννιέται το ερώτημα: για ποια τάξη έχει το λόγο ο Καρντέλι όταν μιλάει για «σφετερισμό των δικαιωμάτων αυτοδιοίκησης των εργαζομένων»; Βέβαια, δεν το λέει, αλλά πρόκειται για την παλιά και τη νέα αστική τάξη, που σφετερίστηκε την εξουσία της εργατικής τάξης, της κάθισε στο σβέρκο και την εκμεταλλεύεται ως το κόκκαλο. Μάταια προσπαθεί ο Καρντέλι να παρουσιάσει τα «συμβούλια εργατών», τις «θεμελιακές οργανώσεις ενωμένης εργασίας» κ.λπ., κ.λπ., σαν την πιο αυθεντική έκφραση της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας» του ατόμου σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Τα εργατικά συμβούλια δεν είναι παρά εντελώς τυπικά όργανα, προστάτες και εφαρμοστές όχι των συμφερόντων των εργατών, αλλά της θέλησης αυτών που διευθύνουν τις επιχειρήσεις, γιατί, αφού έχουν διαφθαρεί υλικά, πολιτικά και ιδεολογικά, έγιναν μέτοχοι της «εργατικής αριστοκρατίας» και της «εργατικής γραφειοκρατίας», πράκτορες για την παραπλάνηση και την εξαπάτηση της εργατικής τάξης.
Η γιουγκοσλάβικη πραγματικότητα δείχνει ξεκάθαρα την έλλειψη πραγματικής δημοκρατίας για τις μάζες. Και δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά. Ο Λένιν τόνιζε ότι:
«Η "δημοκρατία της παραγωγής" είναι ορολογία που δίνει ευκαιρία για διαστρεβλωμένες ερμηνείες. Μπορεί η ορολογία αυτή να εννοηθεί
* Συνέντευξη του Τίτο προς τη συντάκτρια της εφημερίδας «Βιέστνικ», Οκτώβρης 1972.
264
σαν άρνηση της δικτατορίας και της ενιαίας διεύθυνσης. Μπορεί να εννοηθεί σαν αναίρεση της κοινής δημοκρατίας ή απομάκρυνση απ' αυτή»*.
Δεν μπορεί να υπάρχει σοσιαλιστική δημοκρατία για την εργατική τάξη χωρίς το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο μαρξισμός - λενινισμός μάς διδάσκει ότι η άρνηση του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι άρνηση της ίδιας της δημοκρατίας για τις εργαζόμενες μάζες.
Η άρνηση, από μέρους των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών, του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου και της κοινωνικής σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στην οποία στηρίζεται, τους οδήγησε στην αποκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας, χωρίς ενιαίο κρατικό σχέδιο. Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας βάσει ενιαίου κρατικού σχεδίου και η διεύθυνση της από το σοσιαλιστικό κράτος με βάση την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι ένας από τους γενικούς νόμους και τις θεμελιώδεις αρχές οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε κάθε χώρα. Διαφορετικά συμβαίνει στη Γιουγκοσλαβία όπου οικοδομείται ο καπιταλισμός.
Ο Καρντέλι ισχυρίζεται ότι οι εργάτες στις οργανώσεις τους «αυτοδιαχείρισης» έχουν δικαίωμα «... να διευθύνουν τη δράση της οργάνωσης ενωμένης εργασίας...» (σελ. 160), δηλαδή των επιχειρήσεων, άρα, μπορούν δήθεν και να σχεδιοποιήσουν την παραγωγή. Ποια είναι όμως η αλήθεια; Ο εργάτης σ' αυτές τις οργανώσεις ούτε διευθύνει, ούτε καταρτίζει το λεγόμενο σχέδιο στη βάση. Αυτό το κάνει η νέα αστική τάξη, η διεύθυνση της επιχείρησης, ενώ στους εργάτες δίνεται η εντύπωση ότι τα «εργατικά συμβούλια» κάνουν τάχα το νόμο σ' αυτή την οργάνωση «αυτοδιαχείρισης». Αυτό συμβαίνει και στα καπιταλιστικά κράτη, όπου στην ιδιωτική επιχείρηση εξουσιάζει ο καπιταλιστής, ο οποίος έχει την τεχνοκρατία του, τους τεχνοκράτες που διευθύνουν και σε μερικές χώρες έχει επίσης και αντιπροσώπους των εργατών, με ασήμαντο ρόλο, όσο για να δημιουργείται η ψευδαίσθηση στους εργάτες ότι συμμετέχουν δήθεν κι αυτοί στη διεύθυνση των υποθέσεων της επιχείρησης. Αυτό όμως είναι ψέμα.
Η λεγόμενη σχεδιοποίηση που γίνεται στις γιουγκοσλάβικες «αυτοδιοικούμενες» επιχειρήσεις όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί σοσιαλιστική, αλλά, εφόσον γίνεται σύμφωνα με το παράδειγμα όλων
* Β.Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 32ος, αλβ. εκδ., σελ. 80.
265
των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, οδηγεί στις ίδιες συνέπειες σαν σε κάθε καπιταλιστική οικονομία, όπως είναι η αναρχία στην παραγωγή, το αυθόρμητο και μια σειρά άλλες αντιθέσεις, που εκδηλώνονται κατά τον πιο κατάφωρο και ωμό τρόπο στην γιουγκοσλάβικη οικονομία και αγορά.
«... Η ελεύθερη ανταλλαγή της εργασίας διαμέσου της παραγωγής των εμπορευμάτων και της ελεύθερης αυτοδιοικούμενης αγοράς (η υπογράμμιση δική μας) στο τωρινό στάδιο της κοινωνικό - οικονομικής ανάπτυξης, γράφει ο Καρντέλι, είναι όρος για την αυτοδιοίκηση... Αυτή η αγορά... είναι ελεύθερη με την έννοια ότι οι οργανώσεις αυτοδιοίκησης της ενωμένης εργασίας έρχονται ελεύθερα και με όσο γίνεται λιγότερες διαχειριστικές παρεμβάσεις σε σχέσεις ελεύθερης ανταλλαγής της εργασίας. Η κατάργηση αυτής της ελευθερίας οδηγεί αναπόφευκτα στην αναβίωση του μονοπωλίου κρατικής ιδιοκτησίας του κρατικού μηχανισμού» (σελ. 95).
Δεν υπάρχει πιο κατάφωρη άρνηση των διδαγμάτων του Λένιν, ο οποίος λέει:
«Πρέπει να υποστηρίξουμε, μας συμφέρει να αναπτύξουμε «κανονικό» εμπόριο, που να μη διαφεύγει τον έλεγχο του κράτους», «... γιατί ελευθερία πούλησης, ελευθερία εμπορίου σημαίνει ανάπτυξη του καπιταλισμού...»* (η υπογράμμιση δική μας).
Από την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού είναι γνωστό ότι το εμπόριο στο σοσιαλισμό, έτσι όπως και όλες οι άλλες διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι διαδικασία που σχεδιοποιείται και διευθύνεται συγκεντρωτικά, που στηρίζεται στην κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και είναι μέρος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ναι αλλά για το ρεβιζιονιστή Καρντέλι αυτά τα διδάγματα είναι εντελώς ξένα, και αυτό προέρχεται από την άρνηση του οικονομικού ρόλου του σοσιαλιστικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας. Η γιουγκοσλάβικη εσωτερική αγορά είναι μια χαρακτηριστική αποκεντρωτική καπιταλιστική αγορά, όπου ο καθένας πουλάει και αγοράζει ελεύθερα τα μέσα παραγωγής, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους του σοσιαλισμού. Γι' αυτό το λόγο το ΤΑΝJUG υποχρεώνεται να παραδεχτεί ότι σε ολόκληρη τη γιουγκοσλάβικη αγορά κυριαρχούν οι εργολάβοι, οι μεσίτες και οι
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 32ος, αλβ. έκδ., σελ. 426, 413.
266
κερδοσκόποι. Στην αγορά κυριαρχούν το χάος, το αυθόρμητο, οι καταστροφικές διακυμάνσεις των τιμών κ.λπ. Σύμφωνα με στοιχεία του Γιουγκοσλάβικου Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Στατιστικής, οι τιμές των 45 κυριότερων προϊόντων και των κοινωνικών υπηρεσιών στη Γιουγκοσλαβία ανέβηκαν κατά 149,7 τα εκατό στην περίοδο 1972 - 1977.
Όσον αφορά την πούληση εμπορευμάτων στο εσωτερικό, η αγοραστική δύναμη στη Γιουγκοσλαβία είναι πολύ χαμηλή, εξ αιτίας των χαμηλών αποδοχών των εργαζόμενων και επειδή στον τελικό ισολογισμό των επιχειρήσεων δεν απομένουν πολλά να μοιραστούν στους εργάτες. Η επιχείρηση θέλει να πουλάει όπου μπορεί και κατά τρόπο ανεξάρτητο ό,τι παράγει, γιατί οι κυριότεροι προϊστάμενοι, δηλαδή οι καρχαρίες, η νέα αστική τάξη, ζητούν κέρδη. Αλλά από πού να βγουν αυτά τα κέρδη, όταν ο καταναλωτής είναι φτωχός; Βρέθηκαν τότε άλλες μορφές, μια από τις οποίες είναι η πούληση των εμπορευμάτων επί πιστώσει. Η πούληση με πίστωση των προϊόντων, που παράγουν αυτές οι επιχειρήσεις «αυτοδιαχείρισης» είναι μία ακόμα θηλειά στο λαιμό του γιουγκοσλάβου εργάτη, όμοια με τη θηλειά που βάζει στο λαιμό του εργάτη των καπιταλιστικών χωρών το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, που στη Γιουγκοσλαβία ονομάζεται «σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση».
Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και το γιουγκοσλάβικο εξωτερικό εμπόριο όπου δεν υπάρχει κρατικό μονοπώλιο. Κάθε επιχείρηση, σύμφωνα με την επιθυμία των πατρώνων της, μπορεί να συνάψει συμβόλαια και συμφωνίες με κάθε φίρμα, πολυεθνική εταιρία ή ξένο κράτος, για να αγοράζει και να πουλάει πρώτες ύλες και μηχανές, έτοιμα προϊόντα, τεχνολογία κ.λπ. Και αυτή η αντιμαρξιστική πρακτική επέδρασε ώστε το γιουγκοσλάβικο κράτος να είναι υποτελές στο παγκόσμιο κεφάλαιο, να βουτηχτεί βαθιά στην οικονομική και χρηματιστική κρίση που αγκάλιασε όλο τον καπιταλιστικό - ρεβιζιο-νιστικό κόσμο, κρίση που εκδηλώνεται και σε άλλους τομείς.
Σαν έμπειρος ρεβιζιονιστής, ο Καρντέλι αρνείται το ρόλο του σοσιαλιστικού κράτους και σε άλλους τομείς, όπως είναι οι διάφορες χρηματιστικές σχέσεις και δραστηριότητες. Γράφει ότι «Οι σχέσεις σε εκείνους τους τομείς όπου ιδρύονται οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες συμφερόντων πραγματοποιούνται, κατά κανόνα, χωρίς παρέμβαση του κράτους, δηλαδή, χωρίς τη μεσολάβηση του προϋπολογισμού και τη λήψη άλλων διοικητικών - οικονομικών μέτρων...» (σελ. 167).
Στη Γιουγκοσλαβία, το ίδιο όπως και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, έχει διαδοθεί σε πλατιά κλίμακα το σύστημα της παροχής
267
πιστώσεων από μέρους των τραπεζών αντί της κατάθεσης από τον προϋπολογισμό χρηματικών κεφαλαίων για τις επενδύσεις ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των άλλων δραστηριοτήτων. Οι τράπεζες έγιναν κέντρα του χρηματιστικού κεφαλαίου και είναι ακριβώς αυτές που παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη γιουγκοσλάβικη οικονομία σε όφελος της νέας ρεβιζιονιστικής αστικής τάξης.
Αυτό, λοιπόν, το αναρχοσυνδικαλιστικό σύστημα εγκαθιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία και σ αυτό δόθηκε το όνομα «σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση». Τι έφερε στη Γιουγκοσλαβία αυτή η «σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση»; Όλα τα κακά. Κατά πρώτο λόγο την αναρχία στην παραγωγή. Εκεί τίποτε δεν είναι σταθερό, κάθε επιχείρηση ρίχνει στην αγορά τα προϊόντα της και αναπτύσσεται καπιταλιστικός ανταγωνισμός, επειδή δεν υπάρχει συντονισμός, δεν είναι η σοσιαλιστική οικονομία εκείνη που καθοδηγεί την παραγωγή. Η μια επιχείρηση καταπολεμάει και ανταγωνίζεται τις άλλες για να εξασφαλίσει την πρώτη ύλη, τις αγορές για την πούληση των προϊόντων της και ό,τι άλλο. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν από την έλλειψη πρώτων υλών, από το μεγάλο παθητικό που δημιουργεί αυτή η χαώδης καπιταλιστική ανάπτυξη, από την αύξηση των στοκ λόγω έλλειψης αγοραστικής δύναμης και από τον κορεσμό της αγοράς με εμπορεύματα ντεμοντέ. Στη Γιουγκοσλαβία είναι πολύ βαριά και η κατάσταση στις βιοτεχνικές υπηρεσίες. Ο Τίτο, αναφερόμενος σ' αυτό το ζήτημα στο διευθυντικό ακτίφ της Σλοβενίας, δεν μπόρεσε να κρύψει το γεγονός ότι «Σήμερα ο άνθρωπος πρέπει πολλές φορές να ιδρώσει για να βρει, λόγου χάρη, ένα μαραγκό ή άλλο βιοτέχνη να του φτιάξει κάτι και όταν τον βρίσκει, εκείνος τον γδέρνει τόσο σκληρά, που του ανθρώπου του σηκώνονται οι τρίχες του κεφαλιού».
Ανεξάρτητα από το ότι, όπως αναφέραμε, τα προϊόντα που παράγουν μερικά σύγχρονα εργοστασιακά συγκροτήματα είναι καλά, στη Γιουγκοσλαβία δημιουργείται μια δύσκολη κατάσταση γιατί πρέπει να βρεθούν αγορές για την πούληση τους. Λόγω της δυσχέρειας αυτής, το ισοζύγιο του γιουγκοσλάβικου εξωτερικού εμπορίου είναι παθητικό. Μόνο στους 5 πρώτους μήνες αυτού του έτους το έλλειμμα ήταν 2 δισεκατομμύρια δολλάρια. Στο 11ο Συνέδριο της Ένωσης «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο δήλωσε ότι «το έλλειμμα με τη δυτική αγορά έγινε σχεδόν αφόρητο». Περίπου τρεις μήνες ύστερα απ' αυτό το συνέδριο, ο Τίτο δήλωσε πάλι στη Σλοβενία: «Ιδιαίτερα μεγάλες δυσκολίες έχουμε στις εμπορικές ανταλλαγές με τις χώρες της ΕΟΚ. Εδώ το έλλειμμα του ισοζυγίου σε βάρος μας είναι πολύ μεγάλο και αυξάνει συνεχώς. Γι' αυτό πρέπει να
268
μιλήσουμε πολύ σοβαρά μ' αυτές τις χώρες. Πολλές απ' αυτές τις χώρες μάς υπόσχονται ότι αυτά θα κανονιστούν, ότι οι εισαγωγές από την Γιουγκοσλαβία θα είναι μεγαλύτερες, αλλά απ' όλα αυτά μικρό ήταν το όφελος που είχαμε ως τώρα. Ο ένας ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο». Και το έλλειμμα στις εμπορικές ανταλλαγές με το εξωτερικό, που ο Τίτο δεν το αναφέρει σ' αυτό το λόγο του, ξεπέρασε το 1977 τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολλάρια. Αυτή είναι καταστροφή για τη Γιουγκοσλαβία.
Όλη η χώρα βρίσκεται σε ατέλειωτη κρίση και οι πλατιές εργαζόμενες μάζες ζουν σε φτώχεια. Πολλοί γιουγκοσλάβοι εργάτες είναι άνεργοι, πετιούνται στους δρόμους ή μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Ο Τίτο, όχι μόνο έχει αναγνωρίσει αυτή τη μετανάστευση, αυτό το καπιταλιστικό φαινόμενο, αλλά και έχει συστήσει να αναπτυχθεί. Σε μια σοσιαλιστική χώρα δεν μπορεί, να υπάρχει ανεργία, και το πιο φωτεινό παράδειγμα σ' αυτή την κατεύθυνση είναι η Αλβανία. Στο μεταξύ στις καπιταλιστικές χώρες, που συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η Γιουγκοσλαβία, υπάρχει και δημιουργείται παντού ανεργία. Όταν στην Γιουγκοσλαβία υπάρχουν πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργοι και πάνω από 1,3 εκατομμύρια μετανάστες, που πουλούν την εργατική τους δύναμη στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία κ.λπ., όταν αυξαίνει με γοργό ρυθμό η περιουσία των ατόμων που κατέχουν θέσεις στην εξουσία ή στις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα, όταν οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών ανεβαίνουν κάθε μέρα και περισσότερο, όταν οι χρεωκοπημένες επιχειρήσεις και τα παρακλάδια τους αριθμούνται κατά χιλιάδες, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι το σύστημα της «γιουγκοσλάβικης αυτοδιαχείρισης» είναι μια μεγάλη μπλόφα. Και ο Καρντέλι γράφει ξετσίπωτα ότι «Η σοσιαλιστική αυτοδιοίκηση στις συνθήκες μας είναι η πιο άμεση μορφή και έκφραση της πάλης για την ελευθερία του εργαζόμενου, για την ελευθερία της εργασίας και της δημιουργικότητας του, για την αποτελεσματική οικονομική και πολιτική επίδραση του στην κοινωνία» (σελ. 158).
Αναπτύσσοντας παραπέρα με μπαγιάτικη φλυαρία τη δημαγωγία αστικού τύπου, ο Καρντέλι ψεύδεται τόσο που φθάνει στο σημείο να λέει: «Με τη συνταγματική και νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργατών, με βάση την προηγούμενη κοινωνικοποιημένη εργασία τους, η κοινωνία μας διευρύνει παραπέρα τις διαστάσεις της πραγματικής ελευθερίας των εργατών και εργαζομένων στις υλικές σχέσεις της κοινωνίας» (σελ. 162). Και τι έχει υπόψη του αυτός ο απολογητής της αστικής τάξης όταν μιλάει για «διεύρυνση των διαστάσεων της
269
πραγματικής ελευθερίας των εργατών»; Την «ελευθερία>» να είναι άνεργος, την «ελευθερία» να εγκαταλείπει την οικογένεια και την πατρίδα και να πουλάει τη σωματική και πνευματική του δύναμη στους καπιταλιστές του δυτικού κόσμου, ή την «ελευθερία» να πληρώνει φόρους, να υποβάλλεται σε διάκριση και άγρια εκμετάλλευση από την παλιά και τη νέα γιουγκοσλάβικη αστική τάξη, καθώς και από την ξένη αστική τάξη;
Η «αυτοδιαχείριση» και οι αναρχικές απόψεις σχετικά με το κράτος. Το εθνικό ζήτημα στην Γιουγκοσλαβία
Στη Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχουν όργανα της κρατικής εξουσίας σαν πραγματικοί εκπρόσωποι του λαού. Υπάρχει μόνο το γραφειοκρατικό σύστημα, το λεγόμενο «σύστημα των αντιπροσώπων», που παρουσιάζεται δήθεν σαν φορέας του συστήματος της εξουσίας, γι' αυτό δε γίνονται εκλογές αντιπροσώπων για τα όργανα της κρατικής εξουσίας. Οι τιτοϊκοί προσπαθούν να το δικαιολογήσουν αυτό με το επιχείρημα ότι τα αντιπροσωπευτικά όργανα είναι δήθεν έκφραση του αστικού κοινοβουλευτισμού και του σοβιετικού σοσιαλιστικού κράτους που, σύμφωνα μ' αυτούς, είχε μετατραπεί δήθεν από το Στάλιν σε θεσμό γραφειοκρατίας και τεχνοκρατίας. Στη Γιουγκοσλαβία διέγραψαν την πείρα των σοβιέτ των αντιπροσώπων εργατών και αγροτών, που ίδρυσε ο Λένιν με βάση τη μεγάλη πείρα της Κομμούνας του Παρισιού, γιατί αυτά θεωρήθηκαν από τους γιουγκοσλάβους ρεβιζιο-νιστές «μορφές κρατικής οργάνωσης που δημιουργούν προσωπική
εξουσία».
Αναπτύσσοντας τη ρεβιζιονιστική ιδέα του «ιδιόμορφου σοσιαλισμού» κατά τα χρόνια του πενήντα, οι τιτοϊκοί διακήρυξαν δημοσία ότι παραιτήθηκαν οριστικά από το κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα και το αντικατέστησαν με κάποιο είδος νέου συστήματος, με τον «αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό», όπου ο σοσιαλισμός και το κράτος είναι ξένα το ένα προς το άλλο. Αυτή η ρεβιζιονιστική «ανακάλυψη» δεν ήταν παρά μια αντιγραφή των αναρχικών θεωριών του Προυντόν και του Μπακούνιν σχετικά με την «εργατική αυτοδιαχείριση» και τα «εργοστάσια των εργατών» που από καιρό ξεσκεπάστηκαν, καθώς και μια χοντροκομμένη πλαστογράφηση των αυθεντικών ιδεών του Μαρξ και του Λένιν σχετικά με το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Ο Καρλ Μαρξ έγραφε:
270
«Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία μεσολαβεί η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης κοινωνίας στη δεύτερη. Σ' αυτή την περίοδο αντιστοιχεί και η μεταβατική πολιτική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι παρά επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»*.
Το πολιτικό σύστημα της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης» στη Γιουγκοσλαβία όχι μόνο δεν έχει τίποτε το κοινό με τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά αντιτάσσεται σ' αυτή. Αυτό το σύστημα συγκροτήθηκε με βάση το παράδειγμα της διοικητικής μηχανής των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ο ίδιος ο Καρντέλι, αναφερόμενος στο γιουγκοσλάβικο σύστημα «αυτοδιαχείρισης», έγραφε: «θα λέγαμε ότι αυτό το σύστημα είναι κάπως πιο κοντά στην οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής παρά της Δυτικής Ευρώπης» (σελ. 235).
Συνεπώς, βγαίνει ξεκάθαρα πως εδώ δεν αρνούνται το γεγονός ότι η οργάνωση της γιουγκοσλάβικης κυβέρνησης είναι αντίγραφο της οργάνωσης των καπιταλιστικών κυβερνήσεων, αλλά εκείνο που μπορεί να συζητηθεί είναι το ζήτημα: ποια καπιταλιστική κυβέρνηση μιμήθηκαν περισσότερο, την αμερικάνικη ή κάποια άλλη από τις κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης. Και σ' αυτή τη συζήτηση δίνει λύση ο Καρντέλι όταν λέει: πάρθηκε σαν υπόδειγμα οργάνωσης η εκτελεστική εξουσία των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Οι απόψεις των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών σχετικά με το κράτος είναι απόλυτα αναρχικές. Είναι γνωστό ότι ο αναρχισμός ζητεί την άμεση εξάλειψη κάθε είδους κράτους, άρα, και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές εξάλειψαν τη δικτατορία του προλεταριάτου και για να δικαιολογήσουν αυτή την προδοσία, μιλούν για δύο φάσεις του σοσιαλισμού: τον «κρατικό σοσιαλισμό» και τον «πραγματικό ουμανιστικό σοσιαλισμό». Η πρώτη φάση, σύμφωνα μ' αυτούς, περιλαβαίνει τα πρώτα χρόνια μετά τη νίκη της επανάστασης όταν υπάρχει η δικτατορία του προλεταριάτου, που εκφράζεται στο «ετατικο-γραφειοκρατικό» κράτος το ίδιο όπως στον καπιταλισμό. Η δεύτερη φάση είναι η φάση της υπερπήδησης του «ετατικο - γραφειοκρατικού» κράτους και η αντικατάσταση του με την «άμεση δημοκρατία». Μ' αυτές τις απόψεις οι τιτοϊκοί όχι
* Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα, τ. II, αλβ. έκδ., σελ. 24, Τίρανα, 1975.
271
μόνο αρνούνται την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου στο σοσιαλισμό, αλλά θέτουν τη μία ενάντια στην άλλη τις έννοιες σοσιαλιστικό κράτος, δικτατορία του προλεταριάτου και σοσιαλιστι κή δημοκρατία. Δεν υπολογίζουν τα διδάγματα των κλασσικών του μαρξισμού - λενινισμού, ότι σ' όλη την ιστορική περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, το σοσιαλιστικό κράτος δυναμώνει συνεχώς, γι' αυτό ο Ε. Καρντέλι γράφει ότι η κοινωνία στη Γιουγκοσλαβία βασίζεται όλο και λιγότερο στο ρόλο του κρατικού μηχανισμού. Σύμφωνα μ' αυτόν, τώρα στη Γιουγκοσλαβία το κράτος πάει δήθεν προς την απονέκρωση του.
Με τι όμως αντικαταστεί ο Καρντέλι το ρόλο του κρατικού μηχανισμού; Τον αντικαταστεί με την «πρωτοβουλία των εργατών»! Λέει: «...η παραπέρα λειτουργία της κοινωνίας μας θα βασίζεται ολοένα και λιγότερο στο ρόλο του κρατικού μηχανισμού και ολοένα και περισσότερο στη δύναμη και την πρωτοβουλία των εργατών...» (σελ. 8). Παράλογος συλλογισμός! Να μιλάς για πρωτοβουλία των εργατών πρέπει, πρώτα απ' όλα, οι εργάτες να είναι ελεύθεροι και οργανωμένοι, να εμπνέονται από ξεκάθαρες οδηγίες και να λαμβάνονται αποτελεσματικά μέτρα για την εφαρμογή αυτών των πρωτοβουλιών. Ποιος ασχολείται στη Γιουγκοσλαβία με την οργάνωση των εργατών, ποιος τους εμπνέει με ξεκάθαρες οδηγίες; «Η αυτοδιαχειρι-ζόμενη κοινότητα», λέει ο Ε. Καρντέλι, χρησιμοποιώντας μια αφηρημένη διατύπωση. Τον κυριότερο ρόλο σ' αυτό το είδος κοινότητας τον αφήνει στο άτομο «στην ενωμένη αυτοδιαχειριζόμενη εργασία των συμφερόντων του». Τι σημαίνει αυτή η «αυτοδιαχειριζόμενη ένωση» των συμφερόντων του ατόμου, που τίθεται στο κέντρο της γιουγκοσλάβικης κοινωνίας, δεν εξηγείται τίποτε καθαρά, μα αυτό που προβάλλει σ' αυτή την ιδέα είναι ο αστικός ατομικισμός, που εξαίρει τα απόλυτα δικαιώματα του ατόμου στην κοινωνία και την πλήρη ανεξαρτησία του από την κοινωνία, την τοποθέτηση των ατομικών συμφερόντων πάνω από τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Σύμφωνα μ' αυτόν το «θεωρητικό» που επιτρέπει στον εαυτό του τέτοιες κρίσεις, η ενίσχυση του κράτους και του μηχανισμού του είναι χαρακτηριστικό των μορφών «των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων με βάση την κρατική ιδιοκτησία» (σελ. 8), ενώ στη Γιουγκοσλαβία, λέει, στη θέση του κράτους θα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο η διαδικασία της ενίσχυσης του ρόλου «αυτοδιαχείρισης» του εργαζόμενου ανθρώπου. Συνεπώς, σ' ένα πραγματικό σοσιαλιστικό κράτος, όπου εφαρμόζονται η μαρξιστική - λενινιστική επιστήμη και η λενινιστική επαναστατική πρακτική, σύμφωνα μ'
272
αυτόν το «φιλόσοφο», ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος και κύριος της τύχης του, αλλά μετατρέπεται σε αυτόματο, ενώ στη γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση» ο εργαζόμενος αποκτά, λέει, μεγάλη σπουδαιότητα και ακριβώς σ' αυτή την «αυτοδιαχείριση», «στο δημοκρατικό μηχανισμό αντιπροσώπευσης της γιουγκοσλάβικης κοινωνίας» κατανοεί τάχατες το μεγάλο του ρόλο! Ποιες τάξεις εκπροσωπούν αυτά τα κρατικά όργανα, από ποια ιδεολογία καθοδηγούνται, σε ποιες αρχές στήριξαν τη δράση τους και σε ποιο ανώτερο όργανο λογοδοτούν; Φυσικά αυτά τα ερωτήματα μένουν χωρίς ξεκάθαρη απάντηση, γιατί κάθε ακριβής απάντηση σ' αυτή την κατεύθυνση θα έριχνε φως πάνω στο γιουγκοσλάβικο καπιταλιστικό πολιτικό σύστημα.
Ο Καρντέλι, χωρίς να κάνει καμιά διάκριση για τι είδους κράτος, κόμμα ή σύστημα έχει το λόγο και κατηγορώντας γενικά το κράτος σαν αντιανθρωπιστικό μένει πιστός στις αναρχικές θέσεις, όταν γράφει: «Δεν μπορεί να φέρει την ευτυχία στον άνθρωπο ούτε το κράτος, ούτε το σύστημα, ούτε το πολιτικό κόμμα. Μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να φέρει την ευτυχία στον εαυτό του» (σελ. 8). Εδώ προβάλλουν κατάφωρα οι τάσεις του αυθόρμητου της αντιμαρξιστι-κής θεωρίας της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης», σύμφωνα με την οποία για να πραγματοποιήσει η εργατική τάξη τους πόθους της, δεν χρειάζεται να είναι οργανωμένη σε κόμμα και σε κράτος, γιατί με το πέρασμα του χρόνου, και πλανώμενη στο σκοτάδι, μια μέρα θα πετύχει την ευτυχία που επιδιώκει.
Για να προλάβει το ερώτημα: αφού το κράτος δεν χρειάζεται, γιατί τότε δεν εξαλείφεται αυτό στη Γιουγκοσλαβία, ο Καρντέλι γράφει: το κράτος «πρέπει να παρουσιάζεται σαν διαιτητής μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η συμφωνία αυτοδιοίκησης, οπότε από την άποψη των κοινωνικών συμφερόντων είναι απαραίτητο να ληφθεί μια απόφαση» (σελ. 23). Και για να αποδείξει ότι η ανάγκη της διαιτησίας του κράτους για τη λύση των διαφωνιών γίνεται δήθεν σπάνια αισθητή, λέει ότι «Η ελεύθερη ανταλλαγή της εργασίας επιδρά ουσιαστικά στη μείωση των ανταγωνισμών ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία. Η πνευματική εργασία σε τέτοιες σχέσεις δεν είναι ανώτερη από τη σωματική εργασία, αλλά μόνο ένα από τα συστατικά στοιχεία της ελεύθερης ενωμένης εργασίας και ελεύθερης ανταλλαγής των διάφορων μορφών των αποτελεσμάτων της εργασίας» (σελ. 24). Στον καθένα που διαβάζει αυτές τις φράσεις, γεννιέται το ερώτημα: άραγε, για το γιουγκοσλάβικο κοινωνικό καθεστώς κάνει λόγο ο συγγραφέας; Πότε άραγε
273
μειώθηκαν στη Γιουγκοσλαβία οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία;!
Η πραγματικότητα των εξελίξεων στη Γιουγκοσλαβία αποδείχνει το αντίθετο. Ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές που δεν μπορεί να περιοριστούν με τα λόγια. Είναι παράξενο να μιλάει κανείς για τον περιορισμό των ανταγωνισμών ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία στο γιουγκοσλάβικο κράτος, όταν είναι γνωστό ότι εκ!εί μόνο η διαφορά των αποδοχών ανάμεσα στον εργάτη και το διανοούμενο, μη μιλώντας για τις άλλες διακρίσεις, έφθασε σε αναλογία ένα προς είκοσι, αν όχι και περισσότερο.
«Την αυτοδιαχείριση στην ενωμένη εργασία» ο Καρντέλι τη θεωρεί σαν «... πραγματική υλική βάση και για την αυτοδιοίκηση στην κοινωνία, δηλαδή στις κοινωνικό - πολιτικές κοινότητες, οι οποίες ασκούν την κρατική εξουσία από την κομμούνα ως την Ομοσπονδία, καθώς και για την πραγματοποίηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των πολιτών στη διακυβέρνηση του κράτους, δηλαδή της κοινωνίας. Η αυτοκυβέρνηση είναι υλική βάση και για την ανάπτυξη του εργάτη σαν δημιουργού στην εκμετάλλευση όλων των κοινωνικών μέσων...» (σελ. 24), και πολλές τέτοιες φράσεις.
Θέλοντας να παρουσιάσει τη λεγόμενη αυτοδιαχείριση σαν υλική προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας που την «ανακάλυψαν» τα μεγάλα κεφάλια στη Γιουγκοσλαβία, ο Καρντέλι χρησιμοποιεί εξεζητημένες φράσεις και μια εκκλησιαστική γλώσσα, που πολλά ψιλογνέθει και στην πραγματικότητα δε λέει τίποτε. Αραδιάζει αντίθετες ιδέες σχετικά με τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», χρησιμοποιεί μακροσκελείς εκφράσεις για να δώσει στα λεγόμενα του ένα τάχα βαθύ και φιλοσοφικό νόημα.
Πώς πραγματοποιείται όμως στην πράξη το γιουγκοσλάβικο πολιτικό σύστημα; Απαντώντας σ' αυτό το ερώτημα, ο Καρντέλι είναι υποχρεωμένος να ομολογήσει: «Απ' αυτή την άποψη το ίδιο το σύστημα έχει πάρα πολλά τρωτά σημεία. Μια ολόκληρη σειρά από αδυναμίες στη λειτουργία των οργανώσεων και των θεσμών του πολιτικού μας συστήματος δικαιολογημένα δημιουργεί την πεποίθηση ότι ακόμα δρουν ισχυρές πηγές γραφειοκρατισμού και τεχνοκρατι-σμού, ότι έχουμε περίπλοκη διοίκηση και ότι γι' αυτό το λόγο την πλημμυρίζει ο γραφειοκρατισμός, ότι μερικά όργανα και οργανώσεις κλείνονται στον εαυτό τους, ότι υπάρχουν πολλά κενά και παραλληλισμοί στη δουλειά, ότι είναι αδύνατα ανεπτυγμένες οι μορφές δημοκρα-
274
τικής επικοινωνίας ανάμεσα στα όργανα αυτοδιοίκησης και τα κρατικά όργανα και σ' όλη την κοινωνική διάρθρωση, ότι έχουμε πολλές κούφιες και άκαρπες συγκεντρώσεις, ότι πολλές φορές τις συγκεντρώσεις και τις αποφάσεις δεν τις προετοιμάζουμε καλά από επαγγελματική άποψη, ότι ο πολίτης στην πάλη για τα δικαιώματα του πολλές φορές ξεπερνάει με δυσκολία τα διοικητικά εμπόδια κ.λπ.» (σελ. 193). Αφού το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» είναι πνιγμένο στο γραφειοκρατισμό, αφού τα κρατικά και διοικητικά όργανα κλείνονται στον εαυτό τους, παίρνουν αποφάσεις χωρίς αξία και έκοψαν τη σύνδεση με τους πολίτες, που θέλουν να κλάψουν τα πολλά χάλια τους, τότε σε ποιον χρειάζεται αυτό το σύστημα, εκτός από την κλίκα του Τίτο; Πώς αυτοκυβερνούνται οι γιουγκοσλάβοι πολίτες αφού δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα «διοικητικά εμπόδια»; Παρά τη μεγάλη επιθυμία του διαβόλου να μη δείξει την ουρά του, παρά τις επίφυλάξεις και τα στρογγυλέματα που κάνει ο τιτοϊκός ιδεολόγος για να συγκαλύψει τα κακά του συστήματος του, μ' όλα ταύτα, η αλήθεια βγαίνει και με όσα παραδέχεται ο ίδιος.
Ο Καρντέλι γράφει: «Και η διάρθρωση των συνελεύσεων των αντιπροσώπων και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων σ' αυτές, οργανώνονται έτσι που, κατ' αρχήν, εξασφαλίζουν τον ηγετικό ρόλο της ενωμένης εργασίας σε όλο το σύστημα λήψης των κρατικών αποφάσεων» (σελ. 24 - 25). Μ' αυτά τα λόγια θέλει να κάμει ένα τέχνασμα για να δείξει ότι οι «συνελεύσεις των αντιπροσώπων», που στην πραγματικότητα μοιάζουν με τις συνελεύσεις που δημιούργησαν τα καπιταλιστικά συνδικάτα, όπου οι εργάτες μέλη των συνδικάτων χάνονται στα λόγια, μπορούν δήθεν να εκτελέσουν τις λειτουργίες του κράτους. Γι' αυτό, σύμφωνα με τον Καρντέλι, το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι περιττό.
Εδώ, φυσικά, δεν μπαίνει ζήτημα αντικατάστασης του ονόματος δικτατορία του προλεταριάτου, που κατατρομάζει την αστική τάξη και το ρεβιζιονισμό, με το όνομα «συνελεύσεις των αντιπροσώπων». Όχι, εδώ πρόκειται για αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κράτους, έτσι που την εξουσία να μην την έχει η εργατική τάξη, μα η νέα αστική τάξη. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι μ' αυτή τη στάση, οι τιτοϊκοί επιδιώκουν να δικαιολογήσουν το δρόμο της στροφής πίσω στον καπιταλισμό και να νομιμοποιήσουν, όσο είναι δυνατό, την προδοσία τους.
Οι τιτοϊκοί, για να παρουσιάσουν το διαβόητο σύστημα τους της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης» σαν σωστό και αποδεχτό, το αντιπαραθέτουν στην αστική δικτατορία και στη δικτατορία του
275
προλεταριάτου. Θεωρούν «δογματικά» όλα τα άλλα πολιτικά συστήματα, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Αφού θεωρούν τα ονειροπολήματά τους «σοσιαλιστικό σύστημα αυτοδιαχείρισης», για να αποδείξουν την υπεροχή του συστήματος τους, το συγκρίνουν με το καπιταλιστικό κοινωνικό καθεστώς.
Φυσικά οι Γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές δεν μπορεί να μην «επικρίνουν» το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα της αστικής κοινωνίας, που ο Καρντέλι το προσδιορίζει σαν «πολυκομματικό» σύστημα, γιατί διαφορετικά θα ξεσκεπάζονταν σαν υποστηρικτές του αστικού κοινοβουλευτισμού, που τον κριτίκαραν αυστηρά ο Μαρξ και ο Λένιν στην εποχή τους. Γι' αυτό δηλώνουν πως είναι λάθος να θεωρεί κανείς ότι αυτή η μορφή του αστικού πολιτικού κράτους έχει καθολικό και αιώνιο χαρακτήρα. Είναι πασίγνωστο ότι δεν είναι ο Καρντέλι που κριτικάρει πρώτος τη διαβόητη θέση των αστών ιδεολόγων σχετικά με την καθολικότητα και την αιωνιότητα του καπιταλισμού. Οι κλασσικοί του μαρξισμού - λενινισμού, απορρίπτοντας τις απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας, απέδειξαν επιστημονικά ότι το καπιταλστικό σύστημα δεν έχει καθόλου καθολικό και αιώνιο χαρακτήρα, ότι είναι προορισμένο να πεθάνει, ότι το καπιταλιστικό κράτος, που είναι γέννημα και ασπίδα αυτού του αντιλαϊκού συστήματος, πρέπει να συντριβεί συθέμελα και, στη θέση του, να εγκαθιδρυθεί το πραγματικό σοσιαλιστικό σύστημα, αλλά όχι ένα νοθευμένο σύστημα, που σε ξεκινάει από τον καπιταλισμό και σε ξαναγυρίζει στον καπιταλισμό, όπως είναι το γιουγκοσλάβικο πολιτικό σύστημα της «αυτοδιαχείρισης».
Ο Καρντέλι «κριτικάρει» το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά ελαφρά και μαλακά, γιατί τον πονεί, γι' αυτό αμέσως ύστερα από την κριτική που κάνει, ανεβάζει στα ουράνια και φετιχοποιεί τη συμβολή αυτού του συστήματος στη δημοκρατική ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Για να μεγαλοποιήσει αυτή τη συμβολή ως το βαθμό που να ατονήσει εντελώς ο αντιδραστικός χαρακτήρας του σημερινού αστικού κοινοβουλίου και για να αποδείξει προπαντός την «οργανική σύνδεση του κοινοβουλευτισμού και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του ανθρώπου», ο Καρντέλι για πρώτη φορά παραθέτει (ή καλύτερα να λέμε ακρωτηριάζει) το Μαρξ: «Το κοινοβουλευτικό καθεστώς βιώνει μέσα από τη συζήτηση, τότε πώς να τη σταματήσει τη συζήτηση; Κάθε συμφέρον και κάθε κοινωνικός θεσμός εδώ μετατρέπονται σε γενικές ιδέες και σαν τέτοιες και κοσκινίζονται, τότε πώς μπορεί κάποιο συμφέρον ή κάποιος θεσμός να τεθεί πάνω απ' αυτές τις ιδέες
276
και να επιβάλλεται σαν θρησκευτικό δόγμα;... Το κοινοβουλευτικό καθεστώς αφήνει στην πλειοψηφία να αποφασίσει για καθετί, τότε γιατί η συντριπτική εξωκοινοβουλευτική πλειοψηφία να μη θέλει να πάρει αποφάσεις;»
Στο κείμενο, αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ μπήκε σαν σφήνα και γι' αυτό είναι δύσκολο να χρησιμεύσει στον Καρντέλι για να αποδείξει τα όσα θέλει. Η ιδέα του Μαρξ, ξεκομμένη και κομματιασμένη ανεπίτρεπτα, έτσι όπως την παράθεσε σατανικά αυτός ο ρεβιζιονιστής, θέτει σε αμφιβολία το αναντίρρητο γεγονός ότι ο Μαρξ ήταν απόλυτα ενάντια στον ξεπουλημένο και σάπιο κοινοβουλευτισμό της αστικής τάξης.
Αυτή η προσπάθεια του Καρντέλι είναι αποτυχημένη, γιατί είναι πασίγνωστη η θέση του Μαρξ, ο οποίος, επικρίνοντας το αστικό κοινοβούλιο και την αστική θεωρία για το μοίρασμα των εξουσιών, δεν έχει πει ποτέ να εξαλειφθούν οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί και να εγκαταλειφθεί η αρχή των εκλογών, όπως έγινε στη Γιουγκοσλαβία, αλλά έχει γράψει να συγκροτηθούν και να δρουν στο προλεταριακό κράτος τέτοια αντιπροσωπευτικά όργανα που να μην είναι «τόπος φλυαριών», αλλά πραγματικοί θεσμοί δουλειάς, που να συγκροτούνται και να δρουν σαν
«... σωματείο εργασίας, νομοθετικό και εκτελεστικό συνάμα»*
Ο αστικός κοινοβουλευτισμός απόκτησε «μεγάλη ισχύ», γιατί, σύμφωνα με το συγγραφέα του βιβλίου, η σοσιαλιστική πρακτική, με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, δεν ήταν, λέει, ικανή να αναπτύξει πιο γρήγορα και πιο πλατιά νέες μορφές δημοκρατικής ζωής, που να ανταποκρίνονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Τη νέα μορφή δημοκρατικής ζωής, σύμφωνα με τον Καρντέλι, την πραγματοποίησε η «σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση», η οποία διέβηκε το Ρουβίκωνα της ταξικής εξουσίας των ιδιοκτητών και των τεχνοκρατών - μονοπωλητών ιθυνόντων του κεφαλαίου. Είναι να απορεί κανείς όταν ο Καρντέλι θεωρεί όλες τις προσπάθειες των δημοκρατικών δυνάμεων για την εξεύρεση δημοκρατικών μορφών σαν «τεχνητά κατασκευάσματα» του αστικού κοινοβουλίου, σαν απόπειρα για την ένωση «μερικών πραγμάτων που δεν μπορεί να ενωθούν», ενώ τα κατασκευάσματα της γιουγκοσλάβικης «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρι-
Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά Έργα, τ. Ι, αλβ, έκδ., σελ. 544, Τίρανα, 1975.
277
σης», αυτά τα νόθα μπολιάσματα των αστικό - ρεβιζιονιστικών μορφών διακυβέρνησης, τα θεωρεί πρωτότυπα και σοσιαλιστικά! Αν υπάρχει μπλόφα στη δομή της διακυβέρνησης, αυτή βρίσκεται πρώτα απ' όλα στην «αυτοδιαχείριση» που σκάρωσαν οι τιτοϊκοί σύμφωνα με την αντιμαρξιστική και αντιδημοκρατική θεωρία. Η γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση», ανεξάρτητα από τις πολλές εξαπατητικές δηλώσεις που γίνονται σχετικά, είναι αντιγραφή του αστικού κοινοβουλευτισμού και των καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή, είναι χαώδες εξάρτημα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, της βάσης και του εποικοδομήματος αυτού του συστήματος.
«Η σοσιαλιστική μας δημοκρατία, γράφει ο Καρντέλι, δε θα ήταν ολοκληρωμένο σύστημα δημοκρατικών σχέσεων χωρίς την αντίστοιχη λύση των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη και τις εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας» (σελ. 71). Μ' όλο που ήταν ευκαιρία να εξηγήσει ο ρεβιζιονιστής ιδεολόγος πώς αυτό το πολιτικό σύστημα της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης» έλυσε το πρόβλημα των εθνών και εθνοτήτων στη Γιουγκοσλαβία, ο Καρντέλι το πέρασε τόσο πλάγια και τόσο επιφανειακά αυτό το μεγάλο, σοβαρό και λεπτό για την Ομοσπονδία του πρόβλημα, που διαβάζοντας κανείς το βιβλίο από 323 σελίδες, δύσκολα θυμάται ότι κάπου έγινε λόγος και για τα έθνη και τις εθνότητες.
Πώς έχει το ζήτημα των εθνών και εθνοτήτων στη Γιουγκοσλαβία; Η γιουγκοσλάβικη Ομοσπονδία κληρονόμησε βαθιές διενέξεις σ' αυτό το πεδίο. Η πολιτική των μεγαλοσέρβων κράληδων και των σωβινιστικών αντιδραστικών κύκλων στη Γιουγκοσλαβία ήταν τέτοια που, ιστορικά, υποδαύλιζε διενέξεις και έχθρες ανάμεσα στα έθνη και τις εθνότητες.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας έριξε το σύνθημα « Ένωση - συναδέλφωση», αλλά αυτό το σλόγκαν δεν μπορούσε να ήταν αρκετό για τη λύση των κληρονομημένων διαφωνιών, γι' αυτό οι παλιές διενέξεις, η άγρια λαιμαργία για κυριαρχία πάνω στους άλλους, δεν εξαφανίστηκαν.
Η τιτοϊκή κλίκα αποστατών δεν εφάρμοσε μαρξιστική - λενινιστική εθνική πολιτική σχετικά με τις φυγόκεντρες τάσεις των δημοκρατιών και περιοχών προς την Ομοσπονδία. Αντίθετα, οι σχέσεις ανάμεσα στις εθνότητες έμειναν όπως στην εποχή των κράληδων και ενάντια σε μερικές εθνότητες συνεχίστηκε η γενοκτονία. Αυτή η πολιτική εξυπηρέτησε στην υποδαύλιση του μίσους και των ερίδων ανάμεσα στα έθνη και τις εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας. Η «ένωση» και «συναδέλφωση» των λαών, περί των οποίων πολλά λέγονται στη
278
Γιουγκοσλαβία, ποτέ δεν τέθηκαν σε σωστά θεμέλια οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ισοτιμίας των εθνών και των εθνοτήτων.
Χωρίς να επιτευχθεί η ισοτιμία σ' αυτά τα πεδία είναι αδύνατο να λυθεί σωστά το εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία. Συμπληρώθηκαν τρεις δεκαετίες που ο «αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός», εκτός από τη δημαγωγία σχετικά με τη νέου τύπου «αυτοδιοικούμενη κοινότητα των εθνών και εθνοτήτων», δεν εξασφάλισε καθόλου τα κυριαρχικά δικαιώματα αυτών των διάφορων εθνών και εθνοτήτων στις δημοκρατίες και τις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, λόγου χάρη, στην περιοχή της Κοσόβας, με αλβανικό πληθυσμό σχεδόν τριπλάσιο από τον πληθυσμό της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, υπάρχει σημαντική οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική καθυστέρηση13, σε σύγκριση με τις άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Και στις μεγάλες δημοκρατίες υπάρχουν ανεπίτρεπτες διακρίσεις σε όλους τους τομείς, σε σύγκριση με τις άλλες δημοκρατίες. Αυτή η κατάσταση είναι το πιο αδύνατο σημείο που κλονίζει συθέμελα την Ομοσπονδία των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών. Στις ελπίδες για την επίλυση των παλιών και νέων διεθνικών διαφωνιών στη Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει προοπτική.
Αναλύοντας με επιστημονική αντικειμενικότητα αυτή την αρκετά δύσκολη και θολή κατάσταση, εξάγει κανείς το αναντίρρητο συμπέρασμα ότι το εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία δε θα λυθεί αν εκεί δεν εφαρμοστεί ο μαρξισμός - λενινισμός, δηλαδή αν εκεί δεν ανατραπεί το λεγόμενο αυτό διαχειριζόμενο καπιταλιστικό καθεστώς.
Οι τιτοϊκοί αποστάτες αντιλαμβάνονται αυτό τον κίνδυνο, γι' αυτό όταν χρειάζεται να αναφέρουν τα ζητήματα των εθνών και εθνοτήτων θέλουν να πηδήσουν το χαντάκι με μερικές πομπώδεις δηλώσεις, χωρίς να εμβαθύνουν στην ουσία των προβλημάτων, ή αναζητούν ψεύτικες αποδείξεις από τους άλλους ρεβιζιονιστές όπως έκαμαν δίνοντας μεγάλη δημοσιότητα στις δηλώσεις των κινέζων ρεβιζιονιστών σχετικά με τη «μαρξιστική - λενινιστική λύση του εθνικού ζητήματος στη Γιουγκοσλαβία».
Στα λόγια, οι ρεβιζιονιστές μπορούν να παρουσιάσουν όπως θέλουν τις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη και τις εθνότητες στη
13. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου του γιουγκοσλάβικου Τύπου, τα κατά κεφαλή έσοδα στην Κοσόβα είναι 6 φορές χαμηλότερα απ' ό,τι στη Σλοβενία, 5 περίπου φορές χαμηλότερα απ' ό,τι στην Κροατία και 3,5 φορές χαμηλότερα απ' ό,τι στη Σερβία.
279
Γιουγκοσλαβία, μα η πικρή αλήθεια γι αυτό το πρόβλημα θα τους τρομάζει και μετά θάνατον.
Το εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία θα το λύσουν οι ίδιοι οι λαοί, που συμπεριλαμβάνονται στην τωρινή Ομοσπονδία και όχι εκείνοι που, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις, στην πραγματικότητα συνεχίζουν την αντιδραστική και σωβινιστική πολιτική των προκατόχων τους.
Συνεχίζοντας τους συλλογισμούς του, ο στιγματισμένος ρεβιζιονι-στής Καρντέλι, αναφερόμενος στην πολιτική του γιουγκοσλάβικου κράτους, λέει ότι αυτή η πολιτική «... δεν είναι πια μονοπώλιο των επαγγελματιών πολιτικών και των πολιτικών καρτέλ στα παρασκήνια, αλλά γίνεται άμεση δραστηριότητα και άμεση λήψη αποφάσεων από μέρους των αυτοδιοικούντων και των οργάνων τους...» (σελ. 25). Να, θέλει να πει ο Καρντέλι, από τώρα και πέρα μη μας κατακρίνετε πια για καταπρόδοση των ταξικών συμφερόντων, γιατί ο γιουγκοσλάβος εργάτης είναι κύριος της πολιτικής της χώρας και της υπεράσπισης των «αυτοδιαχειριζόμενων» συμφερόντων του και όχι όπως στα άλλα κράτη όπου αφέντες είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί. Κι εδώ ο Καρντέλι, κακόβουλα, δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην καπιταλιστική και τη σοσιαλιστική χώρα, μα τις βάζει όλες σε ένα σακκί, γιατί έτσι του είναι πιο βολικό το μαύρο να το παρουσιάσει άσπρο.
Ο Καρντέλι ξέρει ότι για να πραγματοποιήσει αυτούς τους ανέντιμους σκοπούς του, πρέπει να περιοριστούν με κάθε τρόπο οι εκδηλώσεις που ξεσκεπάζουν την πραγματικότητα της «αυτοδιαχείρισης». Γι' αυτό ελαχιστοποιεί κατά πολύ το γεγονός ότι ο γιουγκοσλάβος εργάτης δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα του στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο και εξηγεί ότι αυτό προέρχεται «από μια σειρά αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους —μεταξύ αυτών είναι, αναμφίβολα, και το σχετικά χαμηλό ακόμα εκπαιδευτικό και πολιτιστικό επίπεδο, καθώς και το επίπεδο της εφαρμογής της επιστήμης που ο εργάτης ακόμα δεν μπορεί να κυριαρχεί, να προσανατολίζει και να ελέγχει πλέρια, συνειδητά και δημιουργικά όλες τις διαδικασίες που του επιβάλλει αυτή η κοινωνικό - οικονομική θέση του» (σελ. 27). Είναι ολοφάνερο ότι όσα γράφονται είναι μια απόπειρα για την υπεράσπιση των αντεργατικών και αντισοσιαλιστι-κών θέσεων. Τώρα ο γιουγκοσλάβος εργάτης δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' αυτή την αποπλανητική θεωρία και δε βλέπει να εφαρμόζεται στην πράξη καμιά απ' αυτές τις παράλογες, πλαστές, απαράδεχτες απ' αυτόν, ιδέες.
Όντας εμπόδιο, όπως λέει ο Καρντέλι, το χαμηλό πολιτιστικό και
280
επιστημονικό επίπεδο των εργατών, τον κυριότερο ρόλο στην «αυτοδιαχειριζόμενη» κοινωνία τον παίζουν οι γραμματισμένοι και οι ειδικευμένοι άνθρωποι, δηλαδή, η αφρόκρεμα που κυριαρχεί στη «σοσιαλιστική κοινότητα». Σ' αυτές τις συνθήκες, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αποφάσεις θα παίρνονται ακριβώς απ' αυτή την ελίτ, από τα στοιχεία της νέας μορφωμένης αστικής τάξης, που κάνει το νόμο στη Γιουγκοσλαβία. Ποιος φταίει που εξέχει η αφρόκρεμα και χάνεται ο ρόλος των εργατών; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι φταίει το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που γεννάει τη νέα καπιταλιστική τάξη και δημιουργεί σ' αυτή τις δυνατότητες να δυναμώνει οικονομικά σε βάρος των εργατών και να εκπαιδεύεται, ενώ αφήνει σε χαμηλό επίπεδο την εργατική τάξη. Ο Καρντέλι δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι, πρακτικά, οι αποφάσεις στη Γιουγκοσλαβία παίρνονται από ένα σχετικά στενό στρώμα. Αυτός όμως δεν λέει τίποτε ότι ακριβώς έτσι δημιουργείται το πολιτικό μονοπώλιο της ελίτ στη λήψη των αποφάσεων και τη διανομή των εσόδων στις επιχειρήσεις «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης». Αυτό το πολιτικό μονοπώλιο, από το οποίο τάχα φυλάγονται και το οποίο δήθεν καταπολεμούν οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές, είναι πια κραυγαλέο στο λεγόμενο πολιτικό σύστημα της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης».
Στην «αυτοδιαχειριζόμενη» κοινωνία, όπως εκφράζεται ο Καρντέλι, «... στη θέση των παλιών σχέσεων: εργάτης - κράτος - κοινωνικές δραστηριότητες, πρέπει αναπόφευκτα να καθιερωθούν νέες σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες που παίρνουν μέρος άμεσα στην παραγωγή και στους εργάτες των κοινωνικών δραστηριοτήτων» (σελ. 23). Σύμφωνα με τον Καρντέλι, για την συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων δεν είναι σωστός δρόμος ο δρόμος ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος όπου εφαρμόζεται ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όπου υπάρχει ενότητα ανάμεσα στους εργαζόμενους που παίρνουν μέρος άμεσα στην παραγωγή και στους εργαζόμενους των κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπου υπάρχει ζωηρή κοινωνικό - πολιτική δραστηριότητα και μια τέτοια οικονομική διοργάνωση, στην οποία τον κυριότερο ρόλο παίζουν οι οργανωμένοι στο σοσιαλιστικό κράτος εργαζόμενοι. Σωστός δρόμος, σύμφωνα με τον Καρντέλι, είναι ο δρόμος της συγκρότησης των «νέων» κοινωνικών σχέσεων χωρίς τη συμμετοχή του κράτους!
Αυτές οι ιδέες είναι έκφραση ατόφιου αναρχισμού. Όλες αυτές οι φράσεις εξαπολύονται για να αμαυρώσουν ό,τι το καλό έχει το πραγματικό σοσιαλιστικό σύστημα και για εξαπάτηση ότι η Γιουγκοσλαβία βαδίζει δήθεν προς την ενότητα των εργατών και των
281
διανοούμενων διαμέσου της «ελεύθερης ανταλλαγής εργασίας», που περιορίζει, σαν με μαγεία, τον ανταγωνισμό.
Στη «θεωρία» του Καρντέλι δε γίνεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος για τη βίαιη ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους, την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αν και αναφέρει τα λόγια του Μαρξ ότι «η βία είναι ακριβώς αυτό που οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε στη δοσμένη στιγμή — για να καθιερωθεί οριστικά η εξουσία της εργασίας», αυτό το κάνει για να αποδείξει ότι δήθεν ο Μαρξ έκλινε περισσότερο προς τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης με ειρηνικά μέσα, ενώ τη βία τη θεωρούσε, λέει, εξαίρεση και την εξαρτούσε από μερικές ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες. Και με τέτοιους σοφιστικούς συλλογισμούς, ο Καρντέλι πάει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τώρα η εργατική τάξη μπορεί να πετύχει την ικανοποίηση των ιστορικών συμφερόντων της όχι με επανάσταση, αλλά σε συμμαχία με τα διάφορα πολιτικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών. Τη σατανική παράθεση του αποφθέγματος για να θέσει το Μαρξ ενάντια στο Μαρξ σχετικά με τη δυνατότητα της ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό, ο Καρντέλι την αντέγραψε από τους ρεβιζιονιστές προδρόμους του, ενάντια στους οποίους ο Λένιν έγραφε:
«Η αναφορά στα λεχθέντα του Μαρξ... για τη δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό... είναι επιχείρημα σοφιστή, δηλαδή, αν μιλήσουμε πιο απλά, απατεώνα, που ξεγελάει τους άλλους με τα αποφθέγματα και τις παραπομπές»*.
Αυτές οι πλαστογραφήσεις χρειάζονται στον Καρντέλι να δώσει το χέρι στους «ευρωκομμουνιστές», με τους οποίους συμφωνεί απόλυτα. Τα ρεβιζιονιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας διακήρυξαν ότι τάχα θα φθάσουν στο σοσιαλισμό με την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας και των αστικών ελευθεριών, με τη δύναμη του αριθμού των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Η ικανότητα της εργατικής τάξης, σύμφωνα με τους «ευρωκομμουνιστές», θα φανεί στο ζήτημα πόσες θέσεις - κλειδιά θα κερδίσει στη διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας και εξουσίας, καθώς και στη διακυβέρνηση της κοινωνίας. Έτσι, σύμφωνα μ' αυτούς, θα γίνει δυνατό να αλλάξει ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής από καπιταλιστικές σε «αυτοδιαχειριστικές» ή «σοσιαλιστικές». Ακριβώς σ' αυτό το ζήτημα πραγματοποιείται η ένωση της τιτοϊκής θεωρίας με τη θεωρία του
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 28ος, αλβ. έκδ., σελ. 107.
282
«ευρωκομμουνισμού». Οι «ευρωκομμουνιστές» είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν τον ευρωπαϊκό αστικό πολιτικό πλουραλισμό και την ενότητα ανάμεσα στα αστικά κόμματα, για να πετύχουν, τάχα, με μεταρρυθμίσεις, την εξασφάλιση πολλών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη και, μέσα απ' αυτό το δρόμο, να περάσουν μετά στη «σοσιαλιστική» κοινωνία. Ο Καρντέλι θεωρεί αυτούς τους πόθους των φίλων του «δομικές αλλαγές», οι οποίες πρέπει να επιδράσουν οπωσδήποτε στο να αναπτυχθεί η διαδικασία που θα αλλάξει και τη θέση και το ρόλο του ίδιου του κοινοβουλίου.
Συνεπώς, η θεωρία του Καρντέλι ισχυρίζεται ότι στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, τα «κομμουνιστικά» κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, διατηρώντας το κοινοβουλευτικό σύστημα, στο οποίο, όπως λέει ο Καρντέλι, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς τις δημοκρατικές καταχτήσεις,πρέπει να βρουν κατάλληλο τρόπο για να εξασφαλίσουν στην εργατική τάξη μια συμμαχία με τις πιο πλατιές «δημοκρατικές» δυνάμεις. Μ' αυτό το είδος συμμαχίας, σύμφωνα με τη ρεβιζιονιστική λογική, μπορεί να δημιουργηθεί μια ευνοϊκότερη «δημοκρατική» κατάσταση στο κοινοβουλευτικό σύστημα και, τέλος, το κοινοβουλευτικό σύστημα θα «μετατραπεί», ποιος ξέρει πώς, σε αποφασιστική δύναμη του λαού! Αυτός είναι ο δρόμος που καθορίζει ο τιτοϊσμός στα άλλα ρεβιζιονιστικά κόμματα για να πάρουν ειρηνικά την εξουσία. Την εξουσία όμως στα καπιταλιστικά κράτη την έχουν οι καπιταλιστές, τα κονσέρνς, τα εθνικά καρτέλ και οι πολυεθνικές εταιρίες. Αυτές οι δυνάμεις του κεφαλαίου έχουν στα χέρια τους τα βασικά κλειδιά διεύθυνσης της οικονομίας και του κράτους, κάνουν το νόμο και με κάποια ψευδοδημοκρατική διαδικασία διορίζουν την κυβέρνηση, η οποία είναι κάτω από τις διαταγές τους και παρουσιάζεται σαν επίσημος διαχειριστής των περιουσιών τους. Η αστική τάξη δεν διατηρεί την εξουσία της για να την παραδώσει στους «ευρωκομμουνιστές», αλλά για να υπερασπίσει τα ταξικά της συμφέροντα, αν χρειαστεί και με αίμα. Να μη βλέπεις αυτή την πραγματικότητα που την επιβεβαιώνει κάθε μέρα η ζωή, σημαίνει να βλέπεις όνειρα ξυπνητός. Αν οι «ευρωκομμουνιστές» κατόρθωσαν να καταλάβουν μια ή περισσότερες θέσεις στην αστική κυβέρνηση, στην πραγματικότητα θα πάνε εκεί σαν αντιπρόσωποι του καπιταλισμού, όπως και τα άλλα αστικά πολιτικά κόμματα, και όχι σαν αντιπρόσωποι του προλεταριάτου.
Η αστική ψευδοδημοκρατία, το κοινοβούλιο, που εκλέγει δήθεν την κυβέρνηση, δεν είναι παρά ανδρείκελο στα χέρια της εξουσίας του κεφαλαίου, που ενεργεί «στα παρασκήνια» και που με διάφορες 283
μορφές υπαγορεύει τα πάντα απ' έξω. Σ' αυτές τις διάφορες μορφές άσκησης της πραγματικής εξουσίας «από τα παρασκήνια» δίνουν αποχρώσεις τα διάφορα κόμματα που αντιπροσωπεύονται στο κοινοβούλιο, καθώς και τα συνδικάτα που αγωνίζονται δήθεν για την υπεράσπιση των εργατών. Στην πραγματικότητα όλα τα αστικο-ρεβι-ζιονιστικά κόμματα και συνδικάτα στο καπιταλιστικό κράτος, άσχετα από τα ονόματα που δίνουν στον εαυτό τους, εξαρτούνται από την πατρωνεία.
Ο Καρντέλι δίνει δίκιο στους «ευρωκομμουνιστές» όταν συνδέουν την πολιτική πάλη τους για «σοσιαλισμό» με την υπεράσπιση των θεσμών πλουραλισμού των πολιτικών δυνάμεων, γιατί αυτό, όπως εκφράζεται ο ίδιος, «... στην τωρινή κατάσταση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης είναι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για την ένωση των δυνάμεων της ίδιας της εργατικής τάξης, καθώς και για τη σύνδεση της με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις των λαών, κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να δυναμώσει ουσιαστικά τις κοινωνικές και πολιτικές θέσεις της εργατικής τάξης, δηλαδή να την κάνει ικανή όχι μόνο να επικρίνει την κοινωνία, αλλά και να μπορέσει να την αλλάξει» (σελ. 41).
Μιλώντας για τους δεσμούς, την αλληλεγγύη και την ενότητα της Ένωσης «Κομμουνιστών» Γιουγκοσλαβίας με τους «ευρωκομμουνιστές» και με όλα τα άλλα ρεβιζιονιστικά κόμματα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τούτη ή την άλλη μορφή, υπερασπίζουν τον καπιταλισμό και καταπολεμούν την επανάσταση και τον πραγματικό σοσιαλισμό, ο Καρντέλι λέει: «Έχουμε λόγους να υπερασπίζουμε το κοινοβουλευτικό σύστημα και τον πολιτικό πλουραλισμό, όταν τους επιτίθενται οι αντιδραστικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας...» (σελ. 61). Ο «ιδεολόγος» θέλει να πει ότι η εργατική τάξη και οι ψευδοκομμουνιστές της Δυτικής Ευρώπης δικαιούνται να ενωθούν με τους καπιταλιστικούς θεσμούς, με το αστικό κοινοβούλιο και την αστική κυβέρνηση, γιατί απ' αυτή την ένωση και μόνο έτσι η εργατική τάξη θα γίνει ικανή να αλλάξει την κοινωνία!
Απ' όσα προαναφέρθηκαν, βγαίνει ξεκάθαρα ότι η γιουσκοσλάβι-κη «αυτοδιαχειριζόμενη» κοινωνία είναι υπέρ της στενής συμμαχίας ή υπέρ της συγχώνευσης του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό, γιατί οι σημερινοί καπιταλιστές δεν αντιτάσσονται, λέει, στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας όπου η εργατική τάξη να γίνει ικανή και να αποκτήσει απόλυτα τα «αυτοδιαχειριστικά» δημοκρατικά δικαιώματα. Συνεπώς, δεν είναι δύσκολο να εννοηθεί ότι ο συγγραφέας του βιβλίου συνιστά τη μετάβαση από την «καταναλωτική κοινωνία», όπου οι
284
τεχνοκράτες έχουν πάρει δήθεν την εξουσία, σε μια «αυτοδιαχειριζό-μενη κοινωνία, όπου τα άτομα συνεταιρίζονται σε κοινή εργασία» και αυτή η μετάβαση μπορεί να θεωρηθεί σαν νίκη του σοσιαλισμού! Σ' αυτές τις κρίσεις και θέσεις έμπειρου αποστάτη δεν υπάρχει τίποτε που να μοιάζει τον πραγματικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Σαν πιστοί υπηρέτες της καπιταλιστικής αστικής τάξης, οι τιτοϊκοί, μ' αυτά που γράφουν, αρνούνται την προλεταριακή επανάσταση και την πάλη των τάξεων. Ισχυριζόμενοι ότι η «καταναλωτική κοινωνία» μπορεί να μετατραπεί βαθμιαία, χωρίς τη βίαιη επανάσταση, αλλά «με το άγιο πνεύμα» σε σοσιαλισμό, επιδιώκουν να αφοπλίσουν το προλεταριάτο και να διαλύσουν το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα του.
Στις καπιταλιστικές χώρες, «ανακαλύπτει» ο Καρντέλι, η εκτελεστική εξουσία συνδέεται με τις εξωκοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις που δρουν και επιβάλλουν την πολιτική τους. Κι εδώ ο Καρντέλι δε λέει τίποτε το νέο παρά επαναλαμβάνει σαν διαπίστωση του εκείνη την ιδέα που έχει εκφράσει ο Λένιν όταν ξεσκέπασε με μαστοριά την πλαστότητα της αστικής δημοκρατίας. Να αφομοιώνεις και να επαναλαβαίνεις τις ιδέες του Λένιν είναι λαμπρό έργο, αλλά τον κύριο Καρντέλι δεν τον νοιάζει ούτε για το Λένιν, ούτε για το λενινισμό. Ο Καρντέλι φοβάται και την «πολιτικοποίηση» και το «πολιτικό μονοπώλιο» του λενινισμού, μ' όλο που επιθυμεί να «πολιτικοποιήσει» τους άλλους και να τους κάνει να πιστέψουν ότι πραγματικά στον καπιταλισμό οι δυνάμεις των εξωκρατικών οργάνων χειρίζονται την εκτελεστική εξουσία, ενώ στη Γιουγκοσλαβία το Προεδρείο της ΟΣΔΓ και το Ομοσπονδιακό Εκτελεστικό Συμβούλιο, που αποτελεί την κυβέρνηση, έχουν γλυτώσει σαν από θαύμα απ' αυτό τον κίνδυνο, γιατί μοίρασαν τις αρμοδιότητες «με ακρίβεια» (σελ. 235). Εκτός απ' αυτό στη Γιουγκοσλαβία, πάντα σύμφωνα με τον Καρντέλι, «η πολιτική ισχύ συγκεντρώνεται στη συνέλευση των αντιπροσώπων και μάλιστα ούτε σ' αυτή, μα στη σύνδεση της μ' όλη την κοινωνική διάρθρωση» (σελ. 235). Αυτή η «συνέλευση αντιπροσώπων», όσον αφορά την «πλήρη εξουσία αρμοδιοτήτων, σου θυμίζει τα λεγόμενα συμβούλια τοπικής αυτοδιοίκησης στις αστικές χώρες, για τα οποία ο Λένιν έχει γράψει σκωπτικά ότι
«... μπορεί να μείνουν «αυτόνομα» μόνο σε ασήμαντα ζητήματα, μόνο στο ζήτημα του γανώματος των καζανιών...»*
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 10ος, αλβ. έκδ., σελ. 366.
285
Λέγεται ότι στην «εργατική αυτοδιαχείριση» οι «αντιπρόσωποι» εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους. Φυσικά, στη θεωρία, όχι μόνο οι «αντιπρόσωποι», αλλά και οι εργάτες έχουν όλα τα δικαιώματα, στην πράξη όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα. Στο πολιτικό σύστημα της γιουγκοσλάβικης «αυτοδιοίκησης» όλα αποφασίζονται από τα πάνω και όχι από τα κάτω. Είναι τώρα γνωστές οι διαμαρτυρίες των γιουγκοσλάβων εργατών ενάντια στον πλουτισμό και τη διαφθορά των ιθυνόντων, είναι γνωστά τα αιτήματα τους για την εξάλειψη των οικονομικών και κοινωνικών διαφορών, για την κατάργηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, για το φρενάρισμα της κοινωνικής και πολιτικής διαφθοράς, η εναντίωση στις εθνικές διακρίσεις κ.λπ. Στο βιβλίο γράφηκαν πολλές μακροσκελείς φράσεις, που, κουράζοντας τον αναγνώστη διαβάζοντας τες, θέλουν να τον κάνουν να πιστέψει την αφηρημένη ιδέα ότι «στη Γιουγκοσλαβία υπάρχει σοσιαλιστική αυτοδιοίκηση», ότι εκεί «βασιλεύει η εργατική αυτοδιαχείριση», τη στιγμή που οι εργάτες έχουν στο χέρι τους τα κλειδιά του αχερώνα. Τα κλειδιά της διακυβέρνησης της χώρας στη Γιουγκοσλαβία τα έχει η νέα γιουγκοσλάβικη αστική τάξη που ενεργεί από τα δεξιά καμουφλαρισμένη με αριστερά σλόγκαν.
4. Το σύστημα «αυτοδιαχείρισης» και η άρνηση του ηγετικού ρόλου του κόμματος
Αντιμαρξιστική στάση τηρούν οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές και στο ζήτημα του ηγετικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τη «θεωρία» του Καρντέλι, το κόμμα δεν πρέπει να καθοδηγεί καμιά οικονομική ή διοικητική δράση, αλλά μόνο μπορεί και πρέπει να επιδρά στους εργάτες με διαπαιδαγωγητική δουλειά, ώστε αυτοί να κατανοήσουν καλά το σοσιαλιστικό σύστημα.
Η άρνηση του ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και ο περιορισμός αυτού του ρόλου σε « ιδεολογικό» και «προσανατολιστικό» παράγοντα αντιτίθεται ανοιχτά στο μαρξισμό - λενινισμό. Οι εχθροί του επιστημονικού σοσιαλισμού «αποδείχνουν» αυτή τη θέση, με τον ισχυρισμό ότι η καθοδήγηση του κόμματος δε συμβιβάζεται δήθεν με τον αποφασιστικό ρόλο που πρέπει να παίζουν οι μάζες των παραγωγών, οι οποίες, σύμφωνα μ' αυτούς, πρέπει να επιδρούν πολιτικά άμεσα και όχι μέσω του κομμουνιστικού κόμματος, γιατί αυτό θα επέφερε «γραφειοκρατικό δεσποτισμό»!
286
Σε αντίθεση μ' αυτές τις αντεπιστημονικές θέσεις αυτών των εχθρών του κομμουνισμού, η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι ο ηγετικός και αμέριστος ρόλος του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης στον αγώνα για σοσιαλισμό και κομμουνισμό, είναι απαραίτητος. Ως γνωστό, η καθοδήγηση του κόμματος αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για τις τύχες της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου και καθρεφτίζει ένα γενικό νόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Λένιν λέει ότι
«... η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω του κομμουνιστικού κόμματος»*.
Η άμεση πολιτική επίδραση των εργαζόμενων μαζών στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εμποδίζεται καθόλου από το κομμουνιστικό κόμμα, που εκπροσωπεί την εργατική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας δεν αντιτίθενται στα συμφέροντα των άλλων εργαζομένων. Αντίθετα, μόνο κάτω από την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, οι εργαζόμενες μάζες συμμετέχουν πλατιά στη διακυβέρνηση της χώρας και στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Σε μια πραγματικά σοσιαλιστική χώρα, όπως είναι η Αλβανία, για τα σοβαρά προβλήματα παίρνεται άμεσα η γνώμη των εργαζόμενων μαζών. Τέτοια παραδείγματα είναι αναρίθμητα, αρχίζοντας από τη συζήτηση και την έγκριση του Συντάγματος και ως τα οικονομικά σχέδια κ.λπ., κ.λπ. Ο «γραφειοκρατικός δεσποτισμός» είναι χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού κράτους και δεν μπορεί να αποδοθεί ποτέ στον ηγετικό ρόλο του κόμματος στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία από τη φύση της και από τον ταξικό της χαρακτήρα, είναι αυστηρά αντιγραφειοκρατική.
Συνεχίζοντας την ανάπτυξη των ρεβιζιονιστικών απόψεων σχετικά με το ρόλο του κόμματος, ο Καρντέλι γράφει ότι η Ένωση Κομμουνιστών, «μ' όλο που πρέπει να παλέψει ώστε οι βασικές θέσεις της εξουσίας να βρίσκονται στα χέρια εκείνων των υποκειμενικών δυνάμεων, που είναι με το μέρος του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής αυτοδιοίκησης», «δεν μπορεί να είναι ταξικό πολιτικό κόμμα» (σελ. 119). Να τι λογής κόμμα ζητούν οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές! Δε θέλουν, και στην πραγματικότητα δεν έχουν πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά μια αστική οργάνωση, μια λέσχη όπου μπορεί
Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 32ος, αλβ. έκδ., σελ. 226.
287
να μπαινοβγαίνει οποιοσδήποτε, όποτε θέλει και όπως θέλει, αρκεί να δηλώνει ότι είναι «κομμουνιστής», χωρίς να υπάρχει ανάγκη να είναι τέτοιος. Φυσικά, αυτό είναι ομαλό για ένα κόμμα όπως η Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας, που δεν έχει απολύτως τίποτε το κομμουνιστικό.
Αταξικό κόμμα και κράτος δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ. Το κράτος και τα κόμματα είναι ταξικό προϊόν. Έτσι γεννήθηκαν και έτσι θα είναι τα κόμματα και τα κράτη ως τον κομμουνισμό.
Ο Καρντέλι αν και θεωρεί σαν απαλειμμένο τον ηγετικό ρόλο της Ένωσης «Κομμουνιστών», ωστόσο, για δημαγωγία, δεν ξεχνάει να πει ότι αυτή η Ένωση, «με την ξεκάθαρη θέση της, (που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη, αλλά, αντίθετα, σκοτεινή και θολή), πρέπει να κάνει πολλά για την εξεύρεση των μέσων επίλυσης πολλών προβλημάτων, δηλαδή για τους δρόμους και τις μορφές της παραπέρα ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιοίκησης». Αν το κράτος και το κόμμα δεν μπορεί να δώσει στο λαό την ευτυχία, όπως γράφει ο αποστάτης Καρντέλι, τότε γιατί θέλουν να δώσουν αυτά τα προνόμια στην Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας; Αν η κοινωνία της γιουγκοσλάβικης «αυτοδιαχείρισης», δε χρειάζεται την καθοδήγηση ενός και μόνου πολιτικού κόμματος, όπως ισχυρίζονται, τότε γιατί να χρειάζεται την καθοδήγηση της Ένωσης «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας;
Ενώ ο Μαρξ είναι υπέρ ενός πραγματικού κόμματος της εργατικής τάξης, που να καθοδηγεί αυτή την τάξη και να τη συνειδητοποιήσει για την ιστορική αποστολή της, σύμφωνα με τον Καρντέλι, το προλεταριάτο μπορεί να οδηγήσει τη χώρα μπροστά και να πραγματοποιήσει αυθόρμητα τους πόθους του, και χωρίς τον ηγετικό ρόλο του κόμματος. Αυτό το κάνει για να δικαιολογήσει τη θεωρία της «αυτοδιαχείρισης», εκείνη τη θεωρία που είναι και υπέρ του πολιτικού πλουραλισμού, δηλαδή υπέρ της συνένωσης όλων των κοινωνικών δυνάμεων στη λεγόμενη Σοσιαλιστική Ένωση του Εργαζόμενου Λαού, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικό - πολιτικές τους διαφορές, και υπέρ ενός κόμματος που δεν έχει καμιά κομμουνιστική αξία, μα που αυτός του βάζει την ταμπέλα του ηγήτορα σε όλο το αντιμαρξιστικό σύστημα της «αυτοδιαχείρισης».
Ο ρεβιζιονιστής Καρντέλι αναφέρει τα δυτικά κόμματα του κεφαλαίου για το γραφειοκρατισμό τους. Ούτε εδώ ανακάλυψε τίποτε το νέο, επειδή είναι γνωστό πως ο γραφείο κρατισμός είναι στη φύση του καπιταλισμού και αποτελεί το χαρακτηριστικό του γνώρισμα.
288
καταγγέλει το γραφειοκρατισμό των άλλων κομμάτων όχι για να κρτικάρει, αλλά για να συγκαλύψει το γραφειοκρατισμό και ύστερα την εξάλειψη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας και την απογύμνωση του από κάθε προνόμιο, που του ανήκε. Οι τιτοϊκοι λ,ένε απογραφειοκρατικοποίηση την τοποθέτηση του κόμματος στην ουρά των γεγονότων, των φαινομένων και των εξελίξεων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και τη μετατροπή του σε κόμμα της μπουρζουαζίας και, για να κρύψουν την προδοσία, του άφησαν σαν ένα κέρατο μόνο το όνομα « Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλάβίας».
Για να ξεχωρίσει κανείς αν το κόμμα είναι ή δεν είναι κομμουνι-στικό, είναι ή δεν είναι κόμμα της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να κρίνει από το όνομα που έχει, μα ιδιαίτερα από το γεγονός, ποιοι το καθοδηγούν και τι δραστηριότητα αναπτύσσει. Ο Λένιν έλεγε:
«... αν ένα κόμμα είναι ή όχι πραγματικά εργατικό πολιτικό κόμμα, αυτό εξαρτάται... και από το γεγονός ποιος το καθοδηγεί και ποιο είναι το περιεχόμενο της δράσης του και της πολιτικής τακτικής τον» *.
Και στην πραγματικότητα η Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο δεν έχει γλυτώσει από το γραφειοκρατισμό, αλλά από καιρό δεν υπάρχει πια σαν κόμμα των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Η διόγκωση του με πολλούς μηχανισμούς, με μεγάλο αριθμό γραφειοκρατών επισήμων και μισθωτών, το ίδιο όπως τα δυτικά ρεβιζιονιστικά κόμματα ή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι ένας από τους παράγοντες που το έκαμαν όχι μόνο να μην είναι πια πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αλλά να είναι ένα κόμμα ενάντια σ' αυτή την τάξη.
Στη Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει κυριαρχία της εργατικής τάξης και πρωτοποριακό κόμμα της, σαν καθοδηγητής του κράτους και της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Καρντέλι, προκύπτει πως στη Γιουγκοσλαβία η Ένωση «Κομμουνιστών» δεν έχει κανένα δικαίωμα για πολιτική καθοδήγηση στο σύστημα της εξουσίας, γιατί εκεί η εξουσία πραγματοποιείται «... διαμέσου του συστήματος της αντιπροσώπευσης, ενώ η Ένωση Κομμουνιστών, σα μέρος του συστήματος αυτοδιοίκησης, είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες της
Β. Ι. Λένιν. Απαντα, τ. 31ος, αλβ. έκδ., σελ. 285.
289
κοινωνικής επίδρασης στη διαμόρφωση της συνείδησης των αυτοδιοικούμενων και των οργάνων των αντιπροσώπων» (σελ. 73). Νομίζω πως δεν υπάρχει ανάγκη για πολλές εξηγήσεις. Φθάνουν αυτά που γράφει ο αποστάτης για να πειστεί κανείς πως στη Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει η δικτατορία του προλεταριάτου σαν πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και σαν κρατική καθοδήγηση της κοινωνίας απ' αυτή την τάξη. Κι αφού εκεί δεν υπάρχει αυτή η δικτατορία, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά για ένα κόμμα της μπουρζουαζίας.
Ο Καρντέλι ισχυρίζεται ότι το «μονοκομματικό σύστημα» σε μια σοσιαλιστική χώρα είναι ένας ιδιόμορφος μετασχηματισμός του αστικού πολιτικού συστήματος και ο ρόλος ενός κόμματος (εδώ εννοεί το Μπολσεβίκικο Κόμμα) είναι ο ίδιος ο ρόλος του «πολυκομματικού συστήματος», του αστικού πολιτικού πλουραλισμού, με μια «μικρή» διαφορά ότι στη μονοκομματική πολιτική εξουσία βρίσκονται στην αρχή μόνο οι ηγέτες αυτού του κόμματος, ενώ στην πολυκομματική εξουσία οι ηγέτες αλλάζουν. Αυτός ο απατεώνας θέτει στην ίδια μοίρα τα αστικά κόμματα και το κόμμα των μπολσεβίκων, που δημιούργησαν οι Ρώσοι επαναστάτες με επικεφαλής τον Λένιν. Γι' αυτόν η καθοδήγηση του κράτους και της κοινωνίας από το πραγματικό κόμμα των κομμουνιστών δεν διαφέρει καθόλου από την κυριαρχία της αστικής τάξης διαμέσου του πολυκομματικού συστήματος. Αυτό μαρτυρεί άλλη μια φορά ότι οι τιτοϊκοί, όπως η μπουρζουαζία, χειρίζονται τα πολιτικά κόμματα και το κράτος σα θεσμούς που στέκουν δήθεν πάνω από τις τάξεις.
Αν η εργατική τάξη παλεύει ενάντια στην μπουρζουαζία για ζωή ή θάνατο και αυτές οι δύο τάξεις, για να υπερασπίσουν τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα και να κυριαρχήσουν η καθεμιά ξεχωριστά στην κοινωνία, έχουν οργανωθεί σε πολιτικά κόμματα, αυτό δεν σημαίνει ότι το κόμμα της εργατικής τάξης, το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, δε διαφέρει από τα αστικά κόμματα. Αντίθετα. Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας μετατράπηκε σε αστικό κόμμα, δεν έγινε καθόλου υπερταξικό κόμμα, αλλά από πρωτοπορία της εργατικής τάξης μεταβλήθηκε σε όργανο της μπουρζουαζίας, έχασε μόνο τον προλεταριακό ταξικό χαρακτήρα και όχι τον ταξικό χαρακτήρα γενικά, γιατί έγινε κόμμα της νέας αστικής τάξης. Η διαφορά μεταξύ ενός κομμουνιστικού κόμματος και ενός αστικού κόμματος που έχει την καθοδήγηση του κράτους, δεν είναι μικρή, αλλά πολύ μεγάλη, βαθιά και ταξική διαφορά αρχών, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
290
«αλλαγή» των ηγετών τους στην πολιτική εξουσία, όπως ισχυρίζεται αυτός ο αποστάτης.
Μ' αυτές τις «θεωρητικολογίες» για τη «μικρή διαφορά» του αστικού πολιτικού συστήματος από το σοσιαλιστικό σύστημα και του αστικού κόμματος από το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές θέλουν να πουν πως η τρεχάλα τους προς' τον καπιταλισμό δεν πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο πράγμα. Είναι ολοφάνερο ότι οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές δεν μπορούν να καθρεφτίσουν στη θεωρία διαφορετικές θέσεις από τις θέσεις που πήραν στην πράξη.
Φλυαρώντας για τις «αδυναμίες του μονοκομματικού συστήματος», θέλοντας έτσι να προσβάλει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση της εποχής του Λένιν και του Στάλιν, γράφει: «Σ' αυτό παρουσιάζεται πριν απ' όλα η τάση της προσωπικής ένωσης των ηγετών του κόμματος με τον κρατικό εκτελεστικό μηχανισμό και, μ' αυτό τον τρόπο, γίνεται όργανο της δράσης των τεχνογραφειοκρατι-κών τάσεων στην κοινωνία» (σελ. 64).
Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές κύριοι, «για να αποφύγουν» αυτό τον «τεχνογραφειοκρατισμό» και αυτή την τάση «της προσωπικής ένωσης των ηγετών του κόμματος με τον κρατικό εκτελεστικό μηχανισμό του σοσιαλισμού», που τα αποδίδουν αυθαίρετα στους μπολσεβίκους, δημιούργησαν το σύστημα τους, που δεν είναι άλλο παρά δικτατορία της τιτοϊκής ομάδας. Στις λεγόμενες συνελεύσεις των αυτοδια-χειριζόμενων κοινοτήτων και στους εκτελεστικούς μηχανισμούς τους, όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, «... τώρα παρουσιάζονται πολύ έντονα οι γραφειοκρατικό - κεντρώες τάσεις» (σελ. 231 -232). Την εκτελεστική εξουσία στη Γιουγκοσλαβία την επεξεργάζεται ο Τίτο και η κλίκα του. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δε θέλουν δήθεν εξουσία, ο πρόεδρος της Ένωσης «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας είναι εφ' όρου ζωής πρόεδρος του γιουγκοσλάβικου κράτους και όλοι οι λειτουργοί σε θέσεις - κλειδιά στην εξουσία, στο στρατό, στην οικονομία, στην εξωτερική πολιτική, στην κουλτούρα, στις κοινωνικές οργανώσεις κ.λπ. κατέχουν σημαντικές θέσεις στην Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας. Η όλη υπόθεση είναι ότι, ενώ καταφέρονται ενάντια στα μαρξιστικά - λενινιστικά διδάγματα, σχετικά με τον ηγετικό ρόλο του προλεταριακού κόμματος στη σοσιαλιστική κοινωνία, οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές στην πράξη προσπαθούν να κρατήσουν γερά στα χέρια τους τα ηνία της εξουσίας. Η αποκαλούμενη Προεδρία της Γιουγκοσλαβίας δεν ιδρύθηκε εκεί για την εξασφάλιση συλλογικής κρατικής καθοδήγησης, ούτε για την κατα-
291
πολέμηση του γραφειοκρατισμού στον οποίο στηρίζεται, ούτε και για την υπεράσπιση του γιουγκοσλάβικου κράτους από τις κυρίαρχες δυνάμεις έξω απ' αυτό, όπως έχουμε ακούσει να λένε κάποιες φορές, μα σαν απεγνωσμένη προσπάθεια για την εξασφάλιση της κυριαρχίας του τιτοϊσμού μετά το θάνατο του Τίτο. Αυτό δείχνει πως το γιουγκοσλάβικο καθεστώς όχι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή δεν είναι παρά μια καπιταλιστική εξουσία, που καταπιέζει το λαό, προσπαθώντας να καμουφλαριστεί πίσω από αποπλανητικά συνθήματα.
Ο Καρντέλι δεν μπορεί να κρύψει εκείνη τη μαύρη περίοδο στην ιστορία της Γιουγκοσλαβίας, όταν, σαν συνέπεια της προδοσίας της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας και της εγκαθίδρυσης της τιτοϊκής δικτατορίας, οι λαοί αυτής της χώρας δοκίμασαν στην καμπούρα τους τις αδικίες, τη βία και την πιο αχαλίνωτη τρομοκρατία. Ο τιτοϊκός εκπρόσωπος, Καρντέλι, προσπαθεί να ξεπεράσει το σκοτάδι με μερικά συνθήματα για να πείσει τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας να μην παραπονούνται για τα δεινά, γιατί «και η σοσιαλιστική μας επανάσταση», στην πρώτη φάση της καθιέρωσε με έναν ορισμένο τρόπο το μονοκομματικό σύστημα της επαναστατικής δημοκρατίας, αν και ποτέ στην «κλασσική» «σταλινική» μορφή του (σελ. 64 - 65). Έχει και την αναίδεια αυτός ο ξετσίπωτος αποστάτης να κακολογεί την «κλασσική σταλινική μορφή», η οποία ήταν τόσο δημοκρατική και σοσιαλιστική, που το καθεστώς Τίτο - Καρντέλι -Ράνκοβιτς, όχι μόνο δεν την πλησιάζει καθόλου, αλλά είναι ντροπή να συγκριθεί μ' αυτή. Τα τερατώδη εγκλήματα στη Γιουγκοσλαβία δεν διαπράχτηκαν στην περίοδο της φιλίας με το Στάλιν και με τη Σοβιετι-κή Ένωση της εποχής του, αλλά ακριβώς ύστερα από τη διάλυση αυτής της φιλίας και στον καιρό που η Γιουγκοσλαβία πήρε ανοιχτά το δρόμο της «αυτοδιαχείρισης».
Τώρα στη Γιουγκοσλαβία, σύμφωνα με τη «θεωρία» του Καρντέλι, έχει, λέει, εξαλειφθεί «ολοκληρωτικά» και «ριζικά» η ανάμιξη προσώπων των εκτελεστικών οργάνων της «Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας» στα εκτελεστικά όργανα του κράτους, γιατί η «Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας» δεν έχει, λέει, κανένα προνομιακό δικαίωμα να διαδραματίζει το ρόλο της ιδεολογικής και πολιτικής ηγετικής δύναμης στην κοινωνία. Έχει μόνο το ρόλο να επιδρά στις μάζες.
Πώς όμως και για τι πράγμα θα επιδρά στις μάζες αυτό το είδος Ένωσης, αφού δεν έχει κανένα προνομιακό δικαίωμα να καθοδηγεί; Με κανένα τρόπο και για τίποτε. Ο Τίτο, σε μια στιγμή απόγνωσης, ομολόγησε ότι «η Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας κατάντη-
292
σε μια άμορφη, απολιτική οργάνωση». Για να μην εξευτελιστούν εντελώς οι τιτοϊκοί, ο Καρντέλι, διορθώνοντας τον προϊστάμενο του, γράφει πως δήθεν «... η Ένωση Κομμουνιστών έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς στυλοβάτες της δημοκρατίας νέου τύπου — της δημοκρατίας του πλουραλισμού των αυτοδιοικούμενων συμφερόντων» (σελ. 65).
Αν. η γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση» έχει απογυμνώσει την Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας από την πολιτική καθοδήγηση, εννοείται πως αυτή η «αυτοδιαχείριση» αφαίρεσε αυτόματα τον πολιτικό ρόλο και από την εργατική τάξη, γιατί η εργατική τάξη μπορεί να χαίρεται τα προνόμια της μόνο διαμέσου της πρωτοπορίας της, του κομμουνιστικού κόμματος. Αν από την πρωτοπορία της τάξης αφαιρεθούν τα ηγετικά προνόμια, είναι παράλογο να ισχυρίζεται κανείς ότι η τάξη ασκεί τα δικαιώματα, που της ανήκουν. Σ' αυτές τις συνθήκες, είναι ευνόητο το πώς μπορούν να «αυτοδιοικηθούν» σ' αυτή τη λεγόμενη δημοκρατία «νέου τύπου» το προλεταριάτο και οι άλλες εργαζόμενες μάζες! Να τι λέει συγκεκριμένα γι' αυτό το ζήτημα ο Καρντέλι: «Η Ένωση Κομμουνιστών δεν εξουσιάζει μέσω του πολιτικού μονοπωλίου, αλλά εκφράζει μια ειδική, πολύ όμως σοβαρή από κοινωνικό - ιστορική πλευρά, μορφή των συμφερόντων όλων των εργαζόμενων και της κοινωνίας — στο σύστημα της αυτοδιοίκησης και της κυριαρχίας της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, σύστημα που στηρίζεται στο δημοκρατικό πλουραλισμό των συμφερόντων των αυτοδιοικούμενων υποκειμένων» (σελ. 65 - 66).
Αυτή η φουσκωμένη και μπερδεμένη φρασεολογία δε δείχνει τίποτε άλλο εκτός από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι στη Γιουγκοσλαβία το κόμμα βρίσκεται στην ουρά, ότι αυτό υπάρχει μόνο στο χαρτί. Όσο κι αν τυπικά υποστηρίζει τη θέση της ενίσχυσης του ρόλου του κόμματος, έτσι όπως καταλαβαίνει αυτός τούτο το ρόλο, ο Καρντέλι δεν μπόρεσε ωστόσο να αποφύγει τέτοιες ομολογίες όπως: «... η πολιτική και δημιουργική παρουσία της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας δεν είναι αρκετή... σε όλο το δημοκρατικό σύστημα της αυτοδιοίκησης και στη δημιουργία της πολιτικής και της πράξης των άλλων κοινωνικό - πολιτικών οργανώσεων...» (σελ. 263 - 264). Μα τότε πού είναι η παρουσία της Ένωσης, αφού δεν είναι στις κατευθύνσεις όπου έπρεπε να είναι, αφού στη Γιουγκοσλαβία, όπως ανακοίνωσε τελευταία το γιουγκοσλάβικο πρακτορείο ειδήσεων ΤΑΝJUG, τα δύο τρίτα των χωριών δεν έχουν καθόλου οργανώσεις βάσης της «Ένωσης Κομμουνιστών»; Την κοπιώδη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να τη δώσει ο Καρντέλι, μα η συγκεκριμένη ανάλυση της πρακτικής δράσης της μας επιβεβαιώνει αναμφίβολα ότι σαν «κόμμα
293
των κομμουνιστών» δεν είναι παρόν πουθενά, ενώ σαν κόμμα της νέας γιουγκοσλάβικης μπουρζουαζίας και της φασιστικής δικτατορίας του Τίτο μπορεί να βρίσκεται παντού.
Σ' αυτό τον γιουγκοσλάβικο «αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό», που ανέλαβε να αναπτύξει «θεωρητικά» ο Καρντέλι, η Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας έχει πάντα ιδιόμορφη θέση. Αυτή την ιδιόμορφη θέση, που τη βλέπει κανείς παντού στο βιβλίο, μπορεί να ερμηνευτεί όπως θέλεις, δηλαδή σαν ιδιόμορφη θέση στη διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, ιδιόμορφη θέση σε σχέση με το προλεταριάτο, ιδιόμορφη θέση στο λεγόμενο σύστημα των αντιπροσώπων, στο οποίο δεν πρέπει να πάρει μέρος και να διευθύνει, από το φόβο του «πολιτικού μονοπωλίου», και άλλες ιδιομορφίες. Αυτό το κόμμα μ' αυτές τις ατέλειωτες ιδιόμορφες θέσεις, έχει το δικαίωμα, στα πλαίσια της αντιπροσωπίας της λεγόμενης Σοσιαλιστικής Ένωσης του Εργαζόμενου Λαού της Γιουγκοσλαβίας, να έχει στις συνελεύσεις την αντιπροσωπία του, διαμέσου της οποίας συνεργάζεται με τις άλλες «αυτο-διαχειριζόμενες» αντιπροσωπίες. Αυτό δείχνει ότι η Ένωση «Κομμουνιστών» της Γιουγκοσλαβίας δεν έχει καμιά ανεξάρτητη πολιτική ισχύ και από καιρό τώρα χρησιμεύει σαν πρακτορείο του αναρχικού γιουγκοσλάβικου φεντεραλισμού. Υπάρχει για να ικανοποιεί το ξένο κεφάλαιο που ρίζωσε στη Γιουγκοσλαβία, να το διαβεβαιώνει ότι η «αυτοδιαχείριση» δε θίγει το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, ότι κανένα κόμμα, όπως και να είναι, δε θα αλλάξει την πορεία αυτού του αναρχοσυνδικαλιστικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Ε. Καρντέλι, ο ρόλος του ατόμου στην κοινωνία είναι το παν, ενώ η εργατική τάξη και το κόμμα της δεν είναι τίποτε.Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, σύμφωνα μ' αυτόν, δε φαίνεται να είναι το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, μα οι «αυτοδιοικούμενες κοινότητες», μια αφηρημένη οργάνωση, επινοημένη για να δείξει δήθεν κάτι το μεγάλο, αλλά που δεν έχει καμιά πραγματική ζωή. Αυτός ο ρε-βιζιονιστής δε φαντάζεται την εργατική τάξη σαν ηγέτριας τάξη της κοινωνίας, αλλά τη συγχέει με όλους τους εργαζόμενους. Όλος ο γιουγκοσλάβικος λαός, λέει, μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπορία, φυσικά βάζοντας στην αρχή αυτής της «πρωτοπορίας» τον άνθρωπο, ο οποίος «ελεύθερα» (δηλαδή αναρχικά) εκφράζει και πραγματοποιεί τους σκοπούς του (σ' αυτή την αναρχική κοινωνία). Απ' αυτούς τους συλλογισμούς του Καρντέλι προκύπτει ξεκάθαρα ότι από καιρό τώρα η εργατική τάξη στη Γιουγκοσλαβία έπαψε να δρα ενωμένη, έχασε το ρόλο της ηγέτριας τάξης στη γιουγκοσλάβικη κοινωνία. Χάνοντας από τα χέρια της το κόμμα και την εξουσία, η γιουγκοσλάβικη εργατική τάξη
294
όχι μόνο δεν είναι άρχουσα τάξη, αλλά έχει τεθεί στη θέση μιας τάξης που την εκμεταλλεύεται η νέα μπουρζουαζία, η οποία εξουσιάζει πάνω στις εργαζόμενες μάζες διαμέσου της κρατικής εξουσίας που κατέχει. Για να γλυτώσει από την κατηγορία ότι η αρνητική στάση έναντι του ηγετικού ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης είναι καταπρό-δοση των συμφερόντων αυτής της τάξης, ο γνωστός προδότης απέσπασε από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» του Μαρξ και του Ένγκελς τούτα τα αποφθέγματα: «Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα αντίθετο στα άλλα εργατικά κόμματα», «δεν έχουν κανένα ξεχωριστό συμφέρον από τα συμφέροντα όλου του προλεταριάτου», «δεν καθορίζουν ξεχωριστές αρχές με τις οποίες θα ήθελαν να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα». Με τέτοια αποφθέγματα ο Καρντέλι θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν δήθεν της γνώμης πως οι κομμουνιστές δεν έχουν ανάγκη για δικό τους κόμμα, αφού αυτό δεν είναι ένα κόμμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συμφέροντα και αρχές από τα άλλα εργατικά κόμματα. Τι αποστάτης! Μη έχοντας ίχνος συνείδησης, βλέπει το προλεταριάτο με τα γυαλιά του σοσιαλδημοκράτη αντιμαρξιστή, σαν άμορφη μάζα που αγωνίζεται δήθεν για το γενικό συμφέρον, αλλά που δεν έχει καμιά αρ-χή, καμιά ταξική και επαναστατική κατεύθυνση, κανένα πρόγραμμα πάλης για την κατάκτηση των δικαιωμάτων του!
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στο δεύτερο κεφάλαιο του έργου του επι-τημονικού κομμουνισμού «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», καθόρισαν κατά τρόπο μεγαλοφυή την ιστορική αποστολή του κομμουνιστικού κόμματος σαν αναπόσπαστο μέρος της εργατικής τά-ξης, σαν πρωτοποριακό τμήμα της κ.λπ., κ.λπ., αλλά δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι οι κομμουνιστές δεν πρέπει να έχουν το κόμμα τους. Αντίθετα, ακριβώς για να έχουν οι κομμουνιστές το κόμμα τους, έγραψαν και το Μανιφέστο αυτού του κόμματος, που θεωρήθηκε σαν το πρώτο επιστημονικό προγραμματικό ντοκουμέντο του κομμουνισμού.
5. Ο πολιτικός και ιδεολογικός πλουραλισμός, η «δημοκρατία» και η «σοσιαλιστική» οικοδόμηση στη Γιουγκοσλαβία
Με τη θεωρία του ο Καρντέλι θέτει σε πρώτη μοίρα τον «πλουραλισμό συμφερόντων των εργαζόμενων» και σ' αυτό τον πλουραλισμό τονίζει ιδιαίτερα το ρόλο της αποκαλούμενης Σοσιαλιστικής Ένωσης του Εργαζόμενου Λαού, η οποία, σύμφωνα μ' αυτόν, είναι ικανή να συσπειρώσει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τις ιδεο-
295
λογικές διαφορές. Στην πραγματικότητα η «Σοσιαλιστική Ένωση» είναι μια οργάνωση που υπάρχει μόνο τυπικά και δεν υπολογίζεται στη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η αλήθεια του διέφυγε κάπου και του Καρ-ντέλι όταν γράφει: «Πιστεύω πως δεν το παρακάνω να πω ότι η υποτίμηση του κοινωνικού ρόλου της Σοσιαλιστικής Ένωσης... είναι ένα φαινόμενο διαδεδομένο για καλά στην Ένωση Κομμουνιστών και μάλιστα όχι μόνο στις γραμμές των μελών» (σελ. 272 - 273). Μιλώντας πιο πέρα για τη δράση αυτού του «συλλόγου όλων των οργανωμένων δυνάμεων της κοινωνίας», όπως τον ονομάζουν στη Γιουγκοσλαβία, ο Καρντέλι είναι ξανά υποχρεωμένος να αναφέρει το φορμαλισμό του, γράφοντας: «Συχνά η Σοσιαλιστική Ένωση λύνει τα προβλήματα περισσότερο για τα μάτια, δηλαδή με ψηφίσματα και δηλώσεις, και λιγότερο ρεαλιστικά» (σελ. 276). Αρκούν αυτές οι ομολογίες που ο Καρντέλι, φυσικά, τις χειρίζεται απλά σαν αδυναμίες, για να αποδειχτεί αναμφισβήτητα τι είναι αυτός ο άψυχος σύλλογος.
Ο πλουραλισμός της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης», σύμφωνα με τον Καρντέλι, βρίσκει την έκφραση του στα πλαίσια της «Σοσιαλι-στικής Ένωσης», η οποία περιλαβαίνει στους κόλπους της όλες τις «δημοκρατικές προοδευτικές» τάσεις (όλα τα ρεύματα ως και τα οπισθοδρομικά) οι εκπρόσωποι των οποίων έχουν το δικαίωμα να μιλούν και να αποφασίζουν για την πολιτική της Γιουγκοσλαβίας. Στην πραγματικότητα, εκτός από την τιτοϊκή κλίκα δεν αποφασίζει κανένας άλλος σ' αυτό το μέτωπο που ο Καρντέλι το λέει πλουραλισμό των «αυτοδιαχειριζόμενων» συμφερόντων για να δείξει πως η Γιουγκοσλαβία δεν είναι δήθεν υπέρ της ίδρυσης πολλών κομμάτων, μα υπέρ ενός κόμματος, με τον όρο να μην είναι αυτό το κόμμα η μοναδική ηγετική δύναμη της κοινωνίας.
«Η Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, λέει ο Καρντέλι, έχει ειδική πολιτική ευθύνη στην κοινωνία, την οποία, φυσικά, τη μοιράζεται με όλες τις άλλες σοσιαλιστικές κοινωνικές δυνάμεις» (σελ. 74) και ακριβώς λόγω αυτής της κατανομής της ευθύνης, στη Γιουγκοσλαβία υπάρχει, λέει, «δημοκρατικός πλουραλισμός». Σύμ-φωνα μ' αυτόν προκύπτει ότι ο «δημοκρατικός πλουραλισμός», δηλαδή όχι ο πολυκομματισμός, μα ο πλουραλισμός στα πλαίσια της «Σο-σιαλιστικής Ένωσης», που διατηρεί και το μονοκομματικό σύστημα, ταιριάζει περισσότερο στη Γιουγκοσλαβία. Με άλλα λόγια αυτή η ιδέα σημαίνει πως στα πλαίσια της λεγόμενης Σοσιαλιστικής Ένωσης δρουν η «Ένωση Κομμουνιστών» και άλλες «κοινωνικό - πολιτικές οργανώσεις» που «... είναι ανεξάρτητα δημιουργήματα... στα οποία η
296
' Ενωση Κομμουνιστών συμμετέχει και συνεργάζεται σαν συστατικό μέρος τους...» (σελ. 267).
Χωρίς να μακρολογούμε, μπορούμε να πούμε πως αυτός ο «πλουραλισμός», όπως κι αν ονομάζεται, «δημοκρατικός πλουραλισμός» ή «πλουραλισμός συμφερόντων των εργαζομένων» ή όπως αλλιώς, στην πραγματικότητα διαφέρει μόνο τυπικά από τον αστικό πλουραλισμό. Αν στο καπιταλιστικό κράτος υπάρχουν πολλά κόμματα, που δρουν και επιδρούν στο κοινοβούλιο, εκφράζοντας τα συμφέροντα των κυριότερων στρωμάτων της μπουρζουαζίας ή κάποιας άλλης τάξης, και στη Γιουγκοσλαβία δρουν επίσης η Ένωση «Κομμουνιστών» και άλλες ενώσεις που δεν ονομάζονται κόμματα, αλλά κοινωνικό - πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες προσπαθούν να εκφράσουν τα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης, της εργατικής αριστοκρατίας κ.λπ., κ.λπ. και να υπερασπίσουν αυτά τα συμφέροντα στο καπιταλιστικό γιουγκοσλάβικο κράτος. Γι' αυτούς τους λόγους το συμπέρασμα των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών ότι «το πολιτικό μας σύστημα όχι μόνο δεν είναι μονοκομματικό, αλλά και αποκλείει αυτό το σύστημα, όπως αποκλείει και τον πολυκομματισμό της αστικής κοινωνίας», είναι παραλογισμός, θέση δανεισμένη από τους αναρχικούς και τους αναρχοσυνδικα-λιστές, ενάντια στους οποίους αγωνίστηκαν αμείλικτα ο Μαρξ, ο Έν-γκελς, ο Λένιν και ο Στάλιν.
Η θεωρία που υποστηρίζει ο Καρντέλι σχετικά με τον «πολιτικό πλουραλισμό» θα ταιριάσει καλά και στους Χουά Κούο Φενγκ και Τενγκ Χσιάο Πινγκ ως προς την ισοτιμία δικαιωμάτων των διάφορων κομμάτων στο σοσιαλιστικό κράτος, τον αμοιβαίο έλεγχο τους κ.λπ.
Γράφοντας με κομπασμό για τις κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της «σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης», ο Καρντέλι, για να μην το παρακάνει πέρα από κάθε όριο, δεν μπορεί να μην ομολογήσει ότι υπάρχουν και υπερβολές, λάθη και ελλείψεις, γιατί «σε πολλούς τομείς οι νέες σχέσεις δεν υπάρχουν ακόμα και δεν λειτουργούν ικανοποιητικά» (σελ. 26). Μα και αν δεν το παραδεχόταν ο ίδιος, η γιουγκοσλάβικη πραγματικότητα αποδείχνει καθημερινά πως η «αυτοδιαχείριση» μπήκε σε αδιέξοδο, γι' αυτό τις παρηγορητικές δηλώσεις του να χαρακτηρίσει την «αυτοδιαχείριση» σαν «το πιο ανεπτυγμένο σοσιαλιστικό σύστημα», δεν τις πιστεύουν αυτοί που γνωρίζουν από κοντά τη Γιουγκοσλαβία και το πολιτικό της σύστημα.
Το πολιτικό σύστημα της «αυτοδιαχείρισης» στη Γιουγκοσλαβία είναι ξετσίπωτο καμουφλάρισμα της ρεβιζιονιστικής προδοσίας απέναντι στο μαρξισμό - λενινισμό, τον επιστημονικό σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Οι γιουγκοσλάβοι τιτοϊκοί σαν αντιμαρξιστές δεν
297
ήταν και δεν είναι υπέρ της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά υπέρ της διαιώνισης του καπιταλισμού με διάφορες μορφές. Προσπαθούν να σκαρώσουν «θεωρίες» από τις πιο ποικίλες με σκοπό, τουλάχιστον, να επιβραδυνθεί η διαδικασία αποσύνθεσης του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος, μια και δεν είναι δυνατό να ανακοπεί. Σύμφωνα με τους γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές το σοσιαλισμό μπορεί να τον οικοδομήσει κάθε λαός και κάθε κράτος χωρίς να στηρίζονται σε γενικούς νόμους και αρχές, χωρίς τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία. Δεν παραδέχονται ότι ο σοσιαλισμός είναι ένα και μόνο πολιτικό -κοινωνικό σύστημα, αλλά υποστηρίζουν ότι μπορεί να υπάρξουν διάφορες μορφές σοσιαλισμού. Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές, κάνοντας κατάχρηση και διαστρεβλώνοντας τη σωστή μαρξιστική - λενινιστική θέση της δημιουργικής εφαρμογής της ιδεολογίας της εργατικής τάξης στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας, επιμένουν πως για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν υπάρχουν γενικοί νόμοι για όλες τις χώρες, αλλά κάθε χώρα, σύμφωνα με την επιθυμία και τον τρόπο της, μπορεί να οικοδομήσει ένα «σοσιαλισμό» διαφορετικό από τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτείται να λαμβάνονται απαραίτητα υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε χώρας, αλλά ο σοσιαλισμός σε κάθε χώρα μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με βάση το μαρξισμό - λενινισμό, με βάση τους κοινούς για όλες τις χώρες νόμους και αρχές, που δεν μπορείς να τα αποφύγεις αν δε θέλεις να καταλήξεις στον καπιταλισμό όπως η Γιουγκοσλαβία.
Για να «αποδείξουν» τη θέση ότι η κάθε χώρα πρέπει να οικοδομήσει τον ιδιόμορφο σοσιαλισμό της, οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές, μέσω του Καρντέλι, λένε πως «η σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση δεν μπορεί να επιβληθεί, λόγου χάρη, στις αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης ή στην αμερικάνικη δημοκρατία», λόγω του ότι σ' αυτές δεν έχουν δημιουργηθεί δήθεν οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη Γιουγκοσλαβία. Σύμφωνα με την άποψη τους, στο σοσιαλισμό μπορεί να πάνε και με τον πολιτικό πλουραλισμό του δυτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, αλλά και χωρίς έναν τέτοιο πλουραλισμό. Συνεπώς, κάθε χώρα, χωρίς να βασίζεται σε καμιά πείρα, μάλιστα ούτε στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού των Μαρξ και Ένγκελς, μπορεί να οικοδομήσει τον ιδιότυπο σοσιαλισμό της. Ωστόσο, παριστάνοντας την «αυτοδιαχείριση» σαν το καλύτερο σύστημα στην Οικουμένη, διατείνονται ότι αυτό το σύστημα, άσχετα από τον ειδικό δρόμο που ακολουθεί κάθε χώρα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μπορεί να υιοθετηθεί και να εφαρμοστεί σε διεθνή κλίμακα!
298
Ο Καρντέλι, ωθούμενος από τον υποκειμενισμό του και από το ξέφρενο πάθος ενάντια στην πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση της εποχής του Λένιν και του Στάλιν, ξεσπά με τόση κακία ενάντια σ' αυτή την πείρα και χάνει τόσο πολύ τα συλλογικά του που την ονομάζει αντιδραστική πορεία και την εξομοιώνει με τον πολιτικό πλουραλισμού ευρωπαϊκού τύπου. Να πώς εκφράζεται: «Γι' αυτό, οι προσπάθειες, λόγου χάρη, να επιβληθεί ο ιδιόμορφος πολιτικός πλουραλισμός ευρωπαϊκού τύπου εκεί που δεν υπάρχουν οι συνθήκες ούτε και ανάγκη για ένα τέτοιο σύστημα, στην πραγματικότητα έχουν τον ίδιο αντιδραστικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις που έχουν και οι απόπειρες να επιβληθεί αυτό ή το άλλο «"-μοντέλο" σοσιαλισμού, σ' εκείνες τις χώρες που δεν έχουν ούτε τις συνθήκες ούτε ανάγκη για ένα τέτοιο «μοντέλο» (σελ. 49).
Όλο αυτό το κατεβατό δεν είναι παρά λογοπαίγνιο που έχει ένα και μόνο σκοπό: να απορρίψει το μαρξισμό - λενινισμό και τους γενικούς νόμους της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, να εξαπατήσει τις μάζες και να διαιωνίσει το καπιταλιστικό σύστημα δίνοντας του διάφορους «σοσιαλιστικούς» χρωματισμούς. Αυτός είναι ο λόγος που στην πατσαβούρα με τίτλο: «Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης» δεν κάνει λόγο πουθενά για την πραγματική συντριβή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Σύμφωνα μ' αυτόν το «μεγάλο» γιουγκοσλάβο «ιδεολόγο», ενώ ο πολιτικός πλουραλισμός του αστικού κοινοβουλευτισμού αποτελεί ένα τέτοιο σύστημα που μετατρέπει το άτομο σε «αφηρημένο πολιτικό πολίτη», τον κάνει αδρανή και τον εμποδίζει να είναι εκπρόσωπος ορισμένων συγκεκριμένων ανθρώπινων ή κοινωνικών συμφερόντων, στη Γιουγκοσλαβία, αντίθετα, ο πολίτης δεν κινδυνεύει, λέει, να μετατραπεί σε «αφηρημένο πολιτικό πολίτη», γιατί η «αυτοδιαχείριση» τον μαθαίνει να υπερασπίζει, προπάντων, τα συγκεκριμένα συμφέροντα του! Κι αυτή η θέση, όπως και οι άλλες θέσεις του Καρντέλι, απέχουν από την αλήθεια. Αυτός ο «πολιτικοποιημένος» πολίτης του στις καπιταλιστικές χώρες δε μένει με σταυρωμένα τα χέρια. Σ' αυτές τις χώ-ρες τού αρνήθηκαν μεν τα δικαιώματα, οι νόμοι του κεφαλαίου έκλεισαν μεν το δρόμο για την υπεράσπιση των συμφερόντων του εργαζόμενου ανθρώπου, αλλά οι εργάτες προσπαθούν ωστόσο και παλεύουν να σπάσουν τα δεσμά της καπιταλιστικής σκλαβιάς. Η άρνηση αυτής της πάλης που διεξάγει η εργατική τάξη στον καπιταλισμό, αντίκειται στα γεγονότα.
Στο καπιταλιστικό κοινωνικό καθεστώς όχι όλοι οι άνθρωποι υπο-
299
τάσσονται στην πολιτική και τους κανόνες της αστικής ηθικής. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της καπιταλιστικής κοινωνίας —το προλεταριάτο και οι άλλες καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες— όχι μόνον δεν υποτάσσονται στην αστική πολιτική και ηθική, αλλά αντιτάσσονται σ' αυτές με διάφορους τρόπους και μέσα. Ο Καρντέλι δεν μπορεί να μην τα έχει ακούσει αυτά, μα διαστρεβλώνει τα γεγονότα για να ομολογήσει ότι στον «ιδιόμορφο σοσιαλισμό» του το άτομο, ο άνθρωπος, ο πολίτης, κατέχει δήθεν την κύρια θέση και δεν «πολιτικοποιείται» από το κόμμα γιατί αυτό το συγκεκριμένο άτομο στο πολιτικό σύστημα «αυτοδιαχείρισης» και μόνο σ' αυτό μπορεί να υπερασπίσει πολύ εύκολα τα συγκεκριμένα συμφέροντα του! Αν είμαστε συνεπείς και κρίνουμε ως το τέλος σύμφωνα με τη λογική του Καρντέλι τότε πρέπει να παραδεχτούμε τον παραλογισμό ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργοι που αριθμούνται στη Γιουγκοσλαβία και που υποφέρουν από την πείνα είχαν αυτή την τύχη όχι εξ αιτίας του συστήματος της «αυτοδιαχείρισης», αλλά από δική τους αδιαφορία, γιατί δε θέλησαν να υπερασπίσουν το συγκεκριμένο συμφέρον! Στην «αυτοδιαχειριζόμενη σοσιαλιστική» Γιουγκοσλαβία αφόπλισαν πολιτικά τους εργαζόμενους ως το βαθμό που να μην είναι σε θέση να υπερασπίσουν και τα πιο γενικά δικαιώματα τους. Στην πλειοψηφία τους έχουν μετατραπεί πραγματικά σε τέτοιους ανθρώπους που δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο εκτός από το να διατηρήσουν τη θέση εργασίας, ή να εξασφαλίσουν μια δουλειά όταν τη στερούνται, να εξασφαλίσουν μέσα στη χώρα ή στο εξωτερικό τα μέσα διαβίωσης. Στην πραγματικότητα πολλοί λίγοι από τους εργαζόμενους ενδιαφέρονται για το τι είναι αυτό το «σύστημα αυτοδιαχείρισης», τι είναι «ενωμένη εργασία», τι είναι ο «δημοκρατικός πλουραλισμός» κ.λπ. Αυτή είναι και μία από τις επιδιώξεις των τιτοϊκών που με την ανακάλυψη του «αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού», οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν όσο το λιγότερο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, να ενδιαφέρονται όσο το λιγότερο για την πολιτική, να κοιτάζουν μόνο το στενό ατομικό τους συμφέρον και να παραμερίσουν τα κοινά ταξικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με τον Καρντέλι, στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, η εργατική τάξη «πολιτικοποιείται» αναπόφευκτα, γιατί ο ίδιος ο συνδικαλισμός και ο συνδικαλιστικός αγώνας δεν της εξασφαλίζει το δρόμο προς την πολιτική εξουσία. Παρακάτω γράφει πως μια τέτοια «πολιτικοποίηση» χωρίζει την εργατική τάξη σε κόμματα και έτσι, σύμφωνα μ' αυτόν, δημιουργείται καινούργιος κίνδυνος ώστε η «γραφειοκρατία του κόμματος» να αρχίσει να δρα εξ ονόματος της τάξης.
Είναι αλήθεια πως η πάλη στα πλαίσια του συνδικαλισμού δεν εξασφαλίζει την πολιτική εξουσία στην εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών, γι' αυτό οι εργάτες οργανώνονται σε πολιτικά κόμματα για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της τάξης τους. Ο Καρντέλι όμως δε σκοτίζεται να ξεσκεπάσει το συνδικαλισμό, ούτε και τα διάφορα «εργατικά» κόμματα που δημιουργούνται στη Δύση, με τα οποία οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές έχουν συμμαχία. Αυτός θέλει να δείξει ότι από τον αστικό κοινοβουλευτισμό και τα αστικά κόμματα και ως τα άλλα κόμματα, κομμουνιστικά, ρεβιζιονιστικά και τα συνδικάτα, όλοι το ίδιο διασπούν τους εργάτες, γι' αυτό, σύμφωνα με τον Καρντέλι, αυτά τα δικαιώματα πρέπει να διαλυθούν. Η μπουρζουαζία και οι ρεβιζιονιστές δεν κακοκαρδίζονται απ' αυτή τη στάση του φίλου τους, γιατί ξέρουν καλά πως ο Καρντέλι έχει το λόγο μόνο για τη διάλυση των αληθινών μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων, ενώ τα άλλα κόμματα της αστικής τάξης και μπορεί να υπάρχουν, γιατί αυτά τα κόμματα τόσο όταν είναι ένα ή δύο όσο και όταν είναι πολλά, δεν εμποδίζουν το μετασχηματισμό του καπιταλιστικού συστήματος σε «σοσιαλιστικό σύστημα»!
Δεν πρέπει να απορεί κανείς που ο Καρντέλι γράφει άλλα στη «θεωρία» για ζητήματα που στην πράξη είναι εντελώς διαφορετικά. Με τις θεωρητικολογίες που ξεφουρνίζει, αυτός ο τσαρλατάνος κρύβει πολλά μαγειρέματα που έχουν γίνει στη Γιουγκοσλαβία για να μετατρέψουν σε καπιταλιστική εκείνη την κοινωνία που, αρχικά, όσο για να καμουφλαριστεί, είχε πάρει κάποιον σοσιαλιστικό δήθεν προσανατολισμό. Ο Καρντέλι, από τη θέση που υποστηρίζει, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι συνεπής, αλλά στην πραγματικότητα είναι υπέρ του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, που, για λόγους σκοπιμότητας, το παρουσιάζει στο χαρτί σα διαφορετικό από το «ιδιόμορφο» γιουγκοσλάβικο σύστημα. Η ασυνέπεια του διαπιστώνεται όταν δεν απορρίπτει εντελώς αυτό το σύστημα, αλλά το λέει δημοκρατικό, όπου «...η εργατική τάξη και όλες οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, διαδραματίζουν σημαντικό προοδευτικό ιστορικό ρόλο, αφού παλεύουν για την ενίσχυση της κοινωνικής θέσης του κοινοβουλίου και για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του σε σύγκριση με τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής εξουσίας» (σελ. 55).
Αυτές οι «θεωρητικολογίες» του Καρντέλι δεν αποσκοπούν καθόλου στο ξεσκέπασμα των τάσεων που παρατηρούνται σήμερα στην εξέλιξη του καπιταλιστικού κράτους, όπου η εκτελεστική εξουσία (η κυβέρνηση) ευρύνει όλο και περισσότερο τις αρμοδιότητες της σε βάρος της νομοθετικής εξουσίας (του κοινοβουλίου), προετοιμάζοντας έ-
301
τσι τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση του φασισμού, όταν η μονοπωλιακή μπουρζουαζία θεωρήσει απαραίτητη αυτή την εγκαθίδρυση. Ο Καρντέλι δεν ανησυχεί καθόλου από τον κίνδυνο της φασιστικοποίη-σης που απειλεί σήμερα πολλά καπιταλιστικά κράτη, γιατί και το κράτος του είναι στον ίδιο δρόμο, γι' αυτό ζητεί ώστε η εργατική τάξη να μην εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή ανατρέποντας με επανάσταση την εξουσία της μπουρζουαζίας, όπως διδάσκουν ο Μαρξ και ο Λένιν. Γράφοντας υπέρ του αστικού κοινοβουλευτισμού, άθελα αποκαλύπτει πως σ' αυτή την κατεύθυνση, στους τιτοϊκούς ασκούνται μεγάλες πιέσεις ιδιαίτερα από το μεγάλο αμερικάνικο και δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο που έχουν επενδύσει στη Γιουγκοσλαβία. Αυτές οι πιέσεις γίνονται για να αναπτύξουν στη Γιουγκοσλαβία σε πλατιά κλίμακα την αστική δημοκρατία, δηλαδή να δημιουργηθούν εκεί πολλά κόμματα: σοσιαλδημοκρατικά, ρεβιζιονιστικά, «κομμουνιστικά» κ.λπ. Αν και οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές δεν είναι ενάντια στο πολυκομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα, ωστόσο δεν είναι πρόθυμοι να χαλάσουν το μονοκομματικό σύστημα τους που το έχουν προπαγανδίσει σαν «αυτοδιοικούμενο» όχι μόνο επειδή αυτό θα τους ξεσκέπαζε, αλλά πιο πολύ από το φόβο του κινδύνου που μπορούσε να δημιουργηθεί για το μονοπώλιο των τιτοϊκών σε όλες τις κρατικές υποθέσεις, στο στρατό, στην UDΒ και στους άλλους καταπιεστικούς οργανισμούς, καθώς και στους εξαπατητικούς οργανισμούς αστικής επεξεργασίας των ανθρώπων.
Ο Καρντέλι, στην πραγματικότητα, δεν απορρίπτει εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί «πολιτικό μονοπώλιο» στη διακυβέρνηση της κοινωνίας και για το οποίο δηλώνει ότι έχει διατηρηθεί σαν προνόμιο των ηγετών των πολιτικών κομμάτων και των εκτελεστικών οργάνων της αστικής «δημοκρατίας». Δηλαδή δεν απορρίπτει το κοινοβουλευτικό και το εξωκοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά εκφράζεται ενάντια στα «υπολείμματα αυτού του συστήματος» που έχει κληρονομήσει δήθεν ο σοσιαλισμός στις αρχικές του φάσεις και μορφές.
Εννοείται πως ο Καρντέλι, χωρίς να χτυπήσει τη μορφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, θέλει να την αντιπαραθέσει στα κρατικά όργανα της πραγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτές οι ιδέες φαίνονται πιο καθαρά όταν λέει ότι στις συνθήκες που έχουν εθνικοποιηθεί τα μέσα παραγωγής, το κοινοβούλιο χωρίς την «αυτοδιοίκηση» των εργατών, θα ήταν το ίδιο σαν το πολιτικό μονοκομματικό σύστημα του σοσιαλισμού, που στηρίζεται στην «ετατική μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας». Με πολιτικό σύστημα «ετατικής μορφής της κοινωνικής ιδιοκτησίας» ο Καρντέλι υπονοεί την εξουσία μας των λαϊ-
302
κων συμβουλίων, καθώς και τη σοβιετική εξουσία που εγκαθίδρυσε ο Λένιν στη Σοβιετική Ένωση για την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας κάτω από την καθοδήγηση του Μπολσεβίκικου Κόμματος.
Αρνούμενος τους σκοπούς της Οκτωβριανής Επανάστασης και τη μεγάλη δουλειά που έγινε επί πολλά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού κάτω από την καθοδήγηση του Λένιν και αργότερα του Στάλιν, ο ρεβιζιονιστής Καρντέλι θέλει να αποδείξει» ότι η Γιουγκοσλαβία, η οποία εξάλειψε την «ετατική» κοινωνική ιδιοκτησία και τη μετέτρεψε σε «κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία», δεν πρόδωσε δήθεν όπως την κατηγορούν, αλλά εφεύρε, λέει, ένα πραγματικά «σοσιαλιστικό» κράτος, έναν «αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό» που, αν και «θεωρητικά» δεν το συστήνει για όλους, του αρέσει να το ακολουθήσουν όλοι στην πράξη.
Τώρα το «μονοκομματικό σύστημα» στη Γιουγκοσλαβία, σύμφωνα με τον Καρντέλι, δεν ανταποκρίνεται πια στην παραλλαγή του «ιδιόμορφου σοσιαλισμού». Ο «ιδιόμορφος σοσιαλισμός» επιβλήθηκε αρχικά εξ αιτίας της διεξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης, σαν στοιχείο της αρχικής δομής της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ τώρα χαρακτηρίζεται «... ασυμβίβαστος με τις κοινωνικό - οικονομικές και δημοκρατικές σχέσεις της σοσιαλιστικής αυτοδιοίκησης και με το δημοκρατικό πλουραλισμό της των αυτοδιοικούμενων συμφερόντων» (σελ. 63).
Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές προσποιούνται ότι δεν είναι σύμφωνοι με το πολυκομματικό σύστημα κυριαρχίας της αστικής κοινωνίας, αλλά δε θέλουν να παραδεχτούν ούτε και την καθοδήγηση του κράτους και της κοινωνίας από ένα και μόνο πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, γι' αυτό κάνουν πως βρήκαν την «χρυσή τομή», το λεγόμενο «δημοκρατικό πλουραλισμό». Η αλήθεια είναι πως στο γιουγκοσλάβικο σύστημα «αυτοδιοίκησης» διατηρούνται και στοιχεία του «μονοκομματικού» και του «πολυκομματικού συστήματος». Όμως αυτό το αλλοπρόσαλλο σύστημα δεν είναι παρά καπιταλιστικό κράτος, ένα απαίσιο γέννημα της γιουγκοσλάβικης μπουρζουαζίας για να κυριαρχεί στις μάζες και να καλύπτεται με «μαρξιστικό» προσωπείο.
Για να κηλιδώσει τον Λένιν και τον Στάλιν, ο τιτοϊκός συγγραφέας θέλει να αντιπαραθέσει τον έναν στον άλλον αυτούς τους μεγάλους ηγέτες του παγκόσμιου προλεταριάτου για να «αποδείξει» ότι δεν είχαν δήθεν τις ίδιες αντιλήψεις για το πολιτικό σύστημα του σοσιαλιστικού κράτους. Και να πώς συκοφαντεί: «Ανάμεσα στις αντιλήψεις του Λένιν και τις αντιλήψεις του Στάλιν σχετικά με το πολιτικό σύστημα
303
του σοσιαλιστικού κράτους υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία. Βάση και ουσία της αντίληψης του Λένιν σχετικά με την εξουσία των σοβιέτ είναι η άμεση δημοκρατία...» (σελ. 67).
Είναι πασίγνωστο πως ο Στάλιν υπήρξε αφοσιωμένος μαθητής, πιστός σύντροφος και πολύ στενός συνεργάτης του Λένιν. Ως τώρα, εκτός από τους εχθρούς, κανένας δεν τόλμησε να αντιπαρεθέσει το Στάλιν στο Λένιν. Αυτοί οι υπαινιγμοί γίνονται με εχθρικούς σκοπούς, αλλά το διεθνές κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα έχει συνηθίσει με τις μανούβρες των ρεβιζιονιστών, οι οποίοι κάποτε δήλωναν ότι ήταν μαρξιστές - λενινιστές, αλλά όχι «σταλινικοί», τώρα προσπαθούν να θέσουν τον Λένιν ενάντια στον Μαρξ και συζητούν αν πρέπει να είναι μόνο «μαρξιστές» ή να είναι και «λενινιστές». Ενώ αύριο, σαν πετάξουν εντελώς το προσωπείο του αποστάτη και προδότη, σίγουρα θα πούνε ότι δεν είναι ούτε και με τον Μαρξ. Γι' αυτό θα σκαρώσουν και τις ανάλογες «θεωρίες», οι οποίες μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι κομμουνιστικές, όχι προλεταριακές.
Ο Λένιν έχει μιλήσει σαν πραγματικός μαρξιστής για τη σοσιαλιστική δημοκρατία, για την άμεση συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στη διακυβέρνηση της χώρας και αυτές τις επαναστατικές ιδέες τις εφάρμοσε επί μερικά χρόνια όταν ήταν στην ηγεσία του σοβιετικού κράτους. Ύστερα απ' αυτόν ο Στάλιν συνέχισε τον ίδιο δρόμο. Όμως, ο Λένιν, με σοσιαλιστική δημοκρατία και με άμεση συμμετοχή των μαζών στη διακυβέρνηση δεν υπονοούσε καθόλου την εξασθένιση του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου και του ηγετικού ρόλου του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Δεν αντιπαρέθεσε ποτέ στην πραγματική δημοκρατία τη δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία έχει προσδιορίσει σαν
«... δημοκρατικό κράτος κατά καινούργιο τρόπο (για τους προλετάριους και γενικά για την φτωχολογιά) και δικτατορικό κράτος κατά καινούργιο τρόπο (ενάντια στην μπουρζουαζία)»*
Από δω προκύπτει ολοφάνερα πως ο Λένιν δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι ποτέ υπέρ της αντικατάστασης της δικτατορίας του προλεταριάτου με αυτό το «αυτοδιαχειριζόμενο» σύστημα που σκάρωσαν οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές για να πισωστρέψουν στον καπιταλισμό.
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 25ος, αλβ. έκδ., σελ.
304
Την εποχή του Λένιν και του Στάλιν, στη Σοβιετική Ένωση στην εξουσία βρισκόταν η εργατική τάξη, η οποία μέσω του κόμματος της καθοδήγησε, διεύθυνε, σχεδιοποίησε και εκτέλεσε με επιτυχία τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη Γιουγκοσλαβία δεν υπολόγισαν καθόλου το μεγάλο ρόλο του σοσιαλιστικού κράτους, το οποίο έχουν συνταυτίσει με το λεγόμενο «σύστημα αντιπροσώπων», που όπως ομολογεί και ο Καρντέλι έχει«... σοβαρές αδυναμίες σε όλες τις κατευθύνσεις της λειτουργίας του» (σελ. 213).
Και ο ίδιος ο Καρντέλι το καταλαβαίνει ότι η αναφορά στον Λένιν σχετικά με τη δημοκρατία, δεν μπορεί να τον βοηθήσει για να δικαιολογήσει έστω και ελάχιστα την «αυτοδιαχείριση», γι' αυτό προσπαθεί με σοφίσματα να πείσει τους ανθρώπους ότι η σκέψη του Λένιν «... δεν είναι επεξεργασμένη ως τις πραγματικές συνέπειες της, ... αλλά είναι ξεκάθαρο πως η ουσία της είναι ακριβώς η άμεση δημοκρατία, δηλαδή η αυτοδιοίκηση» (σελ. 67). Ο Καρντέλι φιλοσοφεί και πάει να συμπληρώσει την έλλειψη επιχειρημάτων με αυθαίρετες, φανταστικές ερμηνείες, όπως του αρέσει. Προσπαθεί να πείσει τους άλλους ότι ο Λένιν άρχισε καλά, μα αργότερα δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει παραπέρα την ιδέα της «αυτοδιαχείρισης», έτσι όπως θα ήθελαν ο Τίτο και αυτός ο ίδιος. Η σκέψη που διατύπωσε ο Λένιν, σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο θα καθοδηγήσει, θα οργανώσει και θα διευθύνει την εξουσία των σοβιέτ και θα διακυβερνήσει τη χώρα διαμέσου του κόμματος του, ήταν και είναι η βάση της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας. Ακριβώς αυτό το ουσιαστικό ζήτημα θεωρητικής και πρακτικής σημασίας, αποφεύγουν οι τιτοϊκοί, και αυτή την παρέκκλιση θέλουν να την καλύψουν διαστρεβλώνοντας τις ορθές θέσεις του Λένιν.
Ο Στάλιν, σύμφωνα με τους τιτοϊκούς,«... αποφάνθηκε υπέρ μιας αντίληψης της έμμεσης δημοκρατίας, δηλαδή στην ουσία υιοθέτησε το κλασσικό σύστημα του αστικού κράτους και τον πολιτικό πλουραλισμό του, αλλά έδωσε όμως σε ένα κόμμα εκείνο το ρόλο που έχει το πολυκομματικό σύστημα στο αστικό κοινοβουλευτικό κράτος» (σελ. 68). Λένε ότι ο Στάλιν απομακρύνθηκε από τις λενινιστικές αντιλήψεις, γιατί εφάρμοσε δήθεν «έμμεση δημοκρατία», διευθύνοντας το κράτος διαμέσου ενός κόμματος, το οποίο έμοιαζε πολύ τα αστικά κόμματα και τα προσχήματα του κοινοβουλευτικού συστήματος. Αυτή είναι η «συντριπτική» κριτική που κάνει αυτός ο ψευδομαρξιστής στη δράση και το έργο του Ιωσήφ Στάλιν! Ο Στάλιν, όπως και ο Λένιν, έβλεπε τη δημοκρατία με ταξικό πρίσμα σα μορφή πολιτικής οργάνω-σης της κοινωνίας, σαν πολιτική προϋπόθεση για την προσέλκυση
305
των μαζών στη διακυβέρνηση της χώρας, για την υπεράσπιση και την ενίσχυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, για το φράξιμο του δρόμου στο ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ο Στάλιν, σα μαρξιστής - λενινιστής, με δίκιο αντιτίθονταν αυστηρά στη μονόπλευρη φιλελευθεριστική και αναρχική αντίληψη της δημοκρατίας και πήρε θέση ενάντια στη μικροαστική αποχαλίνωση και καπηλεία σχετικά με τα δικαιώματα και με τις ελευθερίες που εξασφαλίζει η προλεταριακή δημοκρατία. Και έκαμε πολύ καλά. Οι ρεβιζιονιστές, αντίθετα, θέλουν να μετατρέψουν και στη θεωρία την προλεταριακή δημοκρατία σε αστική δημοκρατία έτσι όπως την έχουν μετατρέψει στην πράξη. Να λοιπόν γιατί αυτοί είναι ενάντια στο Στάλιν.
Οι γιουγκοσλάβοι ψευδομαρξιστές δικαιολογούν την κριτική ενάντια στο πραγματικό σοσιαλιστικό σύστημα με το πρόσχημα ότι τώρα έχουν αλλάξει δήθεν οι έννοιες «εργάτης» και «εργατική τάξη», ότι συντελέστηκαν αλλαγές και στη σημασία της έννοιας «πολίτης». Σύμ-φωνα μ' αυτούς «η εργατική τάξη έγινε αφηρημένο πολιτικό υποκείμενο, το οποίο δεν ασκεί εξουσία, αλλά εξ ονόματος του οποίου μπορεί να ασκηθεί η εξουσία». Συνεπώς, αυτό σημαίνει ότι στο πραγματικό σοσιαλιστικό σύστημα δεν είναι η εργατική τάξη εκείνη που ασκεί την εξουσία, αλλά κάποιος άλλος που, εξ ονόματος της, δρα πάνω από την τάξη. Αυτό είναι μια μεγάλη απάτη, είναι μια αναίσχυντη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει να στέκεις στις φιλοσοφικές θέσεις του ιδεαλισμού και να παίρνεις για αληθινό όχι αυτό που υπάρχει αντικειμενικά, αλλά αυτό που σκέφτεσαι.
Από δω ο ρεβιζιονιστής Καρντέλι προβάλλει την ιδέα ότι ο εργάτης, στις σχέσεις παραγωγής του σοσιαλιστικού καθεστώτος, στις σχέσεις του με τους άλλους εργάτες, στην κοινωνική του θέση κ.λπ., κ.λπ. συγκεκριμένα δεν αξίζει τίποτε! Και, σύμφωνα μ' αυτόν, έτσι δημιουργείται «...ο δογματισμός της κοινωνικής ιδιοκτησίας σαν κρατική ιδιοκτησία, μαζί μ' αυτό και η αναγκαιότητα του συγκεντρωτικού κράτους, του ρόλου του κρατικού και κομματικού μηχανισμού..., ενώ τα ταξικά συμφέροντα και οι πόθοι του συγκεκριμένου εργάτη... δυσφημίζονται, δηλαδή χαρακτηρίζονται σαν δράση έξω από τις γενικές νομοτέλειες...» (σελ. 70).
Να, πώς παραμορφώνει ο Καρντέλι το πραγματικό σοσιαλιστικό σύστημα και τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής στον καιρό του Λένιν και του Στάλιν, επομένως, και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Μιλώντας ενάντια στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ενάντια στον ηγετικό ρόλο του κόμματος, ενάντια στην κρατι-
306
κή μορφή της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας κλπ., επιδιώκει να δείξει την «ανωτερότητα» του συστήματος «αυτοδιαχείρισης», αλλά στην πραγματικότητα αυτοξεσκεπάζεται, αντιτασσόμενος ανοιχτά στις αθάνατες ιδέες των κλασσικών του μαρξισμού - λενινισμού γι' αυτά τα κεφαλαιώδη προβλήματα. Στην πραγματικότητα αυτές οι «κατηγορίες» του εναντίον μας μετατρέπονται σε ομολογίες κατά του πολιτικού συστήματος της γιουγκοσλάβικης «αυτοδιαχείρισης». Η γιουγκοσλάβικη πραγματικότητα αποδείχνει τώρα κάθε μέρα και θα αποδείξει καλύτερα αύριο, προς τα πού οδήγησε τη Γιουγκοσλαβία, τους λαούς της και την εργατική τάξη η κλίκα του Τίτο και του Καρντέλι.
Οι τιτοϊκοί λένε ότι το σύστημα τους είναι «αυτοδιοικούμενο». Ποιοι είναι όμως εκείνοι που αυτοκυβερνούνται στη Γιουγκοσλαβία; Οι εργάτες ή οι αγρότες; Ούτε οι εργάτες ούτε οι αγρότες. Αυτοί είναι τόσο καταπιεσμένοι όσο και οι συνάδελφοι τους στις καπιταλιστικές χώρες. Στο «αυτοδιαχειριζόμενο» σύστημα εξουσιάζουν εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, οι νέοι αστοί που κάθησαν στο σβέρκο του λαού χρησιμοποιώντας την ετικέττα του «κομμουνιστή», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά αστοί τεχνοκράτες, που διευθύνουν τη γραφειοκρατική, ετατική, φασιστική εξουσία. Τέτοια είναι τα στοιχεία που αποτελούν τις «συνελεύσεις των αντιπροσώπων», τα κρατικά εκτελεστικά όργανα στο σύστημα των αντιπροσώπων κλπ.
Όπως είναι γνωστό, στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου οι οργανώσεις των μαζών κατέχουν ιδιαίτερη θέση και παίζουν σημαντικό ρόλο. Είναι μοχλοί μέσα από τους οποίους το κόμμα συνδέεται με τις μάζες και πραγματοποιεί την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης και τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Οι κοινωνικές οργανώσεις στο σοσιαλισμό είναι φορείς της γραμμής του προλεταριακού κόμματος στις μάζες, είναι ισχυρό όπλο της επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, είναι μαχητικό βήμα όπου αναβλύζει η λαϊκή σοφία, και καθήκον τους είναι να διαπαιδαγωγούν τις μάζες, να τις συνειδητοποιούν και να τις κάνουν ικανές να συμμετέχουν δραστήρια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στη διακυβέρνηση.
Σαν συστατικό μέρος του συστήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου, αυτές οι οργανώσεις εκτελούν τα καθήκοντα τους κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης στα πλαίσια των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους, των ιδιομορφιών τους.
Οι κοινωνικές οργανώσεις δεν μπορούν να δρουν απομονωμένες από το προλεταριακό κόμμα, από τις άλλες οργανώσεις και από το σοσιαλιστικό κράτος. Αν παραδεχτούμε το αντίθετο, τότε θεωρητικά θα
307
ήταν αδιανόητο να αποτελούν αυτές οι οργανώσεις στοιχεία ενός μόνου συστήματος, ενώ στην πράξη θα μετατρέπονταν σε νεκρούς οργανισμούς που δεν θα είχαν κανένα σκοπό και δεν θα εκτελούσαν κανένα καθήκον σε όφελος του σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος.
Στη Γιουγκοσλαβία, ο χειρισμός και η εκτίμηση τόσο του κόμματος και του κράτους όσο και των μαζικών οργανώσεων έγιναν από θέσεις ολοκληρωτικά αναρχικές. Εκεί, σε αντίθεση με τις ιδέες του Λένιν ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι
«...οι πλησιέστεροι και οι πιο απαραίτητοι συνεργάτες της κρατικής εξουσίας...»,*
υποστηρίχτηκε η ιδέα ότι η συνεργασία αυτών των οργανώσεων με το σοσιαλιστικό κράτος είναι μια μορφή «γραφειοκρατικού ετατισμού». Μάλιστα οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές φαντάζονται αυτές τις οργανώσεις σε τρόπο που η καθεμιά να μπορεί να δρα ανεξάρτητα και από το κόμμα. «Εμείς, λέει ο Καρντέλι, εγκαταλείψαμε από καιρό την κοσμοαντίληψη σύμφωνα με την οποία αυτές οι οργανώσεις είναι ιμάντες μεταβίβασης της Ένωσης Κομμουνιστών» (σελ. 267). Εδώ δεν πρόκειται καθόλου για το γεγονός ότι το μοναδικό κόμμα στην Γιουγκοσλαβία και το γιουγκοσλάβικο κράτος, που βρίσκονται στα χέρια της αστικής τάξης, δεν έχουν καμιά εξουσία πάνω σ' αυτές τις οργανώσεις . Αντίθετα, οι τιτοϊκοί δεν παραιτήθηκαν ποτέ από το να επεξεργάζονται τις μάζες διαμέσου των κοινωνικών οργανώσεων, αλλά η ομολογία του Καρντέλι αλλού αποσκοπεί. Μοναδική του επιδίωξη είναι να υπονομεύσει τους δεσμούς των μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων με τις μάζες, ενώ όλη η επαναστατική πείρα δείχνει ότι αυτά τα κόμματα μπορούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν πραγματικούς δεσμούς μόνο με τις οργανωμένες μάζες στις αντίστοιχες οργανώσεις που καθοδηγούνται από το προλεταριακό κόμμα.
Είναι γνωστό ότι η ιδέα σχετικά με τον ηγετικό ρόλο του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος συνδέεται στενά με την ιδέα σχετικά με την επαναστατική ιδεολογία του, γι' αυτό αποσπώντας τις μαζικές οργανώσεις απ' αυτό το κόμμα σημαίνει να τις αποσπάσεις από την μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία και να αναπληρώσεις το κενό με την αστική ρεβιζιονιστική ιδεολογία. Αυτός ο σκοπός φαίνεται καθαρά όταν ο Καρντέλι, μιλώντας για τον άνθρωπο σαν μέλος της «Σοσιαλι-
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 33ος, αλβ. έκδ., σελ. 202.
308
στικής Ένωσης», γράφει: «...δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν πάντα και σε κάθε σφαίρα οι ιδεολογικές απόψεις του με τη μαρξιστική ιδεολογία...» (σελ. 280). Αυτό σημαίνει ότι ο γιουγκοσλάβος εργαζόμενος μπορεί να καθοδηγείται από ιδέες και κοσμοαντιλήψεις αστικές, φεουδαρχικές, φασιστικές κλπ., κλπ. έχοντας και την υποστήριξη του καθεστώτος σ' αυτή την ιδεολογική σύγχυση.
Το γεγονός ότι οι οργανώσεις των μαζών αποτελούν συστατικό μέρος του συστήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου, δε σημαίνει να μετατραπούν αυτές σε «συνέταιρους» ή «προσαρτήματα» του κρατικού μηχανισμού, με το πρόσχημα της «δημοκρατίας» και της παραχώρησης μερικών «κρατικών» αρμοδιοτήτων, όπως έγινε στη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση. Το πραγματικό κόμμα της εργατικής τάξης, εμμένοντας με αφοσίωση στο μαρξισμό - λενινισμό, πρέπει να προσέχει ώστε ο ρόλος των κοινωνικών οργανώσεων να μην εξασθενεί, αλλά πάντα να δυναμώνει. Στη Γιουγκοσλαβία, όπως γράφει ο Καρντέλι, παρατηρείται το φαινόμενο ότι οι οργανώσεις βάσης των συνδικάτων «...είναι ουραγοί των διευθυντικών οργάνων...» (σελ. 295). Αυτό συνέβηκε επειδή ο ρόλος αυτών των οργανώσεων, η θέση τους στην κοινωνία και οι σχέσεις που αυτές πρέπει να έχουν με το κόμμα και το κράτος, καθορίστηκαν από στρεβλωμένες θέσεις.
Στο βιβλίο του Καρντέλι γίνεται ιδιαίτερα λόγος και για τη «Σο-σιαλιστική Ένωση του Εργαζόμενου Λαού», τα συνδικάτα, την « Ένωση της Σοσιαλιστικής Νεολαίας» κλπ., για τα οποία μπορεί κανείς να γράψει πολλά και να κάνει μακρά πολεμική. Εδώ όμως δεν μπήκαμε σε λεπτομέρειες, κρίνοντας ότι θα ήταν καλύτερα να υπογραμμιστούν οι παρεκκλίσεις αρχών των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών σχετικά με την οργάνωση, τους σκοπούς και τη δράση των μαζικών οργανώσεων.
Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές τηρούν αντιδραστική στάση και ως προς το ρόλο της θρησκείας και της ιδεολογίας της. Ως γνωστό, η θρησκευτική ιδεολογία εξυπηρετούσε πάντα τις εκμεταλλεύτριες τάξεις για να καταπιέζουν και να εκμεταλλεύονται τις εργαζόμενες μάζες. Ήταν μέσο που καλλιεργούσε στους ανθρώπους το αίσθημα ότι είναι ανίσχυροι μπροστά στα βάσανα, τις δυστυχίες και τις συμφορές. Η θρησκευτική ιδεολογία ζαλίζει τους ανθρώπους και παραλύει τη δράση τους για το μετασχηματισμό της φύσης και της κοινωνίας. Γι' αυτό ο Μαρξ, όπως είναι γνωστό, σύγκρινε τη θρησκεία με το αφιόνι. Έγραφε:
«Η θρησκεία είναι στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, καρ-
309
διά του άκαρδου κόσμου... Η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού»*.
Ακριβώς για τον αντιδραστικό ρόλο που παίζει η θρησκεία την υποστήριξαν και την υποστηρίζουν οι κυρίαρχες τάξεις. Στην ουσία, η γλώσσα των καπιταλιστών, των ρεβιζιονιστών και των αντιδραστικών κληρικών είναι η ίδια. Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δε συμβιβάζεται με τη θρησκευτική ιδεολογία και τις επιδράσεις της. Θεωρητική βάση της πολιτικής και του προγράμματος του πραγματικού κόμματος της εργατικής τάξης είναι η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία και όχι ο ιδεαλισμός και η θρησκεία. Η ταξική πάλη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι αναπόσπαστη από την πάλη ενάντια στη θρησκεία.
Τη θρησκεία στη Γιουγκοσλαβία την εκτίμησαν και τη χειρίστηκαν ακριβώς το ίδιο όπως και στα άλλα καπιταλιστικά κράτη. Η δηλητηρίαση των μαζών με την ιδεολογία της θρησκείας θεωρήθηκε μόνο σαν ιδιωτική υπόθεση τους, ενώ το κόμμα και το κράτος έμειναν θεατές, επειδή γι' αυτά η θρησκεία «...δεν είναι καθόλου εμπόδιο για το θρήσκο να ενταχθεί ισότιμα στη σοσιαλιστική ζωή της κοινωνίας» (σελ. 178). Εννοείται τι ωραίος σοσιαλισμός είναι αυτός όταν η θρησκευτική ιδεολογία δεν αντιτίθεται καθόλου σ' αυτόν και όταν, όπως γράφει ο Καρντέλι, «Για τη συντριπτική πλειοψηφία των θρήσκων εργαζομένων, ο σοσιαλισμός έγινε υπόθεση της πιο βαθιάς πεποίθησης τους...» (σελ. 179-180). Τώρα ακούμε απ' αυτόν τον «μεγάλο φιλόσοφο» ότι οι κληρικοί με τις βαθιά ιδεαλιστικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ερωτεύτηκαν, λέει, και το σοσιαλισμό, το κοινωνικό καθεστώς που στηρίζεται στην μαρξιστική φιλοσοφία, στο διαλεχτικό και ιστορικό υλισμό! Αν διαβάσουν αυτές τις φράσεις του τιτοϊκού αποστάτη θα απορέσουν όχι μόνο οι εργάτες, οι κομμουνιστές και οι τίμιοι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά και οι κληρικοί θα γελάσουν, γιατί κι αυτών μέχρι σήμερα δεν τους πέρασε καν από το νου να πούνε ότι αγαπούν τον σοσιαλισμό, που τον καταράστηκαν και τον αναθεματίζουν με όλο τους το είναι. Όταν οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές συμβιβάζονται και με τη θρησκευτική ιδεολογία γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο πόσο «μαρξιστές» είναι, πόσο «υλιστική» είναι η θεωρία τους, συνεπώς, πόσο σοσιαλιστικό είναι και το πολιτικό τους σύστημα «αυτοδιαχείρισης», που στηρίζεται σ' αυτή την ιδεολογία.
* Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. «Σχετικά με τη θρησκεία», αλβ. έκδ., σελ. 45, Τίρανα, 1970.
310
Το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας εφάρμοσε με συνέπεια τη μαρξιστική - λενινιστική διδασκαλία σχετικά με το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική δημοκρατία, σχετικά με τον ηγετικό και αμέριστο ρόλο του κόμματος της εργατικής τάξης και την αναγκαιότητα της διεξαγωγής της πάλης των τάξεων. Η ιστορική μας πραγματικότητα επιβεβαιώνει με τον πιο πειστικό τρόπο ότι η επανάσταση νικά και η πορεία της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι ασταμάτητη, όταν εφαρμόζονται οι γενικοί νόμοι του μαρξισμού - λενινισμού και παίρνονται υπόψη οι ιδιομορφίες της χώρας. Το παράδειγμα της Αλβανίας απορρίπτει όλες τις «θεωρητικολο-γίες» των καπιταλιστών και ρεβιζιονιστών φιλοσόφων ενάντια στη δικτατορία του προλεταριάτου, τον ηγετικό ρόλο του κόμματος και τη διεξαγωγή της πάλης των τάξεων.
Τις μεγάλες νίκες μας στο μέτωπο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τις οφείλουμε, πρώτα απ' όλα, στην αφοσίωση μας στον μαρξισμό -λενινισμό. Και το γεγονός ότι πάντα έχουμε νικήσει τους εχθρούς οφείλεται ακριβώς στο ότι εμμέναμε πάντα στις αρχές, ήμασταν τίμιοι και τολμηροί επαναστάτες.
Ακριβώς επειδή η πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Αλβανία ενσάρκωσε τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, αυτή έγινε στόχος των εχθρών της και δέχτηκε τα πυρά τους.
Εμείς θα συγκρουόμαστε θαρραλέα με τους αντιπάλους της ιδεολογίας μας, γιατί, όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των αρχών του μαρξισμού - λενινισμού, δεν κάνουμε παζαρέματα και συνδιαλλαγές μεταπρατών, όπως θέλουν να μας επιβάλουν οι καπιταλιστές και οι ρεβιζιονιστές.
Η πάλη ανάμεσα στους μαρξιστές - λενινιστές και τους προδότες της ιδεολογίας του προλεταριάτου συνεχίζεται και θα συνεχιστεί ώσπου να εξαλειφθεί από τον κόσμο ο ρεβιζιονισμός, ο οποίος γεννιέται και αναπτύσσεται σαν πρακτορείο της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Είναι καθήκον μας, σαν μαρξιστές - λενινιστές, να υπερασπίσουμε την επαναστατική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης. Στις τωρινές συνθήκες όταν στον παλιό ρεβιζιονισμό προστέθηκε και ο κινέζικος ρεβιζιονισμός, αυτό το καθήκον έγινε επιτακτικότερο. Η εκπλήρωση με επιτυχία αυτού του καθήκοντος απαιτεί να γνωρίζουμε, να αναλύουμε και να ξεσκεπάζουμε τις αντιμαρξιστικές, αντεπαναστα-τικές θεωρίες και πράξεις των εχθρών, οι οποίοι, με το σύνθημα της «δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού» και της «πάλης ενάντια στο δογματισμό», επιτίθενται, κατά πρώτο λόγο, ενάντια στη μαρξιστική
311
διδασκαλία σχετικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου και με το κόμμα νέου τύπου.
Η σοσιαλιστική κοινωνία δυναμώνει σε πάλη με τους εχθρούς της, γι' αυτό εμείς, οι κομμουνιστές, πρέπει να βρισκόμαστε στις πρώτες γραμμές αυτής της πάλης ως τη νίκη. Εμείς είμαστε επαναστάτες και υπερασπίζουμε το σοσιαλιστικό κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς, που είναι το καινούργιο και το πιο προοδευτικό στον κόσμο, ενώ οι ρεβι-ζιονιστές είναι αντιδραστικοί, γιατί γονατίζουν και συνθηκολογούν μπροστά στο παλιό αστικό καθεστώς. Το μέλλον είναι σκοτεινό για τους αντιπάλους μας και ευτυχισμένο για μας. Το μέλλον όμως δεν έρχεται από μόνο του, πρέπει να το προετοιμάζουμε αδιάκοπα και με φροντίδα, με πάλη στον πολιτικό, ιδεολογικό, οικονομικό τομέα, στον τομέα της άμυνα κτλ.
Το βιβλίο του Καρντέλι, όπως και πολλά άλλα που εκδίδουν η διεθνής αστική τάξη και ο ρεβιζιονισμός για να προπαγανδίζουν τις αντιδραστικές, αντιμαρξιστικές και αντιλενινιστικές ιδέες τους πρέπει να ξεσκεπάζονται για να μην εξαπατούνται από τα αριστερά συνθήματα οι κομμουνιστές, οι εργάτες και οι προοδευτικοί άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν ή που γνωρίζουν από μακριά τη ρεβιζιονιστική πραγματικότητα. Για να δυναμώνουμε την επαγρύπνηση, για να βρισκόμαστε στο απαιτούμενο ύψος της αποστολής μας σαν κομμουνιστές, πρέπει να θυμούμαστε τη μεγάλη διαπίστωση του Λένιν ότι
«οι άνθρωποι... θα είναι πάντα αφελή θύματα της απάτης και της αυταπάτης στην πολιτική, όσο δε θα μάθουν να βλέπουν, πίσω από τις διάφορες ηθικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές φράσεις, διακηρύξεις και υποσχέσεις, τα συμφέροντα τούτων ή εκείνων των τάξεων»*.
Παρμένο από το βιβλίο «Η γιουγκοσλάβικη «αυτοδιαχείριση», καπιταλιστική θεωρία και πράξη»
αλβ. έκδ., Τίρανα, 1978.
* Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τ. 19ος, αλβ. έκδ., σελ. 9. 312