Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Ο ευρωκομμουνισμός είναι αντικομμουνισμός

Στο 9ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, τον Απρίλη του 1978, οι ρεβιζιονιστές του Καρρίγιο ξεκαθάρισαν ότι το κόμμα τους δεν είναι πια μαρξιστικό – λενινιστικό, αλλά ένα «μαρξιστικό δημοκρατικό επαναστατικό κόμμα». «Το να θεωρούμε τον λενινισμό τον μαρξισμό των καιρών μας είναι απορριπτέο», ξεκαθάρισε ο Καρρίγιο. Οι Γάλλοι ρεβιζιονιστές ηγέτες πρότειναν στο 23ο Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1979, ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις αναφορές στο μαρξισμό – λενινισμό στα έγγραφα του κόμματός τους και να τον αντικαταστήσουν με τον όρο «επιστημονικός σοσιαλισμός».
Οι Ιταλοί ρεβιζιονιστές, επίσης, στο 15ο συνέδριο του κόμματός τους, τον Απρίλιο του 1979, απέσυραν απ’ το καταστατικό τους την προϋπόθεση τα μέλη τους να κατέχουν το μαρξισμό – λενινισμό και να εφαρμόζουν τις διδασκαλίες του. «Η θεωρία του μαρξισμού – λενινισμού δεν αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον πλούτο της θεωρητικής και ιδεολογικής μας κληρονομιάς», λένε οι οπαδοί του Τολιάτι. Τώρα ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στο Ιταλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα, άσχετα από την ιδεολογία που υποστηρίζει ή που εφαρμόζει. Σ’ αυτό το δρόμο, οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές, επίσημα και δημόσια, επικύρωσαν την τελική ρήξη με το μαρξισμό – λενινισμό, κάτι το οποίο στην πράξη έχουν κάνει εδώ και χρόνια. Ιδιαίτερα ικανοποιημένη από αυτή την πλήρη και ραγδαία σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη αυτών των κομμάτων, η προπαγάνδα της μπουρζουαζίας αποκάλεσε το 1979 «χρονιά του ευρωκομμουνισμού». Στη σημερινή συγκυρία, όπου οι ευρωπαϊκή μπουρζουαζία βρίσκεται σε μεγάλες δυσκολίες εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, όπου η αντίδραση των μαζών ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και της καπιταλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης φτάνει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, τίποτα δε θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα τις άρχουσες τάξεις, απ’ ότι η αντιμαρξιστική θεώρηση και αντεργατική δραστηριότητα των ευρωκομμουνιστών. Τίποτα δε θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη βοήθεια στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού για την καταστολή της επανάστασης, την υπονόμευση των απελευθερωτικών αγώνων και την κυριαρχία του κόσμου, απ’ ότι οι ρεβιζιονιστικές, πασιφιστικές τάσεις συνθηκολόγησης, συμπεριλαμβανομένου και του ευρωκομμουνισμού. Η αστική τάξη της δύσης δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για το γεγονός ότι οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές ευθυγραμμίστηκαν με τους σοσιαλδημοκράτες και τους φασίστες για να επιτεθούν από κοινού και με όλα τους τα όπλα στην επανάσταση, τον μαρξισμό-λενινισμό και τον κομμουνισμό. Οι καπιταλιστές είναι υπερευχαριστημένοι που προετοιμάζουν νέους διαχειριστές των υποθέσεών τους, με στόχο τη βαθμιαία αντικατάσταση των σοσιαλδημοκρατών, των οποίων οι μακροχρόνιες υπηρεσίες στους μηχανισμούς του αστικού κράτους και οι ανοιχτοί αγώνες ενάντια στην εργατική τάξη, αλλά και η ύπαρξη του σοσιαλισμού σε πολλές χώρες, τους έχει φέρει στο στρατόπεδο της ακραίας αντίδρασης και τους εξέθεσε στα μάτια των εργαζομένων. Σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες έχουν αναγνωριστεί, όχι μόνο ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά και από κοινωνική σκοπιά, στο πλευρό της μεγαλοαστικής τάξης. Τώρα η αστική τάξη έχει μεγάλες ελπίδες, ότι οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές θα γίνουν οι κύριοι προστάτες της καπιταλιστικής τάξης, οι μπροστάρηδες της αντεπανάστασης. Αλλά οι μεγάλοι άρχοντες είναι λίγο βιαστικοί στο να κρούσουν τα τύμπανα της νίκης. Για περισσότερο από έναν αιώνα τώρα, ο κομμουνισμός έχει τρομοκρατήσει τους καπιταλιστές και τους φεουδάρχες, τους ιμπεριαλιστές και τους οπορτουνιστές, αλλά και τους αποστάτες του μαρξισμού – λενινισμού. Για περισσότερα από 100 χρόνια ο μαρξισμός λενινισμός καθοδηγούσε τους προλετάριους στις μάχες για την ανατροπή του καπιταλισμού και το θρίαμβο του σοσιαλισμού. Το νικηφόρο λάβαρό του ανέμιζε για πολύ καιρό σε πολλές χώρες, και οι εργάτες, οι αγρότες, οι διαννοούμενοι του λαού, οι γυναίκες και οι νέοι γεύτηκαν τους καρπούς της ελεύθερης, δίκαιης, ισότιμης και ανθρώπινης ζωής, για την οποία οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν είχαν παλέψει. Παρόλο που ο σοσιαλισμός ανατράπηκε στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες, όπου η αντεπανάσταση επικράτησε, αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο μαρξισμός – λενινισμός ηττήθηκε και έχασε την ισχύ του, όπως αξιώνουν οι καπιταλιστές και οι ρεβιζιονιστές. Οι μεγάλοι ηγέτες του προλεταριάτου, Μαρξ και Λένιν, επεσήμαναν ότι η επανάσταση δεν είναι μια νικητήρια προέλαση σε ευθεία πορεία. Θα έχει νίκες, αλλά και πισωγυρίσματα. Προχωράει με ζιγκ-ζαγκ, αναπτύσσεται βήμα – βήμα. Η ιστορία της εξέλιξης` της ανθρώπινης κοινωνίας δείχνει, ότι η αντικατάσταση ενός κοινωνικού συστήματος από ένα άλλο, ανώτερο σύστημα, δεν πραγματοποιείται μέσα σε μια μέρα, αλλά καλύπτει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Σε πολλές περιπτώσεις και σε πολλές χώρες η αστικές επαναστάσεις, οι οποίες αντικατέστησαν το φεουδαρχικό σύστημα εκμετάλλευσης με το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την αντεπανάσταση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου η αστική επανάσταση, παρόλο που ήταν η πιο βαθιά εδραιωμένη και η πιο ριζοσπαστική, δεν μπόρεσε να εγκαταστήσει και να στηρίξει την καπιταλιστική τάξη έγκαιρα. Μετά την αρχική νίκη του 1789, η αστική τάξη και οι εργατικές μάζες έπρεπε να ξεσηκωθούν και πάλι για να ανατρέψουν την φεουδαρχική μοναρχία των Bourgon και το φεουδαρχικό σύστημα γενικά και να αποκαταστήσουν τελειωτικά την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων μόλις άρχισε. Ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύει μια ιστορική αναγκαιότητα, η οποία απορρέει από την αντικειμενική εξέλιξη της κοινωνίας. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Η αντεπανάσταση που πραγματοποιήθηκε και τα εμπόδια που εμφανίστηκαν μπορεί να παρατείνουν την ύπαρξη του παλιού εκμεταλλευτικού συστήματος για κάποιο διάστημα, δεν μπορούν όμως να σταματήσουν την εξέλιξη της ανθρώπινη κοινωνίας προς το σοσιαλιστικό της μέλλον. Ο ευρωκομμουνισμός δουλεύει για να υψώσει ένα πλήθος από αγκάθια και θάμνους μπροστά στην επανάσταση, δουλεύει για να υπερασπιστεί το καπιταλιστικό σύστημα. Οι φλόγες, όμως, της επανάστασης έχουν σαρώσει και καταστρέψει όχι μόνο τέτοια εμπόδια, αλλά ολόκληρα οχυρά υψωμένα απ’ την μπουρζουαζία. Οι ρεβιζιονιστές και οι ευρωκομμουνιστές συγκεκριμένα, δεν είναι οι πρώτοι που επιτίθενται στον μαρξισμό – λενινισμό και απαγγέλλουν τους μεγαλύτερους αφορισμούς εναντίον του. Η καπιταλιστική αντίδραση και οι ιμπεριαλιστές έχουν κατασφάξει και βασανίσει, έχουν σκοτώσει στη φυλακή χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες κομμουνιστές και αγωνιστές της επανάστασης, που αγκάλιασαν τις ιδέες του μαρξισμού – λενινισμού και πάλεψαν για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και των λαών. Οι φασίστες έχουν κάψει βιβλία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν στις πλατείες, και σε πολλές χώρες οι άνθρωποι ακόμα στέλνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα όταν αποκαλύπτεται ότι έχουν διαβάσει τα βιβλία τους ή ψιθυρίζουν το όνομά τους με ελπίδα και θαυμασμό, ακόμα και κρυφά. Καμιά βιβλιοθήκη δε θα χωρούσε όλα τα βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και άλλες δημοσιεύσεις που επιτίθενται στο μαρξισμό – λενινισμό, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, ούτε καν να φανταστεί την ποσότητα και έκταση της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, ο μαρξισμός – λενινισμός δεν έχει εξαφανιστεί, ζει και ευδοκιμεί ως ιδεολογία και πραγματικότητα, πραγματοποιημένη στο σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που οικοδομείται σύμφωνα με τις διδασκαλίες του. Παράδειγμα αυτού είναι η σοσιαλιστική Αλβανία, τα μαρξιστικά – λενινιστικά κόμματα, και οι εκατομμύρια εργάτες και αγρότες που παλεύουν κάθε μέρα για την ανατροπή της αστικής τάξης, για τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία. Καμιά δύναμη, κανένα βασανιστήριο, καμιά ραδιουργία, κανένα ψέμα δεν μπορεί να ξεριζώσει το μαρξισμό – λενινισμό από τα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων. Η θεωρία των Μαρξ και Λένιν δεν είναι ένα σχήμα που σχεδιάστηκε στις αίθουσες μελετών φιλοσόφων και πολιτικών. Είναι μια αντανάκλαση των αντικειμενικών νόμων της εξέλιξης της κοινωνίας. Ακόμα και χωρίς τη γνώση του μαρξισμού – λενινισμού, οι εργαζόμενοι παλεύουν για να ξεφύγουν απ’ την καταπίεση και εκμετάλλευση, για να ανατρέψουν αφεντικά και τυράννους, για να ζήσουν ελεύθερα και να απολαύσουν τους καρπούς του μόχθου τους. Με την εξοικείωση τους, όμως, με της διδασκαλίες των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, μπορούν να βρουν το σωστό δρόμο στον αγώνα, να βρουν την πυξίδα που μπορεί να τους καθοδηγήσει μέσα στην καπιταλιστική ζούγκλα, να δυναμώσουν το φως που τους δείχνει το αναπόφευκτο σοσιαλιστικό μέλλον.
Οι ρεβιζιονιστές θέλουν να καταστρέψουν αυτή την πυξίδα των εργατών, θέλουν να θολώσουν αυτό το φως για να χάσουν οι εργάτες την προοπτική τους. Μέχρι πρόσφατα τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δύσης ήταν ενωμένα στην Χρουστσοφική – ιμπεριαλιστική αντικομμουνιστική καμπάνια ενάντια στον Στάλιν. Μιλούσαν με ενθουσιασμό για την «απελευθέρωση από τον σταλινισμό», προσποιούμενοι την επιστροφή στο λενινισμό, ο οποίος, σύμφωνα με αυτούς, είχε διαστρεβλωθεί απ’ τον Στάλιν. Τώρα κηρύσσουν την εγκατάλειψη του λενινισμού «για να επιστρέψουν πίσω», στους ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, Μαρξ και Ένγκελς.
Αυτοί οι αποστάτες προσπαθούν να παρουσιάσουν το ραγδαίο κατήφορό τους στα χνάρια της προδοσίας του μαρξισμού – λενινισμού, ως μια κοπιαστική αναρρίχηση στο βουνό για να βρουν την πηγή της κομμουνιστικής αλήθειας. Ωστόσο, όλοι οι ρεβιζιονιστές, είτε οι Χρουστσοφικοί είτε οι ευρωκομμουνιστές, πολεμούν με το ίδιο μένος και την ίδια επιδεξιότητα τόσο τον Στάλιν όσο και τον Λένιν και τον Μαρξ. Η αρχική προσήλωσή τους στα πυρά ενάντια στον Στάλιν, αφήνοντας τον Λένιν έξω από αυτά προς στιγμή, ήταν απλώς τακτική. Η ταξική τους λογική υπαγόρευσε στους ιμπεριαλιστές και ρεβιζιονιστές ότι στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν προτιμότερο πρώτα να καταστρέψουν το σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση, πρώτα να επιτεθούν στον μαρξισμό – λενινισμό, εκεί όπου είχε εφαρμοστεί στην πράξη. Η αστική τάξη και η αντίδραση κατάλαβαν ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση θα βοηθούσε αποφασιστικά την προσπάθειά τους να φέρουν τον εκφυλισμό και στα κομμουνιστικά κόμματα που δε βρίσκονται στην εξουσία. Το όνομα και το έργο το Στάλιν συνδέθηκε με την ίδρυση του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου στη Σοβιετική Ένωση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σ’ αυτή τη χώρα. Δυσφημώντας τον Στάλιν και το κοινωνικό σύστημα για το οποίο πάλεψε και δούλεψε σε όλη του τη ζωή, η αντίδραση και όλα τα αντικομμουνιστικά απορρίμματα ήθελαν να καταστρέψουν όχι μόνο τη μεγαλύτερη και δυνατότερη βάση του σοσιαλισμού, αλλά και το κομμουνιστικό όνειρο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Με την επίθεσή τους στον Στάλιν και το έργο του ήθελαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα πεσιμισμού στους αγωνιστές της επανάστασης, την πικρή απογοήτευση κάποιου που ασυνείδητα παρασύρθηκε από ένα ψεύτικο ιδανικό. Ωστόσο, εκτός από τις μεγάλες ελπίδες που εναπόθεσαν στην καμπάνια ενάντια στον Στάλιν, παρά τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες, η επανάσταση δεν υπερνικήθηκε, ο μαρξισμός – λενινισμός δεν εξαλείφθηκε, ο σοσιαλισμός δεν πέθανε. Οι Χρουστοσφικοί, οι οποίοι διέπραξαν τη μεγαλύτερη προδοσία, δε θα μπορούσαν να υποστείλουν την ένδοξη σημαία του μαρξισμού – λενινισμού, την οποία οι γνήσιοι επαναστάτες, εκατομμύρια άνθρωποι που πιστεύουν στην ανεξάντλητη δύναμή του, κρατούν πάντα ψηλά. Όταν ο Χρουστσοφισμός ξεσκεπάστηκε ως αντεπαναστατική ιδεολογία της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και ως ισχυρή πολιτική για την καθυπόταξη του κόσμου, ο μαρξισμός – λενινισμός παρέμεινε η ιδεολογία που οδηγεί στο θρίαμβο της επανάστασης και της απελευθέρωση των λαών. Τώρα οι ρεβιζιονιστές το γύρισαν ενάντια στο λενινισμό. Είναι φυσικό να αναρωτηθεί κανείς γιατί ξεκίνησε αυτή η επίθεση ενάντια στο λενινισμό και γιατί οι ευρωκομμουνιστές είναι οι φορείς αυτής της επίθεσης. Όπως ο Χρουστσόφ, που με την επίθεσή του στον Στάλιν ήθελε να επιτεθεί στη θεωρία και πράξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, οι ευρωκομμουνιστές, με την επίθεσή τους στον Λένιν, θέλουν αν επιτεθούν στη θεωρία και πράξη της προλεταριακής επανάστασης. Το έργο του Λένιν είναι πολύ ευρύ, αλλά είναι στενά συνδεδεμένο με την προετοιμασία και πραγματοποίηση της επανάστασης. Επομένως, όπως ο Χρουστσόφ, που δεν μπορούσε να καταστρέψει το σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση χωρίς να ξεφορτωθεί τον Στάλιν, οι ευρωκομμουνιστές δεν μπορούν να υπονομεύσουν και να σαμποτάρουν την επανάσταση εκτενώς, χωρίς να ξεριζώσουν τον Λένιν απ’ τα μυαλά και τις καρδιές των εργαζομένων. Στην προσπάθειά τους να αρνηθούν και να δυσφημίσουν το μαρξισμό – λενινισμό, οι αστοί είχαν πάντα την υποστήριξη των οπορτουνιστών και των αποστατών κάθε είδους απόχρωσης, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Όλοι διακήρυξαν το τέλος του μαρξισμού. Τον περιέγραψαν ως ακατάλληλο για τη σύγχρονη εποχή, ενώ διαφήμισαν τις «μοντέρνες» ιδέες τους ως επιστήμες του μέλλοντος. Τι βγήκε, όμως, από τους Προυντόν, Λασάλ, Μπακούνιν, Μπερνστάιν, Κάουτσκι, Τρότσκι και τους υποστηρικτές τους; Η ιστορία δεν έχει να πει τίποτα θετικό για αυτούς. Τα κηρύγματά τους χρησίμευσαν μόνο για να συγκρατήσουν και να σαμποτάρουν την επανάσταση, να υπονομεύσουν τον αγώνα του προλεταριάτου και του σοσιαλισμού. Ηττήθηκαν στον αγώνα με το μαρξισμό – λενινισμό και κατέληξαν στο καλάθι των αχρήστων. Από καιρό σε καιρό νέοι οπορτουνιστές τους έσυραν έξω απ’ το καλάθι, προσπαθώντας να παρουσιάσουν τις χρεοκοπημένες και ανυπόληπτες θεωρίες και θέσεις των τελευταίων σαν δικές τους, για να αντιπαρατεθούν στο μαρξισμό – λενινισμό. Αυτό κάνουν σήμερα και οι ευρωκομμουνιστές Οι ευρωκομμουνιστές δεν είναι οι πρώτοι, και σε καμιά περίπτωση δεν πρωτοτυπούν, στην προσπάθειά τους να αναιρέσουν το μαρξισμό – λενινισμό, στη βάση ότι είναι «απαρχαιωμένος» και ότι οι υποτιθέμενες νέες θεωρίες ανακαλύφθηκαν από όλους μαζί, προλετάριους και αστούς, ιερείς και αστυνομικούς, για να βαδίσουν προς το σοσιαλισμό μαζί, χωρίς ταξική πάλη, χωρίς επανάσταση, χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου. Το Κόμμα Εργασίας (Αλβανίας), εδώ και καιρό ανέλυσε και ξεσκέπασε τις αντιμαρξιστικές θεωρίες και αντεπαναστατικές δραστηριότητες των Γιουγκοσλάβων και Σοβιετικών ρεβιζιονιστών. Αντέκρουσε, επίσης, τις οπορτουνιστικές και αστικές αντιλήψεις των κινέζων ρεβιζιονιστών. Δεν απέφυγε να κριτικάρει τον ιδεολογικό και οργανωτικό εκφυλισμό των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Σε αυτό το βιβλίο, όμως, πρέπει να ασχοληθούμε πιο σχολαστικά με την εξέταση και κριτική των αντικομμουνιστικών αρχών και θέσεων του ρεβιζιονιστικού ρεύματος, το οποίο προξενεί μεγάλη ζημιά στην υπόθεση της επανάσταση και του σοσιαλισμού, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο. Οι καπιταλιστές νονοί ονόμασαν αυτή την τάση του διεθνούς ρεβιζιονισμού Ευρωκομμουνισμό, αν και για μας, τους μαρξιστές – λενινιστές, είναι απλώς αντικομμουνισμός. Ενβέρ Χότζα Πρώτος Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας
Ι
Η ΝΕΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ
Ο οπορτουνισμός - μόνιμος σύμμαχος της αστικής τάξης
Η γέννηση του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, καθώς και του παλιού ρεβιζιονισμού, είναι κοινωνικό φαινόμενο που καθορίζεται από πολλούς και διάφορους ιστορικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και άλλους λόγους. Βλέποντας τον στο σύνολο του, είναι προϊόν της πίεσης της αστικής τάξης επί της εργατικής τάξης και του αγώνα της. Ο οπορτουνισμός και ο ρεβιζιονισμός από την αρχή και μέχρι σήμερα συνδέονται στενά με την πάλη της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού κατά του μαρξισμού - λενινισμού, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης καπιταλιστικής στρατηγικής για την υπονόμευση της επανάστασης και τη διαιώνιση του αστικού συστήματος. Όσο πιο πολύ προωθήθηκε η υπόθεση της επανάστασης, όσο πιο πολύ ο μαρξισμός - λενινισμός διαδόθηκε στις πλατιές λαϊκές μάζες, τόσο μεγαλύτερη προσοχή αφιέρωσε ο ιμπεριαλισμός στη χρησιμοποίηση του ρεβιζιονισμού σαν προτιμητέο όπλο του για να τον αντιτάξει στη νικηφόρα ιδεολογία του προλεταριάτου και να την υπονομεύσει.
Αυτό συνέβηκε στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, μετά τη δημοσίευση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» και των άλλων έργων του Μαρξ και του Ένγκελς και την αύξηση της επιρροής του μαρξισμού στις εργαζόμενες μάζες της Ευρώπης. Σ' αυτή ακριβώς την εποχή στην Αγγλία διαδόθηκε το ρεφορμιστικό ρεύμα των τρεϊντγιουνιονιστών, στη Γαλλία διαδόθηκαν οι μικροαστικές απόψεις του Προυντόν, στη Γερμανία οι μικροαστικές αντιλήψεις του Λασάλ, στη Ρωσία και αλλού οι αναρχικές ιδέες του Μπακούνιν κλπ. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε και μετά τα ηρωικά γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού, όταν η μπουρζουαζία, κατατρομαγμένη από τη διάδοση του μεγάλου παραδείγματος της Κομμούνας, υποκίνησε το νέο οπορτουνιστικό ρεύμα του Μπερνστάιν, ο οποίος προσπάθησε να απογυμνώσει το μαρξισμό από το επαναστατικό περιεχόμενο του και να τον κάνει αβλαβή για την πολιτική κυριαρχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι πολιτικό - οικονομικές συνθήκες όλο και πιο πολύ ωρίμαζαν για επανάσταση και για την κατάληψη της εξουσίας από μέρους του προλεταριάτου, η μπουρζουαζία προσέφερε όλη την υποστήριξη της στο οπορτουνιστικό ρεύμα της Δεύτερης Διεθνούς και τη χρησιμοποίησε πλατιά στους ελιγμούς της για την προετοιμασία και την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.
Μετά την ιστορική νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν ο σοσιαλισμός, από επαναστατική θεωρία και κίνημα μετατράπηκε σε οικονομικό - κοινωνικό σύστημα που θριάμβευσε στο ένα έκτο του κόσμου, ο καπιταλισμός υποχρεώθηκε να αλλάξει τη στρατηγική και την τακτική του. Ενέτεινε ακόμα πιο πολύ τη βία και την τρομοκρατία μέσα στη χώρα, άρχισε να χρησιμοποιεί τα πιο σκληρά μέσα για να ενισχύσει την εξουσία του, φέροντας στη δύναμη και το φασισμό. Κατά πρώτο λόγο αύξησε ακόμα πιο πολύ τη δημαγωγία και την προπαγάνδα για να δυσφημίσει και να διαστρεβλώσει το μαρξισμό - λενινισμό, επινοώντας νέες ψευδομαρξιστικές «θεωρίες», συκοφαντώντας τη Σοβιετική Ένωση και προετοιμάζοντας τον πόλεμο εναντίον της. Ο ιμπεριαλισμός, έγραφε τότε ο Λένιν,
«... το ένιωσε ότι ο μπολσεβικισμός έγινε παγκόσμια δύναμη, και γι' αυτό ακριβώς το λόγο προσπαθεί να μας πνίξει με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, επιδιώκοντας να ξοφλήσει πρώτα τους λογαριασμούς με τους Ρούσους μπολσεβίκους, και έπειτα με τους δικούς του» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 28ος, αλβ. έκδ., σελ. 239. 672)
Το 1918, οι Άγγλοι, Αμερικάνοι, Γάλλοι και Ιάπωνες ιμπεριαλιστές άρχισαν την ένοπλη επέμβαση κατά της Ρωσίας. Ο πόλεμος ενάντια στο πρώτο κράτος των εργατών και αγροτών κατέταξε σε ένα και μόνο στρατόπεδο όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις. Στην επίθεση ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση και την προλεταριακή εξουσία πέρασαν και οι οπορτουνιστές και οι αποστάτες του μαρξισμού. Ο Κάουτσκυ στη Γερμανία, ο Όττο Μπάουερ και ο Καρλ Ρέννερ στην Αυστρία, ο Λεόν Μπλουμ και ο Πωλ Μπονκούρ στη Γαλλία ξεσηκώθηκαν λυσσαλέα ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ενάντια στη λενινιστική στρατηγική και τακτική της επανάστασης. Θεώρησαν παράνομη την Οκτωβριανή Επανάσταση, παρέκκλιση από το δρόμο της ιστορικής εξέλιξης, παρεκτροπή από την μαρξιστική θεωρία. Κήρυσσαν την ειρηνική επανάσταση, χωρίς βία και χωρίς αίμα, την κατάληψη της εξουσίας μέσω της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο- ήταν κατά της μετατροπής του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη. Εκθείαζαν την αστική δημοκρατία και επιτίθονταν κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Όταν απέτυχε η ένοπλη επέμβαση κατά της Σοβιετικής Ρωσίας και όταν η σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε να σταματήσει την ίδρυση νέων κομμουνιστικών κομμάτων και την μεγάλη επαναστατική ορμή των εργαζόμενων μαζών της Ευρώπης, η αστική τάξη στήριξε όλες τις ελπίδες να σπάσει το μέτωπο του κομμουνισμού
«... απ ' τα μέσα, αναζητώντας τους ήρωες της ανάμεσα στους ηγέτες του ΚΚΡ (μπ)» (Ι. Β. Στάλιν. Άπαντα, τομ. 6ος, αλβ. έκδ., σελ. 278.)
Οι τροτσκιστές έβγαλαν και πάλι στο προσκήνιο τη «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», σύμφωνα με την οποία ήταν αδύνατο να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση χωρίς το θρίαμβο της επανάστασης στις άλλες χώρες. Συγχωνεύτηκαν σ' ένα ενιαίο μέτωπο με την αστική τάξη στην πάλη της κατά του σοσιαλισμού. Ο Στάλιν δικαιολογημένα τόνιζε ότι είχε δημιουργηθεί ένα ενιαίο εχθρικό μέτωπο από τον Τσάμπερλαιν και μέχρι τον Τρότσκυ. Ενάντια στο σοσιαλισμό όρμησαν και οι δεξιοί, οι μπουχαρινικοί, οι οποίοι ήταν υπέρ της κατάσβεσης της ταξικής πάλης, κήρυσσαν τη δυνατότητα ολοκλήρωσης του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό.
Η στρατηγική του ιμπεριαλισμού προσέλαβε εντονότερο αντεπαναστατικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα ιδιαίτερα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σαν αποτέλεσμα της αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων σε όφελος του σοσιαλισμού και της επανάστασης, πράγμα που κλόνισε συθέμελα όλο το καπιταλιστικό σύστημα. Οι αλλαγές αυτές έθεσαν στην ημερήσια διάταξη την υπόθεση της επανάστασης και της νίκης του σοσιαλισμού όχι πια σε μια και σε δύο χώρες, αλλά σε ολόκληρες περιοχές και ηπείρους. Ο ιμπεριαλισμός, με επικεφαλής τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τη μεγαλύτερη ελπίδα του τη στήριξε αυτή τη φορά στη στρατιωτικοποίηση όλης της ζωής του, στους στρατιωτικούς συνασπισμούς και τα σύμφωνα, για μια βίαιη επέμβαση και ανοιχτό πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό, ενάντια στα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα των λαών. Αλλά πολύ μεγάλες ελπίδες εναπόθεσε και στην αναζωογόνηση και τη δραστηριοποίηση όλων των οπορτουνιστικών δυνάμεων για να υπονομεύσουν και να εκφυλίσουν από τα μέσα τις σοσιαλιστικές χώρες και τα κομμουνιστικά κόμματα.
Η νίκη επί του φασισμού και η αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και όλος ο παγκόσμιος καπιταλισμός υποκίνησαν και ξέσπασαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με σκοπό να τον στρέψουν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό. Ο πόλεμος όμως αυτός όχι μόνο δεν ανέτρεψε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, αλλά κατάφερε στον ιμπεριαλισμό πλήγματα και απώλειες που έβαλαν σε ερωτηματικό όλο το σύστημα του.
Στα πεδία των μαχών συντρίφτηκαν όχι μόνο οι στρατιές του φασισμού, αλλά κατανικήθηκαν και η αντικομμουνιστική ιδεολογία του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, και η αντεπαναστατική πολιτική του διεθνούς οπορτουνισμού. Οι φασιστικές δυνάμεις: Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, που αποτελούσαν τις κυριότερες δυνάμεις κρούσης της επίθεσης του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, συντρίφτηκαν. Οι αυτοκρατορίες Αγγλία και Γαλλία, που μέχρι τότε ακολουθούσαν την παγκόσμια «μεγάλη πολιτική», έπεσαν από δύναμη και βάρος και μπήκαν στην ουρά της πολιτικής των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το αντικομμουνιστικό μέτωπο έσπασε πέρα για πέρα και η «υγειονομική ζώνη» που στήθηκε κατά της Σοβιετικής Ένωσης έγινε συντρίμμια.
Η Σοβιετική Ένωση, που είχε το κυριότερο βάρος του πολέμου και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη νίκη επί του φασισμού και στην απελευθέρωση των υποδουλωμένων λαών, βγήκε δυνατή από τον πόλεμο και με αναμφισβήτητο διεθνές κύρος. Στη μεγάλη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό το σοσιαλιστικό σύστημα έδωσε την ιστορική δοκιμασία για την υπεροχή του, τη σταθερότητα και το ακαταμάχητο. Μια σειρά άλλες χώρες, σαν αποτέλεσμα των συνθηκών που δημιουργήθηκαν και του αντιφασιστικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τους κάτω από την καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων, αποσπάστηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα και μπήκαν στο δρόμο του σοσιαλισμού. Δημιουργήθηκε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που ήταν το μεγαλύτερο γεγονός μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Πρωτοφανή άνοδο σημείωσαν τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις χώρες. Μπροστάρηδες στον αγώνα κατά του φασισμού, τα κόμματα αυτά απέδειξαν με το αίμα των μελών τους και με τις στάσεις τους ότι ήταν οι πιο συνεπείς πολιτικές δυνάμεις και οι πιο έμπιστες προς τα συμφέροντα του λαού και του έθνους, οι πιο αποφασισμένοι αγωνιστές για τη λευτεριά, τη δημοκρατία και την πρόοδο. Ο μαρξισμός - λενινισμός διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επέκτεινε την επιρροή και το κύρος του σε όλες τις ηπείρους.
Οι μεγάλες ιδέες της λευτεριάς, της ανεξαρτησίας και της εθνικής απελευθέρωσης, που εμπότισαν τον αντιφασιστικό αγώνα, διαδόθηκαν όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία και την Αφρική, και στη λατινο - αμερικανική ήπειρο. Η νίκη επί του φασισμού και η δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου αφύπνισαν τους λαούς των αποικιακών χωρών. Το αποικιοκρατικό σύστημα του ιμπεριαλισμού μπήκε στη μεγαλύτερη κρίση του. Το ισχυρό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στις αποικίες, που καταλάμβαναν το ήμισυ περίπου της ανθρωπότητας, ξέσπασε σαν ηφαίστειο. Τα μετόπισθεν του καπιταλιστικού συστήματος, τα αποικιοκρατικά και ημιαποικιοκρατικά καθεστώτα άρχισαν να γκρεμίζονται. Το ιμπεριαλιστικό σύστημα εξασθενημένο από όλες αυτές τις ήττες άρχισε να κλονίζεται από τα θεμέλια.
Όλες αυτές οι αλλαγές ήταν μεγάλη νίκη όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης, όχι μόνο των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας, όχι μόνο των λαών του κόσμου, αλλά και της αθάνατης θεωρίας των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, η ζωτικότητα και η ορθότητα της οποίας αποδείχτηκαν για άλλη μια φορά με νέα δύναμη στον μεγαλύτερο αγώνα που είδε μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα, στη διάρκεια του οποίου συγκρούστηκαν δύο κόσμοι, ο σοσιαλιστικός κόσμος και ο καπιταλιστικός. Όλοι οι μετασχηματισμοί που σημειώθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απέδειξαν στην πράξη τις θέσεις του Μαρξ και του Λένιν ότι ο καπιταλιστικός κόσμος βρισκόταν σε αποσύνθεση και πήγαινε προς την κατάρρευση, ενώ η επανάσταση και ο σοσιαλισμός ήταν σε άνοδο.
Ήταν αυτές οι μεγάλες νίκες του σοσιαλισμού, των λαών και της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας που ανάγκασαν τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό να καταρτίσει την καινούρια αμυντική και επιθετική στρατηγική του για να αντιμετωπίσει το ανερχόμενο κύμα της επανάστασης και του αγώνα των λαών, για να ενισχύσει τις κλονισμένες βάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Η κοινή γραμμή που επεξεργάστηκαν μεταπολεμικά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χαρακτηριζόταν από δύο βασικές κατευθύνσεις:
Πρώτο, κινητοποίησαν όλες τις δυνάμεις, όλα τα μέσα που διέθεταν για να ανορθώσουν το οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό τους που έπαθε ζημιές από τον πόλεμο, για να ενισχύσουν το καπιταλιστικό σύστημα, που κλονιζόταν από τη μεγάλη ορμή των επαναστατικών και απελευθερωτικών αγώνων των λαών. Βάλθηκαν να εδραιώσουν τις υπάρχουσες αντικομμουνιστικές συμμαχίες και να συνάψουν καινούριες, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να διαφυλάξουν την αποικιοκρατία μέσω της νεοαποικιοκρατίας.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βρέθηκε σε δεσπόζουσες θέσεις από άποψη οικονομικής και μέχρι ενός βαθμού και στρατιωτικής ισχύος έναντι της Ευρώπης και της Ασίας που καταστράφηκαν από τον πόλεμο. Η στρατιωτικοποιημένη αμερικάνικη οικονομία ήταν αρκετά ισχυρή. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν την πολιτικό - οικονομικό - στρατιωτική ηγεμονία τους σε όλο τον κόσμο, με σκοπό, πάνω απ' όλα, να περικυκλώσουν και αποδυναμώσουν τη Σοβιετική Ένωση, η οποία βγήκε νικήτρια από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σίγουρα θα ανορθωνόταν γρήγορα από οικονομική άποψη και θα βοηθούσε στην εδραίωση και την πρόοδο των νέων κρατών της λαϊκής δημοκρατίας, που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη και την Ασία. Γι' αυτό το σκοπό καταρτίστηκαν οι ιμπεριαλιστικές τακτικές του πολιτικό - ιδεολογικού πολέμου, του οικονομικού πολέμου, καθώς και οι στρατιωτικές τακτικές. Οι τελευταίες ήταν η παραπέρα συνέχεια των αμερικάνικων σχεδίων που καταρτίστηκαν κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνων των σχεδίων που έκαναν τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής μεγάλη δύναμη στην κατασκευή σύγχρονων όπλων, καθώς και στην εφεύρεση και την παραγωγή της ατομικής βόμβας, την οποία για πρώτη φορά την έριξαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής έγιναν ο ηγέτης του καπιταλιστικού κόσμου και ανέλαβαν το ρόλο του «σωτήρα» του. Οι αξιώσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για παγκόσμια κυριαρχία τέθηκαν έτσι στην ημερήσια διάταξη. «Η νίκη στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο —δήλωνε ο Χάρρυ Τρούμαν, που αντικατάστησε στο αξίωμα του προέδρου τον Φράνκλιν Ρούσβελτ— έθεσε τον αμερικάνικο λαό μπροστά στη μόνιμη και άμεση ανάγκη του παγκόσμιου ηγέτη». Ουσιαστικά αυτό ήταν έκκληση για καταπολέμηση της επανάστασης και του σοσιαλισμού, για να αποκτήσουν νέες θέσεις οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας σ' όλο τον κόσμο, για να ανορθώσουν τους εταίρους τους και να διασώσουν το αποικιοκρατικό σύστημα. Για την πραγματοποίηση αυτής της στρατηγικής χρησιμοποιήθηκε η UNRRΑ, καταρτίστηκε το «Σχέδιο Μάρσαλ», ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ και δημιουργήθηκαν οι άλλοι επιθετικοί συνασπισμοί του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Δεύτερο, το βασικό ζήτημα για το κεφάλαιο έγκειτο στην οργάνωση μιας μετωπικής υπονομευτικής δράσης ενάντια στην μαρξιστική -λενινιστική ιδεολογία για να αποσπάσει από την επιρροή της το πιο επαναστατικό τμήμα των εργαζομένων, να εκφυλίσει το σοσιαλισμό.
Παράλληλα με το ξέφρενο κυνηγητό των εξοπλισμών, την στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, τους οικονομικούς αποκλεισμούς ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες, ο ιμπεριαλισμός επιστράτευσε και πολλά μέσα προπαγάνδας, φιλόσοφους, οικονομολόγους, κοινωνιολόγους, συγγραφείς και ιστοριογράφους για τη λυσσαλέα εκστρατεία κατά της επανάστασης και του σοσιαλισμού και να παριστάνουν τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος ως μεταμορφωμένο, ως «λαϊκό καπιταλισμό», ως «κράτος της γενικής ευημερίας» κλπ. Η μπουρζουαζία εκμεταλλεύτηκε και την ευνοϊκή μεταπολεμική οικονομική συγκυρία για θόρυβο περί «ακμής του καπιταλισμού», για διάδοση ψευδαισθήσεων στις μάζες σχετικά με την εξάλειψη δήθεν της κρίσης, της αναρχίας, της ανεργίας και των άλλων πληγών του καπιταλισμού, σχετικά με τη δήθεν ανωτερότητα του καπιταλισμού απέναντι στο σοσιαλισμό, τον οποίο παρουσίαζαν σαν «απολυταρχικό» σύστημα πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» κ.λπ.
Για να εμποδίσει τον απελευθερωτικό αγώνα των λαών, για να καταπνίξει την προλεταριακή επανάσταση, για να συντρίψει το σοσιαλισμό και για να διαφυλάξει και να παγιώσει τις θέσεις της, η αστική τάξη σε στιγμές αγωνίας και γενικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος της, υποδαυλίζει, ενθαρρύνει και βάζει σε κίνηση, πέρα από τα άλλα μέσα, και τα διάφορα οπορτουνιστικά και ρεβιζιονιστικά ρεύματα. Αυτοί οι εχθροί του προλεταριάτου και της επανάστασης προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να χτυπήσουν, κατά πρώτο λόγο, το μαρξισμό - λενινισμό, την ιδεολογία με την οποία η εργατική τάξη συνειδητοποιεί την κοινωνική κατάσταση και την ιστορική της αποστολή, με σκοπό να παραποιήσουν αυτή την ιδεολογία, να την κάνουν αβλαβή για την αστική τάξη και άχρηστη για το προλεταριάτο. Αυτό τον απαίσιο και προδοτικό ρόλο ανέλαβαν και τα νέα ρεύματα του ρεβιζιονισμού, που εμφανίστηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και που για συντομία ονομάστηκαν «σύγχρονος ρεβιζιονισμός».
Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός, που αποτελεί συνέχεια των αντιμαρξιστικών θεωριών των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προσαρμόστηκε ανάλογα στους καιρούς που ακολούθησαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πηγή του βρίσκεται στην ηγεμονιστική πολιτική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι παραλλαγές και τα ρεύματα του σύγχρονου ρεβιζιονισμού έχουν τις ίδιες βάσεις και την ίδια στρατηγική, διαφέρουν μόνο στην κατά καιρούς τακτική που εφαρμόζουν και στις μορφές πάλης που χρησιμοποιούν.
Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός στην εξουσία -νέο όπλο της αστικής τάξης ενάντια στην επανάσταση και το σοσιαλισμό
Το πρώτο ρεύμα που προηγήθηκε του σύγχρονου ρεβιζιονισμού στην εξουσία ήταν ο μπραουντερισμός. Το ρεύμα αυτό γεννήθηκε στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και πήρε το όνομα από τον πρώην γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΕΠΑ, Eρλ Μπράουντερ.
Το 1944, όταν στον ορίζοντα φαινόταν ξεκάθαρα η νίκη των λαών ενάντια στο φασισμό, ο Μπράουντερ βγήκε δημόσια με ένα πρόγραμμα ολωσδιόλου ρεφορμιστικό. Ήταν ο πρώτος κήρυκας εκείνης της συνθηκολόγας ιδεολογικής και πολιτικής γραμμής που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα προσπαθούσε να την επιβάλει στα κομμουνιστικά κόμματα και στα επαναστατικά κινήματα. Με το πρόσχημα της δήθεν αλλαγής των ιστορικών συνθηκών ανάπτυξης του καπιταλισμού και της διεθνούς κατάστασης, ο Μπράουντερ διακήρυξε «ξεπερασμένο» το μαρξισμό - λενινισμό και τον χαρακτήρισε σαν ένα σύστημα δογμάτων και αποστεωμένων σχημάτων. Ο Μπράουντερ κήρυσσε την παραίτηση από την πάλη των τάξεων, κήρυσσε την ταξική συμφιλίωση σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Ισχυριζόταν ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν ήταν πια αντιδραστικός, ότι μπορούσε να θεραπεύσει τις πληγές της αστικής κοινωνίας, μπορούσε να αναπτυχθεί σε δημοκρατικό δρόμο για το καλό των εργαζομένων. Δεν έβλεπε πια το σοσιαλισμό ούτε σαν ιδανικό, ούτε και σαν στόχο που έπρεπε να επιτευχθεί. Από το οπτικό του πεδίο είχε εξαφανιστεί εντελώς ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, η στρατηγική και πολιτική του. Τα μεγάλα μονοπώλια, οι στυλοβάτες αυτού του ιμπεριαλισμού, αποτελούσαν για τον Μπράουντερ προοδευτική δύναμη της οικονομικής, κοινωνικής και δημοκρατικής ανάπτυξης της χώρας. Ο Μπράουντερ απαρνιόταν τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους και την αμερικάνικη κοινωνία τη θεωρούσε ως ενιαία και αρμονική κοινωνία, χωρίς κοινωνικούς ανταγωνισμούς, σαν μια κοινωνία όπου επικρατεί η κατανόηση και η ταξική συνεργασία. Πάνω στη βάση αυτών των απόψεων, ο Μπράουντερ αρνιόταν και την ανάγκη της ύπαρξης του ίδιου του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Έγινε ο πρωτεργάτης της διάλυσης, το 1944, του Κομμουνιστικού Κόμματος των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
«Οι κομμουνιστές - έγραφε - προβλέπουν ότι οι πρακτικοί πολιτικοί σκοποί τους, για μεγάλο χρονικό διάστημα και για όλα τα βασικά ζητήματα θα είναι οι ίδιοι με τους σκοπούς μιας πολύ μεγάλης μάζας μη κομμουνιστών, και ότι, κατά συνέπεια, οι πολιτικές ενέργειες μας θα συγχωνευτούν σε τέτοια μεγαλύτερα κινήματα. Γι' αυτό, η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου πολιτικού κόμματος των κομμουνιστών δεν εξυπηρετεί πια έναν πρακτικό σκοπό, αλλά απεναντίας, μπορεί να είναι εμπόδιο για την ευρύτερη ενότητα. Έτσι οι κομμουνιστές θα διαλύσουν το ιδιαίτερο πολιτικό τους κόμμα και θα βρουν μια νέα και διαφορετική οργανωτική μορφή και μια νέα ονομασία που να ανταποκρίνεται καταλλήλως στα τρέχοντα καθήκοντα και στην πολιτική διάρθρωση, διαμέσου της οποίας πρέπει να εκτελούνται αυτά τα καθήκοντα» (E.Browder. Teheran, Our Path In War and Peace, New York, 1944.p.117)
Σαν αφετηρία και δικαιολόγηση για τη διατύπωση των αστικών του λικβινταριστικών θεωριών, ο Μπράουντερ πήρε τη Διάσκεψη των συμμαχικών δυνάμεων που συνήλθε στην Τεχεράνη το 1943, στα αποτελέσματα της οποίας έκανε αντιμαρξιστική και εντελώς εσφαλμένη ανάλυση και ερμηνεία.
Τη συμφωνία των αντιφασιστών συμμάχων να τον πάνε μέχρι τέλους τον πόλεμο κατά της φασιστικής Γερμανίας, ο Μπράουντερ την παρουσίασε σαν απαρχή μιας καινούριας ιστορικής εποχής, όπου ο σοσιαλισμός και ο καπιταλισμός είχαν βρει το δρόμο της συνεργασίας μέσα «σε έναν και τον αυτό κόσμο», καθώς εκφραζόταν ο ίδιος. Ο Μπράουντερ έβαλε σαν καθήκον ώστε το πνεύμα της Τεχεράνης για συνεργασία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων να εφαρμόζεται όχι μόνο μεταξύ του σοσιαλιστικού σοβιετικού κράτους και των καπιταλιστικών κρατών, αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα στις ανταγωνιστικές τάξεις μιας καπιταλιστικής χώρας. «Οι ταξικές διαφορές και οι πολιτικές παρατάξεις δεν έχουν πια καμία σημασία», δήλωνε ο Μπράουντερ. Σαν μοναδικό στόχο που έπρεπε να έχουν οι κομμουνιστές, ο Μπράουντερ θεωρούσε την χωρίς επεισόδια, σε ατμόσφαιρα ταξικής ειρήνης, πραγματοποίηση «της εθνικής ενότητας», την οποία αντιλαμβανόταν σαν ένα συνασπισμό που ενώνει τις ομάδες του χρηματιστικού κεφαλαίου, τις οργανώσεις των μονοπωλητών, τα ρεπουμπλικανικά και δημοκρατικά κόμματα, ακόμα και τους κομμουνιστές και τα συνδικαλιστικά κινήματα, που όλες ανεξαίρετα, τις θεωρούσε «δημοκρατικές και πατριωτικές» δυνάμεις.
Χάρη αυτής της ενότητας, ο Μπράουντερ δήλωνε ότι οι κομμουνιστές πρέπει να είναι πρόθυμοι να θυσιάζουν και τις πεποιθήσεις τους, την ιδεολογία και τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους και ότι οι ίδιοι οι αμερικάνοι κομμουνιστές εφάρμοσαν πρώτοι αυτό τον κανόνα. «Τους πολιτικούς σκοπούς μας, που είναι οι ίδιοι με τους σκοπούς της πλειοψηφίας των Αμερικάνων - λέει ο Μπράουντερ - εμείς θα προσπαθήσουμε να τους παρουσιάσουμε μέσα από την υπάρχουσα διάρθρωση των κομμάτων της χώρας μας που κυρίως είναι το ιδιότυπο αμερικάνικο "δικομματικό σύστημα"» (E.Browder. Teheran, Our Path In War and Peace, New York, 1944.p.118)
Ζαλισμένος από την σχετικά ειρηνική εξέλιξη του αμερικάνικου καπιταλισμού, ύστερα από τις γνωστές μεταρρυθμίσεις που έκαμε ο αμερικανός πρόεδρος Ρούσβελτ για να βγει από την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του '30, καθώς και από την ορμητική αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης των ανθρώπων στη διάρκεια του πολέμου, ο Μπράουντερ έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο αμερικάνικος καπιταλισμός είχε δήθεν ανανεωθεί, ότι θα αναπτυσσόταν τώρα χωρίς κρίσεις, θα εξασφάλιζε την άνοδο της γενικής ευημερίας κ.λπ.
Το αμερικάνικο οικονομικό σύστημα το θεώρησε σαν σύστημα που είναι σε θέση να λύσει όλες τις αντιθέσεις και τα προβλήματα της κοινωνίας και να καλύψει όλα τα αιτήματα των μαζών. Ταυτίζει τον κομμουνισμό με τον αμερικανισμό και δηλώνει ότι «ο κομμουνισμός είναι ο αμερικανισμός του 20ού αιώνα». Κατά τον Μπράουντερ, όλες οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, εκμεταλλευόμενες την αστική δημοκρατία, υπόδειγμα της οποίας έπρεπε να είναι η αμερικάνικη δημοκρατία, μπορούν να λύσουν κάθε διαφορά και να περάσουν σταδιακά στο σοσιαλισμό.
Γι αυτό, σαν καθήκον των αμερικανών κομμουνιστών, ο Μπράουντερ θεωρούσε την διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού καθεστώτος και δήλωνε ανοιχτά ότι ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία του καπιταλιστικού καθεστώτος στη μεταπολεμική περίοδο, να «εξασφαλιστεί η δυνατότερη διευκόλυνση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβαρύνουν το λαό». Τις διευκολύνσεις αυτές, κατά τον Μπράουντερ, θα τις έκαναν οι «λογικοί» αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, στους οποίους οι κομμουνιστές πρέπει να τείνουν χέρι φιλίας.
Σε συνταύτιση με τις ακροδεξιές αντιλήψεις του και κάτω από την πίεση της αστικής τάξης, ο Μπράουντερ, το Μάη του 1944 μετά τη διάλυση του κομμουνιστικού κόμματος, αντί για κόμμα, ανακήρυξε την ίδρυση ενός διαφωτιστικού μορφωτικού συνδέσμου, αποκαλούμενου «κομμουνιστικός πολιτικός σύνδεσμος», δικαιολογώντας την ίδρυση του με το επιχείρημα ότι δήθεν η αμερικάνικη παράδοση απαιτούσε την ύπαρξη μόνο δύο κομμάτων. Ο σύνδεσμος αυτός που οργανώθηκε σαν δίχτυο σωματείων θα ασχολούταν κυρίως «με διαπαιδαγωγητική πολιτική δράση σε εθνική, τοπική κλίμακα και σε κλίμακα περιοχής».
Στο καταστατικό αυτού του συνδέσμου αναφερόταν: «Ο κομμουνιστικός πολιτικός σύνδεσμος είναι μη κομματική οργάνωση των Αμερικανών, η οποία, στηριζόμενη στην εργατική τάξη, προωθεί τις παραδόσεις των Ουάσιγκτον, Τζέφερσον, Πέιν, Τζάκσον και Λίνκολν, στις αλλαγμένες συνθήκες της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας», ότι αυτός ο σύνδεσμος «... υποστηρίζει τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, το σύνταγμα των Ενωμένων Πολιτειών και τον χάρτη των δικαιωμάτων, καθώς και τις επιτεύξεις της αμερικάνικης δημοκρατίας ενάντια σ' όλους τους εχθρούς των ελευθεριών του λαού» (The Path to Peace, Progress and Property, New York, 1944, pp.47,48)
Ο Μπράουντερ απάλειψε όλους τους στόχους του κομμουνιστικού κινήματος. Στο πρόγραμμα του συνδέσμου δεν γινόταν πια λόγος ούτε για μαρξισμό - λενινισμό, ούτε για ηγεμονία του προλεταριάτου, ούτε για ταξική πάλη, ούτε για επανάσταση, ούτε για σοσιαλισμό. Μοναδικοί στόχοι του έγιναν η εθνική ενότητα, η κοινωνική ειρήνη, η υπεράσπιση του αστικού συντάγματος και η αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Έτσι, ο Μπράουντερ, από την κατάφωρη αναθεώρηση των βασικών ζητημάτων του μαρξισμού - λενινισμού, της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, πέρασε στην οργανωτική εξάλειψη του κομμουνιστικού κινήματος στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Παρ' όλο που τον Ιούνη του 1945, στο 13ο Συνέδριο το κόμμα ανασυγκροτήθηκε και τυπικά απορρίφθηκε η οπορτουνιστική γραμμή του Μπράουντερ, ωστόσο η επίδραση του στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΕΠΑ δεν εξαλείφθηκε ποτέ. Ενώ αργότερα, ιδιαίτερα μετά το 1956, οι ιδέες του Μπράουντερ άνθισαν και πάλι και ο Τζων Χαίυζ στο άρθρο του « Ήρθε ο καιρός για αλλαγές» (Political Affairs, October 1956) ζήτησε, στο πνεύμα του μπραουντερισμού, τη μετατροπή για άλλη μια φορά του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΕΠΑ σε μορφωτικό, προπαγανδιστικό σύνδεσμο. Και στην πραγματικότητα το σημερινό Κομμουνιστικό Κόμμα των ΕΠΑ τέτοιο είναι, μια οργάνωση όπου κυριαρχεί ο μπραουντερικός ρεβιζιονισμός, συμπλεγμένος με τον χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό.
Με τις ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις του σχετικά με την επανάσταση και το σοσιαλισμό, ο Μπράουντερ προσέφερε άμεση βοήθεια στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Σύμφωνα με τον Μπράουντερ ο σοσιαλισμός γεννιέται μόνο από κάποια μεγάλη συμφορά, από κάποια καταστροφή και όχι σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης. «Εμείς δεν επιθυμούμε καμιά καταστροφή για την Αμερική, έστω και αν ένα τέτοιο πράγμα σε οδηγεί στο σοσιαλισμό», έλεγε ο Μπράουντερ. Παριστάνοντας την προοπτική της νίκης του σοσιαλισμού ως πολύ μακρινή, κήρυσσε την ταξική συνεργασία στην αμερικάνικη κοινωνία και σε όλο τον κόσμο. Η μόνη εκλογή, σύμφωνα με τον Μπράουντερ, ήταν αυτή της εξελικτικής ανάπτυξης, μέσα από μεταρρυθμίσεις και με τη βοήθεια των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Κατά τον Μπράουντερ, οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που διέθεταν τεράστια οικονομική δύναμη, μεγάλο επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό, έπρεπε να βοηθήσουν τους λαούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης εδώ και της Σοβιετικής Ένωσης, για την «ανάπτυξη» τους. Η «βοήθεια» αυτή, έλεγε ο Μπράουντερ, θα εξυπηρετούσε την Αμερική να διατηρήσει, και μεταπολεμικά, τους υψηλούς ρυθμούς παραγωγής, να εξασφαλίσει την εργασία για όλους, να διαφυλάξει την εθνική ενότητα για πολλά χρόνια. Γι αυτό το σκοπό, ο Μπράουντερ συμβούλευε τους μεγιστάνες της Ουάσιγκτον να δημιουργήσουν «μια σειρά γιγαντιαίων βιομηχανικών εταιρειών για την ανάπτυξη διαφόρων υποανάπτυκτων και καταστραμμένων περιοχών του κόσμου, στην Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική». (The Path to Peace, Progress and Property, New York, 1944, p.21)
«Εάν μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε ακλόνητοι την πραγματικότητα και να αναβιώσουμε με τη σύγχρονη σημασία της λέξης τη μεγάλη παράδοση του Τζέφερσον, του Πέιν κα του Λίνκολν, τότε η Αμερική θα μπορέσει να βγει ενωμένη μπροστά στον κόσμο, αναλαμβάνοντας έναν ηγετικό ρόλο... για να σώσει την ανθρωπότητα...» (E.Browder. Teheran, Our Path In War and Peace, New York, 1944.p.128)
Μ' αυτόν τον τρόπο ο Μπράουντερ έγινε εκπρόσωπος και προπαγανδιστής της μεγάλης στρατηγικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, των νεοαποικιοκρατικών, επεκτατικών θεωριών και σχεδίων του.
Ο μπραουντερισμός εξυπηρετούσε άμεσα το «Σχέδιο Μάρσαλ», με το οποίο οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν την οικονομική ηγεμονία τους σε διάφορες χώρες της καταστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής κ.λπ. Ο Μπράουντερ κήρυσσε ότι οι χώρες του κόσμου, και ιδιαίτερα οι χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και η Σοβιετική Ένωση, έπρεπε να αμβλύνουν τη μαρξιστική - λενινιστική πολιτική τους και να αποδεχτούν την «αλτρουιστική βοήθεια» των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, έχουν μεγάλη οικονομία και διαθέτουν μεγάλα περισσεύματα, που μπορεί και πρέπει να χρησιμεύσουν σε όλους τους λαούς (!).
Τις αντιμαρξιστικές και αντεπαναστατικές απόψεις του ο Μπράουντερ προσπάθησε να τις παρουσιάσει σαν γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Όπως όλοι οι προηγούμενοι ρεβιζιονιστές, έτσι και ο Μπράουντερ, με το πρόσχημα της δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού και της καταπολέμησης του δογματισμού, προσπάθησε να αποδείξει ότι η νέα εποχή μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απαιτούσε από το κομμουνιστικό κίνημα να αναθεωρήσει τις προηγούμενες ιδεολογικές πεποιθήσεις και να παραιτηθεί από τις «ξεπερασμένες φόρμουλες και προλήψεις», που, κατά τη γνώμη του, «δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν καθόλου για να βρούμε το δρόμο μας στον καινούργιο κόσμο». Αυτή ήταν έκκληση για παραίτηση από τις αρχές του μαρξισμού - λενινισμού.
Οι απόψεις του Μπράουντερ προσέκρουσαν στην εναντίωση των κομμουνιστικών κομμάτων πολλών χωρών, καθώς και των ίδιων των επαναστατών αμερικάνων κομμουνιστών. Ο μπραουντερισμός ξεσκεπάστηκε σχετικά γρήγορα σαν ρεβιζιονισμός χωρίς προσωπείο, σαν απροκάλυπτο λικβινταριστικο ρεύμα, σαν άμεσο ιδεολογικό κέντρο πρακτόρων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Ο μπραουντερισμός έφερε μεγάλη ζημιά στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στις γραμμές μερικών παλιών κομμουνιστικών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής συνέβηκαν ταραχές και διασπάσεις που είχαν την πηγή τους στη δράση των οπορτουνιστικών στοχείων, οι οποίοι δειλιασμένοι από τον επαναστατικό αγώνα, πιάστηκαν από τους κλάδους που τους έτεινε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός για να κατασβήσει τις εξεγέρσεις των λαών, την επανάσταση και να σαρακιάσει τα κόμματα που δούλευαν για τη διαπαιδαγώγηση και την προετοιμασία των λαών για επανάσταση.
Στην Ευρώπη ο μπραουντερισμός δεν σημείωσε την επιτυχία που είχε στη Νότια Αμερική, ωστόσο αυτός ο σπόρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν έμεινε χωρίς να απορροφηθεί από εκείνους τους συγκαλυμμένους ρεφορμιστές, αντιμαρξιστές και αντιλενινιστές, που περίμεναν ή προετοίμαζαν τις κατάλληλες στιγμές να ξεστρατίσουν ανοιχτά από την επιστημονική μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία.
Παρ' όλο που ο μπραουντερισμός στην εποχή του δεν μπόρεσε να γίνει ρεβιζιονιστικό ρεύμα μεγάλων διεθνών διαστάσεων, ωστόσο τις απόψεις του τις αναβίωσαν και τις ενστερνίστηκαν οι άλλοι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές που εμφανίστηκαν αργότερα. Οι απόψεις αυτές, σε διάφορες μορφές, στέκουν στη βάση της πολιτικής και ιδεολογικής πλατφόρμας των κινέζων και γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών, καθώς και των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης.
Στην αμερικάνικη στρατηγική για την «αναχαίτιση του κομμουνισμού» και την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον μεταπολεμικό καπιταλιστικό κόσμο, ταίριαζε όχι μόνο ο μπραουντερισμός, αλλά και η σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ, οι θεωρίες και η γραμμή που ακολούθησε η κινέζικη ηγεσία.
Στις αρχές του 1945, όταν βγήκε ο Μπράουντερ στη σκηνή και όταν η νέα αμερικάνικη στρατηγική προσλάμβανε την πλήρη μορφή της με τον Τρούμαν, στην Κίνα συνήλθε το 7ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Στο καταστατικό που ενέκρινε αυτό το συνέδριο αναφέρονταν: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας σε όλη τη δράση του καθοδηγείται από τις ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ». Ο Λιου Σάο Τσι, σχολιάζοντας αυτή την απόφαση, στην έκθεση του στο συνέδριο, δήλωσε ότι ο Μάο Τσε Τουνγκ απέρριψε αρκετές ξεπερασμένες αντιλήψεις της μαρξιστικής θεωρίας και τις αντικατέστησε με νέες θέσεις και συμπεράσματα. Σύμφωνα με το Λιου Σάο Τσι, ο Μάο Τσε Τουνγκ πραγματοποίησε την «κινεζοποίηση» του μαρξισμού. «Οι ιδέες Μάο Τσε Τουνγκ, δήλωσε ο Λιου Σάο Τσι, είναι ο κινέζικος μαρξισμός».
Αυτές οι «νέες θέσεις και συμπεράσματα», αυτή η «κινεζοποίηση» του μαρξισμού δεν είχαν καθόλου σχέση με κάποια δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού - λενινισμού στις συγκεκριμένες συνθήκες της Κίνας, αλλά με την άρνηση των καθολικών βασικών νόμων του. Ο Μάο Τσε Τουνγκ και οι σύντροφοι του, για τη διεξαγωγή της επανάστασης στην Κίνα, είχαν αντίληψη αστών δημοκρατών. Δεν ήταν υπέρ της εξέλιξης της σε σοσιαλιστική επανάσταση. Υπόδειγμα γι' αυτούς ήταν η «αμερικάνικη δημοκρατία» και για την οικοδόμηση της νέας Κίνας υπολόγιζαν στην υποστήριξη του αμερικάνικου κεφαλαίου.
Οι ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ είχαν στενή σχέση με τις οπορτουνιστικές απόψεις του Μπράουντερ, ο οποίος πρέπει να πούμε ότι είχε μελετήσει και είχε καταλάβει καλά τις αντιμαρξιστικές αντιλήψεις των κινέζων ηγετών. «Αυτό που στην Κίνα ονομάζεται «κομμουνιστικό» στρατόπεδο, επειδή καθοδηγείται από επιφανή μέλη του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος - έγραφε ο Μπράουντερ - είναι πιο κοντά προς την αμερικάνικη αντίληψη της δημοκρατίας παρά προς το λεγόμενο στρατόπεδο του Κουόμιντανγκ. Είναι πιο κοντά από κάθε άποψη, συμπεριλαμβανομένης και της ευρύτερης έκτασης που δίνεται στην «ελεύθερη πρωτοβουλία» σ' όλη την οικονομική ζωή» (E.Browder. Teheran, Our Path In War and Peace, New York, 1944.p.26).
Ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν υπέρ μιας ελεύθερης απεριόριστης ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κίνα κατά την περίοδο του κράτους τύπου «νέας δημοκρατίας», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος το καθεστώς που θα εγκαθιδρυόταν μετά την απομάκρυνση των Γιαπωνέζων. «Μερικοί νομίζουν - ομολογούσε στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΚ - ότι οι κομμουνιστές είναι ενάντια στην ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, είναι ενάντια στην ανάπτυξη του ιδιωτικού κεφαλαίου, ενάντια στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Καθήκον του συστήματος της νέας δημοκρατίας, για την εγκαθίδρυση του οποίου παλεύουμε, είναι ακριβώς να εξασφαλιστεί στους πλατιούς κύκλους των Κινέζων οι δυνατότητα να αναπτύξουν ελεύθερα την ιδιωτική πρωτοβουλία στην κοινωνία, να αναπτύξουν ελεύθερα την ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία». (Μάο Τσε Τουνγκ. Διαλεχτά Εργα, τ. 4ος. αλβ. έκδ., σελ. 364.)
Έτσι, ο Μάο Τσε Τουνγκ υιοθετεί την αντιμαρξιστική αντίληψη του Κάουτσκυ, κατά τον οποίο στις καθυστερημένες χώρες η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να περάσει μια μακρά περίοδος ελεύθερης ανάπτυξης του καπιταλισμού, που προετοιμάζει τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση αργότερα στο σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα το λεγόμενο σοσιαλιστικό καθεστώς που ο Μάο Τσε Τουνγκ και η ομάδα του εγκαθίδρυσαν στην Κίνα, ήταν και παρέμεινε αστικό δημοκρατικό καθεστώς.
Η γραμμή που άρχισε να ακολουθεί η κινέζικη ηγεσία με επικεφαλής το Μάο Τσε Τουνγκ για την ανακοπή της επανάστασης στην Κίνα και το κλείσιμο της σοσιαλιστικής προοπτικής της, στην πράξη βοηθούσε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που επιδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία του, καθώς και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που ήθελαν να διατηρήσουν τις παλιές κτήσεις.
Στα μεταπολεμικά χρόνια το αντιαποικιοκρατικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σημείωσε άνοδο σε όλες τις ηπείρους. Οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Βελγίου κατέρρεαν η μια μετά την άλλη κάτω από τα κύματα των λαϊκών εξεγέρσεων στις αποικίες. Οι επαναστάσεις σ’ αυτές τις χώρες, στην πλειοψηφία τους, ήταν αστικό - δημοκρατικές. Σε μερικές όμως απ' αυτές τις χώρες υπήρχαν οι αντικειμενικές δυνατότητες ώστε η επανάσταση να ανέλθει και να προσλάβει σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Ο Μάο Τσε Τουνγκ με τις απόψεις και με τις ενέργειες του κήρυσσε την παρέκκλιση των αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων από το σωστό δρόμο της εξέλιξης τους, ήθελε να σταματήσουν μεσoδρομίς, να μη ξεπεράσουν τα αστικά πλαίσια, να διαιωνιστεί το καπιταλιστικό σύστημα. Η ζημιά που έφερναν οι «θεωρίες» του Μάο Τσε Τουνγκ ήταν μεγάλη αν λάβουμε υπόψη και τη σημασία της κινέζικης επανάστασης και την επίδραση της στις αποικιακές χώρες.
Η γραμμή του Μάο ήταν ώστε η Κίνα, και στο παράδειγμα της και η Ινδοκίνα, η Βιρμανία, η Ινδονησία, η Ινδία κ.λπ., για την ανάπτυξη τους έπρεπε να στηριχτούν στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο αμερικάνικο κεφάλαιο και βοήθεια. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα αποδοχή εκείνης της νέας στρατηγικής, που είχε διατυπωθεί στα υπουργεία της Ουάσιγκτον και που είχε αρχίσει να την κηρύσσει, με τον τρόπο του και ο Μπράουντερ.
Τις απόψεις, τις θέσεις, τις ενέργειες και τα αιτήματα του Μάο Τσε Τουνγκ απέναντι στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής τις περιέγραψαν λεπτομερειακά οι απεσταλμένοι των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο επιτελείο του Μάο Τσε Τουνγκ κατά την περίοδο 1944 -1949. Ένας από αυτούς είναι και ο Τζων Σέρβις, πολιτικός σύμβουλος του διοικητή των αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων στο βιρμανο -κινεζικό μέτωπο και αργότερα γραμματέας της αμερικάνικης πρεσβείας κοντά στον Τσανγκ Κάι Σεκ στο Τσουνγκίνγκ. Ήταν από τους πρώτους μεταξύ των πρακτόρων της αμερικάνικης κατασκοπίας που είχε επίσημη επαφή με την ηγεσία του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ ανεπίσημες επαφές είχε συνεχώς.
Μιλώντας για τους κινέζους ηγέτες ο Σέρβις λέει: «Η κοσμοαντίληψη τους μοιάζει σύγχρονη. Ο τρόπος πώς αντιλαμβάνονται, λόγου χάρη, τα οικονομικά ζητήματα, μοιάζει πολύ με τον δικό μας» ( J. Service, Lost Chance In China, New York, 1974, p.195). «Δεν είναι παράξενο - συνεχίζει - που άφησαν θετική εντύπωση στην πλειοψηφία ή σε όλους τους Αμερικάνους που συναντήθηκαν μαζί τους αυτά τα τελευταία εφτά χρόνια1 η συμπεριφορά τους, ο τρόπος του σκέπτεσθαι και η άμεση σύλληψη των προβλημάτων, φαίνεται περισσότερο αμερικάνικη παρά ανατολική». ( J. Service, Lost Chance In China, New York, 1974, p.198)
Οι λικβινταριστικές απόψεις του Μπράουντερ σχετικά με το κόμμα βρίσκονται ουσιαστικά και στις θεωρίες του Μάο Τσε Τουνγκ. Όπως ο κινέζικος κομμουνισμός ήταν ανούσιος, έτσι και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας μόνο το όνομα είχε κομμουνιστικό. Ο Μάο Τσε Τουνγκ δεν εργάστηκε για ένα πραγματικό προλεταριακό, μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας από την ταξική του σύνθεση, από τη διάρθρωση και την οργανωτική δομή του και από την ιδεολογία που το ενέπνεε δεν ήταν κόμμα λενινιστικού τύπου. Κι όχι μόνο τόσο, αλλά ο Μάο Τσε Τουνγκ δεν ήθελε καν να ξέρει ούτε γι' αυτό το κόμμα. Έκανε όπως ήθελε ο ίδιος, ενώ στη διάρκεια της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης το διάλυσε εντελώς, συγκεντρώνοντας καθετί στα χέρια του και βάζοντας το στρατό να διευθύνει τα πράγματα.
Όπως ο Μπράουντερ, που τον αμερικανισμό τον παρουσίαζε ως ιδεώδες δείγμα της μελλοντικής κοινωνίας, έτσι και ο Μάο Τσε Τουνγκ την αμερικάνικη δημοκρατία την θεωρούσε σαν ανώτατο παράδειγμα της κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης για την Κίνα. Ο Μάο Τσε Τουνγκ ομολόγησε στον Σέρβις ότι «πάνω απ' όλα εμείς οι Κινέζοι σας θεωρούμε εσάς τους Αμερικάνους, σαν το ιδεώδες της δημοκρατίας». ( J. Service, Lost Chance In China, New York, 1974, p.303)
Παράλληλα με την αποδοχή της αμερικάνικης δημοκρατίας, οι κινέζοι ηγέτες επεδίωκαν και την αποκατάσταση στενών και άμεσων δεσμών με το αμερικάνικο κεφάλαιο, ζητούσαν την αμερικάνικη οικονομική βοήθεια. Ο Σέρβις γράφει ότι ο Μάο Τσε Τουνγκ του είπε: «Η Κίνα πρέπει να εκβιομηχανιστεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί - στην Κίνα - μόνο μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της βοήθειας του ξένου κεφαλαίου. Τα αμερικάνικα και τα κινέζικα συμφέροντα είναι συνδεδεμένα και παρόμοια...
Οι ΕΠΑ θα βρουν σε μας πιο μεγάλο πνεύμα συνεργασίας παρά στο Κουόμιντανγκ. Δε θα φοβηθούμε από την επιρροή της αμερικάνικης δημοκρατίας, εμείς θα την καλοδεχτούμε...
Η Αμερική δεν έχει λόγο να φοβάται ότι εμείς δεν θα είμαστε υπέρ της συνεργασίας. Πρέπει να συνεργαστούμε και πρέπει να έχουμε την αμερικάνικη βοήθεια» ( J. Service, Lost Chance In China, New York, 1974, p.307).
Τέτοιες δηλώσεις και αιτήματα ακούμε καθημερινά σήμερα από τους μαθητές και τους συνεργάτες του Μάο Τσε Τουνγκ, όπως από τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ και τον Χουά Κούο Φενγκ και άλλους, που πραγματοποιούν στην πράξη τους ολόπλευρους δεσμούς με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που τους ονειρευόταν και τους άρχισε ο Μάο Τσε Τουνγκ. Η κινέζικη στρατηγική είναι τώρα πέρα για πέρα προσανατολισμένη προς τη γενική και ιδιαίτερη συνεργασία με τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, που άρχισαν να υποστηρίζουν την Κίνα πολιτικά, να την επηρεάζουν ιδεολογικά, ώστε να βγάλει από το νου και την καρδιά των απλών ανθρώπων το παραμικρό ίχνος του μαρξισμού - λενινισμού και να κάνει έτσι βαθιούς πολιτικο-οργανωτικούς μετασχηματισμούς προς το καπιταλιστικό σύστημα, είτε στον οικονομικό τομέα, στην διοργάνωση του κράτους ή του κόμματος.
Στην πραγματικότητα, όλη η γραμμή του Μάο Τσε Τουνγκ για την οικοδόμηση της Κίνας και η αντίληψη για την ανάπτυξη των χωρών που απελευθερώθηκαν από την αποικιοκρατία εξυπηρέτησαν και ταίριαζαν στην γραμμή της στρατηγικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Εάν δεν αποκαταστάθηκε από μιας αρχής στενή συνεργασία μεταξύ Κίνας και Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι στην Αμερική μεταπολεμικά κέρδισε το λόμπυ του Τσανγκ Κάι Σεκ. Αυτή την εποχή ο «ψυχρός πόλεμος» ήταν στο αποκορύφωμα του και στην Αμερική κυριαρχούσε ο μακαρθισμος. Από την άλλη μεριά, αμέσως μετά τον πόλεμο οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής έδωσαν προτεραιότητα στην Ιαπωνία, νομίζοντας ότι πρώτα απ' όλα έπρεπε να βοηθήσουν ή να υποτάξουν από κάθε άποψη την Ιαπωνία, να την έκαναν ισχυρή και πειθήνια σύμμαχο τους, να ανόρθωναν την γιαπωνέζικη οικονομία και να μετέτρεπαν αυτή την χώρα σε μεγάλο προμαχώνα κατά της Σοβιετικής Ένωσης και, ενδεχομένως, κατά της Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ. Προφανώς, οι ΕΠΑ δεν ήταν τόσο ισχυρές για να καλύψουν με βοήθεια όλες τις περιοχές του κόσμου και να τις προετοιμάσουν ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, ενάντια στο σύστημα του σοσιαλισμού, γι' αυτό προτίμησαν να προετοιμάσουν περισσότερο την Ευρώπη και την Ιαπωνία όπου οι καταστροφές ήταν μεγάλες και όπου ο σοσιαλισμός είχε γίνει επικίνδυνος για το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Αναμφίβολα, αυτοί οι παράγοντες έκαναν τους αρχηγούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να μη σφίξουν αμέσως το χέρι που τους έτεινε ο Μάο Τσε Τουνγκ. Έπρεπε να περάσει πολύ καιρός, έπρεπε οι κινέζοι ρεβιζιονιστές ηγέτες να δώσουν νέες αποδείξεις της «αγάπης» τους προς την Αμερική για να πάει ο Νίξον στο Πεκίνο και να καταλάβουν οι Αμερικάνοι και όλοι οι άλλοι ότι η Κίνα δεν είχε καμιά σχέση με το σοσιαλισμό.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη μεγάλη εκστρατεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των άλλων αντιδραστικών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν γύρω του στην καταπολέμηση του σοσιαλισμού και της επανάστασης, συμπεριλήφθηκαν και οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές. Αυτό το ρεύμα, που αντιπροσώπευε τον ρεβιζιονισμό στην εξουσία, εμφανίστηκε σε στιγμή κλειδί της πάλης μεταξύ του σοσιαλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Η περίοδος μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπορούσε να είναι περίοδος ησυχίας, όχι μόνο για τον ιμπεριαλισμό, αλλά ούτε και για το σοσιαλισμό. Στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, χρειάστηκε στον ιμπεριαλισμό να αντιμετωπίσει θανατηφόρες γι' αυτόν καταστάσεις, ενώ ο σοσιαλισμός έπρεπε να εδραιωθεί, να ακτινοβολήσει και να δώσει σε δρόμο σωστό τη βοήθεια του για την απελευθέρωση και την πρόοδο των λαών του κόσμου. Ήταν ο καιρός που όχι μόνο έπρεπε να επιδεθούν και να θεραπευθούν οι πληγές του πολέμου, αλλά και να διεξαχθεί σωστά η πάλη των τάξεων τόσο μέσα στις χώρες όπου το προλεταριάτο είχε πάρει την εξουσία, όσο και στο διεθνή στίβο. Η νίκη ενάντια στο φασισμό είχε επιτευχθεί, αλλά η ειρήνη ήταν σχετική, ο πόλεμος συνεχιζόταν με άλλα μέσα.
Στις σοσιαλιστικές χώρες και στα κομμουνιστικά κόμματα τους έμπαινε καθήκον να εργαστούν για να παγιώσουν τις νίκες σε μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο, να γίνουν παράδειγμα και καθρέφτης για τους λαούς και για τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα που δεν ήταν στην εξουσία. Τα κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών έπρεπε επίσης να σφυρηλατηθούν πιο πέρα με τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία, προσέχοντας να μη μετατραπεί αυτή σε δόγμα, αλλά να διατηρηθεί, καθώς είναι στην πραγματικότητα, επαναστατική θεωρία σε δράση, μέσο για την επίτευξη βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών. Ιδιαίτερα οι σοσιαλιστικές χώρες και τα κομμουνιστικά κόμματα, μετά τη νίκη ιστορικής σημασίας επί του φασιστικού συνασπισμού, δεν έπρεπε να μεγάλο φρονούν, να νομίζουν ότι είναι αλάνθαστα και να ξεχνούν ή να αμβλύνουν την πάλη των τάξεων. Αυτή τη σημαντική στιγμή είχε υπόψη ο Στάλιν όταν τόνιζε την ανάγκη συνέχισης της πάλης των τάξεων στο σοσιαλισμό.
Σ' αυτές ακριβώς τις περιστάσεις οι τιτοϊκοί βγήκαν ενάντια στο μαρξισμό - λενινισμό. Ο τιτοϊσμός δεν βγήκε εξ αρχής χωρίς προσωπείο ενάντια στην επανάσταση, ενάντια στο σοσιαλισμό, απεναντίας, προσπάθησε να συγκαλυφθεί, συνεχίζοντας να προετοιμάζει το έδαφος για την επαναφορά της Γιουγκοσλαβίας στο δρόμο του καπιταλισμού και για την μετατροπή της σε όργανο του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.
Είναι γεγονός γνωστό ότι ο τιτοϊσμός ψυχικά, ιδεολογικά και πολιτικά έκλινε προς τη Δύση, προς τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ότι εξ αρχής είχε πολλές πολιτικές επαφές και μυστικά έκανε κομπίνες με τους Αγγλους και με άλλους εκπροσώπους του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες άνοιξαν διάπλατα τις θύρες στην UNRRΑ, μέσω της οποίας και με το πρόσχημα της βοήθειας σε κουρέλια και σε τρόφιμα που είχαν μείνει απούλητα από την περίοδο του πολέμου, οι αμερικανό - άγγλοι ιμπεριαλιστές προσπαθούσαν να μπούνε σε πολλές χώρες του κόσμου και ιδιαίτερα στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας. Οι ιμπεριαλιστές επεδίωκαν να προετοιμάσουν ένα λίγο πολύ κατάλληλο έδαφος για μελλοντικές ενέργειες σε ευρύτερο πεδίο. Οι Γιουγκοσλάβοι επωφελήθηκαν πολύ από τα δώρα της UNRRΑ, αλλά και η UNRRΑ από μέρους της μπόρεσε ν' ασκήσει την επιρροή της στους κρατικούς μηχανισμούς που δεν είχαν συγκροτηθεί όπως πρέπει στο νεοσύστατο γιουγκοσλάβικο κράτος.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και όλη η διεθνής αντίδραση προσέφεραν εξ αρχής όλη την υποστήριξη τους στον τιτοϊσμό, επειδή σ' αυτόν έβλεπαν το δρόμο, την ιδεολογία και την πολιτική που οδηγούσε στον εκφυλισμό των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στη διάσπαση και στη διάλυση της ενότητας τους με τη Σοβιετική Ένωση. Η δράση του τιτοϊσμού ταυτιζόταν απόλυτα με την επιδίωξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να υπονομεύσει από τα μέσα το σοσιαλισμό. Ωστόσο ο τιτοϊσμός θα χρησίμευε στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού και για την παράλυση των απελευθερωτικών αγώνων και την απομάκρυνση από το επαναστατικό κίνημα των νέων κρατών, που μόλις είχαν αποτινάξει τον αποικιακό ζυγό.
Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές αντιπαρατάχθηκαν από μιας αρχής στη θεωρία και την πράξη του πραγματικού σοσιαλισμού του Λένιν και του Στάλιν σε όλα τα ζητήματα και σε όλους τους τομείς. Ο Τίτο και η ομάδα του έδεσαν τη χώρα με τον καπιταλιστικό κόσμο και έβαλαν καθήκον τους ώστε στη Γιουγκοσλαβία να αλλάξουν τα πάντα προς την κατεύθυνση των δυτικών καπιταλιστικών κρατών αρχίζοντας από την πολιτική, την ιδεολογία, τη διοργάνωση του κράτους, τη διοργάνωση της οικονομίας και του στρατού. Αποσκοπούσαν να μετατρέψουν τη Γιουγκοσλαβία όσο το δυνατό γρηγορότερα σε αστική καπιταλιστική χώρα. Οι ιδέες του Μπράουντερ, που ήταν ιδέες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, βρήκαν θέση στην πολιτικό - ιδεολογική πλατφόρμα του τιτοϊσμού.
Κατά πρώτο λόγο, οι τιτοϊκοί αναθεώρησαν τις βασικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού σχετικά με το ρόλο και την αποστολή της επαναστατικής εξουσίας και του κομμουνιστικού κόμματος στη σοσιαλιστική κοινωνία. Επετέθηκαν κατά της μαρξιστικής θέσης σχετικά με τον ηγετικό ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος σε όλους τους τομείς της ζωής στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο παράδειγμα του Μπράουντερ στην Αμερική, εξάλειψαν στην πράξη το κόμμα, όχι μόνο επειδή άλλαξαν το όνομα του, λέγοντας το Ένωση Κομμουνιστών, αλλά επειδή άλλαξαν τους σκοπούς, τα καθήκοντα, την οργάνωση και το ρόλο που έπρεπε να παίξει αυτό το κόμμα στην επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Οι τιτοϊκοί μετέτρεψαν το κόμμα σε διαπαιδαγωγητικο - προπαγανδιστικό σύνδεσμο. Αφαίρεσαν το επαναστατικό πνεύμα από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και ντε φάκτο έφτασαν στο σημείο να εξαλείψουν την επίδραση του κόμματος και να ανεβάσουν πάνω από το κόμμα το ρόλο του Δημοκρατικού Μετώπου [1. Το 1947 ο Τίτο διακήρυσσε: «Έχει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας άλλο πρόγραμμα εκτός από το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου; Όχι! Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει άλλο πρόγραμμα,. Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου είναι και πρόγραμμα του Κόμματος». (Ι. Μπ. Τίτο, «Λόγοι και άρθρα» III, «Ριλίντια», Πριστίνα, 1962, αλβ. έκδοση, σελ. 145)].
Στο θεμελιώδες ζήτημα του κόμματος, σχετικά με τον ηγετικό παράγοντα της επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μεταξύ του μπραουντερισμού και του τιτοϊσμού υπάρχει κοινότητα πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών απόψεων. Εφόσον ο τιτοϊσμός, όπως και ο μπραουντερισμός, είναι λικβινταριστικός και αντιμαρξιστικός στην καθοριστική πλατφόρμα του πρωτοποριακού ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης στην επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, τέτοιος είναι και σε όλες τις άλλες πλατφόρμες.
Η ομοιότητα των απόψεων των τιτοϊκών με τις απόψεις του Μπράουντερ φαίνεται και στη στάση απέναντι στην «αμερικάνικη δημοκρατία», την οποία οι τιτοϊκοί την πήραν σαν πρότυπο για την εγκαθίδρυση του πολιτικού συστήματος στη Γιουγκοσλαβία. Ο ίδιος ο Καρντέλι ομολογεί ότι αυτό το σύστημα είναι«... συγγενικό με την οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής»( E. Kαρντέλι, Οι κατευθύνσεις ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρησης, Πρίστινα 1978, σελ. 235)
Μετά την εξάλειψη του κόμματος και μετά τη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας, η Γιουγκοσλαβία σφάδασε σ' ένα χάος οικονομικό - οργανωτικών πράξεων. Οι τιτοϊκοί ανακήρυξαν την κρατική ιδιοκτησία ως «κοινωνική» και με το άναρχο - συνδικαλιστικό σύνθημα: «τα εργοστάσια στους εργάτες», καμουφλάρισαν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και έβαλαν το ένα κατά του άλλου τα τμήματα της εργατικής τάξης. Στην κολλεκτιβοποίηση των μικροπαραγωγών, που ονομάστηκε «ρωσικός δρόμος», αντιπαράθεσαν τον «αμερικάνικο δρόμο» της ίδρυσης καπιταλιστικών αγροκτημάτων και της ενθάρρυνσης των ιδιωτικών αγροτικών νοικοκυριών.
Αυτός ο μετασχηματισμός στον οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό τομέα θα έφερνε βέβαια, όπως και έφερε, και το συνεχή μετασχηματισμό της κρατικής διοργάνωσης, της διοργάνωσης του στρατού, της διοργάνωσης της παιδείας και της κουλτούρας. Στη δεκαετία του '50 ανακήρυξαν τον λεγόμενο αυτοδιοικούμενο σοσιαλισμό, που χρησιμοποιήθηκε για να καμουφλάρει το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτός ο «ιδιόμορφος σοσιαλισμός», κατά τη γνώμη τους, θα οικοδομούνταν όχι με τη στήριξη στο σοσιαλιστικό κράτος αλλά στους άμεσους παραγωγούς. Πάνω σ' αυτή τη βάση κήρυξαν την απονέκρωση του κράτους από το στάδιο του σοσιαλισμού ακόμη, αρνούμενοι τη θεμελιώδη μαρξιστική - λενινιστική θέση σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης της δικτατορίας του προλεταριάτου καθ' όλη την περίοδο από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.
Για να νομιμοποιήσουν το δρόμο της προδοσίας και να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου, οι τιτοϊκοί παριστάνουν τους «δημιουργικούς μαρξιστές», που εναντιώνονται μόνο στο «σταλινισμό», αλλά όχι στο μαρξισμό - λενινισμό. Αποδείχτηκε έτσι για μια ακόμη φορά ότι το σύνθημα της «δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού και της καταπολέμησης του δογματισμού» είναι το προτιμότερο σύνθημα και κοινό για κάθε παραλλαγή του ρεβιζιονισμού.
Οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Αγγλία, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κ.λπ., έδωσαν πολύπλευρη πολιτική, οικονομική, στρατιωτική βοήθεια στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και την κράτησαν στη ζωή. Η αστική τάξη δεν ήταν ενάντια, είχε μάλιστα συμφέρον η Γιουγκοσλαβία να διατηρούσε τυπικά τα σοσιαλιστικά προσχήματα. Μόνο που αυτό το είδος «σοσιαλισμού» έπρεπε να διαφέρει ολωσδιόλου από το σοσιαλισμό που πρόβλεψαν και έχτισαν ο Λένιν και ο Στάλιν, κατά του οποίου οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές άρχισαν να επιτίθενται, να τον χαρακτηρίζουν σαν «κατώτερη μορφή σοσιαλισμού», σαν «ετατιστικό», «γραφειοκρατικό» και «αντιδημοκρατικό σοσιαλισμό». Ο γιουγκοσλάβικος «σοσιαλισμός» θα ήταν μια νοθογενής καπιταλιστο - ρεβιζιονιστική κοινωνία, αλλά στην ουσία αστικό - καπιταλιστική. Θα ήταν «Δούρειος Ίππος» για να μπει και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, να τις απομακρύνει από το δρόμο του σοσιαλισμού και να τις συνδέσει με τον ιμπεριαλισμό.
Και στην πραγματικότητα ο τιτοϊσμός έγινε ο εμπνευστής των ρεβιζιονιστικών και οπορτουνιστικών στοιχείων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές ανέπτυξαν σ' αυτές τις χώρες πλατιά αντιπερισπαστική και υπονομευτική δράση. Αρκεί να αναφέρουμε τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, όπου οι γιουγκοσλάβοι τιτοϊκοί έπαιξαν εξαιρετικά δραστήριο ρόλο για να ανοίξουν το δρόμο στην αντεπανάσταση και να οδηγήσουν την Ουγγαρία στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού.
Τη θέση που κατέλαβε ο τιτοϊσμός στη γενική στρατηγική του ιμπεριαλισμού για την απ' τα μέσα υπονόμευση των σοσιαλιστικών χωρών τη διευκρίνισε καθαρά και ανοιχτά ο ίδιος ο Τίτο στο γνωστό του λόγο στην Πούλια το 1956. Από τότε ακόμα δήλωσε ότι το γιουγκοσλάβικο πρότυπο του σοσιαλισμού δεν ισχύει μόνο για τη Γιουγκοσλαβία, αλλά έπρεπε να το ακολουθήσουν και να το εφαρμόσουν και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
Στην στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού προσαρμόστηκαν και οι τιτοϊκες αντιλήψεις και θεωρίες σχετικά με την παγκόσμια εξέλιξη και τις διεθνείς σχέσεις. Στο λόγο που εκφώνησε στο Όσλο, από τον Οκτώβρη ακόμη του 1954, ο Καρντέλι, ο κυριότερος θεωρητικός του γιουγκοσλάβικου ρεβιζιονισμού, αποφάνθηκε ανοιχτά ενάντια στη θεωρία της επανάστασης, διαφημίζοντας τις «νέες» λύσεις, που είχε βρει δήθεν ο καπιταλισμός. Διαστρεβλώνοντας την ουσία του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, που μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις σε αρκετές καπιταλιστικές χώρες, ο Καρντέλι τον κήρυξε ως στοιχείο του σοσιαλισμού, ενώ την κλασική αστική δημοκρατία τη χαρακτήρισε «ρυθμιστή των κοινωνικών αντιθέσεων για τη βαθμιαία ενίσχυση των σοσιαλιστικών στοιχείων». Δήλωσε ότι σήμερα πραγματοποιείται «σταδιακή εξέλιξη προς το σοσιαλισμό» και αυτό το χαρακτήρισε «ιστορικό γεγονός» για μια σειρά καπιταλιστικά κράτη. Αυτές οι ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις, που στην ουσία είναι οι ίδιες με αυτές του Μπράουντερ, μπήκαν στο πρόγραμμα της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας και απέβησαν ιδεολογικό και πολιτικό αντιπερισπαστικό μέσο ενάντια στο επαναστατικό και απελευθερωτικό κίνημα του προλεταριάτου και των λαών.
Πάνω σ' αυτή τη βάση οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές επεξεργάστηκαν τις δικές τους θεωρίες και πράξεις της «μη δέσμευσης» που βοήθησαν τη στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που επιδιώκει την ανακοπή της ορμής του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα των λαών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», την υπονόμευση του αγώνα τους για υπεράσπιση της λευτεριάς, της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας αυτών των λαών. Οι τιτοϊκοί συμβουλεύουν τους λαούς αυτούς ότι η εκπλήρωση των πόθων τους επιτυγχάνεται ακολουθώντας την πολιτική της μη δέσμευσης, δηλαδή, της μη εναντίωσης στον ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα με τους τιτοϊκούς, ο δρόμος για την ανάπτυξη αυτών των χωρών πρέπει να βρεθεί στην «ενεργό συνεργασία», στην «όλο και ευρύτερη σύμπραξη» με τους ιμπεριαλιστές και το μεγάλο παγκόσμιο κεφάλαιο, στη βοήθεια και τις πιστώσεις που πρέπει να παίρνουν από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Πού σε οδηγεί ο δρόμος που κηρύσσουν οι ρεβιζιονιστές του Βελιγραδίου, αυτό το δείχνει καθαρά η ίδια η σημερινή πραγματικότητα στη Γιουγκοσλαβία. Η συνεργασία με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, με το σοβιετικό σοσιαλιμπεριαλισμό και με τα άλλα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, οι πολυάριθμες βοήθειες και πιστώσεις που πήρε απ' αυτούς, μετέτρεψαν τη Γιουγκοσλαβία σε χώρα που για τα πάντα εξαρτάται από τον παγκόσμιο καπιταλισμό, σε χώρα με ακρωτηριασμένη ανεξαρτησία και κυριαρχία.
Η στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και όλος ο πόλεμος που η διεθνής αστική τάξη έκανε ενάντια στην επανάσταση και το σοσιαλισμό βρήκαν πολύ μεγάλη και πολυπόθητη βοήθεια με την εμφάνιση στη σκηνή του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού. Η χρουστσιοφική προδοσία ήταν το πιο βαρύ και το πιο επικίνδυνο χτύπημα που δόθηκε ποτέ στο σοσιαλισμό και στο επαναστατικό και απελευθερωτικό κίνημα των λαών. Μετέτρεψε την πρώτη σοσιαλιστική χώρα και το μεγάλο κέντρο της παγκόσμιας επανάστασης σε ιμπεριαλιστική χώρα και εστία της αντεπανάστασης. Οι επιπτώσεις αυτής της προδοσίας σε εθνική και διεθνή κλίμακα ήταν πράγματι τραγικές. Τις συνέπειες της υπέστησαν και υφίστανται ακόμα όχι μόνο τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα των λαών, αλλά εκτέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο και η ειρήνη και η διεθνής ασφάλεια.
Σαν πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, ο χρουστσιοφισμός δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τα άλλα ρεύματα του σύγχρονου ρεβιζιονισμού. Είναι αποτέλεσμα της ίδιας εξωτερικής και εσωτερικής πίεσης της αστικής τάξης, της ίδιας απομάκρυνσης από τις αρχές του μαρξισμού - λενινισμού, της ίδιας επιδίωξης να εναντιωθούν στην επανάσταση και το σοσιαλισμό και να διατηρήσουν και να δυναμώσουν το καπιταλιστικό σύστημα.
Η διαφορά που υπάρχει σχετίζεται μόνο με τον κίνδυνο που αποτελούν. Ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός παραμένει πάντα ο πιο επικίνδυνος, ο πιο σατανικός, ο πιο απειλητικός ρεβιζιονισμός. Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτο, επειδή είναι ρεβιζιονισμός με προσωπείο, τηρεί τα σοσιαλιστικά προσχήματα, και για να εξαπατήσει τους ανθρώπους και να τους βάλει στις παγίδες του χρησιμοποιεί πλατιά τη μαρξιστική ορολογία και, κατά την περίπτωση και την ανάγκη, και τα επαναστατικά συνθήματα. Μ' αυτή τη δημαγωγία θέλει να δημιουργήσει πυκνή ομίχλη για να μη φαίνεται η σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης και, πάνω απ' όλα, να αποκρύψει τους επεκτατικούς σκοπούς, να παραπλανήσει τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα και να τα μετατρέψει σε όργανα της πολιτικής του. Λεύτερο, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός απέβηκε κυρίαρχη ιδεολογία σε ένα κράτος που αποτελεί μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, πράγμα που του παρέχει πολλά μέσα και δυνατότητες να ελίσσεται σε πλατιά πεδία και σε μεγάλες διαστάσεις.
Κοινό χαρακτηριστικό του χρουστσιοφισμού και των άλλων ρεβιζιονιστικών ρευμάτων είναι η εξάλειψη του κομμουνιστικού κόμματος και η μετατροπή του σε πολιτική δύναμη που να εξυπηρετεί τη μπουρζουαζία. Και στη Σοβιετική Ένωση το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λένιν και του Στάλιν εξαλείφθηκε. Εδώ αλήθεια δεν άλλαξε το όνομα του κόμματος, καθώς συνέβηκε στη Γιουγκοσλαβία, αλλά του αφαιρέθηκε το περιεχόμενο και το επαναστατικό πνεύμα. Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης άλλαξε, και η δράση του για την ενίσχυση της μαρξιστικής - λενινιστικής ιδεολογίας αντικαταστάθηκε με τη δράση για τη διαστρέβλωση της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας με διάφορα προσωπεία, με κούφια φρασεολογία, με δημαγωγία. Η πολιτική διοργάνωση του κόμματος, όπως και ο στρατός, η αστυνομία και τα άλλα όργανα της δικτατορίας της νέας αστικής τάξης, μετατράπηκε σε θεσμό καταπίεσης των μαζών, μη αναφέροντας εδώ το γεγονός ότι έγινε και φορέας της ιδεολογίας και της πολιτικής της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης τους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης εξασθένησε, μαράθηκε και έγινε «κόμμα όλου του λαού», δηλαδή δεν είναι πια πρωτοποριακό κόμμα της εργατικής τάξης που να προωθεί την επανάσταση και να οικοδομεί το σοσιαλισμό, αλλά κόμμα της νέας ρεβιζιονιστικής αστικής τάξης, που εκφυλίζει το σοσιαλισμό και προωθεί την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Όπως ο Μπράουντερ, ο Τίτο, ο Τολιάττι και άλλοι που κήρυξαν τη μετατροπή των κομμάτων τους σε «συνδέσμους», «ενώσεις», «κόμματα μαζών», για να προσαρμόζονται δήθεν στις νέες κοινωνικές αλλαγές που συνέβηκαν σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, της ανάπτυξης της εργατικής τάξης και της πολιτικής και ιδεολογικής επίδρασης της κ.λπ., έτσι και ο Χρουστσιόφ δικαιολόγησε την αλλαγή του χαρακτήρα του κόμματος για να προσαρμοστεί δήθεν στις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, όπου περατώθηκε, λέει, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού και άρχισε η οικοδόμηση του κομμουνισμού. Κατά τον Χρουστσιόφ η σύνθεση του κόμματος, η διάρθρωση του, ο ρόλος και η θέση του στην κοινωνία και στο κράτος έπρεπε να αλλάξουν σε συνάρτηση μ' αυτή τη «νέα εποχή».
Όταν ο Χρουστσιόφ άρχισε να κηρύσσει αυτές τις θέσεις, όχι μόνο δεν είχε αρχίσει να οικοδομείται ο κομμουνισμός στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είχε περατωθεί ολοκληρωτικά. Οι εκμεταλλεύτριες τάξεις αλήθεια είχαν εξαλειφθεί σαν τάξεις, αλλά τα υπολείμματα τους και σωματικά, άσε μετά ιδεολογικά, υπήρχαν ακόμα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε εμποδίσει την πλατιά χειραφέτηση των παραγωγικών σχέσεων και οι παραγωγικές δυνάμεις, που αποτελούν γι' αυτό την αναγκαία και απαραίτητη βάση, είχαν μεγάλες απώλειες. Η μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία ήταν κυρίαρχη, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι παλιές ιδεολογίες είχαν ξεριζωθεί εντελώς από τη συνείδηση των μαζών. Η Σοβιετική Ένωση είχε κερδίσει τον πόλεμο ενάντια στο φασισμό, αλλά ένας πόλεμος με άλλα μέσα και όχι λιγότερο επικίνδυνος είχε αρχίσει εναντίον της. Ο ιμπεριαλισμός, με επικεφαλής τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, είχε κηρύξει τον «ψυχρό πόλεμο» ενάντια στον κομμουνισμό και όλα τα δηλητηριώδη βέλη του παγκόσμιου καπιταλισμού στρέφονταν κυρίως ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Στο κράτος και τους σοβιετικούς ανθρώπους ασκούνταν μεγάλη πίεση, με σκοπό να δημιουργηθεί σ' αυτούς ο φόβος του πολέμου, να ανακοπεί η επαναστατική ορμή, να συγκρατηθεί το διεθνιστικό τους πνεύμα και το πνεύμα εναντίωσης προς τον ιμπεριαλισμό.
Μπροστά σ' αυτές τις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, ο Χρουστσιόφ παραδόθηκε και συνθηκολόγησε. Άρχισε να παρουσιάζει την κατάσταση με ωραία χρώματα για να συγκαλύπτει τις ειρηνιστικές φαντασιοκοπίες του. Οι θέσεις του σχετικά με την «οικοδόμηση του κομμουνισμού», τη «λήξη της πάλης των τάξεων», την «οριστική νίκη του σοσιαλισμού» φαίνονταν σαν νεωτεριστικές, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αντιδραστικές. Ήταν έκφραση της συγκάλυψης μιας νέας πραγματικότητας που δημιουργούνταν, της γέννησης και ανάπτυξης του καινούριου στρώματος της αστικής τάξης και των αξιώσεων της να εγκαθιδρύσει την εξουσία της στη Σοβιετική Ένωση.
Η γραμμή και το πρόγραμμα που ο Χρουστσιόφ παρουσίασε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚ της ΣΕ, ήταν όχι μόνο η γραμμή της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση αλλά και γραμμή της υπονόμευσης της επανάστασης, της υποταγής των λαών στον ιμπεριαλισμό και της εργατικής τάξης στην αστική τάξη. Οι χρουστσιοφικοί κήρυξαν ότι στο σημερινό στάδιο ο κυριότερος δρόμος της μετάβασης στο σοσιαλισμό είναι ο ειρηνικός δρόμος. Συνέστησαν στα κομμουνιστικά κόμματα να ακολουθούν την πολιτική της ταξικής συμφιλίωσης, της συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της αστικής τάξης. Η γραμμή αυτή βοηθούσε την επίτευξη εκείνων των στόχων, για τους οποίους ο ιμπεριαλισμός και το κεφάλαιο πάλευαν από καιρό με όλα τα μέσα, με όπλα και ιδεολογικό αντιπερισπασμό. Άνοιξε πλατιούς δρόμους στον αστικό ρεφορμισμό και έδωσε τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να ελίσσεται στις δύσκολες οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν γι αυτό μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι εξηγείται όλη εκείνη η μεγάλη δημοσιότητα που η αστική τάξη όλου του κόσμου έδωσε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚ της ΣΕ και χαρακτήρισε το Χρουστσιόφ «άνθρωπο της ειρήνης», που «αντιλαμβάνεται τις κατάστάσεις», διαφορετικά από το Στάλιν που ήταν υπέρ της «κομμουνιστικής ορθοδοξίας», του «ασυμβίβαστου με τον καπιταλιστικό κόσμο» κ.λπ.
Με τα κηρύγματά τους για τον ειρηνικό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό, οι χρουστσιοφικοί ζητούσαν από τους κομμουνιστές και τους επαναστάτες του κόσμου να μη προετοιμαστούν και να μην κάνουν την επανάσταση, αλλά να περιορίσουν όλη τη δράση τους σε προπαγάνδα, σε διάλογους και εκλογικούς ελιγμούς, σε συνδικαλιστικές διαδηλώσεις και σε εφήμερα αιτήματα.
Αυτή ήταν χαρακτηριστική σοσιαλδημοκρατική γραμμή, που την καταπολέμησε αμείλιχτα ο Λένιν και την ανέτρεψε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι χρουστσιοφικές απόψεις, που ήταν δανεισμένες από το οπλοστάσιο των αρχηγών της Δεύτερης Διεθνούς, προκαλούσαν επικίνδυνες αυταπάτες και δυσφήμιζαν την ίδια την ιδέα της επανάστασης. Δεν προετοίμαζαν την εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες να είναι άγρυπνες και να αντισταθούν στην αστική βία, αλλά να έμεναν στο έλεος της αστικής τάξης και να υποτάσσονταν σ' αυτή. Αυτό αποδείχτηκε και από τα γεγονότα της Ινδονησίας και της Χιλής κ.λπ., όπου οι κομμουνιστές και οι λαοί αυτών των χωρών πλήρωσαν πολύ ακριβά τις ρεβιζιονιστικές φαντασιοκοπίες περί ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό.
Εξίσου σε όφελος του ιμπεριαλισμού και της μπουρζουαζίας και σε βάρος της επανάστασης ήταν και η άλλη θέση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚ της ΣΕ σχετικά με την «ειρηνική συνύπαρξη», που οι χρουστσιοφικοί προσπάθησαν να την επιβάλουν σ' όλο το κομμουνιστικό κίνημα, επεκτείνοντας την και στις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, ανάμεσα στους λαούς και τους ιμπεριαλιστές καταπιεστές τους. Θέτοντας το πρόβλημα ή «ειρηνική συνύπαρξη ή ολέθριος πόλεμος», σύμφωνα με τους χρουστσιοφικούς, στους λαούς και στο παγκόσμιο προλεταριάτο δεν έμενε άλλη λύση παρά να σκύψουν το κεφάλι, να παραιτηθούν από την πάλη των τάξεων, από την επανάσταση και από κάθε δράση «που μπορούσε να εξοργίσει» τον ιμπεριαλισμό και να προκαλέσει την έκρηξη του πολέμου.
Οι χρουστσιοφικές απόψεις σχετικά με την «ειρηνική συνύπαρξη», που συνδέονταν στενά με τις απόψεις περί «αλλαγής της φύσης του ιμπεριαλισμού», ταυτίζονταν στην πράξη με τα κηρύγματα του Μπράουντερ ότι ο καπιταλισμός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στάθηκαν δήθεν παράγοντες προόδου για την ανάπτυξη του μεταπολεμικού κόσμου. Λουστράροντας τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και σχηματίζοντας απατηλή εικόνα γι αυτόν, αμβλυνόταν η επαγρύπνηση των λαών απέναντι στην ηγεμονιστική και επεκτατική πολιτική των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και υπονομευόταν ο απελευθερωτικός, αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών. Η χρουστσιοφική «ειρηνική συνύπαρξη», όχι μόνο σαν ιδεολογία, αλλά και σαν πρακτική πολιτική γραμμή, υποκινούσε τους λαούς, ιδιαίτερα τα νεοσύστατα κράτη της Ασίας, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής κ.λπ., να σβήσουν τις «εστίες του πολέμου», να επιδιώξουν την προσέγγιση και τη συμφιλίωση με τον ιμπεριαλισμό, να επωφεληθούν από τη «διεθνή συνεργασία» για την «ανάπτυξη σε ειρήνη» της οικονομίας τους κ.λπ. Η γραμμή αυτή με άλλα λόγια, με άλλες διατυπώσεις και ορολογίες ήταν η ίδια η γραμμή που κήρυσσε ο Μπράουντερ ότι η πλούσια Αμερική, στις συνθήκες της «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταξύ των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης, μπορούσε να βοηθήσει όλο τον κόσμο να ανορθωθεί και να προοδεύσει. Ήταν η ίδια γραμμή που κήρυσσε και εφάρμοζε ο Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, που είχε ανοίξει τις θύρες της χώρας στις βοήθειες, στις πιστώσεις των αμερικάνικων κεφαλαίων. Ήταν η ίδια επιθυμία του Μάο Τσε Τουνγκ και των άλλων μαοϊκών ηγετών να οικοδομήσουν την Κίνα με τις αμερικάνικες βοήθειες, αλλά που οι περιστάσεις και τα διάφορα γεγονότα τον είχαν εμποδίσει μέχρι τότε.
Και η Σοβιετική Ένωση δεν μπορεί να αποφύγει τις αμερικάνικες βοήθειες και τις βοήθειες των άλλων δυτικών χωρών, έτσι καθώς δεν μπορούν να τις αποφύγουν ούτε οι τιτοϊκοί και τώρα ούτε οι μαοϊκοί. Η συσσωμάτωση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων συνδεδεμένων μ' αυτή ρεβιζιονιστικών χωρών στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Οι χώρες αυτές έγιναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς του δυτικού κεφαλαίου. Τα χρέη τους, από όσα δίνονται στη δημοσιότητα, υπολογίζονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολλάρια. Κάποτε, εξ αιτίας των συγκυριών που δημιουργούνται, όπως τώρα εξ αιτίας των γεγονότων στο Αφγανιστάν, η διαδικασία αυτή βραδύνει, αλλά ποτέ δεν σταματάει. Τα καπιταλιστικά συμφέροντα των δύο πλευρών είναι τόσο μεγάλα, που σε ιδιαίτερες καταστάσεις βγαίνουν πάνω από όλες τις προστριβές, τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις.
Τη θέση τους σχετικά με την «ειρηνική συνύπαρξη» οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές τη χρησιμοποίησαν όχι μόνο να νομιμοποιήσουν την πολιτική τους υποχωρήσεων και συμβιβασμών απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η γραμμή τους χρησίμευσε και χρησιμεύει και σαν προσωπείο για να καλύψουν την επεκτατική πολιτική του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού, να χαλαρώσουν την επαγρύπνηση και την αντίσταση των λαών μπροστά στα ιμπεριαλιστικά και ηγεμονιστικά σχέδια των σοβιετικών ρεβιζιονιστών ηγετών. Η θέση σχετικά με την «ειρηνική συνύπαρξη» ήταν έκκληση που οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές έκαναν στους αμερικάνους ιμπεριαλιστές να μοιράσουν και να κυριαρχήσουν από κοινού τον κόσμο.
Η χρουστσιοφική ρεβιζιονιστική γραμμή έδωσε χέρι στον ιμπεριαλισμό και την αντίδραση να επωφεληθούν της κατάστασης για να εξαπολύσουν ολόπλευρη επίθεση κατά του κομμουνισμού. Σ' αυτή τη νέα εκστρατεία κατά της επανάστασης και του σοσιαλισμού χρησίμευσαν ιδιαίτερα και οι επιθέσεις και οι συκοφαντίες των χρουστσιοφικών ρεβιζιονιστών ενάντια στο Στάλιν και το έργο του.
Οι χρουστιοφικοί ρεβιζιονιστές πολέμησαν το Στάλιν για να δικαιολογήσουν την αντιμαρξιστική γραμμή που άρχισαν να ακολουθούν μέσα και έξω από τη χώρα. Χωρίς να απαρνηθούν το έργο του Στάλιν δεν μπορούσαν να απαρνηθούν τη δικτατορία του προλεταριάτου και να μεταμορφώσουν τη Σοβιετική Ένωση σε αστικό - καπιταλιστικό κράτος, δεν μπορούσαν να έρθουν σε παζαρέματα με τον ιμπεριαλισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που η εκστρατεία καταπολέμησης του Στάλιν έγινε με κατηγορίες που δανείστηκαν από το οπλοστάσιο της ιμπεριαλιστικής και τροτσκιστικής προπαγάνδας που παρουσίαζαν το παρελθόν της Σοβιετικής Ένωσης σαν περίοδο «μαζικών αντιποίνων» και το σοσιαλιστικό σύστημα σαν «κατάπνιξη της δημοκρατίας», σαν «δικτατορία όμοια μ' αυτή του Ιβάν του Τρομερού» κλπ.
Ωστόσο, παρά τις επιθέσεις και τις συκοφαντίες των ιμπεριαλιστών, των ρεβιζιονιστών και των άλλων εχθρών της επανάστασης, το όνομα και το έργο του Στάλιν είναι και παραμένουν αθάνατα. Ο Στάλιν ήταν μεγάλος επαναστάτης, επιφανής θεωρητικός και συγκαταλέγεται πλάι στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.
Η ζωή απέδειξε και καθημερινά αποδείχνει την ορθότητα των αναλύσεων και των θέσεων του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας απέναντι στο χρουστιοφικό ρεβιζιονισμό. Στη Σοβιετική Ένωση συντρίφτηκε ο σοσιαλισμός και παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός, ενώ στο διεθνή στίβο οι θέσεις και οι ενέργειες της σοβιετικής ηγεσίας αποκάλυψαν όλο και πιο πολύ το σοσιαλιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης, την αντιδραστική της ιδεολογία μεγάλης δύναμης. Έτσι, ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός έγινε όχι μόνο η ιδεολογία της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και της υπονόμευσης της επανάστασης και του απελευθερωτικού αγώνα των λαών, αλλά και ιδεολογία της σοσιαλιμπεριαλιστικής επίθεσης.
ΙΙ
Ο ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ - ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ
Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός, όπως είπαμε πιο πάνω, γεννήθηκε από την περίοδο όξυνσης της γενικής κρίσης του καπιταλισμού. Έγινε σύμμαχος της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και ένωσαν τις προσπάθειες τους για να συγκρατήσουν και να αποτρέψουν το μεγάλο κύμα των προλεταριακών επαναστάσεων, των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και του λαϊκού δημοκρατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Και σαν τέτοιος, ο καινούριος ρεβιζιονισμός δεν μπορούσε να μην προσλάβει διάφορες μορφές και όψεις, να χρησιμοποιεί μεθόδους και τακτικές που να αρμόζουν στις ανάγκες του κεφαλαίου κάθε χώρας. Προσέλαβε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του και διάδοση στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα μετά την εμφάνιση στη σκηνή του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού.
Για την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, η προδοσία που συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση, ήταν ανυπολόγιστη βοήθεια στις δυσκολότερες γι' αυτούς στιγμές. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να χτυπήσει τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία και πράξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, να προκαλέσει αμφιβολίες σχετικά με την επαναστατική στρατηγική του προλεταριάτου και να εκφυλίσει ιδεολογικά και πολιτικά τα κομμουνιστικά κόμματα. Βαρύ ιδεολογικό κλονισμό υπέστησαν κυρίως τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, που ακολούθησαν την προδοτική γραμμή του Τίτο και του Χρουστσιόφ. Σ' αυτά τα κόμματα είχε προετοιμαστεί από καιρό το έδαφος για να εγκολπωθούν και να προωθήσουν παραπέρα τις χρουστσιοφικές ρεβιζιονιστικές ιδέες και πρακτικές. Ο ιδεολογικός και οργανωτικός εκφυλισμός τους σε διάφορους βαθμούς και μορφές είχε αρχίσει από πριν. Στις γραμμές τους από καιρό εφαρμόζονταν ψευδοεπαναστατικές θεωρίες και πρακτικές.
Οι απαρχές του σύγχρονου ρεβιζιονισμού στα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη είχαν δημιουργηθεί πολλοί θετικοί παράγοντες, που έκαναν εφικτή και απαραίτητη τη μετατροπή του αντιφασιστικού αγώνα σε βαθιά λαϊκή επανάσταση, Ο φασισμός είχε εξαλείψει όχι μόνο την εθνική ανεξαρτησία των κατεχόμενων χωρών, αλλά και όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες, είχε παραχώσει ακόμα και αυτή την αστική δημοκρατία. Γι αυτό ο αγώνας κατά του φασισμού έπρεπε να είναι αγώνας όχι μόνο για την εθνική απελευθέρωση, αλλά και αγώνας για την υπεράσπιση και την ανάπτυξη της δημοκρατίας. Τον αγώνα τους για την επίτευξη και των δύο αυτών στόχων τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να τον συνδέσουν με τον αγώνα για σοσιαλισμό.
Στις χώρες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα κομμουνιστικά κόμματα ήξεραν να συνδέσουν τα ζητήματα του αγώνα για ανεξαρτησία και δημοκρατία με τον αγώνα για σοσιαλισμό. Κατάρτισαν και εφάρμοσαν μια πολιτική που οδήγησε στην εγκαθίδρυση των καθεστώτων της νέας λαϊκής δημοκρατίας. Στο μεταξύ τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης δε φάνηκαν ικανά να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τη νίκη επί του φασισμού. Αυτό απέδειχνε ότι δεν είχαν αντιληφθεί και δεν είχαν εφαρμόσει καθώς πρέπει τους προσανατολισμούς του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς [Το Συνέδριο αυτό διεξήγαγε τις εργασίες του από τις 25 Ιούλη μέχρι τις 21 Αυγούστου 1935].Το Συνέδριο παράγγελλε ότι, προβάλλοντας αντίσταση και καταπολεμώντας το φασισμό, σε καθορισμένες συνθήκες, θα δημιουργούνταν και οι δυνατότητες για το σχηματισμό των κυβερνήσεων του ενιαίου μετώπου, που θα ήταν εντελώς διαφορετικές από τις σοδιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Θα χρησίμευαν για το πέρασμα από το στάδιο του αγώνα ενάντια στο φασισμό, στο στάδιο του αγώνα για δημοκρατία και σοσιαλισμό. Αλλά στη Γαλλία και στην Ιταλία ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν οδήγησε στο σχηματισμό των κυβερνήσεων του τύπου που απαιτούσε η Κομιντέρν. Μετά τη λήξη του πολέμου, εκεί ήρθαν στην εξουσία κυβερνήσεις αστικού τύπου. Η συμμετοχή των κομμουνιστών σ' αυτές δεν άλλαξε το χαρακτήρα τους. Και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο, μέχρι τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, είχε γενικά σωστή γραμμή, δεν μπόρεσε να διορθώσει και να ξεπεράσει τα λάθη, τις αδυναμίες και τις παρεκκλίσεις για ορισμένα προβλήματα, που προέρχονταν, πέρα από τ' άλλα, και από την έλλειψη ρεαλιστικών αναλύσεων των εσωτερικών και εξωτερικών καταστάσεων.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έπαιξε πρώτιστο ρόλο στη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία. Αυτό το κόμμα ήταν που στο Συνέδριό του στη Νάντ το 1935, έριξε το σύνθημα του Λαϊκού Μετώπου, σύνθημα που είχε γρήγορη απήχηση στις πλατιές μάζες του γαλλικού λαού. Η Κομιντέρν εκτίμησε εξαιρετικά τη δουλειά και τις προσπάθειες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος για τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι αυτό τό κόμμα δεν ήξερε ή δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τις καταστάσεις και να τις εκμεταλλευτεί σε όφελος της εργατικής τάξης.
Το κομμουνιστικό κόμμα μιλούσε ανοιχτά για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Γαλλία από τον εσωτερικό και εξωτερικό φασισμό, κατάγγειλε αυτό τον κίνδυνο, κατέβαινε σε διαδηλώσεις, αλλά τα μέτρα για την αποσόβηση του και καθετί άλλο τα περίμενε από τις «νόμιμες» κυβερνήσεις, από τις αστικές κυβερνήσεις, σχηματισμένες και συνδυασμένες από ένα αστικό κοινοβούλιο. Αυτό φάνηκε κατά τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου, που ήταν επιτυχία για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, γιατί στις τότε περίπλοκες καταστάσεις, έφραξε το δρόμο στο σχηματισμό φασιστικής κυβέρνησης στη Γαλλία. Η κυβέρνηση του Μπλουμ, αν και έλαβε ορισμένα μέτρα σε όφελος της εργατικής τάξης, παραβίασε ωστόσο και πρόδωσε το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο δε συμμετείχε στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, αλλά την υποστήριζε στο κοινοβούλιο, δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει αυτή τη διαδικασία. Τη θέση του αγώνα των μαζών, των απεργιών, των διαδηλώσεων και των ενεργειών πήραν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις, που ο Λεόν Μπλουμ είχε στο σπίτι του με τον Τορέζ και τον Ντυκλό.
Ο πρόεδρος της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου ήταν σοσιαλιστής, και οι σοσιαλιστές καταλάμβαναν πολλές θέσεις στην κυβέρνηση, αλλά ο κυβερνητικός μηχανισμός στο κέντρο και τη βάση παρέμεινε όπως ήταν, ο στρατός έμεινε «la grande muette» ( Γαλλικά - πολύ άλαλος. Εδώ με την έννοια ότι στο στρατό απαγορεύονταν να αναπτύσσεται πολιτική.). Διοικούνταν, όπως και κατά τις προηγούμενες κυβερνήσεις, από την αντιδραστική άστα των αξιωματικών, που αποφοίτησαν στις αστικές στρατιωτικές σχολές, οι οποίες κατάρτιζαν στελέχη για να καταπιέζουν το γαλλικό λαό και να κατακτούν αποικίες, αλλά όχι για να πολεμήσουν το φασισμό και την αντίδραση.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν εξήγαγε συμπεράσματα από τις ενέργειες του, δεν οργανώνονταν για πραγματικό αγώνα ενάντια στο φασισμό και την αντίδραση. Η προπαγάνδα και η διαφώτιση, οι διαδηλώσεις και οι απεργίες που καθοδηγούσε, δεν καναλίζονταν για την απόσπαση της εξουσίας από τα χέρια της αστικής τάξης. Άσχετα που αυτό το κόμμα δεν απαρνιόταν τις βασικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού, η δράση και ο αγώνας του ακούσια και απαρατήρητα προσλάμβαναν τις μορφές ενός αγώνα για μεταρρυθμίσεις, για οικονομικά αιτήματα σε συνδικαλιστικά πλαίσια. Τα συνδικάτα παίζουν φυσικά επαναστατικό ρόλο, όταν καθοδηγούνται σωστά και όταν σ' αυτά δημιουργείται επαναστατική κατάσταση, διαφορετικά το συνδικαλιστικό κίνημα μετατρέπεται σε ρουτίνα συντονισμένη από τους συνδικαλιστές αρχηγούς, με στάσεις πότε ορθές, πότε στάσεις παρέκκλισης, πότε φιλελευθεριστικές, πότε οπορτουνιστικές, αλλά που, στο τέλος τέλος, καταλήγουν σε άκαρπες συνομιλίες και σε συμβιβασμούς με τους πάτρωνες.
Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Ισπανίας, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα βοήθησε ενεργά, με διαφώτιση και προπαγάνδα και με υλικά αγαθά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και τον ισπανικό λαό στον αγώνα του ενάντια στο Φράνκο. Έκανε έκκληση για την αποστολή εθελοντών στην Ισπανία, έκκληση στην οποία απάντησαν χιλιάδες κομματικά μέλη και άλλοι γάλλοι αντιφασίστες, από τους οποίους τρεις χιλιάδες έπεσαν μάρτυρες στο ισπανικό έδαφος. Οι κυριότεροι ηγέτες του κόμματος συμμετείχαν άμεσα στον αγώνα ή πήγαιναν σε διάφορες περιπτώσεις στην Ισπανία. Οι περισσότεροι από τους εθελοντές πολλών χωρών που πήγαιναν για τις διεθνείς ταξιαρχίες στην Ισπανία, περνούσαν από τη Γαλλία. Ηταν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που οργάνωνε τη διέλευση τους.
Στη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανίας οι κομμουνιστές και η γαλλική εργατική τάξη απόκτησαν καινούρια πείρα στις μάχες και αυτό προστέθηκε στην παλιά παράδοση των επαναστατικών αγώνων του γαλλικού προλεταριάτου. Αυτό αποτελούσε ένα μεγάλο κεφάλαιο, μια επαναστατική πείρα αποκτημένη στους μετωπικούς ταξικούς αγώνες που οργανώθηκαν ενάντια στην άγρια αντίδραση του Φράνκο, ενάντια στους ιταλούς φασίστες και τους γερμανούς ναζί, καθώς και ενάντια στην ίδια τη γαλλική και την παγκόσμια αντίδραση. Αυτό το επαναστατικό κεφάλαιο έπρεπε να εξυπηρετήσει το κόμμα στις κρίσιμες στιγμές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοχής της Γαλλίας, αλλά που στην πραγματικότητα δεν το εκμεταλλεύτηκε.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ξεσκέπασε την πολιτική του Μονάχου, με την οποία οι Νταλαντιέ και οι Μποννέ έκαναν υποχωρήσεις στον Χίτλερ, ξεπουλώντας τα συμφέροντα του τσεχοσλοβάκικου λαού, με σκοπό να στρέψουν τη χιτλερική πολεμική μηχανή ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Το κόμμα αυτό υπεράσπισε χωρίς δισταγμό το γερμανό - σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και αντιμετώπισε τις συκοφαντίες και τις διώξεις της αστικής τάξης.Εκανε έκκληση για αντίσταση και ξεσηκώθηκε θαρραλέα στον αγώνα ενάντια στους γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους του Βισύ. Ο αγώνας αυτός που άρχισε με επιχειρήσεις, απεργίες, διαδηλώσεις, σαμποτάζ, διευρύνονταν συνεχώς. Οι FT P (Francs Tireurs et Partisans- γαλλικές παρτιζάνικες δυνάμεις υπό την καθοδήγηση του ΓΚΚ) , που συγκροτήθηκαν από το κομμουνιστικό κόμμα, ήταν οι μόνοι σχηματισμοί που πολεμούσαν τους κατακτητές, ενώ τα reseaux(Γαλλικά-δίχτυα)του Ντε Γκωλ, δεν ήταν παρά, όπως δείχνει και η ίδια η λέξη, δίχτυα μυστικής υπηρεσίας για να συγκεντρώνουν στρατιωτικές πληροφορίες χρήσιμες για τους συμμάχους. Και ενώ οι γκωλικοί έκαναν έκκληση να περιμένουν πρώτα την απόβαση, μετά να περνούσαν σε επιχειρήσεις, το κομμουνιστικό κόμμα αγωνιζόταν με ανδρεία για την απελευθέρωση της χώρας.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στον αγώνα απελευθέρωσης οργάνωσε και ανέπτυξε την αντίσταση ενάντια στους καταχτητές, προσπάθησε και κάτι έκαμε σχετικά με το αντιφασιστικό μέτωπο. Ωστόσο, όπως έδειξαν και τα γεγονότα, δεν είχε μελετήσει και δεν είχε προγραμματίσει την κατάληψη της εξουσίας, ή και αν την προγραμμάτισε, την εγκατέλειψε.
Αυτό το μαρτυρεί και το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου, το κόμμα συγκρότησε πολλές επιτροπές εθνικής απελευθέρωσης, αλλά δεν αφιέρωσε προσοχή και δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε οι επιτροπές αυτές να καθιερωθούν σαν πυρήνες της νέας εξουσίας. Οι παρτιζάνικοι σχηματισμοί έμειναν από την αρχή και μέχρι τέλους μικροί και χωρίς οργανική σύνδεση μεταξύ τους. Ποτέ το κόμμα δεν έθεσε το ζήτημα της συγκρότησης μεγάλων σχηματισμών, ενός πραγματικού εθνικοαπελευθερωτικού στρατού.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχισε αντιφασιστικό αγώνα, τον οποίο καθοδηγούσε το ίδιο, αλλά δεν μετέτρεψε αυτό τον αγώνα σε επαναστατικό αγώνα όλου του λαού. Και όχι μόνο τόσο, αλλά το βρήκε βολικότερο και πιο «επαναστατικό» να παρακαλούσε τον Ντε Γκωλ να δεχτεί στην Επιτροπή «Ελεύθερη Γαλλία» έναν αντιπρόσωπο του. Όλο αυτό σήμαινε: «Κύριε Ντε Γκωλ, σας παρακαλώ, δεχτείτε και μένα στην επιτροπή σας». Αυτό σήμαινε: «Κύριε Ντε Γκωλ, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και οι παρτιζάνικες δυνάμεις τίθενται κάτω από την αρχηγία σου και της Επιτροπής «Ελεύθερη Γαλλία»». Αυτό σήμαινε: «Κύριε Ντε Γκωλ, εμείς οι κομμουνιστές δεν έχουμε κατά νου να διεξάγουμε κανένα είδος επανάσταση και ούτε να πάρουμε την εξουσία, θέλουμε μόνο στη μελλοντική Γαλλία να παίζεται το παλιό παιγνίδι των κομμάτων, το «δημοκρατικό» παιγνίδι, και στη μελλοντική κυβέρνηση, ανάλογα με τους ψήφους, να συμμετάσχουμε και εμείς».
Και ενώ οι γάλλοι κομμουνιστές ενεργούσαν κατ' αυτό τον τρόπο, η αστική τάξη προετοίμαζε και οργάνωνε τις δυνάμεις για να βάλει στα χέρια της την εξουσία που θα την έπαιρνε όταν οι άγγλο - αμερικάνοι σύμμαχοι θα αποβιβάζονταν στη Γαλλία. Η Εθνική Επιτροπή, που ίδρυσε και καθοδηγούσε η ομάδα του Ντε Γκωλ στο Λονδίνο και που μετασχηματίσθηκε σε κυβέρνηση στο Αλγέρι, θα ήταν η πιο κατάλληλη δύναμη να πάρει αυτή την εξουσία. Ασφαλώς, αυτό θα το πραγματοποιούσε μαζί με τις εσωτερικές δυνάμεις που είχε προετοιμάσει και είχε κινητοποιήσει η μπουρζουαζία, από κοινού με τον παλιό στρατό, υπό τη διοίκηση των στρατηγών, οι οποίοι, αφού είχαν υπηρετήσει στον Πεταίν, είχαν μπει στην υπηρεσία του Ντε Γκωλ, όταν ήταν πια ολοφάνερο ότι το γερμανικό καράβι βούλιαζε.
Αυτή ήταν επικίνδυνη κατάσταση, την οποία το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν την έκρινε και δεν την εκτίμησε σωστά, ή δεν βάθυνε στο πρόβλημα. Φοβήθηκε μήπως συμβούν μπερδέματα με τις συμμαχικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν, φοβήθηκε τον Ντε Γκωλ και τις συσπειρωμένες γύρω του δυνάμεις, φοβήθηκε λοιπόν τον εμφύλιο πόλεμο και προπαντός τον πόλεμο με τους Αγγλο - αμερικάνους.
Το κομμουνιστικό κόμμα λησμόνησε το παράδειγμα των ηρωικών Κομμουνάρων, οι οποίοι, πολιορκημένοι από τα γερμανικά στρατεύματα του Βίσμαρκ, ξεσηκώθηκαν κατά των Βερσαλλικών, «έκαναν έφοδο στους ουρανούς», όπως έλεγε ο Μαρξ, και δημιούργησαν την Κομμούνα του Παρισιού. « Έπρεπε να υπολογιστούν οι δυνάμεις», μπορεί να λένε οι θεωρητικολόγοι για να δικαιολογήσουν αυτό το μοιραίο λάθος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Και βέβαια, οι δυνάμεις έπρεπε να υπολογιστούν. Αλλά, εφόσον οι Κομμουνάροι, χωρίς κόμμα, χωρίς οργάνωση, χωρίς δεσμούς με την αγροτιά και με το υπόλοιπο μέρος της Γαλλίας, πολιορκημένοι από τις ξένες δυνάμεις κατοχής, επετέθησαν και πήραν την εξουσία, η γαλλική εργατική τάξη, με επικεφαλής το κόμμα της, σφυρηλατημένη στις μάχες, φωτισμένη από το μαρξισμό - λενινισμό και έχοντας στον αγώνα της έναν μεγάλο και ισχυρό σύμμαχο όπως τη Σοβιετική Ένωση, μπορούσε, επικεφαλής των εργαζομένων μαζών και των πραγματικών πατριωτών, να πραγματοποιήσει με εκατό φορές μεγαλύτερη επιτυχία το αθάνατο έργο των Κομμουνάρων.
Η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, γενικά, φάνηκε νωθρή, αδύναμη να πραγματοποιήσει με τόλμη και ωριμότητα τις προσδοκίες και τους πόθους των κομμουνιστών αγωνιστών και του γαλλικού προλεταριάτου, που αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αποφασιστικότητα ενάντια στους χιτλερικούς καταχτητές. Δεν ακολούθησε το μαρξιστικό -λενινιστικό δρόμο, το δρόμο του επαναστατικού αγώνα. Δεν ακολούθησε τα ίχνη των Κομμουνάρων.
Ο αντιφασιστικός αγώνας στην Ιταλία είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ιδιομορφίες του, αλλά οι στόχοι που είχε βάλει η ηγεσία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, οι ταλαντεύσεις και οι υποχωρήσεις της είναι παρόμοια μ' αυτά του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος βρισκόντουσαν στη Γαλλία. Και όλοι σχεδόν έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας. Ανάμεσα τους ήταν και ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Παλμίρο Τολιάττι, ο οποίος, μόλις αποφυλακίστηκε, το Μάρτη του 1941, έφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
Παρ' όλο που το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τήρησε σωστή στάση απέναντι στον επιθετικό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι φασιστικές δυνάμεις και τον καταδίκασε ως ιμπεριαλιστικό και ληστρικό πόλεμο, η δράση του ωστόσο έμεινε περιορισμένη. Όλες οι προσπάθειες αυτού του κόμματος συγκεντρώθηκαν στη δημιουργία ενός συνασπισμού με τα αντιφασιστικά κόμματα εξωτερικού, σε μερικές εκκλήσεις, ψηφίσματα και προπαγανδιστικά έντυπα.
Το Μάρτη του 1943, σε διάφορες περιοχές, το κόμμα, το οποίο από τα μέσα του 1942 είχε αρχίσει να αναπτύσσει τη δράση του μέσα στη χώρα, κατόρθωσε να οργανώσει μερικές ισχυρές απεργίες, οι οποίες έδειχναν την άνοδο του αντιφασιστικού λαϊκού κινήματος. Οι απεργίες αυτές επιτάχυναν την εξέλιξη των γεγονότων, που οδήγησαν στην ανατροπή του Μουσσολίνι.
Ο φόβος από την επανάσταση έκανε την ιταλική αστική τάξη και το στέμμα της κυριαρχίας της, το βασιλιά, να καλέσει το 1922 στην εξουσία το Μουσσολίνι. Αυτός επίσης ο φόβος έκανε αυτή και το βασιλιά να διώξουν από την εξουσία το Μουσσολίνι τον Ιούλη του 1943.
Η ανατροπή του Μοσσουλίνι έγινε με πραξικόπημα της ιθύνουσας κάστας. Το πραξικόπημα ήταν έργο του βασιλιά, του Μπαντόλιο και των άλλων ιεραρχών του φασισμού. Βλέποντας την αναπόφευκτη ήττα της Ιταλίας, ήθελαν να προλάβουν έτσι τον κίνδυνο του ξεσηκωμού της εργατικής τάξης και του ιταλικού λαού στον αγώνα και την επανάσταση, που δε θα ανέτρεπε μόνο το φασισμό και τη μοναρχία, αλλά θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια την κυριαρχία της ιταλικής μπουρζουαζίας σαν τάξη.
Το κίνημα της αντίστασης του ιταλικού λαού ενάντια στο φασισμό είχε μεγάλη ανάπτυξη ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Στη Βόρεια Ιταλία, που ακόμα ήταν υπό την κατοχή των Γερμανών, με πρωτοβουλία του κόμματος οργανώθηκε ο απελευθερωτικός αγώνας, ο οποίος προσέλκυσε πλατιές μάζες των εργατών, αγροτών και αντιφασιστών διανοουμένων κ.λπ. Συγκροτήθηκαν ταχτικοί και μεγάλοι παρτιζάνικοι σχηματισμοί, τη συντριπτική πλειοψηφία των οποίων καθοδηγούσε το κόμμα.
Παράλληλα με τις παρτιζάνικες μονάδες και τμήματα, στη Βόρεια Ιταλία ιδρύθηκαν, επίσης με πρωτοβουλία του κομμουνιστικού κόμματος, επιτροπές εθνικής απελευθέρωσης. Το Κόμμα αγωνίστηκε να γίνουν οι επιτροπές αυτές νέα όργανα της δημοκρατικής εξουσίας, αλλά στην πραγματικότητα παρέμειναν συνασπισμοί διαφόρων κομμάτων. Αυτό ίσα ίσα δεν επέτρεψε να μετατραπούν σε πραγματικά όργανα της λαϊκής εξουσίας.
Και ενώ στη Βόρεια Ιταλία ο αγώνας του κόμματος διεξαγόταν σε δρόμο γενικά σωστό και μπορούσε να οδηγήσει όχι μόνο στην απελευθέρωση της χώρας, αλλά και στην εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, στο νότιο τμήμα της και σε εθνικά πλαίσια το κόμμα δεν έθετε καθόλου το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Επιδίωκε μόνο το σχηματισμό μιας δυνατής και με κύρος κυβέρνησης και δεν αγωνιζόταν για την ανατροπή της μοναρχίας και του Μπαντόλιο. Το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος, τη στιγμή που στη χώρα υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες να προωθηθεί η επανάσταση, ήταν πρόγραμμα - μίνιμουμ. Το κόμμα ήταν για μια κοινοβουλευτική λύση μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας του αστικού συστήματος. Η μεγαλύτερη αξίωση του ήταν η συμμετοχή στην κυβέρνηση με δύο - τρεις υπουργούς. Μ' αυτό τον τρόπο το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μπλέχτηκε στους αστικούς πολιτικούς συνδυασμούς και έκανε τη μια μετά την άλλη υποχωρήσεις χωρίς αρχές. Στα πρόθυρα της απελευθέρωσης της χώρας διέθετε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική δύναμη την οποία δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να την εκμεταλλευτεί και αφοπλίστηκε θεληματικά μπροστά στην αστική τάξη. Παραιτήθηκε από τον επαναστατικό δρόμο και μπήκε στον κοινοβουλευτικό δρόμο, που σταδιακά μετασχημάτισε αυτό το κόμμα από κόμμα της επανάστασης, σε αστικό κόμμα της εργατικής τάξης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Όσο για την Ισπανία, πρέπει να πούμε ότι οι οδηγίες του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχαν μεγαλύτερα αποτελέσματα απ' ό,τι στη Γαλλία και στην Ιταλία. Η αποτελεσματικότητα τους έγινε καλύτερα αισθητή ιδιαίτερα στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Αρχικά οι κομμουνιστές δε συμμετείχαν στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, αλλά της στάθηκαν συμπαραστάτες. Ωστόσο, το κομμουνιστικό κόμμα επέκρινε την κυβέρνηση για διστακτικότητα και ζητούσε απ' αυτή να λάβει μέτρα ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο, ενάντια στη δράση που ανέπτυσσαν οι φασίστες, ιδιαίτερα η κάστα των αξιωματικών, οι οποίοι αποτελούσαν τότε τον άμεσο κίνδυνο.
Στις 17 Ιούλη του 1936 ξέσπασε το «προνουντσιαμέντο» των φασιστών στρατηγών. Η συνωμοσία των φασιστών ήταν καλά συντονισμένη. Είχαν ενεργήσει κάτω από τη μύτη της κυβέρνησης της αριστεράς και των τοπικών αρχών που εγκαθιδρύθηκαν από μια κυβέρνηση, η οποία είχε βγει από τον συνασπισμό του Λαϊκού Μετώπου. Σ' αυτό τον κίνδυνο αντιτάχθηκαν όλες οι αντιφασιστικές δυνάμεις. Το Νοέμβρη σχηματίστηκε η κυβέρνηση με επικεφαλής τον Λάργκο Καμπαλιέρο, στην οποία μπήκαν και δύο κομμουνιστές υπουργοί. Δημιουργήθηκε έτσι ενιαίο μέτωπο για την υπεράσπιση, ακόμη και ένοπλα, της Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση έδωσε αυτονομία στους Βάσκους, δήμευσε σε όφελος των φτωχών αγροτών τη γη των φασιστών και εθνικοποίησε όλη την περιουσία τους.
Το κομμουνιστικό κόμμα έκανε εξ αρχής έκκληση στην εργατική τάξη και το λαό για αντίσταση. Όμως το κομμουνιστικό κόμμα δεν αρκέστηκε σε εκκλήσεις, πέρασε σε επιχειρήσεις. Τα μέλη του κόμματος μπήκαν στους στρατώνες, εκεί όπου ήταν οι στρατιώτες, για να τους διευκρινίσουν την κατάσταση, να τους πουν ποιοι είναι οι φασίστες και τι κίνδυνο αποτελούν για τους εργάτες, τους αγρότες, το λαό.
Στην πρωτεύουσα της Ισπανίας, Μαδρίτη, το φασιστικό πραξικόπημα απέτυχε.
Σε άλλες πόλεις ο λαός και κυρίως η εργατική τάξη, επετέθηκαν ενάντια στις στρατιωτικές μονάδες που είχαν στασιάσει κατά της Δημοκρατίας και τις παρέλυσαν. Στην Αστουρία ο αγώνας των μεταλλωρύχων ενάντια στα φασιστικά στρατεύματα συνεχίστηκε ένα μήνα και αυτή η περιοχή έμεινε στα χέρια του λαού. Οι φασίστες δεν μπόρεσαν να περάσουν. Το ίδιο συνέβηκε και στη Βασκική περιοχή και σε πολλά μέρη της Ισπανίας.
Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου φάνηκε ότι οι φασίστες στρατηγοί είχαν πάρει τον κατήφορο, και η ήττα θα ήταν ολοσχερής, αν δεν έρχονταν αμέσως σε βοήθεια τους τα στρατεύματα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, και μαζί μ' αυτά και τα στρατολογημένα στρατεύματα στο ισπανικό Μαρόκο, καθώς και τα στρατεύματα που έστειλε η φασιστική Πορτογαλία.
Σε μια χώρα όπου ο στρατός διευθυνόταν από μια παλιά κάστα αντιδραστικών, βασιλοφρόνων και φασιστών αξιωματικών, οι τύχες του τόπου δεν μπορούσαν να στηριχτούν στο στρατό, ένα μέρος του οποίου ακολούθησε τους φασίστες στρατηγούς, ενώ το άλλο διαλυόταν. Γι' αυτό, το κομμουνιστικό κόμμα έκανε έκκληση για τη συγκρότηση ενός νέου στρατού, ενός λαϊκού στρατού. Οι κομμουνιστές βάλθηκαν να δημιουργήσουν αυτό το στρατό και σύντομα κατόρθωσαν να συγκροτήσουν το πέμπτο σύνταγμα στρατού. Πάνω στη βάση αυτού του συντάγματος, που κατά τον Πόλεμο της Ισπανίας πήρε μεγάλη φήμη, συγκροτήθηκε ο λαϊκός στρατός της Ισπανικής Δημοκρατίας.
Η αποφασιστική στάση του κομμουνιστικού κόμματος ενάντια στη φασιστική επίθεση, το παράδειγμα θάρρους που έδωσε μπαίνοντας επικεφαλής των μαζών για να μην επιτρέψει το φασισμό να περάσει, το παράδειγμα που έδωσαν τα μέλη του, από τα οποία το 60 τα εκατό στάλθηκαν στα διάφορα μέτωπα του πολέμου, ανέβασε πολύ το κύρος και το γόητρο του κόμματος στις μάζες του λαού.
Ένα κόμμα μεγαλώνει, αποχτάει κύρος και γίνεται ηγέτης των μαζών, όταν έχει ξεκάθαρη γραμμή και όταν ρίχνεται με τόλμη στην πάλη για την εφαρμογή της. Τέτοιο κόμμα έγινε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Από την αρχή της φασιστικής εξέγερσης του Ιούλη του 1936 και μέχρι τα τέλη της ίδιας χρονιάς, το κομμουνιστικό κόμμα τριπλασίασε τον αριθμό των μελών του. Και παρ' ολο που οι άνθρωποι έμπαιναν τότε στο κόμμα να δώσουν τη ζωή τους και όχι να ρίξουν ψήφους στις κάλπες, ποτέ και κανείς, ούτε το λεγόμενο κομμουνιστικό κόμμα του Καρρίγιο, ούτε τα άλλα ρεβιζιονιστικά κόμματα που άνοιξαν όλες τις θύρες τους για να μπαίνει σ' αυτά όποιος θέλει, λαϊκός είναι ή κληρικός, εργάτης ή αστός, δεν μπορεί να μιλήσει για τέτοια αύξηση κύρους και επιρροής του, όπως αυτή που πέτυχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας την εποχή του εμφύλιου πολέμου.
Ο πόλεμος της Ισπανίας πήρε τέλος στις αρχές του 1939 με την εξάπλωση της κυριαρχίας του Φράνκο σε όλη τη χώρα. Σ' αυτό τον πόλεμο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας δεν φείστηκε τις προσπάθειες και τις δυνάμεις του για να κατανικήσει το φασισμό. Αν ο τελευταίος νίκησε, αυτό, πέρα από τους διάφορους εσωτερικούς παράγοντες, οφείλεται κυρίως στην επέμβαση του ιταλικού και γερμανικού φασισμού, καθώς και στη συνθηκόλογη πολιτική της «μη επέμβασης» των δυτικών δυνάμεων έναντι των φασιστών επιδρομέων.
Πολλά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας έδωσαν τη ζωή τους στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Άλλοι έπεσαν θύματα της φρανκικής τρομοκρατίας. Χιλιάδες και χιλιάδες άλλους τους ρίξανε στις φυλακές, όπου βασανίστηκαν ολόκληρα χρόνια ή πέθαναν εκεί. Η τρομοκρατία που ξέσπασε στην Ισπανία μετά τη νίκη των φασιστών ήταν εξαιρετικά άγρια.
Οι ισπανοί δημοκράτες, που μπόρεσαν να γλιτώσουν από τα στρατόπεδα και τις συλλήψεις, πήραν μέρος στη γαλλική αντίσταση και αγωνίστηκαν με ανδρεία, ενώ οι ισπανοί δημοκράτες, που είχαν πάει στη Σοβιετική Ένωση, εντάχθηκαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού και πολλοί απ' αυτούς έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας το φασισμό.
Αν και σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, οι κομμουνιστές συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμο και τη διοργάνωση της αντίστασης και μέσα στην Ισπανία. Η πλειοψηφία τους έπεσαν στα χέρια της φρανκικής αστυνομίας και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Ο Φράνκο έπληξε βαριά την επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών της Ισπανίας και αυτό είχε αρνητικές συνέπειες για το κομμουνιστικό κόμμα. Αφού οι πιο γεροί, οι πιο καταρτισμένοι ιδεολογικά, οι πιο αποφασιστικοί και οι πιο γενναίοι, έπεσαν πολεμώντας ή από τη φασιστική τρομοκρατία, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας υπερίσχυσε και άσκησε την αρνητική και καταστρεπτική επιρροή του το δειλό μικροαστικό και διανοητικό στοιχείο, όπως ο Καρρίγιο και συντροφιά. Αυτοί μετέτρεψαν σταδιακά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας σε οπορτουνιστικό και ρεβιζιονιστικό κόμμα.
Η ένωση με τους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές στην καταπολέμηση του μαρξισμού – λενινισμού και της επανάστασης
Οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ευνόησαν ακόμα περισσότερο την παγίωση και τη διάδοση εκείνων των εσφαλμένων και οπορτουνιστικών απόψεων που από πριν υπήρχαν στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, ενθάρρυναν ακόμα πιο πολύ το πνεύμα των υποχωρήσεων και των συμβιβασμών τους με την αστική τάξη.
Τέτοιοι παράγοντες, πέρα από τ' άλλα, ήταν και η κατάργηση των φασιστικών νόμων και των άλλων εξαναγκαστικών και περιοριστικών μέτρων που η ευρωπαϊκή αστική τάξη είχε υιοθετήσει από τις πρώτες μέρες μετά το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης και μέχρι την έκρηξη του πολέμου, με σκοπό να συγκρατήσει την άνοδο της επαναστατικής ορμής της εργατικής τάξης για να εμποδίσει την πολιτική οργάνωση της και να σταματήσει τη διάδοση της μαρξιστικής ιδεολογίας.
Η αποκατάσταση λίγο πολύ σε πλατιά κλίμακα της αστικής δημοκρατίας, όπως ήταν: η πλήρης νομιμοποίηση όλων των πολιτικών κομμάτων, με εξαίρεση των φασιστικών η ανεμπόδιστη συμμετοχή τους στην πολιτική και ιδεολογική ζωή της χώρας· η παροχή των δυνατοτήτων σ' αυτά τα κόμματα για δραστήρια συμμετοχή στις εκλογικές καμπάνιες, που τώρα διεξάγονταν με βάση μερικών νόμων λιγότερο περιοριστικών, για την έγκριση των οποίων οι κομμουνιστές και οι άλλες προοδευτικές δυνάμεις είχαν διεξάγει μακρό αγώνα, όλα αυτά δημιούργησαν στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων πολλές ρεφορμιστικές αυταπάτες. Άρχισε να ριζώνει σ' αυτές η αντίληψη ότι ο φασισμός τώρα πήρε τέλος μια για πάντα, ότι η μπουρζουαζία όχι μόνο δεν είναι πια σε θέση να περιορίσει τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά θα είναι υποχρεωμένη να τα αναπτύξει πιο πέρα. Άρχισαν να νομίζουν ότι οι κομμουνιστές, βγαίνοντας από τον πόλεμο ως πολιτική, οργανωτική και κινητοποιός δύναμη με μεγαλύτερη επιρροή και η ισχυρότερη του έθνους, θα υποχρέωναν την αστική τάξη να βαδίσει στο δρόμο της διεύρυνσης της δημοκρατίας και να επιτρέπει όλο και πιο πολύ τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διακυβέρνηση της χώρας, ότι διαμέσου των εκλογών και του κοινοβουλίου θα έχουν τη δυνατότητα να πάρουν ειρηνικά την εξουσία και μετά να περάσουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Τη συμμετοχή δύο - τριών κομμουνιστών υπουργών στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι ηγεσίες αυτές τη θεώρησαν όχι σαν το μέγιστο των τυπικών παραχωρήσεων που έκανε η αστική τάξη, αλλά σαν την απαρχή μιας διαδικασίας που ανερχόταν συνεχώς, μέχρι το σχηματισμό μιας κυβέρνησης αποτελούμενης αποκλειστικά από κομμουνιστές.
Στη διάδοση των οπορτουνιστικών και ρεβιζιονιστικών ιδεών στα κομμουνιστικά κόμματα άσκησε μεγάλη επιρροή και η ανάπτυξη της οικονομίας μεταπολεμικά στη Δύση. Η Δυτική Ευρώπη ήταν πράγματι καταστραμμένη από τον πόλεμο, αλλά η ανόρθωση της έγινε σχετικά γρήγορα. Τα αμερικάνικα κεφάλαια που εισέρρευσαν στην Ευρώπη με το «Σχέδιο Μάρσαλ» έκαναν δυνατό να ανοικοδομηθούν τα εργοστάσια, οι φάμπρικες, οι μεταφορές, η γεωργία και να διευρύνουν εντατικά την παραγωγή τους. Η ανάπτυξη αυτή άνοιξε πολλές θέσεις εργασίας και όχι μόνο απορρόφησε για μακρά περίοδο τις διαθέσιμες εργατικές δυνάμεις, αλλά και δημιούργησε και κάποια ανεπάρκεια εργατικών χεριών.
Η κατάσταση αυτή, που έφερε στην αστική τάξη σημαντικά υπερκέρδη, της επέτρεψε να ανοίξει λίγο το πουγκί της και να αμβλύνει σε κάποιο βαθμό τις συγκρούσεις της εργασίας. Στον κοινωνικό τομέα, όπως στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων, υγείας, παιδείας, στη νομοθεσία της εργασίας κ.λπ., έλαβε ορισμένα μέτρα, για τα οποία η εργατική τάξη είχε κάνει μεγάλο αγώνα. Η καταφανής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων συγκριτικά με την περίοδο του πολέμου και μάλιστα και με την προπολεμική ,η ταχύρυθμη αύξηση της παραγωγής που ήταν συνέπεια της ανασυγκρότησης της βιομηχανίας και της γεωργίας και της έναρξης της τεχνικής και επιστημονικής επανάστασης, η πλήρης απασχόληση της εργατικής δύναμης άνοιξαν το δρόμο στα αδιαμόρφωτα και οπορτουνιστικά στοιχεία για την άνθηση των απόψεων περί ανάπτυξης χωρίς ταξικές συγκρούσεις του καπιταλισμού, με την αποτροπή των κρίσεων από μέρους του, με την εξάλειψη του φαινομένου της ανεργίας κ.λπ. Επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά το μεγάλο δίδαγμα του μαρξισμού - λενινισμού ότι οι περίοδοι της ειρηνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού γίνονται πηγή διάδοσης του οπορτουνισμού. Το νέο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας, που μεγάλωσε αρκετά τότε, άρχισε να ασκεί όλο και πιο αρνητική επίδραση στις γραμμές των κομμάτων και στις ηγεσίες τους, διαδίδοντας οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές ιδέες και αντιλήψεις.
Κάτω από την πίεση αυτών των περιστάσεων, τα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων περιορίστηκαν όλο και πιο πολύ σε δήμο-κρατικά και ρεφορμιστικά προγράμματα μίνιμουμ, ενώ η ιδέα της επανάστασης και του σοσιαλισμού απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Η μεγάλη στρατηγική του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας παραχώρησε τη θέση της στη μικρή στρατηγική για τα τρέχοντα, τα εφήμερα ζητήματα, η οποία απολυτοποιήθηκε και έγινε η γενική πολιτική και ιδεολογική γραμμή.
Έτσι, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και, αργότερα, και της Ισπανίας, άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται από το μαρξισμό -λενινισμό, να υιοθετούν ρεβιζιονιστικές θέσεις και απόψεις, να μπαίνουν στο δρόμο του ρεφορμισμού. Όταν στο προσκήνιο βγήκε ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός, το έδαφος γι' αυτά ήταν κατάλληλο για να τον αγκαλιάσουν ένθερμα και να ενωθούν μαζί του στην καταπολέμηση του μαρξισμού - λενινισμού. Οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, πέρα από την πίεση της αστικής τάξης και της σοσιαλδημοκρατίας από το εσωτερικό της χώρας, άσκησαν μεγάλη επιρροή σ' αυτά τα κόμματα για να περάσουν ολοκληρωτικά σε αντιμαρξιστικές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις.
Οι Ιταλοί ρεβιζιονιστές ήταν οι πρώτοι που αγκάλιασαν τη γραμμή του 20ου Συνεδρίου του ΚΚ της ΣΕ και, αμέσως μετά, ανήγγειλαν πομπώδικα τον λεγόμενο ιταλικό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μόλις ανατράπηκε ο φασισμός, είχε βγει με οπορτουνιστική πολιτική και οργανωτική πλατφόρμα. Από τότε που επέστρεψε στη Νεάπολη από τη Σοβιετική Ένωση, το Μάρτη του 1944, ο Παλμίρο Τολιάττι επέβαλε στο κόμμα τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας με την αστική τάξη και με τα κόμματα της. Στην Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου του Κόμματος, που συνήλθε τότε, ο Τολιάττι δήλωσε; «Εμείς, σαν στόχο του αγώνα μας δε βάζουμε την κατάληψη της εξουσίας, λόγω των διεθνών και εθνικών συνθηκών θέλουμε μόνο να συντρίψουμε ολοκληρωτικά το φασισμό και να δημιουργήσουμε «μια πραγματικά αντιφασιστική προοδευτική δημοκρατία». Το ΚΚΙ «πρέπει κάθε πρόβλημα να το εξετάζει στο πρίσμα του έθνους, του ιταλικού κράτους»».(P.Spriano, Storia del Partito Comunista Italiano, Torino, 1975, p.308)
Στη Νεάπολη, για πρώτη φορά, ο Τολιάττι έριξε και την ιδέα, ακόμα και την πλατφόρμα κάποιου κόμματος που το αποκάλεσε «νέο κόμμα των μαζών», διαφορετικό στην ταξική σύνθεση, στην ιδεολογία και στην οργανωτική μορφή από το κομμουνιστικό κόμμα λενινιστικού τύπου. Φυσικό ήταν ότι για μια πολιτική συμμαχιών χωρίς αρχές και για μια πολιτική μεταρρυθμίσεων που ζητούσε ο Τολιάττι, χρειαζόταν και ένα ρεφορμιστικό κόμμα, ένα ευρύ και χωρίς σύνορα κόμμα, στο οποίο μπορούσε να μπαινοβγαίνει όποιος θέλει και όποτε θέλει. Μερικά χρόνια αργότερα, κάποιος συνεργάτης του Τολιάττι έγραφε: «Η ιδέα του για μαζικό κόμμα που έχει τις ρίζες στο λαό αποκτά όλη την απαιτούμενη αξία, αν τη συνδέσουμε στενά με την εθνική συνισταμένη του αγώνα των κομμουνιστών. Στόχος τους, στην πραγματικότητα, είναι να πετύχουν βαθιές αλλαγές στην κοινωνία... με μεταρρυθμίσεις».(G.Ceretti, A l’ombre des deux T, Paris 1973, p.52)
Με την απελευθέρωση της χώρας η εργατική τάξη της Ιταλίας έλπιζε σε μια βαθιά κοινωνική δικαιοσύνη, έλπιζε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, ότι θα έλεγε επί τέλους και αυτή το λόγο της. Δε συνέβηκε όμως έτσι κι αυτό το προκάλεσε η οργάνωση και η διεύθυνση της ζωής της χώρας από μέρους των διαφόρων αστικών κομμάτων συμπεριλαμβανομένου και του κομμουνιστικού κόμματος. Για να εξαπατήσουν τις μάζες και να τους δώσουν την εντύπωση ότι ο λόγος τους εισακούεται στη διακυβέρνηση της χώρας, ρυθμίσανε την πολιτική ζωή με κόμματα πλειοψηφίας και κόμματα μειοψηφίας, κόμματα στην εξουσία και κόμματα στην αντιπολίτευση, με όλα τα κοινοβουλευτικά παιγνίδια και ελιγμούς, με όλες τις ψευτιές και τις δημαγωγίες τους.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην αρχή πήρε κάνα δυο ασήμαντα υπουργεία, που η μεγαλοαστική τάξη του τα έδωσε στα πλαίσια του «δημοκρατικού» παιγνιδιού, ώσπου να παγιώσει τις θέσεις της, να ανασυγκροτήσει το στρατό της, την αστυνομία, όλο το καταπιεστικό της δίκτυο, ώσπου, παρουσία των κομμουνιστών στην κυβέρνηση, να καταστείλει και να παραλύσει κάθε τάση της εργατικής τάξης και του ιταλικού λαού για να ξοφλήσει τους λογαριασμούς με εκείνους που τους εκμεταλλεύτηκαν, τους καταπίεσαν και τους έστειλαν να αρπάξουν τη λευτεριά των άλλων λαών, αφήνοντας τα κόκκαλα των γιων τους από την Αβησσυνία, την Ισπανία, την Αλβανία και μέχρι τη Σοβιετική Ένωση. Αργότερα, το Μάη του 1947, όταν δε τους χρειαζόταν πια, η αστική τάξη πέταξε έξω από την κυβέρνηση τους κομμουνιστές υπουργούς. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος από την επίθεση των εργατών αποφεύχθηκε. Η εργατική τάξη μπήκε στη «σειρά», εντάχτηκε σε διάφορα συνδικάτα ανάλογα με τα χρώματα των κομμάτων και άρχισε έτσι η πάλη για ψήφους, η κοινοβουλευτική πάλη.
Μετά το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ο Τολιάττι και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διακήρυξαν δημόσια τις παλιές ρεβιζιονιστικές τους θέσεις. Όχι μόνο επιδοκίμασαν κάθε σήμα φιλελευθερισμού που έρχονταν από τη Μόσχα, αλλά και υπερπηδούσαν και τα στάδια, βάζοντας σε δύσκολες θέσεις και τους ίδιους τους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές, τους οποίους το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να τους προβληματίζει.
Στους τολιαττικούς άρεσε η ρεβιζιονιστική γραμμή της «αποσταλινοποίησης», επικρότησαν τους χρουστσιοφικούς που σπίλωσαν τον Στάλιν και τον μπολσεβικισμό, επικρότησαν τη χρουστσιοφική γραμμή της συντριβής των σοσιαλιστικών βάσεων του σοβιετικού κράτους, στάθηκαν υπέρ των ρεβιζιονιστικών μεταρρυθμίσεων και του ανοίγματος προς τα καπιταλιστικά κράτη, προπαντός προς τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ως ρεβιζιονιστές, οι τολιαττικοί ήταν απόλυτα της ίδιας γνώμης με τους χρουστσιοφικούς για την ειρηνική συνύπαρξη και για την προσέγγιση με τον ιμπεριαλισμό. Αυτό ήταν το παλιό τους όνειρο της συνεργασίας με την αστική τάξη, τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνή κλίμακα.
Στο δρόμο που μπήκε το χρουστσιοφικό ρεβιζιονιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση, χρειαζόταν την ενότητα και τη φιλία με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, χρειαζόταν τη συμπαράσταση, προπαντός των δύο ρεβιζιονιστικών κομμάτων της Δύσης, του γαλλικού και του ιταλικού, που ήταν δύο μεγάλα κόμματα και με κάποιο διεθνές κύρος. Γι' αυτό το λόγο οι «εύνοιες» που οι χρουστιοφικοί έδειχναν απέναντι σ' αυτά τα δύο κόμματα ήταν φανερές και μαζί με τις «εύνοιες» έρχονταν και οι μεγάλες χρηματοδοτήσεις στα κρυφά.
Όπως οι χρουστσιοφικοί έσπευσαν να μετατρέψουν τη Σοβιετική Ένωση σε χώρα καπιταλιστική, έτσι και οι τολιαττικοί έσπευσαν να συσσωματωθούν στο ιταλικό καπιταλιστικό καθεστώς. Στην εισήγηση με εντυπωσιακό τίτλο «Ο ιταλικός δρόμος προς το σοσιαλισμό», που εκφώνησε στη σύσκεψη της ΚΕ του ιταλικού ΚΚ, τον Ιούνη του 1956, ο Παλμίρο Τολιάττι παρουσίαζε μια σειρά θέσεις, τόσο πολύ αντικομμουνιστικές, που ο Χρουστσιόφ αναγκάστηκε να του πει να είναι πιο συγκρατημένος και να μην ξεπερνάει τόσο γρήγορα τα όρια.
Ο Τολιάττι έθεσε τότε το ζήτημα της ολοκλήρωσης του σοσιαλισμού στον καπιταλισμό, καθώς και τη θέση της άρνησης του ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος ως μοναδικού και απαραίτητου ηγέτη του αγώνα του προλεταριάτου για σοσιαλισμό. Είπε ότι η ώθηση προς το σοσιαλισμό μπορεί να επιτευχθεί και εκεί όπου δεν υπάρχει κομμουνιστικό κόμμα. Οι θέσεις αυτές συνταυτίζονταν απόλυτα με τις θέσεις των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που οι ιταλοί ρεβιζιονιστές φάνηκαν φλογεροί υποστηριχτές της αποκατάστασης των γιουγκοσλάβων ρεβιζιονιστών. Ο ίδιος ο Τολιάττι σηκώθηκε και πήγε στη Γιουγκοσλαβία να υποκλιθεί στον Τίτο και να τον βοηθήσει να γίνει «δεχτός» στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Τολιάττι αντιτάχτηκαν στο να είναι η Μόσχα «μοναδικό κέντρο του διεθνούς κομμουνισμού». Κήρυσσαν τον «πολυκεντρισμό», που επεδίωκε τη δημιουργία ενός νέου ρεβιζιονιστικού συνασπισμού με επικεφαλής το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ο οποίος, αντιπαράτασσα μένος στο σοβιετικό ρεβιζιονιστικό συνασπισμό, θα αύξαινε το κύρος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στα μάτια της ιταλικής και παγκόσμια αστικής τάξης. Ο Τολιάττι νόμιζε ότι έτσι θα αποκτούσε την εμπιστοσύνη του ιταλικού μονοπωλιακού κεφαλαίου και θα έμπαινε στο χορό του. Ο Χρουστσιόφ είδε τον κίνδυνο της απόσπασης από την κηδεμονία της Μόσχας των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, τόσο των κομμάτων των χωρών που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, όσο και των χωρών που δεν συμμετείχαν σ' αυτό το σύμφωνο, γι' αυτό προσπάθησε να διαφυλάξει την «ενότητα». Αλλά ο τολιαττικός «πολυκεντρισμός» και η χρουστσιοφική «ενότητα» ήταν αντίθετα και εξωπραγματικά. Ο ρεβιζιονισμός φέρει τη διάσπαση και όχι την ενότητα.
Το τωρινό ρεβιζιονιστικό κόμμα του Τολιάττι, του Λόγκο και του Μπερλίνγκουερ πέρασε μέσα από σκοτεινούς και άδηλους δρόμους. Η γραμμή και οι θέσεις του ήταν βαθιά εμποτισμένες από διανοητιστικές και σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις. Ο ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Παλμίρο Τολιάττι, εκδήλωνε σε τρόπο κρεσέντο αυτές τις απόψεις ώσπου έφθασε στη διαβόητη «διαθήκη» του που την έγραψε λίγο πριν πεθάνει στη Γιάλτα. Η «διαθήκη» αυτή αποτελεί τον κώδικα του ιταλικού ρεβιζιονισμού, στον οποίο έχουν γενικά τη βάση τους και οι σημερινές απόψεις του ευρωκομμουνισμού.
Μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚ της ΣΕ, ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός βρήκε και στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα περιβάλλον κατάλληλο για τη διάδοση του. Στην ηγεσία αυτού του κόμματος η ιδέα του κοινοβουλευτισμού, η ιδέα των «συμμαχιών» με τη σοσιαλδημοκρατία και με την αστική τάξη, η ιδέα της πάλης για μεταρρυθμίσεις ήταν από καιρό ριζωμένες. Αυτές οι ιδέες δεν διακηρύσσονταν ανοιχτά όπως τώρα, δηλαδή δεν ανάγονταν σε θεωρία. Την εναντίωση όμως και τον αγώνα κατά του φασισμού, την πάλη για τη διαφύλαξη και την ανάπτυξη της δημοκρατίας, για τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων, όλες αυτές τις κατ' αρχήν σωστές ενέργειες, σωστές και σαν τακτική, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν τις συνέδεσε με τον τελικό σκοπό, με τη σοσιαλιστική προοπτική. Για την ηγεσία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος η προοπτική αυτή ήταν σκοτεινή ή κάτι που γινόταν αποδεχτό σαν θεωρία, αλλά που νόμιζε ότι ήταν απραγματοποίητο στις συνθήκες της Γαλλίας.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως είπαμε, απέφυγε τη μετατροπή του αγώνα για εθνική απελευθέρωση σε λαϊκή επανάσταση, απέφυγε τον ένοπλο αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Η εργατική τάξη και το κόμμα της έχυσαν αίμα, αλλά για ποιον; Στην πραγματικότητα για τη γαλλική αστική τάξη και τους άγγλο - αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Πώς να τον χαρακτηρίσεις αυτό το δρόμο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος; Χωρίς το γάντι: προδοσία απέναντι στην επανάσταση· με το γάντι: οπορτουνιστική, φιλελευθεριστική γραμμή. Η αλήθεια είναι ότι το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπόρεσαν να το εξαλείψουν ούτε οι γερμανοί κατακτητές και ούτε η αντίδραση, αλλά συνέβηκε το αρνητικό φαινόμενο ώστε με την απελευθέρωση της χώρας οι παρτιζάνικες δυνάμεις, που καθοδηγούνταν από το κόμμα, αφοπλίστηκαν από την αστική τάξη ή, για να ακριβολογούμε, η ίδια η ηγεσία του κόμματος πήρε την απόφαση να «αφοπλιστούν», μια και «η πατρίδα απελευθερώθηκε».
Με την απελευθέρωση της χώρας η αστική τάξη ξαναπήρε την εξουσία, ενώ οι κομμουνιστές έμειναν πέρα από το σοφρά. Προετοιμάστηκε το έδαφος για τον Ντε Γκωλ, ο οποίος διακηρύχθηκε ως σωτήρας του γαλλικού λαού. Για να αποφύγει την αντίσταση και τις απεργίες των απογοητευμένων και αγανακτισμένων εργατών, ο Ντε Γκωλ κάλεσε στην κυβέρνηση το Μορίς Τορέζ και κάνα δυο άλλους κομμουνιστές. Αυτή τη θέση που η αστική τάξη του παραχώρησε κάπου σε μια άκρη του τραπεζιού, το κομμουνιστικό κόμμα την πλήρωσε με το να τηρεί στάσεις που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα και με τη θέληση της γαλλικής εργατικής τάξης.
Το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Μεθυσμένοι από την επιτυχία που σημείωσαν στις εκλογές της 10 Νοέμβρη 1946, οπόταν οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία των θέσεων στην Εθνοσυνέλευση, οι ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος μπήκαν ακόμα πιο βαθιά στο δρόμο του ρεφορμισμού. Αυτή ακριβώς την εποχή ο Μορίς Τορέζ έδωσε συνέντευξη στον ανταποκριτή της αγγλικής εφημερίδας «Τimes», όπου έλεγε ότι η ανάπτυξη των δημοκρατικών δυνάμεων στον κόσμο και η εξασθένηση της καπιταλιστικής αστικής τάξης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάνουν να προβλέπουμε για τη Γαλλία «... άλλους δρόμους προς το σοσιαλισμό, διαφορετικούς από το δρόμο που ακολούθησαν πριν τριάντα χρόνια οι Ρώσοι κομμουνιστές... Πάντως, ο δρόμος θα είναι διαφορετικός για την κάθε χώρα»(M.Thorez, Fils du peuple, Paris, 1960, p.234).
Ο δρόμος αυτός προς το σοσιαλισμό, για τον οποίο μιλούσε τότε ο Τορέζ, δεν ήταν ίσως ακριβώς ο χρουστσιοφικός δρόμος, η χάραξη του οποίου έγινε αργότερα. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, οι «άλλοι δρόμοι» που αναζητούσε τότε ο Τορέζ, δεν ήταν οι δρόμοι της επανάστασης.
Η γαλλική αστική τάξη και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν άφησαν το Τορέζ και την ηγεσία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος να ζήσουν και πολύ με τα όνειρα του κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Δεν πέρασε πολύς καιρός και με ένα απλό διάταγμα του τότε σοσιαλιστή πρωθυπουργού, Ραμαντιέ, πέταξαν τους κομμουνιστές έξω από την κυβέρνηση.
Στη σύσκεψη του Οκτώβρη του 1947, η Κεντρική Επιτροπή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναγκάστηκε να κάνει αυτοκριτική για τις τότε εσφαλμένες θέσεις και ενέργειες της, για τη μη ορθή εκτίμηση των καταστάσεων, του συσχετισμού των δυνάμεων, της πολιτικής του σοσιαλιστικού κόμματος κ.λπ.
Ετσι, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αρχίζοντας από τα τέλη του 1947, άρχισε να βλέπει πιο σωστά μερικά ζητήματα. Ξεσήκωσε την εργατική τάξη σε σημαντικούς ταξικούς αγώνες και σε μεγάλες απεργίες, που είχαν και έντονο πολιτικό χαρακτήρα, όπως ήταν οι απεργίες της περιόδου 1947 - 1948, που κατατρόμαξαν τη γαλλική αστική τάξη. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εκείνη την εποχή αγωνίστηκε ενάντια στη στρατιωτικοποίηση της Γαλλίας και ενάντια στη φιλοπόλεμη πολιτική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Εναντιώθηκε στην εγκατάσταση των αμερικάνικων βάσεων στη Γαλλία και ξεσηκώθηκε ενάντια στους νέους αποικιακούς πολέμους του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Το κόμμα έκανε έκκληση στην εργατική τάξη να αντισταθεί στον αποικιακό πόλεμο στο Βιετνάμ, όχι μόνο με προπαγάνδα, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες.
Σ' αυτό τον αγώνα η γαλλική εργατική τάξη ανέδειξε από τις γραμμές της ήρωες και ηρωίδες όπως η Ραϊμόντ Ντιεν, η οποία ξάπλωσε πάνω στις σιδηροτροχιές, για να μη περάσει το τραίνο που ήταν φορτωμένο με όπλα για το Βιετνάμ.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε ενεργό μέρος στη διάσκεψη του Πληροφοριακού Γραφείου, που εξέτασε την κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας. Καταδίκασε και ξεσκέπασε αυστηρά την προδοσία του Τίτο και της ομάδας του.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Στάλιν και τον ερχομό στην εξουσία του Χρουστσιόφ, φάνηκαν και πάλι ταλαντεύσεις και παρεκκλίσεις στη γραμμή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και στις στάσεις των ηγετών του. Οι ταλαντεύσεις αυτές εμφανίστηκαν από το 1954 στις στάσεις προς τον απελευθερωτικό αγώνα του αλγερινού λαού.
Τι έκανε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για να βοηθήσει αυτό τον αγώνα; Διεξήγαγε μόνο προπαγανδιστική εκστρατεία και τίποτε παραπάνω. Ήταν χρέος του να δείξει με έργα το διεθνισμό απέναντι στον απελευθερωτικό αγώνα του αλγερινού λαού, γιατί έτσι θα αγωνιζόταν και γι' αυτή την ελευθερία του γαλλικού λαού. Δεν ενήργησε έτσι, επειδή έκλινε προς θέσεις οπορτουνιστικές και εθνικιστικές. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το πάει και πιο πέρα. Παρεμπόδισε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλγερίας να μπει στον αγώνα. Τα γεγονότα μαρτυρούν ότι, όταν η Αλγερία είχε τυλιχθεί από τη φλόγα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, οι αλγερινοί κομμουνιστές κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια, ενώ ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Λάρβυ Μπουχαλί, έκανε χιονοδρομία και έσπαζε το πόδι του στα βουνά Τάτρα της Τσεχοσλοβακίας.
Όταν ο Χρουστσιόφ και οι χρουστσιοφικοί άρχισαν τη δράση τους για την κατάληψη της εξουσίας και τον καπιταλιστικό εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης, όταν στο 20ο Συνέδριο εξαπέλυσαν την επίθεση τους ενάντια στο Στάλιν, φάνηκε ότι το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν γενικά σε αντίθεση με τον χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό και με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Προφανώς, ο Τορέζ και η ηγεσία αυτού του κόμματος έβλεπαν με δυσπιστία τις αλλαγές που συνέβαιναν στη Σοβιετική Ένωση.
Αυτό παρατηρήθηκε στις στάσεις τους προς το ζήτημα του Στάλιν, όταν δεν ενώθηκαν με τις συκοφαντίες του Χρουστσιόφ φάνηκε την εποχή των γεγονότων στην Πολωνία και την Ουγγαρία το 1956, όταν πήραν γενικά σωστές θέσεις.
Αφού όμως ο Χρουστσιόφ και η ομάδα του ξέκαμε το Μολότοφ, τον Μαλένκοφ, τον Καγκάνοβιτς και άλλους, αφού εδραίωσε τις θέσεις του στο κόμμα και το κράτος και αποχαλινώθηκε, φάνηκε ότι η ηγεσία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Τορέζ, ταλαντεύτηκε. Από τις αντιχρουστσιοφικές θέσεις της, λίγο λίγο και από υποχώρηση σε υποχώρηση, πέρασε στις θέσεις του Χρουστσιόφ. ' Ηταν μήπως κάτι το τυχαίο, ή ήταν μήπως κάποιο παραπάτημα του Τορέζ; Ήταν μήπως κάποια υποχώρηση του, του Ντυκλό και των άλλων ηγετών μπροστά στις πιέσεις, στους επαίνους και τις κολακείες του Χρουστσιόφ και των άλλων πραξικοπηματικών μεθόδων του; Ασφαλώς, αυτές οι μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν και επέδρασαν στο πέρασμα και μετά στην ασταμάτητη πορεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προς το ρεβιζιονισμό. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Τα πραγματικά αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο ίδιο το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στις προηγούμενες θέσεις του, στην εσωκομματική δομή και οργάνωση, στη σύνθεση του και στον εξωτερικό περίγυρο, που άσκησε την πίεση του σ' αυτό το κόμμα.
Η πορεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προς το ρεβιζιονισμό δεν έγινε μέσα σε μια μέρα. Η ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα μέσα σε σχετικά μακρά περίοδο. Στις ρεβιζιονιστικές θέσεις το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το έφερε ο ρεφορμιστικός και κοινοβουλευτικός δρόμος, ο δρόμος του «απλωμένου χεριού» του Τορέζ, η λατρεία και οι υποχωρήσεις του απέναντι σε μερικούς διανοούμενους, από τους οποίους ένα μέρος, αφού πρόδωσαν, διαγράφηκαν από το κόμμα· άλλοι έμειναν μέσα στο κόμμα και ανέπτυσσαν την ηττοπάθεια, διαδίδοντας καθελογής θεωρίες, που διαστρέβλωναν το μαρξισμό - λενινισμό. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έζησε περικυκλωμένο από αστικό, ρεβιζιονιστικό, τροτσκιστικό, αναρχικό πολιτικό - ιδεολογικό περίγυρο που χτυπούσε αδιάκοπα τα τείχη του, τα τρυπούσε και προκαλούσε στο κόμμα μεγάλες ζημιές.
Τα μεγάλα διεθνή γεγονότα δημιούργησαν επίσης κλονισμούς στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η έκδοση της μυστικής έκθεσης του Χρουστσιόφ κατά του Στάλιν, που την εκμεταλλεύτηκαν όλη η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια αστική τάξη, προκάλεσε ταραχές και στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η θέση που πήρε αυτό το κόμμα απέναντι στα γεγονότα στην Ουγγαρία και την Πολωνία προσέκρουσε στην αυστηρή εναντίωση της μεγάλης και της μεσαίας γαλλικής αστικής τάξης, των φιλελεύθερων διανοουμένων, καθώς και των οπορτουνιστών έξω, αλλά και μέσα στο κόμμα.
Τα γεγονότα που συνέβηκαν στη Γαλλία σχετικά με τον πόλεμο στην Αλγερία έκαναν επίσης δυνατό ώστε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα να βγουν στην επιφάνεια και να επικρατήσουν οι παλιές οπορτουνιστικές απόψεις και θέσεις.
Όλοι μαζί αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, γνωστό κάποτε σαν ένα από τα κόμματα με μεγαλύτερο κύρος, να μετατραπεί σε κόμμα ρεβιζιονιστικό, ρεφορμιστικό, σοσιαλδημοκρατικό. Με ένα λόγο, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ξαναγύρισε στις αλλοτινές θέσεις του παλιού σοσιαλιστικού κόμματος, από το οποίο είχε αποσπαστεί, το 1920, στο Συνέδριο της Τουρ.
Το πιο παθιασμένο μεταξύ των ρεβιζιονιστικών κομμάτων που βγήκαν με τη σημαία του ευρωκομμουνισμού είναι το κόμμα του Καρρίγιο. Πώς έγινε που το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας, ένα κόμμα που διακρίθηκε για αποφασιστικές στάσεις την εποχή του Λαϊκού Μετώπου και του εμφύλιου πολέμου, να ενωθεί με τους χρουστσιοφικούς και να φθάσει σε κατάσταση διαφθοράς, εκφυλισμού και προδοσίας, στην οποία βρίσκεται σήμερα; Οι αλλαγές δεν έγιναν και δεν μπορούσαν να γίνουν διαμιάς, χωρίς μακρά διαδικασία κατάπτωσης και εκφυλισμού στις γραμμές του ισπανικού κόμματος και προπαντός στην ηγεσία του.
Τα πρώτα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και η ίδια η πλειοψηφία των μελών του βρίσκονταν στη Γαλλία, όπου ζούσαν σε κατάσταση κάποιας νομιμότητας. Και η ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση ήταν εξόριστη. Ήταν η εποχή που στις χώρες όπως τη Γαλλία και Ιταλία, οι κομμουνιστές συμμετείχαν ακόμη στην κυβέρνηση. Οι ισπανοί κομμουνιστές άρχισαν να δρουν κι αυτοί όπως οι γάλλοι και οι ιταλοί σύντροφοι τους. Το 1946 στο Παρίσι ανασχηματίστηκε η εξόριστη ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας έστειλε ως δικό της εκπρόσωπο σ' αυτή την κυβέρνηση τον Σαντιάγκο Καρρίγιο.
Όταν το Μάη του 1947 στη Γαλλία και την Ιταλία πέταξαν έξω από την κυβέρνηση τους κομμουνιστές υπουργούς, η κατάσταση άρχισε να γίνεται δύσκολη και για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, για τα στελέχη και τους μαχητές του. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι ισπανοί κομμουνιστές διώχθηκαν από την εξόριστη κυβέρνηση. Ξανάρχισαν και πάλι τα μέτρα εναντίον τους, οι αστυνομικές διώξεις, οι συλλήψεις. Οι παρεισδύσεις της γαλλικής και της φρανκικής αστυνομίας στις γραμμές των ισπανών κομμουνιστών και δημοκρατών έγιναν πιο έντονες.
Η παραμονή των κομματικών ηγετών και στελεχών στη Γαλλία και η δράση τους εκεί γινόταν όλο και πιο δύσκολη, γι αυτό και πήραν δρόμο για την Πράγα, το Ανατολικό Βερολίνο και τις άλλες χώρες της λαϊκής δημοκρατίας. Η έξοδος τους προς αυτές τις χώρες συνέπεσε κάπως με την εποχή όταν στη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια το χρουστσιοφικό ρεβιζιονιστικό απόβρασμα.
Οι συνεδριάσεις του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος άρχισαν να γίνονται πολύ μακριά από την Ισπανία. Εκείνοι οι κομμουνιστές που είχαν γνωρίσει τη σκληρότητα του εμφύλιου πολέμου και της παράνομης ζωής στην Ισπανία, τις δυσκολίες και τις στερήσεις της εξόριστης ζωής στη Γαλλία, άρχισαν να απολαμβάνουν την πολυτέλεια και την άνεση των κάστρων της Βοημίας και της Γερμανίας, να εξοικειώνονται στις κολακείες, τους επαίνους, αλλά και τις διάφορες πιέσεις των χρουστσιοφικών ρεβιζιονιστών, των απαράτσικων [Υπάλληλοι του κομματικού μηχανισμού] και των πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών. Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας έγινε από τις πιο πειθήνιες και τυφλό όργανο του Νικήτα Χρουστσιόφ και των ανθρώπων της ομάδας του.
Το 1954 συνήλθε το 5ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας. Σ' αυτό το συνέδριο εμφανίστη καν τα πρώτα στοιχεία του ειρηνιστικού πνεύματος και της ταξικής συμφιλίωσης, που λίγο αργότερα θα αποτελούσε την πλατφόρμα του ισπανικού ρεβιζιονισμού και που θα έβρισκε την πιο τέλεια έκφραση του στο υπερρεβιζιονιστικό και προδοτικό έργο του Καρρίγιο.
Υιοθετώντας τον χρουστσιοφικό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό με ειρηνικό τρόπο, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, τον Ιούνη του 1956, με την ευκαιρία της 20ης επετείου από τον εμφύλιο πόλεμο, βγήκε με ένα ντοκουμέντο στο οποίο διατυπώνονταν η πολιτική της «εθνικής συμφιλίωσης». Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας εκφραζόταν υπέρ μιας συμφωνίας μεταξύ εκείνων των δυνάμεων που πριν 20 χρόνια βρίσκονταν σε αντίπαλες παρατάξεις και η μια πολεμούσε την άλλη. «Μια πολιτική εκδίκησης, αναφερόταν στη δήλωση, δεν θα εξυπηρετούσε τη χώρα... να βγει από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η Ισπανία έχει ανάγκη για ειρήνη και συμφιλίωση ανάμεσα στους γιους της...» (C.Colombo. Storia del Partito Comunista Spagnolo, Milano, 1972, p.186-187)
Η εποχή των αποφασιστικών θέσεων των ισπανών κομμουνιστών ενάντια στη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα [Το φασιστικό δικτατορικό καθεστώς του Πρίμο ντε Ριβέρα κυριάρχησε στην Ισπανία την περίοδο 1923 – 1930] και στο «προνουντσιαμέντο» των στρατηγών, θέσεις που είχαν αυξήσει την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος στις μάζες και το είχαν δυναμώσει και σφυρηλατήσει, είχε δύσει πια. Είχε έρθει τώρα η εποχή της γραμμής του πιο χυδαίου οπορτουνισμού, των κολακειών και της δουλοπρέπειας απέναντι στην αστική τάξη και τα κόμματα της, απέναντι στην καθολική εκκλησία και τον ισπανικό στρατό, γραμμή αυτή που θα έβαζε το κόμμα της Ντολόρες Ιμπαρρούρι και του Καρρίγιο στην ίδια μοίρα με τα καθεαυτού σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Εμείς δεν γνωρίζαμε τις εσωτερικές οπισθοδρομικές εξελίξεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, αλλά στη Διάσκεψη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στη Μόσχα, το Νοέμβρη του 1960, όταν το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας ξεσκέπασε ανοιχτά το σύγχρονο ρεβιζιονισμό και ιδιαίτερα το σοβιετικό ρεβιζιονισμό, με επικεφαλής τον προδότη και αποστάτη του μαρξισμού - λενινισμού, Χρουστσιόφ, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας και προσωπικά η Ιμπαρρούρι μας επιτέθηκαν με τον πιο πρόστυχο τρόπο.
Έτσι, όταν επρόκειτο για την προάσπιση του μαρξισμού - λενινισμού, οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας επιτέθηκαν άγρια ενάντια στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας και υποστήριξαν το Χρουστσιόφ και την ομάδα προδοτών του μαρξισμού - λενινισμού. Ο καιρός απέδειξε ότι το Κόμμα μας Εργασίας ήταν σε σωστό δρόμο, στο μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, με επικεφαλής την Ιμπαρρούρι, είχε απόλυτα καταταχτεί στο στρατόπεδο των αποστατών και των εχθρών του κομμουνισμού.
Μετά το 1960 στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας γεννήθηκαν έριδες και μεγάλες διαφωνίες, που οδήγησαν στη διάσπαση του κόμματος. Σαν αποτέλεσμα δημιουργήθηκαν δύο ρεβιζιονιστικές, αντι-μαρξιστικές φράξιες; η μια φιλοσοβιετική, με επικεφαλής τονΛίστερ, και η άλλη που ήθελε να ήταν ανεξάρτητη από τη Μόσχα για να υιοθετήσει τη δική της γραμμή που αργότερα πήρε το όνομα ευρωκομμουνισμός. Επικεφαλής της δεύτερης φράξιας ήταν η Ιμπαρρούρι και ο Καρρίγιο.
Η γραμμή του Καρρίγιο ταίριαζε όλο και πιο πολύ με τη γραμμή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και με τη γραμμή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ταίριαζε επίσης και με τη γραμμή της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Άρχισε έτσι ανάμεσα στον τιτοϊσμό, στο ιταλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα, στο γαλλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα και το ισπανικό ρεβιζιονιστικό κόμμα της Ιμπαρρούρι να αποκρυσταλλώνεται μια ενότητα, όχι ακόμα με οριστικό σχήμα.
Την εποχή που διαμορφωνόταν αυτή η παράταξη των ρεβιζιονιστών της Δυτικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου σ' αυτή και του Τίτο, η οποία επεδίωκε να αποσπαστεί από τη Μόσχα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ υποδέχτηκε στο Πεκίνο τον Καρρίγιο και είχε μαζί του εγκάρδιες και εμπιστευτικές συνομιλίες. Δεν ανακοινώθηκε ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των συνομιλιών, αλλά ο καιρός αποδείχνει κιόλας ότι οι κινέζοι ρεβιζιονιστές και οι ισπανοί ρεβιζιονιστές έχουν μεταξύ τους πολλά κοινά. Γι' αυτό και οι επίσημοι, ανοιχτοί δεσμοί μεταξύ του κινέζικου ρεβιζιονιστικού κόμματος και του ισπανικού ρεβιζιονιστικού κόμματος δε θα αργήσουν να αποκατασταθούν.
Τους πολιτικούς προσανατολισμούς του ιταλικού και του γαλλικού ρεβιζιονιστικού κόμματος, τις επιδιώξεις, τη στρατηγική και την τακτική τους για την αποκατάσταση μιας στενής συνεργασίας με την αντιδραστική μπουρζουαζία και με το αστικό καπιταλιστικό κράτος, υιοθέτησε και ο Καρρίγιο. Ωστόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας δεν είχε ακόμα το καταστατικό νόμιμου κόμματος. Γι αυτό το λόγο κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να νομιμοποιηθεί μέσα στην Ισπανία και κάτω από το καθεστώς του Φράνκο. Ο φρανκισμός και ο Φράνκο δεν επέτρεψαν τέτοιο πράγμα. Μετά το θάνατο του Φράνκο, με τον ερχομό στην εξουσία του βασιλιά Χουάν, ο Καρρίγιο σημείωσε ορισμένα αποτελέσματα στην κατεύθυνση της νομιμοποίησης του κόμματος. Γι' αυτή όμως τη νομιμοποίηση, χρειάστηκε να κάνει δηλώσεις και υποχωρήσεις αρχών τόσο μεγάλες που ούτε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα επέτρεψαν στον εαυτό τους μπροστά στην καπιταλιστική αστική τάξη των χωρών τους. Ο Καρρίγιο για να μπει στην Ισπανία και να νομιμοποιήσει το κόμμα, δέχτηκε να αναγνωρίσει το καθεστώς του βασιλιά Χουάν Κάρλος, και έφθασε μάλιστα στο σημείο και να το επαινέσει, να το χαρακτηρίσει «δημοκρατικό», δέχτηκε τη μοναρχία και τη σημαία της. Μετά απ' αυτή την υποταγή, οι μοναρχικοί του έδωσαν υπογραφή εν λευκώ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας νομιμοποιήθηκε. Ο Καρρίγιο και η Ιμπαρρούρι επέστρεψαν στην Ισπανία μαζί με όλη τη στρούγκα των ισπανών προδοτών.
Οι ρεβιζιονιστές αρχηγοί, μόλις επέστρεψαν στη Μαδρίτη, αρνήθηκαν ανοιχτά τη Δημοκρατία και δήλωσαν ότι ο Πόλεμος της Ισπανίας αφορά τώρα την ιστορία. Ο συνασπισμός με τα άλλα αστικά κόμματα και η πάλη για συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας διακηρύχθηκαν σαν θεμέλιο της γραμμής τους. Στις διάφορες εκλογές που έγιναν στην Ισπανία, το κόμμα του Καρρίγιο δεν κέρδισε περισσότερο από 9 περίπου τα εκατό ψήφους και ανέδειξε μερικούς βουλευτές στο κοινοβούλιο. Αυτό ο Καρρίγιο το χαρακτήρισε σαν «μεγάλη δημοκρατική νίκη που θα αλλάξει το πρόσωπο της Ισπανίας». Στην πραγματικότητα όμως οι ισπανοί ρεβιζιονιστές δεν πρόκειται ποτέ να βγάλουν με άσπρο πρόσωπο την Ισπανία, γιατί η Ιμπαρρούρι και ο Καρρίγιο με τους συντρόφους τους έχουν στα χέρια τους σαπούνι από πίσσα, σαπούνι κατάμαυρο. Πέταξαν πέρα την κόκκινη σημαία της επανάστασης και πάτησαν εντελώς αδιάντροπα πάνω στο αίμα των δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ηρώων του Πολέμου της Ισπανίας.
Σημαντικό ρόλο στον ρεφορμιστικό και οπορτουνιστικό μετασχηματισμό των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης έπαιξε και η γραμμή που καθιέρωσε η σοβιετική ρεβιζιονιστική ηγεσία στις σχέσεις μ' αυτά τα κόμματα. Σκοπός των χρουστσιοφικών ρεβιζιονιστών της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να υποχρεώσει τα ρεβιζιονιστικά κόμματα των διάφορων χωρών να τους ακολουθήσουν στην πολιτική τους για την εγκαθίδρυση της σοσιαλιμπεριαλιστικής ηγεμονίας σε όλο τον κόσμο. Ζητούσαν απ' αυτά τα κόμματα να γίνουν βοηθοί τους στη σατανική ενέργεια που ανέλαβαν.
Φυσικά, οι ηγεμονιστικές και επεκτατικές βλέψεις των σοβιετικών σοσιαλιμπεριαλιστών δεν μπορούσαν να αρέσουν στους αμερικάνους ιμπεριαλιστές και στους συμμάχους τους. Αλλά και τα ρεβιζιονιστικά κόμματα των διάφορων χωρών δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με τη σοβιετική πολιτική. Ωθούμενα και από την αστική τάξη των χωρών τους, άρχισαν όλο και πιο ανοιχτά να αναπτύσσουν δράση χωριστή και ανεξάρτητη από το ρεβιζιονιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, πού πολύ και πού ολίγο, ξεσηκώθηκαν το ένα μετά το άλλο ενάντια στη σοβιετική χρουστσιοφική ηγεμονία, αμολώντας ταυτόχρονα νέες αντιμαρξιστικές θεωρητικολογίες. Πιο ολοκληρωμένες και πιο κραυγαλέες έγιναν πολύ σύντομα οι «θεωρίες» των μεγάλων ρεβιζιονιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης που πήραν το όνομα ευρωκομμουνισμός. Όπως ο τιτοϊκός και ο χρουστσιοφικός ρεβιζιονισμός, έτσι και ο ευρωκομμουνισμός, από την εμφάνιση του κιόλας στο προσκήνιο άρχισε τη μετωπική πάλη κατά του μαρξισμού - λενινισμού, με την επιδίωξη να αναθεωρήσει και να δυσφημίσει στα μάτια των εργαζομένων τις βασικές αρχές του.
Από τον ρεβιζιονιστικό οπορτουνισμό στον αστικό αντικομμουνισμό
Ο ευρωκομμουνισμός είναι μια παραλλαγή του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, ένα συνονθύλευμα ψευδοθεωριών που αντιτίθενται στο μαρξισμό - λενινισμό. Σκοπός του είναι να εμποδίσει την επιστημονική θεωρία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν να σταθεί όπλο ισχυρό και αλάνθαστο στα χέρια της εργατικής τάξης και των πραγματικών μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων για την εκ θεμελίων συντριβή του καπιταλισμού, της βάσης και του εποικοδομήματος του, για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου και την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές έχουν προσδιορίσει τον ευρωκομμουνισμό σαν «τρίτο δρόμο, διαφορετικό απ’ αυτόν της πείρας των σοσιαλδημοκρατιών και της πείρας που συγκεντρώθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες». Αυτός ο «τρίτος δρόμος», όπως αναφέρεται στις θέσεις του 15ου Συνεδρίου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, παρουσιάζεται σαν «λύση που ταιριάζει στις εθνικές ιδιαιτερότητες και στις συνθήκες της σημερινής εποχής, στα ουσιώδη γνωρίσματα και αιτήματα που είναι κοινά για τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες, όπως είναι σήμερα οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι οποίες στηρίζονται στους δημοκρατικό - κοινοβουλευτικούς θεσμούς»(La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.8-9)
Συνεπώς αυτός ο «τρίτος δρόμος», αυτός ο λεγόμενος ευρωκομμουνισμός, όπως ομολογούν και οι ίδιοι οι ευρωκομμουνιστές, δεν έχει τίποτε το κοινό με τον επεξεργασμένο από το Μαρξ και το Λένιν πραγματικό επιστημονικό κομμουνισμό, που ενσαρκώθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στις άλλες κατοπινές σοσιαλιστικές επαναστάσεις και που επιβεβαιώθηκε από τον ταξικό αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου. Ορθά κοφτά, ο ευρωκομμουνισμός μπορεί να θεωρηθεί ευρωπαϊκός ρεβιζιονισμός υπ" αριθμόν τρία.
Τώρα τα κομμουνιστικά κόμματα Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας μόνο το όνομα έχουν κομμουνιστικό, γιατί και τα τρία κολυμπούν στα βρώμικα νερά της αστικής τάξης, την οποία υπηρετούν. Τα προγράμματα των ρεβιζιονιστικών κομμάτων των χωρών της Δύσης είναι προγράμματα καθαυτού ρεφορμιστικά, δε διαφέρουν καν από τα προγράμματα των αστικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που το ίδιο βιολί βαστάνε. Άλλωστε αυτά τα κόμματα είναι που εμπνέουν και τους ρεβιζιονιστές. Σκοπός τους δεν είναι η προλεταριακή επανάσταση και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, αλλά η δημιουργία στις πλατιές μάζες της άποψης ότι πρέπει να παραιτηθούν από την επανάσταση, η οποία, όπως λένε, είναι πια περιττή και ακατάλληλη, Μα τι πρέπει να γίνει, κατά τη γνώμη τους; «Να αλλάξουμε τη ζωή», «να αλλάξουμε τον τρόπο διαβίωσης», «να νοιαζόμαστε για τα εφήμερα ζητήματα», «να μην θίγουμε την τωρινή καπιταλιστική κοινωνία», «να κάνουμε μια πολιτιστική επανάσταση αντί μιας προλεταριακής επανάστασης», διακηρύσσουν μέρα και νύχτα αυτά τα αντιμαρξιστικά κόμματα. «Να ζήσουμε καλύτερα, να φυλάξουμε το μισθό αμείωτο, να έχουμε πληρωμένη άδεια, να έχουμε εγγυημένη τη θέση εργασίας», «τι άλλο θέλουμε;», λένε στους εργάτες. Το ιταλικό και το γαλλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα σχολιάζουν αυτά τα ζητήματα σε κάθε σύσκεψη, σε κάθε συνέδριο και μ' αυτά βαυκαλίζουν το προλεταριάτο και τους εργαζομένους για να πάρουν τις ψήφους τους.
Ο κλασσικός ρεβιζιονισμός σοσιαλδημοκρατικού τύπου μετατράπηκε σε σύγχρονο ρεβιζιονισμό. Οι θεωρίες του Μπερνστάιν και του Κάουτσκυ σε διάφορες μορφές, πότε ατόφιες και πότε τροποποιημένες, βρίσκονται στον ρεβιζιονιστή Μπράουντερ, βρίσκονται στον χρουστσιοφικό ρεβιζιονισμό, στον τιτοϊκό ρεβιζιονισμό, στο γαλλικό ρεβιζιονισμό και στον ιταλικό τολιαττικό ρεβιζιονισμό, στην αποκαλούμενη σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ και σε όλα τα ρεβιζιονιστικά ρεύματα. Αυτά τα αριθμητά αντιμαρξιστικά ρεύματα, που αναπτύσσονται στον σημερινό καπιταλιστικό - ρεβιζιονιστικό κόσμο, είναι η πέμπτη φάλαγγα στις γραμμές της παγκόσμιας επανάστασης για να παρατείνουν τη ζωή του διεθνούς καπιταλισμού πολεμώντας από τα μέσα την επανάσταση.
Η άρνηση του μαρξισμού - λενινισμού είναι ο στόχος που ήθελαν και θέλουν να πετύχουν ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός. Στο δρόμο αυτό τους βοηθάει τώρα ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός με όλα τα μέσα και τρόπους, απροκάλυπτα και συγκαλυμμένα, με καθελογής θεωρίες και με καθελογής φιλοσοφικά ψευδοεπιστημονικά συνθήματα.
Στο 22ο Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Μαρσέ δήλωσε ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα γίνει χωρίς ταξικό αγώνα και για να οικοδομηθεί δεν υπάρχει πια ανάγκη για δικτατορία του προλεταριάτου. Ομολογεί ότι στο «σοσιαλισμό» του θα υπάρχουν όχι μόνο διάφορα κόμματα, αλλά και κόμματα της αντίδρασης. Επομένως, όπως και για τον Μπρέζνιεφ και τον Τίτο, έτσι και για τον Μαρσέ, σε πολλές χώρες όπου κυριαρχεί το κεφάλαιο άρχισε από τώρα να οικοδομείται ο σοσιαλισμός, αρκεί στην πόρτα να βάλεις την ταμπέλα: «Χώρα σοσιαλιστική».
Με άλλα λόγια, εφόσον στο σοσιαλισμό πάνε όλοι αυθόρμητα, καθώς διακηρύσσουν οι ρεβιζιονιστές, τότε για το μαρξισμό - λενινισμό, σαν επιστήμη της επανάστασης και του σοσιαλισμού, κανένας δεν έχει ανάγκη, αυτός αφορά πιάτο παρελθόν, γι' αυτό και πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Οι διάφοροι ρεβιζιονιστές λένε ότι ο μαρξισμός - λενινισμός «απαρχαιώθηκε», ότι δεν είναι σε θέση να λύσει τα προβλήματα που βάζει η σημερινή ανεπτυγμένη κοινωνία, ότι δεν αρμόζει πια στο σύγχρονο πολιτισμό. Κατά τη γνώμη τους, η σημερινή κοινωνία αφομοίωσε ό,τι είχε να αφομοιώσει από τον μαρξισμό - λενινισμό και ο τελευταίος συγκαταλέγεται τώρα στις παλαιωμένες φιλοσοφίες, όπως τον καντισμό, το θετικισμό, τον μπερξονικό ιρρασιοναλισμό και άλλες ιδεαλιστικές φιλοσοφίες. Ο υπερρεβιζιονιστής Μιλοβάν Τζίλας γράφει απροκάλυπτα ότι ο μαρξισμός - λενινισμός, μια φιλοσοφία επεξεργασμένη τον 19ο αιώνα, δεν μπορεί να έχει πια καμιά αξία, τη στιγμή που η σημερινή επιστήμη είναι πολύ ανεπτυγμένη σε σύγκριση με την επιστήμη και τη φιλοσοφία του περασμένου αιώνα.
Βαδίζοντας σ' αυτό το δρόμο, αυτά τα δύο - τρία τελευταία χρόνια, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί ρεβιζιονιστές κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να διατυπώσουν θεωρητικά τις οπορτουνιστικές απόψεις και θέσεις τους, τον ευρωκομμουνισμό, όπως τον ονομάζουν, και να δώσουν σ' αυτές το χαρακτήρα μιας αλλιώτικης πολιτικής και ιδεολογικής διδασκαλίας, που εκπροσωπεί δήθεν μια «νέα ανάπτυξη του μαρξισμού», Στα πρόσφατα συνέδρια που έκαναν αυτά τα κόμματα και στα προγράμματα που υιοθέτησαν, ο ευρωκομμουνισμός προσέλαβε μορφή πληρέστερη και πιο καθοριστική. Τα τρία αυτά κόμματα παραιτήθηκαν επίσημα από τον μαρξισμό - λενινισμό. Για τους Γάλλους του Μαρσέ, που τη θεωρία του Μαρξ τη θεωρούν σαν «θεωρία με άγονες και δογματικές αντιλήψεις», σαν «κλειστό σύστημα με αμετάβλητους κανόνες», η καινούρια «θεωρία» που δημιούργησαν αυτοί έχει «την πηγή της, λένε, στα φιλοσοφικά και πολιτικά ρεύματα του έθνους μας»(Cahiers du Communisme, juin-juillet, 1979, p.392). Ευνόητο είναι ότι οι γάλλοι ρεβιζιονιστές δεν έχουν το λόγο για εκείνη την προοδευτική και επαναστατική φιλοσοφική συμβολή, την οποία ο Μαρξ συμπεριέλαβε κατά κριτικό τρόπο στο έργο του, αλλά ακριβώς για τις απόψεις εκείνες που ο ίδιος ξεσκέπασε και απέρριψε και που τώρα οι ρεβιζιονιστές τις υιοθετούν.
Η παραίτηση των ρεβιζιονιστών από κάθε αναφορά στο μαρξισμό -λενινισμό, στα καταστατικά, στα προγράμματα και σε άλλα δικά τους ντοκουμέντα δεν είναι μόνον τυπικού χαρακτήρα, που επικυρώνει όσα είχαν από καιρό εφαρμόσει στην πράξη. Η ενέργεια αυτή δεν εκπροσωπεί επίσης μόνο την εφαρμογή της θέλησης της αστικής τάξης, την απαίτηση της προς τα ρεβιζιονιστικά κόμματα να μην αναφέρουν πια «το φάντασμα του κομμουνισμού». Δεν είναι επίσης μόνον ενέργεια που εκφράζει και επίσημα το ανοιχτό πέρασμα του σύγχρονου ρεβιζιονισμού στις ιδεολογικές θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Το γεγονός ότι τα ρεβιζιονιστικά κόμματα παραιτήθηκαν και από την αναφορά στο μαρξισμό - λενινισμό, πράγμα που μέχρι σήμερα το χρησιμοποιούσαν σαν προσωπείο για να εξαπατήσουν τους εργαζόμενους, μαρτυρεί ότι άρχισαν να τον καταπολεμούν ανοιχτά από τις θέσεις του αστικού αντικομμουνισμού. Γεγονός είναι ότι στο ιδεολογικό πεδίο τη σημαία της καταπολέμησης του μαρξισμού - λενινισμού, του σοσιαλισμού και της επανάστασης σήμερα την κρατούν ακριβώς οι ευρωκομμουνιστές. Η διαφήμιση που κάνει ο ογκώδης αστικός Τύπος, τα τραστ των εκδόσεων, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση στα γραπτά, στα βιβλία, στις ομιλίες, στα συνέδρια των ρεβιζιονιστών είναι πράγματι εκπληκτική. Τέτοιες φυσιογνωμίες όπως ο Μπερλίνγκουερ, ο Μαρσέ, ακόμη και ο Καρρίγιο, έχουν μετατραπεί από τη μεγάλη μηχανή της προπαγάνδας σε πρόσωπα που ξεπερνούν όχι μόνο τα «αστέρια» του κινηματογράφου, αλλά και τους πάπες και τους προέδρους των μεγαλύτερων κρατών. Δημοσιογράφοι και συγγραφείς τους ακολουθούν σε κάθε βήμα και δεν αφήνουν ούτε λέξη να τους ξεφύγει χωρίς να τη δημοσιεύσουν στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και με τα μεγαλύτερα γράμματα.
Όλη αυτή η διαφήμιση, όλος αυτός ο θόρυβος μαρτυρεί τη μεγάλη χαρά της αστικής τάξης, η οποία βρήκε πρόθυμους υπηρέτες για να καταπολεμούν, έτσι να πούμε, από τα αριστερά τον κομμουνισμό, τη στιγμή που τα δικά τους όπλα του ανοιχτού αντικομμουνισμού είχαν σκουριάσει και σπάσει. Το κεφάλαιο, στις δύσκολες καταστάσεις που περνάει, τίποτε το καλύτερο και το αποτελεσματικότερο δεν μπορούσε να βρει από την υπηρεσία που του προσφέρουν οι ρεβιζιονιστές. Γι’ αυτό, είναι ευνόητο και δικαιολογημένο για την αστική τάξη να εξυμνεί τη δημαγωγία, τις απάτες, τις θεωρητικές καπηλείες και την πρακτική δράση των ρεβιζιονιστών, διά των οποίων ελίσσονται για να εξαπατήσουν και να αποπροσανατολίσουν τους εργαζομένους.
Η αστική αντίληψη της αστικής κοινωνίας
Οι ευρωκομμουνιστές προσπαθούν να δημιουργήσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας και των αντιθέσεων της, να την παρουσιάσουν σαν κοινωνία τόσο εξελιγμένη από την εποχή των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, που οι αναλύσεις και τα διδάγματα τους σχετικά μ' αυτή «είναι ξεπερασμένα και απέβηκαν ανώφελα».
Τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία τη βλέπουν σαν ενιαία και δεν ξεχωρίζουν πια την πόλωση της σε προλετάριους και αστούς, δε βλέπουν πια σαν βασική την αντίθεση μεταξύ των δύο αυτών τάξεων και κατά συνέπεια και την πάλη των τάξεων δεν την βλέπουν σαν κύρια κινητήρια δύναμη αυτής της κοινωνίας. Για τους ευρωκομμουνιστές υπάρχουν φυσικά ορισμένες αντιθέσεις που τις χαρακτηρίζουν αντιθέσεις της «ανάπτυξης», της «προόδου», της «ευημερίας», της «δημοκρατίας» κ.λπ., οι οποίες έχουν, λέει, αντικαταστήσει τις παλιές αντιθέσεις, ιδιαίτερα την αντίθεση μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, στην οποία βασίζεται η όλη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία για το ρόλο και την ιστορική αποστολή του προλεταριάτου, για την επανάσταση, τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό.
Σήμερα, λένε οι ευρωκομμουνιστές, δεν υπάρχει πια το προλεταριάτο της εποχής του Μαρξ και του Λένιν, οι τάξεις έχουν αλλάξει και δεν είναι πια αυτές που γνώριζαν και εξηγούσαν εκείνοι. Τώρα, λένε οι ευρωκομμουνιστές, και η αστική τάξη είναι συγχωνευμένη σαν τάξη, έχει μετατραπεί σε «εργαζόμενους» και όλος ο πλούτος είναι συγκεντρωμένος στα χέρια μιας μικρής καπιταλιστικής κλίκας, η οποία διατηρεί και προστατεύει αυτή την ιδιοκτησία. Ο Μαρσέ, λόγου χάρη, «ανακάλυψε» ότι αυτή που σήμερα στη Γαλλία «υπολογίζεται» σαν αστική τάξη, έχει περιοριστεί μόνο σε 25 χρηματιστικές και βιομηχανικές ομάδες, οι υπόλοιποι είναι «εργαζόμενοι». Κατά συνέπεια, τονίζουν οι ρεβιζιονιστές αποστάτες, το σημερινό καπιταλιστικό αστικό κράτος έχει αλλάξει, επειδή άλλαξε η ίδια η κοινωνία, άλλαξαν οι τάξεις. Γι' αυτό, κατά τη λογική τους, ο Μαρξ και ο Λένιν, που δεν έχουν γνωρίσει το σημερινό καπιταλιστικό κράτος, κράτος εντελώς διαφορετικό από αυτό της εποχής τους, πρόβλεπαν για το προλεταριάτο άλλο ρόλο, διαφορετικό από το σημερινό, άλλο τρόπο κατάληψης της εξουσίας από μέρους του προλεταριάτου, άλλο τρόπο αγώνα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Κατά τους ευρωκομμουνιστές, όλες οι τάξεις και τα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας και ιδιαίτερα οι διανοούμενοι έχουν ταυτιστεί με το προλεταριάτο. Για τους ευρωκομμουνιστές, με εξαίρεση μιας μικρής χούφτας καπιταλιστών, όλοι οι άλλοι, χωρίς διάκριση, ζητούν να αλλάξουν την κοινωνία, από αστική κοινωνία σε σοσιαλιστική κοινωνία. Και για να γίνει αυτή η αλλαγή, σύμφωνα με τους ευρωκομμουνιστές, πρέπει να ανασχηματιστεί η παλιά κοινωνία και όχι να ανατραπεί.
Συνεπώς, αυτοί φαντασιοκοπούν ότι η εξουσία πρέπει να καταληφθεί βαθμιαία με μεταρρυθμίσεις, με ανάπτυξη της κουλτούρας και με στενή συνεργασία όλων ανεξαίρετα των τάξεων, τόσο εκείνων που έχουν την εξουσία όσο και εκείνων που δεν την έχουν.
Όλοι οι ρεβιζιονιστές ακολουθούν το δρόμο του Μαρκούζε, ο οποίος όταν αναφέρεται στο αμερικάνικο προλεταριάτο, προσπαθεί να «αποδείξει» ότι στην «ανώτερη αμερικάνικη βιομηχανική κοινωνία» δεν υπάρχει προλεταριάτο με την έννοια που του δίνει ο Μαρξ και ότι αυτό το προλεταριάτο, κατά τον Μαρκούζε, αφορά πια την ιστορία.
Κατά τους Μαρκούζε, Γκαρωντύ, Μπερλίνγκουερ, Καρρίγιο, Μαρσέ και όλους τους συντρόφους τους, αυτό σημαίνει ότι η «καταναλωτική κοινωνία», η «ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία» όχι μόνο άλλαξε τη μορφή της παλιάς καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά ισοπέδωσε και τις τάξεις και, όπως δήλωσε ιδιαίτερα ο Ζωρζ Μαρσέ, τώρα «εμείς δεν μπορούμε να μιλούμε πια για γαλλικό προλεταριάτο, αλλά για γαλλική εργατική τάξη».
Ο Μαρξ λέει ότι «...«προλετάριο» με την οικονομική έννοια πρέπει να εννοούμε αποκλειστικά το μισθωτό εργάτη, που παράγει και αξιοποιεί «κεφάλαιο», και που πετιέται σψο δρόμο μόλις γίνει περιττός για τις ανάγκες αξιοποίησης του «Monsieur Capital» [του κυρίου κεφαλαίου]...» (Κ. Μαρξ, «.Κεφάλαιο», τ. 1ος, τρίτο βιβλίο, αλβ. έκδ., σελ. 74.)
Τι έχει αλλάξει στη Γαλλία, που ο Μαρσέ δεν βλέπει πια προλετάριους; Δεν υπάρχουν μήπως μισθωτοί εργάτες, που παράγουν υπεραξία και αυξάνουν το κεφάλαιο, μήπως δεν υπάρχουν πια άνεργοι που ο «Monsieur Capital» τους πέταξε στο δρόμο σαν περιττούς;
Στη σοσιαλιστική Αλβανία μάλιστα, δεν υπάρχει πια προλεταριάτο, με την κυριολεκτική σημασία που έχει στις καπιταλιστικές χώρες, επειδή η εργατική τάξη στη χώρα μας έχει στα χέρια της την κρατική εξουσία, είναι αφέντης των κυριότερων μέσων παραγωγής, δεν υφίσταται καταπίεση και εκμετάλλευση, εργάζεται ελεύθερη για λόγο της και για τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Εντελώς διαφορετικά έχει το ζήτημα στις καπιταλιστικές χώρες, όπου η εργατική τάξη είναι στερημένη από τα μέσα παραγωγής και για να ζήσει είναι υποχρεωμένη να πουλήσει την εργατική της δύναμη, να υποστεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση, που μεγαλώνει συνεχώς. Πέρα από την άγρια καταπίεση και την εκμετάλλευση ως το μεδούλι, το προλεταριάτο αυτών των χωρών υφίσταται και τη βία του αστικού στρατού και αστυνομίας. Στα καπιταλιστικά κράτη, το προλεταριάτο, όσο κι αν φορεί ρούχα νάυλον, που τα παράγει η «καταναλωτική κοινωνία», στην πραγματικότητα παραμένει προλεταριάτο.
Οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές όχι άσκοπα αλλάζουν το όνομα του προλεταριάτου. Όταν γίνεται λόγος για το προλεταριάτο, που στον καπιταλισμό δεν διαθέτει τίποτε εκτός από την εργατική του δύναμη, εννοείται τότε και ο αγώνας που πρέπει να κάνει ενάντια στους εκμεταλλευτές και τους καταπιεστές του. Και ίσα ίσα αυτός ο αγώνας, στόχος του οποίου είναι η συντριβή από τα θεμέλια της παλιάς εξουσίας του κεφαλαίου, τρομάζει την αστική τάξη, που εδώ ακριβώς τη βοηθούν οι ρεβιζιονιστές με όλα τα μέσα που διαθέτουν.
Η άρνηση της ύπαρξης του προλεταριάτου σαν ξεχωριστή τάξη, σαν την πιο προοδευτική τάξη της κοινωνίας, τάξη που η ίδια η ιστορία της ανέθεσε την ένδοξη αποστολή της εξάλειψης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο και της οικοδόμησης της νέας, πραγματικά ελεύθερης, ισότιμης, δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Την άρνηση αυτή την κήρυσσαν διάφοροι οπορτουνιστές από τότε ακόμα που ο μαρξισμός γεννιόταν σαν φιλοσοφική διδασκαλία και πολιτικό κίνημα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς συντρίψανε αυτές τις απόψεις και έδωσαν στο προλεταριάτο όπλο και επιχειρήματα για να πολεμήσει όχι μόνο αυτούς τους οπορτουνιστές, αλλά και τους άλλους λακέδες της αστικής τάξης, τους μελλοντικούς απολογητές του καπιταλισμού, όπως είναι οι τωρινοί σύγχρονοι ρεβιζιονιστές.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του μαρξισμού είναι ότι είδε στο προλεταριάτο όχι μόνο μια τάξη καταπιεσμένη και εκμεταλλευόμενη, αλλά και την πιο προοδευτική και πιο επαναστατική τάξη της εποχής, την τάξη στην οποία η ιστορία ανέθεσε την αποστολή του νεκροθάφτη του καπιταλισμού. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς διευκρίνισαν ότι αυτή η αποστολή απόρρεε από τις ίδιες τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες, από τη θέση που καταλαμβάνει και από το ρόλο που διαδραματίζει το προλεταριάτο στη διαδικασία της παραγωγής και στην κοινωνικο-πολιτική ζωή, από το γεγονός ότι το προλεταριάτο είναι φορέας των καινούργιων σχέσεων της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας, ότι έχει την επιστημονική του ιδεολογία, που φωτίζει το δρόμο του, έχει το καθοδηγητικό επιτελείο του, το κομμουνιστικό κόμμα.
Παρά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην κοινωνική σύνθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι γενικές συνθήκες ύπαρξης, εργασίας και διαβίωσης του προλεταριάτου παραμένουν και σήμερα οι ίδιες, όπως τις ανέλυσε ο Μαρξ. Καμιά άλλη τάξη ή κοινωνικό στρώμα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το προλεταριάτο σαν την κυριότερη και ηγέτρια δύναμη των επαναστατικών εξελίξεων για τον προοδευτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Τα διδάγματα του Μαρξ σ' αυτό το ζήτημα μένουν αδιάσειστα. Στη μαρξιστική θεωρία το προλεταριάτο βρίσκει το πνευματικό του όπλο, όπως και η θεωρία αυτή βρίσκει στο προλεταριάτο το υλικό της όπλο. Ο Μαρξ λέει ότι το προλεταριάτο είναι η καρδιά της επανάστασης, ενώ η φιλοσοφία είναι η κεφαλή της. Το «Κεφάλαιο» του Μαρξ είναι για το παγκόσμιο προλεταριάτο ο φάρος που του δείχνει επιστημονικά με ποιους τρόπους και με ποιες μορφές το εκμεταλλεύεται η αστική τάξη. Ο καπιταλιστής δένει το προλεταριάτο με αλυσίδες σε εργοστάσια και σε μηχανές, αλλά το «Κεφάλαιο» το διδάσκει πώς να σπάσει αυτές τις αλυσίδες.
Οι ρεβιζιονιστικές θέσεις σχετικά με την αλλαγή της φύσης του προλεταριάτου και της ιστορικής αποστολής του υπήρχαν από καιρό στα κομμουνιστικά κόμματα των Δυτικών χωρών. Αλλά ο πρώτος που βγήκε μ' αυτές δημόσια και επίσημα ήταν ο Ροζέ Γκαρωντύ. Ο Γκαρωντύ ήταν από τους πρώτους ρεβιζιονιστές «θεωρητικούς» που ανέπτυξε τη θεωρία, κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει πια λόγος για πτώχευση του γαλλικού προλεταριάτου και ότι τώρα οι διάφορες τάξεις και στρώματα του πληθυσμού πάνε προς τη συγχώνευση και την ενοποίηση.
Η θέση του Γκαρωντύ, που επαναλαμβάνουν και εφαρμόζουν τώρα και οι άλλοι ρεβιζιονιστές, είναι ότι «στην τωρινή κατάσταση δεν υπάρχει πια ανάγκη για βίαιη επανάσταση, επειδή οι εργάτες συμμετέχουν σταδιακά στα κέρδη των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, που τώρα δεν τις διευθύνουν πια οι αστοί ιδιοκτήτες, αλλά οι τεχνικοί που τους αντικατέστησαν». Αυτό είναι μεγάλη μπλόφα, επειδή οι τεχνικοί και οι ειδικοί είναι κάτω από το ίδιο πέλμα και από την ίδια κατεύθυνση, υπηρέτες των μεγάλων καπιταλιστικών τραστ και μονοπωλίων, που είναι οι πραγματικοί αφέντες των μέσων παραγωγής.
Παρά τις αλλαγές που έγιναν στην κοινωνικο-ταξική διάρθρωση, στον καπιταλιστικό κόσμο τίποτε δεν άλλαξε όσον αφορά τις θέσεις και τις σχέσεις των τάξεων. Η θεωρία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν σχετικά με τις τάξεις και την πάλη των τάξεων στην αστική κοινωνία παραμένει πάντα νέα και επίκαιρη.
Σαν την «θεωρία» του Γκαρωντύ, στη Δύση γεννήθηκαν και μια σειρά άλλες παρόμοιες «θεωρίες», χαλκευμένες τόσο από τους «νέους» γάλλους ψευδοφιλόσοφους, όσο από τους Γερμανούς, Αμερικάνους, Ιταλούς κ.λπ. συναδέλφους τους. Όλες αυτές οι θεωρίες φέρουν τη σφραγίδα του ρεβιζιονισμού, του τροτσκισμού, του αναρχισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Ήρθε η στιγμή που όλες αυτές οι θεωρίες έγιναν ολότελα κτήμα των ρεβιζιονιστικών κομμάτων Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Αγγλίας κ.λπ., τα οποία συγκέντρωσαν και κωδικοποίησαν κατά τρόπο χυδαίο όλα αυτά τα σκουπίδια του ρεβιζιονισμού και του οπορτουνισμού.
Η καθημερινή ζωή, ο αγώνας της εργατικής τάξης ξεσκέπασε και ξεσκεπάζει αυτές τις θεωρίες. Αποκάλυψε και αποκαλύπτει τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό τους σκοπό. Επιβεβαιώνει ότι όσο περισσότερο πλουταίνουν οι καπιταλιστές, τόσο περισσότερο φτωχαίνει η εργατική τάξη, ότι αυτή η τάξη νιώθει καθώς πρέπει τα λογία του Μαρξ, κατά τα οποία όσο περισσότερα πλούτη παράγει ο εργάτης, τόσο περισσότερο φτωχαίνει, ότι ο εργάτης γίνεται εμπόρευμα τόσο χωρίς αξία όσο πιο πολλά εμπορεύματα παράγει, ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση χωρίς να πάρει στα χέρια του τα μέσα παραγωγής, χωρίς να συντρίψει την εξουσία της αστικής τάξης.
Οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές, όπως οι Μαρσέ, Μπερλίνγκουερ, Καρρίγιο και συντροφιά, απορρίπτουν σήμερα αυτή την επιστημονική άποψη του Μαρξ. Τώρα, λένε, δεν υπάρχει πια η διαδικασία σχετικής και απόλυτης πτώχευσης του προλεταριάτου λόγω της διεξαγωγής της τεχνικο-επιστημονικής επανάστασης και των νικών που οι εργάτες σημείωσαν μέσα από τις μεταρρυθμίσεις. Θέλουν να πουν στους προλετάριους ότι με τις ελεημοσύνες που τους δίνει ο καπιταλισμός, ικανοποιούνται όλα τα αιτήματα και οι ανάγκες τους, γι' αυτό δεν έχουν λόγο να ξεσηκωθούν σε επανάσταση.
Ορισμένοι άλλοι ρεβιζιονιστές «θεωρητικοί», μπροστά στα αναμφισβήτητα γεγονότα της ζωής, δηλώνουν ότι ο Μαρξ αλήθεια μίλησε για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά τα λόγια του αυτά ισχύουν εξίσου τόσο για τις καπιταλιστικές χώρες όσο και για τις σοσιαλιστικές χώρες. Συνεπώς, η εργατική τάξη δεν έχει λόγο να ξεσηκωθεί ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, επειδή δεν μπορεί, λένε, να απαλλαγεί απ' αυτή! Αυτή είναι διαστρέβλωση της πραγματικότητας και συκοφαντία. Η θέση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό είναι διαμετρικά αντίθετη.
Στις καπιταλιστικές και ρεβιζιονιστικές χώρες ο εργάτης δεν είναι ελεύθερος ούτε στη δουλειά, ούτε στη ζωή. Είναι σκλάβος της μηχανής, του καπιταλιστή, του τεχνοκράτη, οι οποίοι απομυζούν την εργατική του δύναμη και απ' αυτή δημιουργούν την υπεραξία για το κεφάλαιο. Μόνο στο πραγματικά σοσιαλιστικό σύστημα, όπου στην εξουσία βρίσκεται η εργατική τάξη, τα διδάγματα του Μαρξ, που εφαρμόζονται καθώς πρέπει, δημιουργούν δυνατότητες στο προλεταριάτο να συνειδητοποιήσει και να γίνει απόλυτα αφέντης των παραγωγικών μέσων και μέσα από τη δικτατορία του προλεταριάτου να αποκτήσει όλες τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα.
Το δέσιμο της εργατικής τάξης με τις οικονομικές αλυσίδες, που της έριξε ο καπιταλισμός, είναι το βασικότερο στην καπιταλιστική κοινωνία. Πάνω σ' αυτή την υποδούλωση έχει στηθεί όλο το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά οι αστοί και ρεβιζιονιστές θεωρητικολόγοι, αδυνατώντας να αρνηθούν αυτή τη μεγάλη αλήθεια, το ζήτημα της οικονομικής εκμετάλλευσης στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ και που είναι πρωταρχικό ζήτημα, προσπαθούν να το επισκιάσουν και να το ερμηνεύσουν με μια σειρά ραφιναρισμένες και πλαστές απόψεις. Αυτοί οι «θεωρητικοί», αδυνατώντας να απορρίψουν το γεγονός ότι ο εργάτης είναι δεμένος στο κεφάλαιο, κηρύσσουν ότι στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει πια ανάγκη να υπογραμμιστεί πόσο ξεζουμίζει και υποδουλώνει ο ιδιοκτήτης τον άνθρωπο στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά να υπογραμμιστεί ότι η σύνδεση του με το κεφάλαιο είναι δήθεν σε όφελος του εργάτη, ότι ακριβώς αυτή η σύνδεση τον κρατάει στη ζωή. Επιδίωξη τους είναι να απομακρύνουν το προλεταριάτο από την ταξική πάλη κατά του καπιταλισμού, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν την προσοχή του στα «αγαθά» της «καταναλωτικής κοινωνίας».
Για να αποσπάσουν την προσοχή από την καταπίεση και την οικονομική εκμετάλλευση, οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές επινόησαν πολλές ψευδείς θέσεις. Κάνουν μεγάλη διαφήμιση στη θέση τους, κατά την οποία ο εργάτης στην «καταναλωτική κοινωνία» απολαμβάνει τόσα πολλά πράγματα, που τα οικονομικά προβλήματα τα τοποθετεί σε τελευταία μοίρα. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ρεβιζιονιστές, για τον εργάτη η μόνη σχεδόν ανησυχία έγιναν τα ζητήματα της θρησκείας, της οικογένειας, της γυναίκας, της τηλεόρασης, του αυτοκινήτου κ.λπ., τα οποία έκαναν δήθεν δυνατό ώστε το πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης να μην είναι πια βασικό πρόβλημα της ταξικής πάλης και της επανάστασης. Όλα όμως αυτά γίνονται για να βάζουν νερό στο κρασί, για να απομακρύνουν τις εργαζόμενες μάζες από τον αγώνα για την ανατροπή του αστικού συστήματος.
Με την απόσπαση τους από τον μαρξισμό - λενινισμό και με την επιδίωξη να δημιουργήσουν μια νέα «θεωρία», που σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα να διαφέρει από τη διδασκαλία του Μαρξ και του Λένιν, οι ευ ρω κομμουνιστές έχουν βυθιστεί σε μεγάλη σύγχυση και αμηχανία, σε βαθιά ασυνέπεια και αντίφαση. Στην πράξη δεν είναι πια σε θέση να ερμηνεύσουν καμιά από τις σημερινές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου, ούτε να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματα που γεννιούνται απ' αυτές τις αντιθέσεις. Μιλούν μεν για τέτοια φαινόμενα, όπως για τις «κρίσεις», για «ανεργία», για «κατάπτωση και εκφυλισμό» της αστικής κοινωνίας, αλλά μένουν μόνο σε γενικές διαπιστώσεις που κανείς 5εν τις αρνείται, ακόμη και η ίδια η αστική τάξη. Ενσυνείδητα, προσπαθούν να καλύψουν τα αίτια τους, την άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση και να μην λένε ότι αυτή η εκμετάλλευση μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με επανάσταση, με την ανατροπή όλων των παλιών σχέσεων που κάνουν να κρατηθεί στα πόδια το σύστημα της καπιταλιστικής καταπίεσης.
Με τις θέσεις τους της «κατάσβεσης της πάλης των τάξεων», σαν συνέπεια των «ουσιαστικών αλλαγών» που έχει δήθεν υποστεί η καπιταλιστική κοινωνία από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνικό - επιστημονικής επανάστασης, της «αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού» κ.λπ., με τα κηρύγματα για την ανάγκη αποκατάστασης μιας πλατιάς ταξικής συνεργασίας, αφού ο σοσιαλισμός τώρα ενδιαφέρει δήθεν όχι μόνο την εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες, αλλά και όλα σχεδόν τα στρώματα της αστικής τάξης, με εξαίρεση μιας μικρής ομάδας μονοπωλητών με τον ισχυρισμό ότι μπορεί να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσα από μεταρρυθμίσεις, αφού η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία αναπτύσσεται δήθεν στο δρόμο της ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό κ.λπ., οι ευρωκομμουνιστές όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πρακτική δράση ταίριαξαν με την παλιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, συγχωνεύτηκαν σε ενιαίο αντεπαναστατικό ρεύμα στην υπηρεσία της αστικής τάξης.
Η στάση απέναντι στην εργατική τάξη και τον ηγετικό της ρόλο ήταν λυδία λίθος για όλους τους επαναστάτες σε όλους τους καιρούς. Η παραίτηση από την ηγεμονία του προλεταριάτου στο επαναστατικό κίνημα, τόνιζε ο Λένιν, είναι η πιο χυδαία άποψη του ρεφορμισμού.
Αυτή όμως η χυδαιότητα δεν ανησυχεί τους ιταλούς ρεβιζιονιστές, διαφημίζουν μάλιστα τον ρεφορμισμό τους με τόσο θόρυβο και στόμφο, που πράγματι καταντούν γελοίοι. «Ο ίδιος ο καθοδηγητικός ρόλος της εργατικής τάξης στη μεταβατική πορεία του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, δηλώνουν, μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί με συνεργασία και συμφωνία μεταξύ των διαφόρων κομμάτων και ρευμάτων που ποθούν το σοσιαλισμό και στα πλαίσια ενός δημοκρατικού συστήματος, στο οποίο θα χαίρουν πλήρη δικαιώματα όλα τα συνταγματικά κόμματα, ακόμα και εκείνα που δε θέλουν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση και εναντιώνονται σ' αυτόν, φυσικά, πάντα σεβόμενα τους δημοκρατικούς συνταγματικούς κανόνες» (La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.15-16).
Αυτή η «αυθεντική μαρξιστική» ιδέα, προσθέτουν οι μπερλινγκουερικοί, δεν είναι νέα ανακάλυψη, αλλά ανάπτυξη της σκέψης του Λαμπριόλα και του Τολιάττι. Στην προκειμένη περίπτωση οι ίδιοι ομολογούν πού έχουν τις ρίζες οι ιδέες αυτές. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι ο Λαμπριόλα, που τώρα τον κάνουν κλασσικό, δεν ήταν συνεπής μαρξιστής. Στάθηκε πολύ μακριά από την επαναστατική δράση και τα προβλήματα της επανάστασης. Όσον αφορά τον Τολιάττι, το έργο του απέδειξε πια ότι ήταν φορέας παρέκκλισης και οπορτουνισμού.
Αναφερόμενοι στον Λαμπριόλα ή τον Τολιάττι, οι ιταλοί ρεβιζιονιστές και οι σύντροφοι τους στη Γαλλία ή την Ισπανία θέλουν να ρίξουν στη λήθη τη θεωρία του Λένιν για την αναγκαιότητα της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην επανάσταση και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Ο Λένιν, σε όλο το μεγαλοφυές έργο του υπεράσπισε και ανέπτυξε τη θεωρία του Μαρξ σχετικά με την ηγεμονία του προλεταριάτου στην επανάσταση, που εγκαταλείφθηκε από τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Τις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις για το ζήτημα αυτό τις αναζωπύρωσαν τώρα οι ρεβιζιονιστές. Ο Λένιν απέδειξε ότι στις καινούριες συνθήκες του ιμπεριαλισμού, η ηγεμονία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά και για τη δημοκρατική. Διευκρίνισε ότι η εγκαθίδρυση αυτής της ηγεμονίας είναι απαραίτητη, επειδή στο προλεταριάτο πιο πολύ από κάθε άλλη κοινωνική τάξη, ενδιαφέρει η πλήρης νίκη της επανάστασης, η οδήγηση της μέχρι τέλους. Με τη θεωρία του Λένιν το προλεταριάτο πήγε στην επανάσταση και νίκησε, ενώ με τις θεωρίες που κηρύσσουν οι ρεβιζιονιστές, παραμένει καταπιεζόμενο από την αστική τάξη,
Η λενινιστική θεωρία για τον αδιαίρετο ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης δικαιώθηκε και εφαρμόστηκε θαυμάσια στην πραγματοποίηση της επανάστασης και στη νίκη του σοσιαλισμού και στην Αλβανία. Για τους αλβανούς κομμουνιστές ήταν από μιας αρχής ξεκάθαρο ότι τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα μπορούσε να τον καθοδηγήσει προς την πλήρη νίκη μόνον ένα κόμμα, το κομμουνιστικό κόμμα, ότι μόνο μια τάξη μπορούσε να είναι ηγέτρια αυτού του αγώνα, η εργατική τάξη, ότι κυριότερη σύμμαχος της θα ήταν η φτωχή και μεσαία αγροτιά, ότι η νεολαία και οι σπουδαστές θα ήταν το βασικό στήριγμα του Κόμματος και από κοινού με τις Αλβανίδες θα αποτελούσαν τα μαχητικά στρώματα της λαϊκής επανάστασης.
Ο μικρός αριθμός της εργατικής τάξης στην Αλβανία δεν την εμπόδισε καν να παίξει τον ηγετικό ρόλο, γιατί είχε επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα της, που καθοδηγούνταν από τα διδάγματα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Η ορθή γραμμή του Κόμματος μας, που ανταποκρινόταν στις καταστάσεις και τα συμφέροντα των πλατιών εργαζόμενων μαζών, έκανε δυνατό να πραγματοποιηθεί η μεγάλη συσπείρωση του λαού γύρω από την εργατική τάξη σε ενιαίο μέτωπο κάτω από τη μοναδική και αδιαίρετη καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η ορθή γραμμή και η καθοδήγηση του Κόμματος μας οδήγησε στη διεύρυνση του αγώνα, που ακολούθησε βαθμιαία ανοδική πορεία ώσπου προσέλαβε τη μορφή μιας γενικής εξέγερσης, ενός πλατιού ένοπλου λαϊκού αγώνα, μέχρι την απελευθέρωση της Αλβανίας και την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας.
Οι ευρωκομμουνιστές, απαρνούμενοι τον ηγεμονικό και καθοδηγητικό ρόλο της εργατικής τάξης στην επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν μπορούσαν παρά να εγκαταλείψουν και το ρόλο και την αποστολή του κομμουνιστικού κόμματος, που καθιέρωσε ο μαρξισμός - λενινισμός και επικύρωσε η μακρά ιστορία του διεθνούς επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Στις θέσεις του 15ου Συνεδρίου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρεται ότι έχει συγκροτηθεί τώρα το «νέο κόμμα». Τι είναι αυτό το «νέο κόμμα»; «Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αναφέρεται στο καταστατικό του, οργανώνει τους εργάτες, τους εργαζόμενους, τους διανοούμενους, τους πολίτες, που αγωνίζονται στα πλαίσια τον δημοκρατικού Συντάγματος για τη στερέωση και την ανάπτυξη του αντιφασιστικού δημοκρατικού καθεστώτος, για τη σοσιαλιστική ανανέωση της κοινωνίας, για την ανεξαρτησία των λαών, για τη χαλάρωση της έντασης και για την ειρήνη, για τη συνεργασία μεταξύ όλων των εθνών... Στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αναφέρει στη συνέχεια το καταστατικό, μπορούν να μπουν οι πολίτες που συμπληρώνουν τα 18 χρόνια και που, ανεξάρτητα από τη φυλή, από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις και το θρήσκευμα, αποδέχονται το πολιτικό του πρόγραμμα και δεσμεύονται να δράσουν για την πραγματοποίηση του, με τη συμμετοχή τους σε μια από τις κομματικές οργανώσεις» (La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.153).
Αναφέραμε αυτό το μακρό άρθρο του καταστατικού του ιταλικού ρεβιζιονιστικού κόμματος, το οποίο καταστατικό είναι σχεδόν όμοιο με αυτό των ρεβιζιονιστικών κομμάτων Γαλλίας και Ισπανίας, για να δούμε πόσο απομακρύνθηκαν οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές από τις αντιλήψεις του λενινιστικού κόμματος και πόσο πολύ προσέγγισαν στα πρότυπα των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Μιλούν για «νέο κόμμα», θέλοντας να ξεχωρίζουν από το κόμμα λενινιστικού τύπου, αλλά στην πραγματικότητα το κόμμα τους, που το χαρακτηρίζουν νέο, είναι «παλιό κόμμα» από τα καλούπια των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, που τα πολέμησε ο Λένιν και στα ερείπια των οποίων ίδρυσε το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το οποίο έγινε παράδειγμα και πρότυπο για όλα τα άλλα πραγματικά κομμουνιστικά κόμματα.
Η θέση που καταχωρείται αμέσως στην αρχή του καταστατικού, ότι στο κόμμα μπορεί να μπει οποιοσδήποτε ανεξάρτητα από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις και το θρήσκευμα, δεν θέλει σχόλια για να αποδειχτεί ότι η φιλοσοφία του Μαρξ είναι ξένη γι αυτό το κόμμα, ότι ο εκλεκτικισμός του είναι απροκάλυπτος, ότι η γραμμή των καθελογής συμβιβασμών είναι στη στρατηγική του, άσε μετά στην τακτική, ότι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι κόμμα φιλελευθεριστικό, σοσιαλδημοκρατικό, με γραμμή, με πολιτική και με στάσεις περιστασιακές. Η φιλελευθεριστική πολιτική του το κάνει να κερδίζει κάποτε ψήφους, αλλά όχι να κερδίσει και να πάρει την εξουσία, το κάνει να χαίρει τους επαίνους της αστικής τάξης και τη συμπάθεια των παπάδων στις εκκλησίες και των καλόγερων στα μοναστήρια.
Η θεμελιώδης ιδέα του Λένιν σχετικά με το κόμμα, είναι ότι πρέπει αυτό να αποτελεί ενσυνείδητο τμήμα πρωτοπορείας της εργατικής τάξης, μαρξιστικό της τμήμα. Ο Λένιν λέει ότι «... το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο εκείνο το κόμμα που καθοδηγείται από μια πρωτοπόρα θεωρία» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 5ος, αλβ. έκδ., σελ. 435 - 436.)
Αυτή η πρωτοπόρα επαναστατική θεωρία και σίγουρη καθοδήγηση προς τη νίκη είναι ο μαρξισμός - λενινισμός. Οι ρεβιζιονιστές, όχι μόνο εγκατέλειψαν το μαρξισμό, η αποδοχή του οποίου αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να είναι κομμουνιστικό ένα κόμμα, αλλά επιτρέπουν στο κόμμα τους να συμβιώνουν, όπως το έχουν και οι ίδιοι επικυρώσει στο καταστατικό, όλες οι αστικές, οπορτουνιστικές, αντιδραστικές ή φασιστικές φιλοσοφικές αντιλήψεις. Εκείνο που χαρακτηρίζει, που διακρίνει τα κομμουνιστικά κόμματα, είναι ο μαρξισμός - λενινισμός, η μοναδική ιδεολογία τους, από την οποία καθοδηγούνται και στην οποία εμμένουν πιστά καθ' όλη τη δράση τους. Χωρίς το μαρξισμό - λενινισμό δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστικό κόμμα.
Τα πραγματικά κόμματα των κομμουνιστών είναι κόμματα για την πραγματοποίηση της επανάστασης και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ενώ τα λεγόμενα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και άλλα του είδους τους είναι κόμματα των αστικών μεταρρυθμίσεων. Τα μεν πρώτα είναι κόμματα ανατροπής του αστικού συστήματος και της οικοδόμησης του καινούριου κόσμου, τα δε δεύτερα είναι κόμματα της υπεράσπισης του καπιταλιστικού συστήματος και της διαφύλαξης του παλιού κόσμου.
Την εποχή που ο Λένιν αγωνιζόταν ενάντια στους οπορτουνιστές για την ίδρυση του Μπολσεβίκικου Κόμματος έλεγε: «... δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών - κι εμείς θα ανατρέψουμε τη Ρωσία» ( Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 5ος, αλβ. έκδ., σελ. 555).
Ο Λένιν ίδρυσε τέτοιο κόμμα και οδήγησε τη ρωσική εργατική τάξη στην ένδοξη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Μα οι ρεβιζιονιστές του Μπερλίνγκουερ προς τα πού θέλουν να οδηγήσουν την ιταλική εργατική τάξη; «Να αγωνιζόμαστε στα πλαίσια του Συντάγματος της Δημοκρατίας», λένε. Και η αστική τάξη τους λέει: «Μέσα στο καφάσι του Συντάγματός μου αγωνιστείτε όσο θέλετε, αυτό δεν με πειράζει καθόλου». Για να περιφρουρήσει το Σύνταγμα, τους νόμους και τους θεσμούς της, η αστική τάξη έχει το στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια κ.λπ. Στο πλευρό της στέκει τώρα και το ρεβιζιονιστικό κόμμα που πολεμάει για να κρατήσει καταπιεσμένη και υποδουλωμένη την εργατική τάξη, να τη διαφθείρει ιδεολογικά καινά την αποπροσανατολίσει πολιτικά. Μετατράπηκε σε θεσμό της αστικής εξουσίας για να στομώσει το επαναστατικό πνεύμα της εργατικής τάξης, να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική προοπτική της, για να μην της επιτρέψει να αντιληφθεί την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να ξεσηκωθεί στον αποφασιστικό αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης.
Ο «σοσιαλισμός» των ευρωκομμουνιστών είναι το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα
Πώς τον φαντάζονται οι ευρωκομμουνιστές το σοσιαλισμό; Παρ' όλο που για δημαγωγία είναι υποχρεωμένοι να μιλούν για σοσιαλισμό, ο «σοσιαλισμός» που θέλουν να οικοδομήσουν οι ευρωκομμουνιστές είναι καθαρά μια μπλόφα και μια απάτη.
Είναι γνωστό ότι την ιδέα του σοσιαλισμού όχι μόνο τώρα, αλλά και από παλιά καπηλεύονταν πολλοί φιλόσοφοι και αστικά και μικροαστικά ιδεολογικά ρεύματα. Γύρω από το σοσιαλισμό επινοήθηκαν πολλά ουτοπικά σχήματα και έγιναν αμέτρητες σπέκουλες. Ο Μαρξ απέρριψε όλες τις παλιές μορφές του σοσιαλισμού και δίδαξε το παγκόσμιο προλεταριάτο να οργανωθεί και να αγωνιστεί για την εγκαθίδρυση του καινούριου κοινωνικού συστήματος με βάση τον πραγματικό επιστημονικό σοσιαλισμό.
Από το πρώτο κιόλας προγραμματικό ντοκουμέντο του μαρξισμού, στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ο Μαρξ και ο Ένγκελς κάνουν ολόπλευρη κριτική σε διάφορες ψευδοσοσιαλιστικές θεωρίες, στο «φεουδαρχικό σοσιαλισμό», στο «μικροαστικό σοσιαλισμό», στο γερμανικό «αληθινό σοσιαλισμό», στο «συντηρητικό ή αστικό σοσιαλισμό». Αποκάλυψαν το ταξικό τους περιεχόμενο σαν αντεπιστημονικές θεωρίες που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Στην καταπολέμηση των αστικών και μικροαστικών, οπορτουνιστικών και αναρχικών θεωριών που εμπόδιζαν τη χειραφέτηση του προλεταριάτου και τον αγώνα του, το «Μανιφέστο» δίδασκε την εργατική τάξη ότι αυτή μπορούσε να απαλλαγεί από την αστική καταπίεση και εκμετάλλευση μόνο με την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, ότι δεν μπορούσε να απελευθερωθεί χωρίς να απελευθερώσει ταυτόχρονα όλη την κοινωνία.
Η ιστορία απέδειξε ότι μετά τη γέννηση του μαρξισμού, κάθε άλλο ιδεολογικό ρεύμα που βγήκε με σοσιαλιστικά συνθήματα, στην πορεία της ταξικής πάλης έχει μετατραπεί σε αντιδραστικό ρεύμα. Μόνο ο μαρξισμός δίνει την σαφή ιδεατής πραγματικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κανένας σοσιαλισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και να οικοδομηθεί χωρίς να στηριχθεί σ' αυτή τη θεωρία.
Η πρώτη μεγάλη επιβεβαίωση της μαρξιστικής θεωρίας διατυπωμένης στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν τα επαναστατικά γεγονότα της περιόδου 1848 - 1849, που συγκλόνισαν όλη την Ευρώπη.
Οι επαναστάσεις όχι μόνο ανοίγουν το δρόμο στην κοινωνική πρόοδο, αλλά γίνονται πάντα και ο τάφος των ψεύτικων, ουτοπιστικών, ρεβιζιονιστικών και άλλων θεωριών. Αυτό συνέβηκε και με τις θεωρίες του «αστικού σοσιαλισμού», του «μικροαστικού σοσιαλισμού» κ.λπ., που παραχώθηκαν από τις επαναστάσεις της περιόδου 1848 -1849.
Το μεγαλύτερο κακό αυτών των λεγόμενων σοσιαλιστικών θεωριών, ήταν το γεγονός ότι αγνοούσαν τελείως τον επαναστατικό ταξικό αγώνα του προλεταριάτου και παρίσταναν το σοσιαλισμό σαν πραγματοποίηση του ενός ή του άλλου συστήματος που επινόησε ο ένας ή ο άλλος «θεωρητικός». Από δω προέρχονταν όλες εκείνες οι ψευδαισθήσεις ότι η ίδρυση των σωματείων που υποστηρίζονται από το κράτος, ο περιορισμός του κληρονομικού δικαιώματος, η καθιέρωση της προοδευτικής φορολογίας θα οδηγήσουν σταδιακά και σε δρόμο ειρηνικό στο σοσιαλισμό. Αυτό τον «δογματικό σοσιαλισμό» είχαν κηρύξει και κήρυσσαν ο Προυντόν και ο Λουί Μπλαν, οι «πραγματικοί» γερμανοί σοσιαλιστές και οι ουτοπιστές κομμουνιστές όπως οι Βαϊτλίινγκ, Καμπέ, Ντεζαμύ και άλλοι.
Αυτό το δογματικό σοσιαλισμό, λέει ο Μαρξ, η εργατική τάξη τον αφήνει στη μικροαστική τάξη, ενώ «... το προλεταριάτο συσπειρώνεται όλο και πιο πολύ γύρω από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, γύρω από τον κομμουνισμό... Ο σοσιαλισμός αυτός - λέει σε συνέχεια - είναι η διαρκής κήρυξη της επανάστασης, η ταξική δικτατορία του προλεταριάτου, σαν αναγκαίο μεταβατικό σημείο για την κατάργηση των ταξικών διακρίσεων γενικά, για την κατάργηση όλων των σχέσεων παραγωγής που πάνω τους στηρίζονται οι ταξικές διακρίσεις, για την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων που ανταποκρίνονται σ' αυτές τις σχέσεις παραγωγής, για την ανατροπή όλων των ιδεών που προκύπτουν απ ' αυτές τις κοινωνικές σχέσεις» (Κ- Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά Έργα, τομ. Ι, αλβ. έκδοση, σελ. 226, Τίρανα, 1975.)
Οι νέοι προυντονιστές, όπως οι Ζωρζ Μαρσέ, Ενρίκο Μπερλίν-γκουερ, Σαντιάγκο Καρρίγιο και άλλοι προσπαθούν σήμερα να επιβάλουν στο δυτικοευρωπαϊκό προλεταριάτο τις παλιές, αλλά καλυμμένες με διάφορους μανδύες, φιλοσοφίες, που τις είχε απορρίψει ο Μαρξ. Όλοι οι ρεβιζιονιστές θέλουν με τις «θεωρίες» τους να εξαπατήσουν τις μάζες, αφαιρώντας από το μαρξισμό ακριβώς τις επιστημονικές του βάσεις. Δεν κάνουν άλλο παρά εξαπατούν όταν λένε ότι «είναι αντικειμενικοί στη γνώση των νόμων που συμβάλλουν στην προώθηση της κοινωνίας»! Στην πραγματικότητα κατάντησαν λακέδες της «καταναλωτικής κοινωνίας» την οποία δημιούργησε η καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική αστική τάξη για να εξασφαλίσει μέγιστα κέρδη από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων μαζών. Αυτοί οι ρεβιζιονιστές επιθυμούν να καταναλώσουν και οι ίδιοι ένα μέρος από την υπεραξία που παράγεται από το προλεταριάτο των χωρών τους.
Τι είναι ο σοσιαλισμός, ποια είναι η σοσιαλιστική κοινωνία, τι εκπροσωπεί και τι πραγματοποιεί αυτή, δεν αποτελεί πια ζήτημα του μέλλοντος, αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, μια ολόκληρη ιστορική πρακτική, ένα απτό κοινωνικό σύστημα. Ο πραγματικός επιστημονικός σοσιαλισμός, ο σοσιαλισμός που κηρύσσουν οι μεγαλοφυΐες της επανάστασης, οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, πραγματοποιήθηκε και έζησε για μακρό χρονικό διάστημα στη Σοβιετική Ένωση και σε πολλές άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ζει και προοδεύει στη σοσιαλιστική Αλβανία. Οι προσπάθειες που καταβάλλουν σήμερα οι ευρωκομμουνιστές για να «αποδείξουν» ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία που οικοδομήθηκε στη Σοβιετική Ένωση από το Λένιν και το Στάλιν ήταν, λέει, μια «παραποίηση του σοσιαλισμού", μάλιστα μια «αποτυχία» των αντιλήψεων και της ιδέας που είχαν για το σοσιαλισμό ο Μαρξ και ο Λένιν, δεν είναι παρά έκφραση της έχθρας τους απέναντι στον κομμουνισμό, έκφραση της επιθυμίας τους να διαφυλάξουν άθιχτη την υπάρχουσα αστική κοινωνία.
Οι ιταλοί, γάλλοι και ισπανοί ρεβιζιονιστές, ώσπου φθάσανε στην άρνηση του σοσιαλισμού, διήνυσαν μακρύ δρόμο. Αρχικά ισχυρίζονταν ότι ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση διαιρείται σε δύο μέρη, σε «λενινιστικό σοσιαλισμό», που ήταν καλός, δίκαιος, αλλά περιορισμένος από τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, γι αυτό και ακατάλληλος για τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και σε «σταλινικό σοσιαλισμό», κακός, επειδή ήταν δήθεν παραποίηση του πρώτου, διαστρεβλωμένος, γραφειοκρατικοποιημένος κ.λπ. Αυτή η εξέλιξη στις κρίσεις δεν είναι τυχαία. Αν γινόταν δεχτή η «λενινιστική πείρα», έστω και με επιφυλάξεις, αν γινόταν, λόγου χάρη, δεχτή η ορθότητα της χρησιμοποίησης της επαναστατικής βίας στην κατάληψη της εξουσίας, τότε δεν έμενε χώρος για το ευρωκομμουνιστικό «πρότυπο» του σοσιαλισμού. Η θεωρία του Λένιν σχετικά με την επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, που είναι παραπέρα ανάπτυξη των διδαγμάτων του Μαρξ, είναι τόσο ολοκληρωμένη, τόσο συνεκτική, τόσο επιστημονική και λογική, που, ή γίνεται αποδεχτή έτσι όπως έχει, ή δεν γίνεται καθόλου αποδεχτή. Δεν μπορεί κανείς να την τεμαχίσει χωρίς να πέσει σε ανειρήνευτες αντιθέσεις και σε παραλογισμούς.
Έτσι, οι ευρωκομμουνιστές δεν είναι τώρα μόνο ενάντια στο Στάλιν, αλλά εγκατέλειψαν και το λενινισμό, νομίζοντας ότι μ' αυτό γλίτωσαν και βρήκαν το δρόμο για να κηρύσσουν τον «ευρωκομμουνιστικό σοσιαλισμό». Ωστόσο, αν αυτοί παραιτήθηκαν από το λενινισμό, το προλεταριάτο όμως δεν παραιτείται από το λενινισμό. Ο λενινισμός είναι ζωντανή επιστήμη, είναι η μαχητική ιδεολογία του προλεταριάτου, είναι η σημαία της επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ο λενινισμός είναι εκείνο το ισχυρό όπλο, με το οποίο οι πραγματικοί επαναστάτες, όλοι όσοι θέλουν τον κομμουνισμό και αγωνίζονται για το σοσιαλισμό, αγωνίζονται ενάντια σε όλους τους εχθρούς, ενάντια στην αστική τάξη και τους συνεργάτες της. Ο λενινισμός είναι ο καθρέφτης που δείχνει το πραγματικό πρόσωπο των ευρωκομμουνιστών και όλων των άλλων ρεβιζιονιστών, που αποκαλύπτει την πλαστότητα των οπορτουνιστικών «θεωριών» τους, που δείχνει την αντιδραστική τους δράση ενάντια στο προλεταριάτο, το σοσιαλισμό και στην υπόθεση των λαών.
Για να απαλλαγούν από τη δυσαρέσκεια της βάσης του κόμματος τους, από τις αμφιβολίες που προκαλούν οι «θεωρίες» για το «σοσιαλισμό» που προτείνουν και γενικά οι συγκεχυμένες και αντιφατικές θέσεις τους, οι ευρωκομμουνιστές δηλώνουν ότι ο σοσιαλισμός τους δεν αποτελεί ακόμη ένα «πρότυπο», δεν είναι ακόμη κάτι το ξεκάθαρο και οριστικό, αλλά μόνο «μια ανάγκη προς εξερεύνηση του δρόμου» που οδηγεί σ' αυτή την κοινωνία και που πρέπει να τεθεί για συζήτηση. Μ' ένα λόγο, να κοπανίζουν αέρα, γιατί τίποτε δεν πραγματοποιείται.
Ο κατά φαντασία των ευρωκομμουνιστών «σοσιαλισμός» είναι μια κοινωνία, στην οποία αναμιγνύονται και συζούν σοσιαλιστικά και καπιταλιστικά στοιχεία στην οικονομία και στην πολιτική, στη βάση και το εποικοδόμημα. Στο «σοσιαλισμό» τους θα υπάρχει και «σοσιαλιστική ιδιοκτησία», και καπιταλιστική ιδιοκτησία, θα υπάρχουν δηλαδή και εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις1 κοντά στο κόμμα της εργατικής τάξης θα υπάρχουν και αστικά κόμματα- η προλεταριακή ιδεολογία θα συμβιεί με τις άλλες ιδεολογίες· το κράτος σ' αυτό το «σοσιαλισμό» θα είναι ένα κράτος όπου έχουν εξουσία όλες οι τάξεις και όλα τα κόμματα.
Μια τέτοια νοθογενή καπιταλιστο - σοσιαλιστική κοινωνία οι ευρωκομμουνιστές μπορούν να την ονειρεύονται όσο θέλουν, αλλά η κοινωνία που αυτοί σχεδιάζουν, δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί. Ο σοσιαλισμός και ο καπιταλισμός είναι δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα που το ένα αποκλείει το άλλο. Ο καπιταλισμός υπάρχει όσον καιρό κρατά σε καταπίεση και εκμετάλλευση το προλεταριάτο και τις εργαζόμενες μάζες, ενώ ο σοσιαλισμός ορθώνεται και αναπτύσσεται μόνο πάνω στα ερείπια του καπιταλισμού και μετά την πλήρη ανατροπή του.
Για να δικαιολογήσουν τις κατά βάθος οπορτουνιστικές απόψεις τους, οι ευρωκομμουνιστές υπερεκτιμούν το ρόλο της τεχνικής, των παραγωγικών μέσων στην εξέλιξη της κοινωνίας, γλιστρώντας έτσι στη λεγόμενη θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων, που ήταν η ιδεολογική βάση όλου του οπορτουνισμού της 2ης Διεθνούς.
Κατά τη γνώμη τους, η ώθηση προς το σοσιαλισμό γίνεται από μόνη της, αυθόρμητα, από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Γι αυτό, λένε, για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για ταξική πάλη, ούτε για προλεταριακή επανάσταση. Σύμφωνα με τους ευρωκομμουνιστές ακόμα και στις χώρες όπου έχει πραγματοποιηθεί η επανάσταση και έχουν εγκαθιδρυθεί οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, σε περίπτωση που υπάρχει σχετικά χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορεί κι εκεί να γίνει λόγος για υπαρκτό πραγματικό σοσιαλισμό.
Για το πόσο απομακρύνθηκαν οι ευρωκομμουνιστές από την ιδέα του σοσιαλισμού και ποια σοσιαλιστική κοινωνία θέλουν να χτίσουν, αρκεί να εξεταστούν μερικές από τις κυριότερες θέσεις τους, τις οποίες προπαγανδίζουν με μπούγιο και με ταμ - ταμ σαν «την ανώτερη εξέλιξη της προοδευτικής σκέψης της σημερινής ανθρώπινης κοινωνίας».
«Για την πραγματοποίηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλώνουν οι ιταλοί ρεβιζιονιστές, δεν είναι αναγκαία η ολοκληρωτική κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής. Παράλληλα με έναν δημόσιο τομέα... θα δρα η ιδιωτική πρωτοβουλία... Ιδιαίτερο ρόλο θα παίζουν η αγροτική ιδιοκτησία ενωμένη ελεύθερα· η βιοτεχνία· η μικρή και μεσαία βιομηχανία· η ιδιωτική πρωτοβουλία στον τομέα των τρίτων δραστηριοτήτων... Σ' αυτή την αντίληψη για την πορεία του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση πρέπει να υπάρχει μια διασύνδεση του οικονομικού συστήματος, που να εξασφαλίζει έναν συντονισμό μεταξύ προγραμματισμού και αγοράς, μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας...»( La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.12-13)
Για έναν τέτοιο «σοσιαλισμό» διατείνονται και οι γάλλοι ρεβιζιονιστές. Αυτή η κοινωνία, διαφημίζουν, «απαιτεί ένα επαρκές σύνολο δημοκρατικών εθνικοποιήσεων, παράλληλα με άλλες μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας και ενός οικονομικού συστήματος βασισμένου στην ατομική ιδιοκτησία».("Ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό στη Γαλλία", L’Humanite, 13/1/1979)
Ο Καρρίγιο λέει: «Αυτό το σύστημα που θα είναι μικτού χαρακτήρα στον τομέα της οικονομίας θα εκφράζεται σε ένα πολιτικό καθεστώς στο οποίο οι ιδιοκτήτες θα οργανώνονται όχι μόνο οικονομικά, αλλά επίσης και σε ένα ή σε πολλά πολιτικά κόμματα, που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα τους. Αυτή η κατάσταση θα γίνει ένα από τα συστατικά του πολιτικού και ιδεολογικού πλουραλισμού».(S. Carillio, "Eurocommunisme" et etat, France, 1977, p.121-122)
Δε χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη γνώση των κοινωνικών νόμων, για να εννοηθεί ότι η εικόνα της λεγόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας που παρουσιάζουν οι ευρωκομουνιστές, δεν είναι παρά η καθαυτού και η πιο τυπική εικόνα της σημερινής αστικής κοινωνίας. Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει ένα κοινωνικό σύστημα είναι η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Σε περίπτωση που η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι ατομική, τότε έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα όπου υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπου στο έναν πόλο η περιουσία συγκεντρώνεται στα χέρια μιας μειοψηφίας και στον άλλο πόλο ζει σε φτώχεια και αθλιότητα η συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Τώρα έχει αποδειχτεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός, χωρίς την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, χωρίς τη συντριβή του αστικού κράτους. Δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ανεξαίρετα σε όλους τους τομείς, χωρίς την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, το προλεταριάτο αγωνίστηκε και αγωνίζεται γενναία, με θυσίες και αυταπάρνηση. Γι' αυτό το σκοπό και επεξεργάστηκε την ιδεολογία του, το μαρξισμό - λενινισμό, που να το καθοδηγούσε στην επανάσταση και στην εγκαθίδρυση την κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, στην εξάλειψη της εκμετάλλευσης που απορρέει από την ατομική ιδιοκτησία σ' αυτά τα μέσα και στην εξάλειψη της φτώχειας. Το προλεταριάτο πραγματοποίησε αυτό το στόχο σε εκείνες τις χώρες όπου θριάμβευσε η επανάσταση και εγκαθιδρύθηκε ο σοσιαλισμός. Αυτή η πείρα, την οποία κάθε μέρα και πιο πολύ τη δικαιώνει και η πρακτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Αλβανία, δείχνει ότι βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι ακριβώς η απαλλοτρίωση της αστικής τάξης και ο μετασχηματισμός όλης της οικονομίας της χώρας σε σοσιαλιστικές βάσεις, η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η απελευθέρωση βρήκε την Αλβανία χώρα καθυστερημένη από οικονομικοκοινωνική και πολιτιστική άποψη, κυρίως αγροτική, σχεδόν χωρίς βιομηχανία, με πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αποτελούσε άραγε αυτό εμπόδιο για την καθιέρωση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην παραγωγή; Ασφαλώς, μεγάλο κιόλας εμπόδιο, αλλά όχι αξεπέραστο. Το κόμμα μας δεν μπορούσε να περιμένει να αναπτυχθούν σε υψηλό βαθμό οι παραγωγικές δυνάμεις, για να καθιέρωνε μετά τις σοσιαλιστικές σχέσεις.
Από τα πρώτιστα και σημαντικότερα μέτρα που έλαβε η λαϊκή μας εξουσία, ήταν η εξάλειψη του ξένου κεφαλαίου και η μετατροπή των επιχειρήσεων του σε κρατική σοσιαλιστική ιδιοκτησία1 η εφαρμογή μιας πλατιάς και ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης, η οποία εξάλειψε όχι μόνο τη μεγάλη ιδιοκτησία των φεουδαρχών και των τσιφλικάδων, αλλά περιόρισε κατά πολύ και την ιδιοκτησία των πλουσίων αγροτών. Αυτά τα μέτρα βαθιού επαναστατικού χαρακτήρα δημιούργησαν σημαντικές προϋποθέσεις για τη σταδιακή σοσιαλιστική αλλαγή του χωριού, για την ανάπτυξη εκεί του συνεταιριστικού κινήματος.
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, έχοντας αλάνθαστη πυξίδα το μαρξισμό - λενινισμό, καθώς και την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ένωση, έβαλε σαν κύριο στόχο την εξάλειψη της οικονομικής βάσης του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού στην πόλη και το χωριό.
Η κοινωνικοποίηση των κυριότερων μέσων παραγωγής πραγματοποιήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και εφαρμόστηκε διαμέσου της κρατικοποίησης χωρίς αποζημιώσεις. Δύο χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το 1946, κρατική σοσιαλιστική ιδιοκτησία ήταν η τράπεζα, η βιομηχανία, τα ορυχεία, οι ηλεκτρικοί σταθμοί, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες, το εξωτερικό εμπόριο, το εσωτερικό εμπόριο χοντρικής πώλησης, ένα μέρος του εμπορίου λιανικής πώλησης, οι σταθμοί αυτοκινήτων και τρακτέρ, τα δάση, τα νερά, ο υπόγειος πλούτος. Ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας κατείχε δηλαδή δεσπόζουσες θέσεις.
Μεγάλο πρόβλημα για κάθε σοσιαλιστική επανάσταση είναι το αγροτικό πρόβλημα. Από τη σωστή επίλυση του εξαρτάται η ανάπτυξη της όλης οικονομίας και η σταθερότητα της ίδιας της λαϊκής εξουσίας. Στην Αλβανία, όπου η αγροτιά αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και η γεωργία την κυριότερη βάση της οικονομίας, το αγροτικό πρόβλημα προσλάμβανε μεγάλη οξύτητα και αποφασιστική σημασία. Ο δρόμος που ακολούθησε το Κόμμα μας για την επίλυση αυτού του πρώτιστου ζητήματος, ήταν ο λενινιστικός δρόμος της σοσιαλιστικής σύμπραξης.
Εμμένοντας αυστηρά στην αρχή της ελεύθερης θέλησης της αγροτιάς να ενωθεί σε συνεταιρισμούς, η πορεία της κολλεκτιβοποίησης της γεωργίας, που άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την Απελευθέρωση της χώρας και διήρκησε περίπου 15 - 20 χρόνια, έγινε χωρίς να εφαρμοστεί προηγούμενα η κρατικοποίηση της γης. Η κρατικοποίηση έγινε μόνο αφού είχε λήξει οριστικά η κολλεκτιβοποίηση, με την έγκριση του νέου Συντάγματος, το 1976.
Με την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού στην πόλη και το χωριό εξαλείφθηκαν σαν τάξη οι εκμεταλλεύτριες τάξεις, εξαλείφθηκε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Έμειναν δύο μόνο φίλες τάξεις, η εργατική τάξη και η συνεταιριστική αγροτιά, συνδεδεμένες μεταξύ τους από κοινά ιδανικά, σκοπούς και συμφέροντα, καθώς και το κοινωνικό στρώμα της σοσιαλιστικής διανόησης, που βγήκε από τους κόλπους του εργαζόμενου λαού και διαμορφώθηκε στα χρόνια της λαϊκής εξουσίας.
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν μπορεί να γίνει ούτε με διατάγματα, ούτε και αυθόρμητα. Ο σοσιαλισμός οικοδομείται με πολλαπλές, δυνάμεις, με τη συμμετοχή όλου του εργαζόμενου λαού και με ένα γενικό, συντονισμένο και συγκεντρωτικό σχέδιο.
Εφαρμόζοντας μια ορθή πολιτική για την εκβιομηχάνιση της χώρας, η Αλβανία μπόρεσε να μετατραπεί γρήγορα από καθυστερημένη γεωργική χώρα σε χώρα με ανεπτυγμένη βιομηχανία και γεωργία, με προηγμένη παιδεία και κουλτούρα, σε χώρα όπου ο λαός ζει πραγματικά ελεύθερος και ευτυχισμένος.
Οι ευρωκομμουνιστές δεν αναγνωρίζουν την πείρα μας, ούτε και την πείρα της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών, όταν αυτές ήταν σοσιαλιστικές. Θέλουν να εφεύρουν έναν «καινούργιο» σοσιαλισμό. Πρέπει όμως να έχεις αλλοπρόσαλλη λογική για να αναγνωρίζεις την ύπαρξη στην κοινωνία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι ότι μπορεί να αποφύγεις την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, να μιλάς για «σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς», για «ισότητα», για «δικαιοσύνη» κ.λπ., καθώς κηρύσσουν οι ευ ρω κομμουνιστές. Η διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», δηλαδή της δυνατότητας καπιταλιστικής συσσώρευσης στην κοινωνία που προτείνουν οι ευρωκομμουνιστές, στην πραγματικότητα σημαίνει να διαφυλαχτεί ακέραιο, αβλαβές και άθικτο το καπιταλιστικό σύστημα.
Σε όλες τις φιλοσοφικές φαντασίες τους, καθώς και στα προγράμματα που έχουν διακηρύξει τα κόμματα τους, οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές δε θίγουν καθόλου το ζήτημα για το τι θα γίνει με τις πολυεθνικές εταιρείες και με τα ξένα κεφάλαια. Εφόσον δεν τα αναφέρουν, σημαίνει ότι αυτά παραμένουν συστατικά μέρη της «σοσιαλιστικής» κοινωνίας που αυτοί κηρύσσουν, σημαίνει ότι το μεγάλο αμερικάνικο, δυτικογερμανικό, αγγλικό, γαλλικό κ.λπ. κεφάλαια δε θα νοιάζονται πια για υπερκέρδη, αλλά θα εξυπηρετούν το σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει να βλέπεις όνειρα μέρα μεσημέρι. Ο Καρρίγιο, ο Μπερλίνγκουερ και ο Μαρσέ στο ζήτημα αυτό δεν μπορούν να πλησιάσουν ούτε εκείνους τους κύκλους της αστικής τάξης, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που, αν και δεν είναι υπέρ του σοσιαλισμού, απαιτούν το διώξιμο του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και την απαλλαγή τους από τις πολυεθνικές εταιρείες.
Όσον αφορά τον λεγόμενο «δημόσιο τομέα», την ύπαρξη του οποίου προβλέπει ο «ευρωκομμουνιστικός σοσιαλισμός», εδώ πρόκειται για μια καθαρά ορολογική καπηλεία, για μια συνηθισμένη προσπάθεια να πουλούν σαν σοσιαλιστικό οικονομικό τομέα τον τομέα του κρατικού καπιταλισμού, που στον έναν ή τον άλλο βαθμό υπάρχει σήμερα σε όλες τις αστικές χώρες.
Είναι γνωστό πώς δημιουργήθηκε και γιατί δημιουργήθηκε ο τομέας του κρατικού καπιταλισμού, ή ο «δημόσιος τομέας», όπως τον αποκαλεί η αστική τάξη.
Ο κρατικός καπιταλισμός στις εκβιομηχανισμένες χώρες της Ευρώπης υπήρχε και πριν, αλλά καταφανή ανάπτυξη είχε προπαντός μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα μερικών παραγόντων. Στην Ιταλία, λόγου χάρη, επινοήθηκε από την αστική τάξη σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της πάλης των τάξεων και
της μεγάλης πίεσης των εργαζόμενων μαζών που ζητούσαν την απαλλοτρίωση του μεγάλου κεφαλαίου, ιδιαίτερα του κεφαλαίου που συνδέονταν με το φασισμό και που ήταν υπεύθυνο για τις καταστροφές που έπαθε η χώρα. Για να αποφύγει την παραπέρα ριζοσπαστικότητα του αγώνα των εργαζόμενων μαζών και να αποτρέψει τις επαναστατικές εκρήξεις, η αδύνατη ιταλική αστική τάξη έκανε την κρατικοποίηση ορισμένων μεγάλων βιομηχανιών, κρατικοποίηση που ικανοποιούσε ακόμα και τα αμεσότερα αιτήματα των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων, που βγήκαν ισχυρά από τον πόλεμο. Στην Αγγλία η δημιουργία του «δημόσιου τομέα», όπως των σιδηροδρόμων ή του πετροκάρβουνου, ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψης από μέρους του μεγάλου κεφαλαίου μερικών καθυστερημένων και μη προσοδοφόρων κλάδων, τους οποίους πέρασε στο κράτος να τους χρηματοδοτεί από τον προϋπολογισμό, από τους φορολογούμενους, ενώ τα ίδια τα κεφάλαια τα έριξε στους τομείς των νέων βιομηχανιών με υψηλή τεχνολογία, όπου εξασφαλίζονταν πιο γρήγορα και πιο πολλά υπερκέρδη.
Τέτοιες κρατικοποιήσεις έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται για τον έναν ή τον άλλο λόγο και σε άλλες χώρες, αλλά δεν άλλαξαν και ούτε μπορούν ποτέ να αλλάξουν την καπιταλιστική φύση του ισχύοντος συστήματος, δεν μπορούν να εξαλείψουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση, την ανεργία, τη φτώχεια, την έλλειψη δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Ο κρατικός καπιταλισμός, όπως έχει πια αποδείξει η μακρόχρονη πείρα, διατηρείται και αναπτύσσεται από την αστική τάξη, όχι για να δημιουργήσει τις βάσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας, καθώς λένε οι ρεβιζιονιστές, αλλά για να δυναμώσει τις βάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, του αστικού κράτους της, για να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει ακόμα πιο πολύ τους εργαζόμενους. Εκείνοι που διευθύνουν τον «δημόσιο τομέα» δεν είναι εκπρόσωποι των εργατών, αλλά άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου, εκείνοι που έχουν στα χέρια τους τα ηνία της όλης οικονομίας του κράτους. Η κοινωνική θέση του εργάτη στις επιχειρήσεις του «δημόσιου τομέα» δε διαφέρει καν από την κοινωνική θέση του εργάτη του ιδιωτικού τομέα1 η σχέση του στα μέσα παραγωγής, στην οικονομική διεύθυνση της επιχείρησης, στην πολιτική των επενδύσεων, των αποδοχών κ.λπ., είναι η ίδια. Στις επιχειρήσεις αυτές, το αστικό κράτος είναι που αποκομίζει τα κέρδη, δηλαδή η αστική τάξη. Μόνο οι ρεβιζιονιστές μπορούν να ξεχωρίσουν τις διαφορές μεταξύ του «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα των επιχειρήσεων ΙRΙ και του «αστικού» χαρακτήρα της FΙΑΤ, μεταξύ των «ελεύθερων» εργατών της RENAULT και των «καταπιεζόμενων» της CITRΟΕΝ.
Η κοινωνία του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», που κηρύσσουν τώρα οι ευ ρω κομμουνιστές, είναι η σημερινή αστική κοινωνία που υπάρχει στις χώρες τους. Ζητούν να γίνουν σ' αυτή την κοινωνία μερικά ρετούς, ώστε η γηραλέα ευρωπαϊκή αστική τάξη, με το ένα πόδι στον τάφο, να μοιάζει με νιόνυφη, γεμάτη σφρίγος και ζωτικότητα. Σύμφωνα με τους ευ ρω κομμουνιστές, αρκεί να γίνουν μερικά ρετούς, να διαφυλαχτεί ο τομέας του κρατικού καπιταλισμού πλάι στον ιδιωτικό, να ιδρυθεί κάποιο εργατικό γνωμοδοτικό συμβούλιο στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων, να επιτρέπονται οι συνδικαλιστές αρχηγοί να βγαίνουν στις πλατείες και να φωνάζουν για δικαιοσύνη και ισότητα, να πιάνουν οι ρεβιζιονιστές κάποιο υπουργικό θώκο και... ο σοσιαλισμός έρχεται από μόνος του.
Οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές, με τον ασυγκράτητο ζήλο τους στην καταπολέμηση και την απάρνηση του μαρξισμού - λενινισμού, εξωραΐζουν με όλους τους τρόπους τη σημερινή πραγματικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι' αυτούς, το σημερινό κοινωνικό σύστημα της Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας κ.λπ,, το κράτος που κυβερνά αυτές τις χώρες είναι ένα είδος υπερταξικής δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας για όλους. Σ' αυτή την κοινωνία και σ' αυτό το κράτος αυτοί βλέπουν μόνο μερικές δυσκολίες, μερικά λάθη, το πολύ μερικές διαστρεβλώσεις, αλλά τίποτε παραπάνω. Σ' αυτή την έννοια και τη βασική προϋπόθεση δίνουν και τα σχήματα του «δημοκρατικού» τους «σοσιαλισμού», ο οποίος στην ουσία θα είναι η ίδια η σημερινή αστική κοινωνία, αλλά χωρίς τις «ελλείψεις», τους «περιορισμούς», τις «δυσκολίες» που έχει σήμερα.
Οι ρεβιζιονιστές δηλώνουν ότι στο «σοσιαλισμό» τους θα υπάρχουν και θα λειτουργούν περισσότερα από ένα κόμμα, καθώς και η δυνατότητα της αλληλοδιαδοχής τους στην κυβέρνηση. Πρέπει να πούμε ότι σ' αυτό το ζήτημα οι ευρωκομμουνιστές είναι πράγματι συνεπείς. Φυσικό είναι ότι σε μια κοινωνία, όπου θα υπάρχουν ανταγωνιστικές τάξεις, διάφορα στρώματα της αστικής τάξης, ομάδες καπιταλιστών με ιδιαίτερα συμφέροντα, θα υπάρχουν και διάφορα κόμματα, θα υπάρχει οπωσδήποτε και η μέχρι τώρα πρακτική της καπιταλιστικής κοινωνίας ώστε, επικεφαλής της εξουσίας, κατά τις περιστάσεις και τις ανάγκες, να εναλλάσσονται τα διάφορα κόμματα. Αυτό όμως που οι ευρωκομμουνιστές καπηλεύονται είναι ότι τον «πλουραλισμό», την πρακτική δηλαδή της αλλαγής των αλόγων στην άμαξα της αστικής εξουσίας, τον παριστάνουν σαν το αποκορύφωμα της δημοκρατίας, σαν μια κατάσταση που δημιουργεί δυνατότητες για την επίλυση όλων των κοινωνικών προβλημάτων. Σκοπός τους είναι να διαστρεβλώσουν την ίδια την αντίληψη σχετικά με τη σοσιαλιστική κοινωνία και να παρουσιάσουν την αστική δημοκρατία και τους θεσμούς της σαν ικανούς για την πραγματοποίηση των σοσιαλιστικών επιδιώξεων, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για επανάσταση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να συντριβεί ο μηχανισμός του παλιού αστικού κράτους. Το ιδεώδες κράτος τους είναι στην πραγματικότητα το σημερινό αμερικάνικο πολιτικό σύστημα και προπαντός το γερμανικό, όπου κυριαρχούν δύο μεγάλα κόμματα της αστικής τάξης, που επικεφαλής της κυβέρνησης το ένα διαδέχεται το άλλο. Θέλουν ώστε και στην Ιταλία και την Γαλλία ή την Ισπανία να υπάρχουν δύο μεγάλα κόμματα: το ένα καθαρά αστικό, δημοκρατικό ή φιλελεύθερο και το άλλο εργατικό, να το αποκαλούν σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό, εργατικό ή ό,τι άλλο, καθώς και ορισμένα άλλα μικρά και ασήμαντα κόμματα, για τον αριθμό. Και κατ' αυτό τον τρόπο θα δημιουργούταν ο «ιταλικός σοσιαλισμός», ο «γαλλικός σοσιαλισμός», ο «ισπανικός σοσιαλισμός», όπως έχει δήθεν δημιουργηθεί και ο «σουηδικός σοσιαλισμός», ο «νορβηγικός σοσιαλισμός» κ.λπ.
Το κράτος στο «δημοκρατικό σοσιαλισμό» πρέπει να μην είναι κράτος των εργατών και αγροτών, δηλαδή να μην είναι καθώς μας διδάσκουν ο Μαρξ και ο Λένιν, ώστε στην καθοδήγηση να είναι οι εργάτες των εργοστασίων και οι αγρότες που καλλιεργούν τη γη. Οι ευρωκομμουνιστές ζητούν ένα κράτος που να είναι κράτος «όλων» και η κυβέρνηση του κράτους να είναι επίσης κυβέρνηση «όλων». Αλλά κράτος «όλων», ούτε υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει.
Οι αντιλήψεις των ευρωκομμουνιστών για το κράτος είναι κατά πολύ παραπλήσιες με τις απόψεις του Προυντόν και του Λασάλ, που τις απέρριψε ο Μαρξ πριν από έναν και πλέον αιώνα. Ο Λασάλ, λόγου χάρη, κήρυσσε ότι με μεταρρυθμίσεις, σε ειρηνικό δρόμο, με γενικές εκλογές και με τη βοήθεια του ίδιου του αστικού κράτους και των σωματείων των παραγωγών που έπρεπε να ιδρυθούν, μπορούσε να μετασχηματιστεί το αντιδραστικό πρωσικό κράτος σε ένα ελεύθερο λαϊκό κράτος. Αυτό το είδος «κράτους» το παρουσίαζε σαν πρότυπο του νέου σοσιαλιστικού κράτους, για το οποίο έπρεπε να αγωνιστούν οι εργάτες.
Η λασαλική αντίληψη για το «λαϊκό κράτος» αρνιόταν τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους ως δικτατορία μιας ορισμένης τάξης.
Αντιμέτωπα με τη λασαλική αντίληψη για το «ελεύθερο λαϊκό κράτος», ο Μαρξ, προπαντός στο εξαίρετο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», έθεσε την αντίληψη του κράτους σαν ταξικό όργανο, έθεσε τη μαρξιστική αντίληψη της δικτατορίας του προλεταριάτου.
«...έστω και χιλιάδες φορές να ενωθεί η λέξη «λαός» με τη λέξη «κράτος», —λέει ο Μαρξ— αυτό δε θα επιταχύνει καθόλου τη λύση της.
Ανάμεσα στην καπιταλιστική κοινωνία και την κομμουνιστική βρίσκεται η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης κοινωνίας στη δεύτερη. Σ' αυτή την περίοδο ανταποκρίνεται και η πολιτική μεταβατική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά Έργα, τομ. II, αλβ. έκδοση, σελ. 24, Τίρανα,1975)
Οι θεωρητικές θέσεις και η μαρξιστική διδασκαλία σχετικά με το κράτος, που διακηρύσσονται στα μνημειώδη έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, δικαιώθηκαν υπέροχα από τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού.
Η Κομμούνα του Παρισιού αποδείχνει ότι το προλεταριάτο για να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να διατηρήσει άθικτη και να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του την παλιά μηχανή του αστικού κράτους. Η Κομμούνα σύντριψε αυτή τη μηχανή και στη θέση της δημιούργησε θεσμούς κα ιδρύματα αποκλειστικά καινούρια, από μορφή και περιεχόμενο. Η Κομμούνα ήταν η πρώτη μορφή της πολιτικής οργάνωσης της προλεταριακής εξουσίας. Όπως έχει τονίσει ο Λένιν, η Κομμούνα του Παρισιού έδειξε την ιστορική προϋπόθεση «...και την περιορισμένη αξία του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας...» (Β.Ι.Λένιν. Άπαντα, τομ .28ος, αλβ. έκδ., σελ. 535.)
Αποδείχτηκε στην πράξη ότι το κράτος που ίδρυσε η Κομμούνα του Παρισιού αντιπροσώπευε τον ανώτερο τύπο της δημοκρατίας, της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Εφάρμοσε τις μεγάλες δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, που η αστική τάξη τα διακηρύσσει, αλλά ποτέ δεν τα πραγματοποιεί.
Αργότερα, ο Λένιν, στην καταπολέμηση των οπορτουνιστικών διαστρεβλώσεων των αρχηγών της Δεύτερης Διεθνούς, υπεράσπισε θαυμάσια τη θεωρία του Μαρξ σχετικά με το κράτος. Απέρριψε τις αντιλήψεις τους ότι το κράτος δεν είναι δήθεν όργανο κυριαρχίας μιας τάξης επί της άλλης, αλλά όργανο της συμφιλίωσης των τάξεων, ότι ο μηχανισμός του αστικού κράτους δεν πρέπει να συντριβεί, αλλά να χρησιμοποιηθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων. Στο εξαίρετο βιβλίο του «Κράτος και επανάσταση», ο Λένιν αποδείχνει με επιχειρήματα ότι το κράτος είναι προϊόν των αντιθέσεων μεταξύ των τάξεων και έκφραση του ασυμβίβαστου αυτών των αντιθέσεων. Απέδειξε ότι ο μηχανισμός του αστικού κράτους, σαν μηχανισμός που στήθηκε για να κρατεί σε καταπίεση και εκμετάλλευση την εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη αυτής της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Το προλεταριάτο πρέπει να ιδρύσει το δικό του κράτος, νέο στην μορφή και το περιεχόμενο, στη διάρθρωση και τη διοργάνωση, στους ανθρώπους που το διευθύνουν και τις μεθόδους λειτουργίας, κράτος που να εξασφαλίσει την ελευθερία στις εργαζόμενες μάζες και να καταστείλει τις προσπάθειες των εχθρών του σοσιαλισμού για την παλινόρθωση του καπιταλιστικού συστήματος.
Το βιβλίο του Λένιν «Κράτος και επανάσταση», οι λενινιστικές θέσεις σχετικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Οκτωβριανής Επανάστασης και στην εγκαθίδρυση της εξουσίας των Σοβιέτ στη Ρωσία. Παραμένουν ισχυρά όπλα στα χέρια των πραγματικών επαναστατών για την καταπολέμηση των θεωρητικολογιών των συγχρόνων ρεβιζιονιστών, οι οποίοι προσπαθούν να αναβιώσουν τις σχετικά με το κράτος παλιές απόψεις του Κάουτσκυ και συντροφιά που τις ξεσκέπασε και τις σύντριψε ο Λένιν.
Οι θεωρητικολογίες των ευρωκομμουνιστών για το κράτος είναι συνέπεια της αντιμαρξιστικής γραμμής αυτών των αποστατών, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει ταξική πάλη, αλλά ταξική ειρήνη, ότι ο στρατός και η αστυνομία δεν είναι πια οπισθοδρομικές δυνάμεις της αστικής τάξης, γι' αυτό δε χρειάζεται η δικτατορία του προλεταριάτου και η πραγματική δημοκρατία που εγκαθιδρύει το προλεταριάτο. Θέλουν μόνο ένα κράτος, μια δημοκρατία, το αστικό - ρεβιζιονιστικό κράτος και δημοκρατία.
Ο «δημοκρατικός» δρόμος για το σοσιαλισμό - προσωπείο για τη διαφύλαξη του αστικού κράτους
Θεμελιώδες ζήτημα της ιδεολογίας και της πολιτικής κάθε κόμματος, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα ποιας τάξης αντιπροσωπεύει, ήταν και παραμένει το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Απ' αυτό δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση ούτε ο ευρωκομμουνισμός. Ακριβώς σ' αυτό το πεδίο άρχισε την πάλη του, και έγινε νέο όπλο στα χέρια της αστικής τάξης για να διαφυλάξει την καταπιεστική και εκμεταλλευτική εξουσία της και να εμποδίσει το προλεταριάτο να κάνει την επανάσταση, να καταλύσει αυτή την εξουσία και να εγκαθιδρύσει το σοσιαλισμό.
Στην προπαγάνδα τους ενάντια στο μαρξισμό - λενινισμό, οι ευρωκομμουνιστές ισχυρίζονται ότι στις συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας, καθώς αποκαλούν οι ίδιοι τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, η θεωρία του Μαρξ για την ανατροπή του καπιταλισμού με βίαιη επανάσταση χρειάζεται νέες «ερμηνείες». Από τους πρώτους που άρχισαν τη μετωπική επίθεση να ποδοπατήσουν και να θεωρήσουν άχρηστη τη θέση του Μαρξ και του Λένιν σχετικά με την αναγκαιότητα της βίαιης επανάστασης και που την παραμόρφωσαν ριζικά, όπως αναφέραμε προηγούμενα, ήταν οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές. Για να κάνουν «πειστική» τη θεωρία τους για ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό, έφθασαν μέχρι το σημείο να ισχυρίζονται ότι και η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ειρηνική επανάσταση, διαφορετικά απ' ό,τι τη γνωρίζει η ιστορία σαν την πρώτη επανάσταση που ανέτρεψε βίαια τη ρωσική αστική τάξη και εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Άρχισαν ταυτόχρονα να θεωρητικολογούν πως η δικτατορία του προλεταριάτου ήταν ένα προσωρινό φαινόμενο που παραχωρεί τη θέση της στο λεγόμενο κράτος όλου του λαού. Με τις θεωρίες αυτές οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές επιδίωκαν την υποτίμηση του ταξικού και επαναστατικού περιεχομένου της δικτατορίας του προλεταριάτου και την άρνηση της.
Η ενσυνείδητη αυτή διαστρέβλωση του μαρξισμού - λενινισμού από τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές έγινε βάση πάνω στην οποία στήθηκαν οι ευρωκομμουνιστικές θεωρίες γι' αυτό το ζήτημα. Οι χρουστσιοφικές θέσεις ότι με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε πια πάλη των τάξεων, ότι η νίκη του σοσιαλισμού ήταν εγγυημένη και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος οπισθοδρόμησης, ότι δεν υπήρχε πια ανάγκη ούτε για δικτατορία του προλεταριάτου, ούτε για κόμμα της εργατικής τάξης, θρέψανε τους άλλους ρεβιζιονιστές και τους ώθησαν να προχωρήσουν και πιο πέρα. Καπηλευόμενοι τις αλλαγές που συνέβηκαν στον κόσμο και τη σωστή φράση του Λένιν για τις ιδιομορφίες του δρόμου προς το σοσιαλισμό, τονίζουν ότι στην εποχή μας η μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει και με κοινοβουλευτισμό και μεταρρυθμίσεις.
Την πορεία μετασχηματισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική οι ευρωκομμουνιστές την παρουσιάζουν σαν ανάπτυξη της αστικής πολιτικής δημοκρατίας, μέχρι τέλους σε ειρηνικό δρόμο, όπως λένε, ο οποίος δεν οδηγεί σε ποιοτική, αλλά σε ποσοτική αλλαγή. «Η πολιτική δημοκρατία, λένε οι ιταλοί ρεβιζιονιστές, παρουσιάζεται σαν ανώτερη θεσμική μορφή οργάνωσης ενός κράτους, ακόμα και ενός σοσιαλιστικού κράτους»(La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.11).
Αν αναλύσουμε αυτή τη λεγόμενη θέση, προκύπτει ότι η «πολιτική δημοκρατία» για τους εργαζόμενους υπάρχει, λένε, από τον καπιταλισμό ακόμα, ότι στο σοσιαλισμό φθάνουμε διευρύνοντας δήθεν αυτή τη δημοκρατία και ότι τελικά, το κύριο χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας μας είναι δήθεν η αστική δημοκρατία, την οποία ταυτίζουν με τη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Ωστόσο οι ισπανοί ρεβιζιονιστές εκ μέρους τους ισχυρίζονται ότι «η πολιτική και κοινωνική δημοκρατία δεν είναι τρίτος δρόμος, ούτε καπιταλιστικός ούτε σοσιαλιστικός, αλλά είναι μεταβατικό στάδιο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού».(Noveno Congreso del Partido Comunista de Espagna, 1978,p.83)
«Η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα ο σκοπός και το μέσο των μετασχηματισμών»,(L’Humanite, 13/2/1979)λέει ο Μαρσέ.
Όπως βλέπουμε, για να «αιτιολογήσουν» τις ρεβιζιονιστικές τους απόψεις, οι Μπερλΐνγκουερ, Καρρίγιο, Μαρσέ και άλλοι παρουσιάζουν αρκετά συγκεχυμένες ιδέες σχετικά με τη δημοκρατία και το κράτος. Τέτοιοι συλλογισμοί που δε στηρίζονται στις ταξικές σχέσεις που υπάρχουν στην αστική κοινωνία, έξω από τις διασυνδέσεις μεταξύ οικονομικής βάσης και καπιταλιστικού εποικοδομήματος, έξω από την πραγματικότητα και από κάθε λογική, έχουν σαν σκοπό να αποδείξουν δήθεν ότι η πραγματική δημοκρατία δεν είναι αυτή που εγκαθιδρύει η δικτατορία του προλεταριάτου, η δημοκρατία της μεγάλης πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων μαζών πάνω στην εκμεταλλευτική καπιταλιστική μειοψηφία ή πάνω στα υπολείμματα της, αλλά είναι δήθεν η δημοκρατία α λα Μαρσέ, α λα Καρρίγιο, δηλαδή «δημοκρατία για όλους, όπου όλοι να ζουν σε ειρήνη και σε ταξική αρμονία». Η ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει αστική δημοκρατία χωρίς την αστική δικτατορία, όπως δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστική δημοκρατία χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των πολιτών είναι σε άμεση σχέση με την κυριαρχία της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία. Όπου κυριαρχεί η καπιταλιστική τάξη υπάρχουν δικαιώματα για την αστική τάξη και περιορισμός των δικαιωμάτων, καταπίεση και περιφρόνηση για τις μάζες, ενώ όπου κυριαρχεί η εργατική τάξη υπάρχουν δικαιώματα και ελευθερίες για τους εργαζόμενους και περιορισμός και βία για την πρώην κυρίαρχη και εκμεταλλεύτρια μειοψηφία, καθώς και για τους εχθρούς του
σοσιαλισμού.
Οι ευρωκομμουνιστές δεν είναι οι πρώτοι οπορτουνιστές που αρνιούνται την αναγκαιότητα της επανάστασης σαν το μόνο και βασικό μέσο για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το ίδιο έκανε πριν απ' αυτούς και ο Προυντόν, που τον ξεσκέπασε ο Μαρξ. Έτσι έπραξε και ο Μπερνστάιν και συντροφιά που έγιναν ανοιχτοί υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο Μπερνστάιν, λόγου χάρη, κήρυσσε ότι βελτιώνοντας τη νομοθεσία της εργασίας, ανεβάζοντας το ρόλο και τη δράση των συνδικάτων και των συνεταιρισμών, αυξάνοντας την αντιπροσώπευση της εργατικής τάξης στο κοινοβούλιο, μπορούσαν να λυθούν ειρηνικά και σε εξελικτικό δρόμο όλα τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα του προλεταριάτου. Απερίφραστα έλεγε ότι αρκεί η εργατική τάξη να κερδίσει την απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, να πάρει 51 % των ψήφων και μπορεί να πραγματοποιήσει όλους τους σκοπούς της. Στη δημοκρατία, προπαγάνδιζε εκείνος, εφόσον επικρατεί η «θέληση της πλειοψηφίας», το κράτος χάνει τον ταξικό του χαρακτήρα, μετατρέπεται από όργανο ταξικής κυριαρχίας σε όργανο υπερταξικό, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Σ' ένα τέτοιο κράτος, έλεγε ο Μπερνστάιν, η εργατική τάξη και το κόμμα της μπορούν και πρέπει να συνεργαστούν με όλες τις άλλες τάξεις και κόμματα, Όλοι μαζί πρέπει να υπερασπίσουν και ενισχύσουν αυτό το κράτος ενάντια στους «αντιδραστικούς».
Ο Μπερνστάιν κήρυσσε ότι ο δρόμος της μετατροπής της κοινωνίας είναι ο δρόμος των μερικών και αργών μεταρρυθμίσεων, ο δρόμος της εξέλιξης, της βαθμιαίας μετάβασης του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό. Επομένως, και το κόμμα της εργατικής τάξης έπρεπε σύμφωνα μ' αυτόν να ήταν όχι κόμμα της κοινωνικής επανάστασης, αλλά κόμμα των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Τις απόψεις αυτές του Μπερνστάιν, που αργότερα τις υιοθέτησαν ο Κάουτσκυ και συντροφιά, ο Λένιν τις κριτίκαρε έντονα και υπογράμμισε όλη την πλαστότητά τους. Την ιστορική απόφαση στο μεγάλο διάλογο ανάμεσα στους μαρξιστές με επικεφαλής το Λένιν, που υπεράσπιζαν την ιδέα της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου και τους ρεβιζιονιστές οπορτουνιστές, που ήταν οπαδοί του ειρηνικού, ρεφορμιστικού δρόμου και της «καθαρής» δημοκρατίας κ.λπ, την έδωσε η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η επανάσταση αυτή έδειξε στο προλεταριάτο και στους λαούς του κόσμου ότι ο δρόμος της νίκης επί του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού διέρχεται όχι μέσα από μεταρρυθμίσεις και συμβιβασμούς με την αστική τάξη αλλά μέσα από τη βίαιη επανάσταση.
Για να «επιχειρηματολογήσουν» την εναντίωσή τους στην μαρξιστική - λενινιστική θεωρία σχετικά με την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, οι ευρωκομμουνιστές ισχυρίζονται ότι δήθεν και ο ίδιος ο Μαρξ «μια μόνο φορά ανάφερε αυτόν τον όρο». Είναι όμως γνωστό ότι η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου αποτελεί το θεμελιώδες ζήτημα σ' όλη τη θεωρία του Μαρξ για το σοσιαλισμό.
«Το καινούργιο που έκαμα —έγραφε ο Μαρξ το 1852,— είναι ότι απέδειξα τα παρακάτω: 1) Πως η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνον με καθορισμένες ιστορικές φάσεις στην ανάπτυξη της παραγωγής, 2) πως η ταξική πάλη οδηγεί απαραίτητα στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) πως αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί μόνο το πέρασμα προς την εκμηδένιση κάθε τάξης και την κοινωνία χωρίς τάξεις...» ( Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά Εργα. τομ. Π,αλβ. έκδοση, σελ. 486, Τίρανα 1975.)
Τη δικτατορία του προλεταριάτου ο Μαρξ δεν την έβλεπε σαν απλή αλλαγή μερικών ανθρώπων στην κυβέρνηση, αλλά σαν εξουσία ποιοτικά καινούργια, που χτίζεται πάνω στα ερείπια της παλιάς αστικής εξουσίας. Τη βίαιη συντριβή της παλιάς κρατικής αστικής μηχανής ο Μαρξ τη θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη όχι μόνο της προλεταριακής επανάστασης, αλλά κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης, καθοδηγούμενης από την εργατική τάξη. Το συμπέρασμα αυτό που δίνει ο Μαρξ στο υπέροχο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», ο Λένιν το ονόμασε «γιγαντιαίο βήμα εμπρός». Ακριβώς ενάντια σ' αυτό τον ακρογωνιαίο λίθο της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας επετέθηκαν και το αρνήθηκαν όλοι οι παλιοί ρεβιζιονιστές, επιτίθενται και οι νέοι ρεβιζιονιστές ευρωκομμουνιστές.
Η θέση των ευ ρω κομμουνιστών για την υπόθεση της επανάστασης, για το κράτος και τη δημοκρατία ταυτίζεται στην ουσία με τη θέση των σοβιετικών ρεβιζιονιστών, οι οποίοι έχουν δηλώσει ότι το «κομμουνιστικό» κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης μετατράπηκε τώρα σε «κόμμα όλου του λαού» και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου αντικαταστάθηκε από το «κράτος όλου του λαού». Στηριζόμενοι σ' αυτές τις δηλώσεις των σοβιετικών ρεβιζιονιστών, ο Μαρσέ και ο Καρρίγιο δικαιούνται να κάνουν το συλλογισμό: Αφού εσείς μετατρέπετε το κόμμα και το κράτος του προλεταριάτου σε κόμμα και κράτος όλου του λαού, εμείς στη Δύση δεν έχουμε άραγε το δικαίωμα να πραγματοποιήσουμε αυτό χωρίς όμως τη βίαιη επανάσταση και χωρίς την δικτατορία του προλεταριάτου; Εμείς θα ακολουθήσουμε τον «πλουραλισμό» και σε σύμπνοια με την αστική τάξη, ξεσηκώνοντας την κοινή γνώμη για μια «πραγματική δημοκρατία», που εσείς δεν την πραγματοποιήσατε. Μάταια ισχυρίζεστε πως έχετε δημοκρατία, τη στιγμή που δυναμώνετε την καταπίεση».
Όσον αφορά τους τιτοϊκούς, κι αυτοί βρίσκονται σε δύσκολες θέσεις απέναντι στους ευρωκομμουνιστές σχετικά με τη «δημοκρατία» και τον «πλουραλισμό». Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές μιλούν για ενότητα του «αδέσμευτου κόσμου» και με τη φόρμουλα αυτή «σβήνουν» την πάλη των τάξεων και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ζητούν από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό ώστε μόνο οι «αδέσμευτες χώρες» «να μείνουν στο τωρινό στάτους κβο και να βοηθηθούν οικονομικά». Στην κατεύθυνση αυτή οι τιτοϊκοί είναι της ίδιας γνώμης με τους ευρωκομμουνιστές, αλλά μόνο με μια αλλαγή ότι, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι μιλούν για δήθεν «ανεξαρτησία από τις υπερδυνάμεις και τους συνασπισμούς», οι ευρωκομμουνιστές δεν το κάνουν αυτό ούτε τυπικά.
Με τις ιδέες που εκφράζουν, οι ευρωκομμουνιστές λένε και στους γιουγκοσλάβους ρεβιζιονιστές, χωρίς να τους επιτίθενται άμεσα, ότι η ύπαρξη μόνον ενός κόμματος στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι στο δρόμο της πραγματικής δημοκρατίας, επομένως και το πολιτικό σύστημα στη Γιουγκοσλαβία πρέπει να υποστεί αλλαγές.
Οι Μπερλίνγκουερ, Μαρσέ, Καρρίγιο και συντροφιά επιτιθέμενοι άμεσα στον Λένιν και σ' όλη τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία για το κράτος και την επανάσταση, καλούν τους χρουστσιοφικούς να την πάνε μέχρι τέλους την προδοσία, λέγοντας τους πως στη βρώμικη επιχείρηση τους το ζήτημα δεν έγκειται μόνο στα «λάθη» του Στάλιν,
αλλά στο ίδιο το σοσιαλιστικό σύστημα, το οποίο, αν και μετά τον Οκτώβρη ήταν κατάλληλο σύστημα, για τη σημερινή εποχή δεν είναι δίκαιο, γιατί αρνείται δήθεν τη δημοκρατία.
Δε χωρεί αμφιβολία ότι η θέση αυτή δε συμφέρει στους χρουστσιοφικούς, οι οποίοι, για να καλύψουν την προδοσία τους και να παριστάνουν τους μαρξιστές - λενινιστές, τηρούν ακόμα μερικά δήθεν λενινιστικά σχήματα.
Για να φυλάξει αυτό το προσωπείο, η ομάδα του Μπρέζνιεφ απευθύνει κάποτε και κάποια κριτική στα ανυπάκουα κόμματα και τα συμβουλεύει να διαφυλάξουν δήθεν τις ταξικές αρχές του Λένιν για το δρόμο και τις μορφές που οδηγούν στο σοσιαλισμό. Ωστόσο τα ρεβιζιονιστικά κόμματα των χωρών της Δύσης δε μένουν χωρίς να απαντήσουν και χωρίς να πούνε στο Μπρέζνιεφ ότι δεν κάνουν τίποτε άλλο απ' ό,τι έκαμαν οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές, ότι αυτά ενεργούν σύμφωνα με τις δικές τους συνθήκες που υπαγορεύουν δήθεν τον ειρηνικό δρόμο, το δρόμο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, του πολιτικού και ιδεολογικού πλουραλισμού κ.λπ.. κ.λπ.
Οι Μπερλίνγκουερ, Μαρσέ, Καρρίγιο, που τράβηξαν πιο πέρα από τον Τολιάττι, λένε στους Σοβιετικούς: «δεν είστε μήπως εσείς που έχετε μιλήσει για ειρηνική συνύπαρξη; Τότε ελάτε να καθιερώσουμε αυτή την συνήπαρξη και να την πάμε μέχρι τέλους». Και με ποιον αυτή η ειρηνική συνύπαρξη; Με τους αντίπαλους του κομμουνισμού, δηλαδή με την καπιταλιστική αστική τάξη, με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό κ.λπ. Για να φτάσουμε όμως στην ειρηνική συνύπαρξη, λένε, πρέπει να αναθεωρήσουμε τα «δόγματα» στην πολιτική, στην ιδεολογία, στην οικονομία, στις τέχνες, γιατί τα «δόγματα» δεν αρμόζουν στη σημερινή κοινωνία. Και αφού οι ιδέες των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν για τη δικτατορία του προλεταριάτου, για την πάλη των τάξεων, για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, είναι,λένε, «δόγματα» τότε ούτε κι αυτές είναι κατάλληλες, δηλαδή η εξουσία πρέπει να καταληφθεί όχι με τη βία, αλλά με κοινοβουλευτικό δρόμο, με γενικές εκλογές, με τον ερχομό στην εξουσία της εργατικής τάξης και την κατά δημοκρατικό τρόπο παραίτηση της αστικής τάξης από την εξουσία.
Για δημαγωγία και για να ρίξουν στάχτη στα μάτια των μαζών, οι ευρωκομμουνιστές λένε, μεσ' απ' τα δόντια, ότι ο «τρίτος δρόμος» ή ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» δεν είναι η σοσιαλδημοκρατία, γιατί αυτή «δεν οδήγησε την κοινωνία έξω από τη λογική του καπιταλισμού»(La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.7). Ωστόσο, προσθέτουν αμέσως, πρέπει να ενωθούμε με τη σοσιαλδημοκρατία και με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και, μαζί τους, αντί να καταστρέψουμε τον κρατικό μηχανισμό της καπιταλιστικής αστικής τάξης, καθώς λένε οι κλασσικοί το μαρξισμού - λενινισμού, θα επενεργήσουμε σ’ αυτό το μηχανισμό διαμέσου της προπαγάνδας, των μεταρρυθμίσεων, της εκκλησίας, της κουλτούρας κ.λπ., ώστε η εξουσία αυτή να προσλάβει βαθμιαία την πραγματική δημοκρατική μορφή, να εξυπηρετήσει όλη την κοινωνία και να δημιουργήσει τις συνθήκες για την οικοδόμηση σε ειρηνικό δρόμο του «σοσιαλισμού». Κοντολογίς αυτοί κηρύσσουν την ίδρυση ενός νόθου κοινωνικού συστήματος που να μην έχει τίποτε το κοινό με τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Όλοι οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές εξιδανικεύουν τις τολιαττικές ιδέες, τη γραμμή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μάλιστα σε βαθμό που προκάλεσαν και τη ζηλοτυπία του Καρρίγιο και του Μαρσέ. Ο Ζωρζ Μαρσέ γράφει έτσι στην «Ουμανιτέ»: «Το 1956 εμείς αργήσαμε να βγάλουμε διδάγματα απ’ αυτά που συνέβησαν στη Σοβιετική ' Ενωση για να χαράζαμε έναν γαλλικό δρόμο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό», δηλαδή όπως έπραξε ο Τολιάττι. Όταν ο Μαρσέ ή ο Καρρίγιο λένε ότι η αστυνομία είναι με το μέρος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ότι στη Ρώμη ψηφίζει υπέρ αυτού του κόμματος, εκτιμούν τις προσπάθειες και τα κατορθώματα του Μπερλίνγκουερ στην κατεύθυνση της συνεργασίας με τη σοδιαλδημοκρατία, με τους χριστιανοδημοκράτες, με τους σοσιαλιστές στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά και στη διαχείριση των υποθέσεων της αστικής τάξης.
Τα «κατορθώματα» του Μπερλίνγκουερ σ' αυτές τις κατευθύνσεις, δηλαδή στην υποταγή προς τον ιταλικό καπιταλισμό και τον παγκόσμιο καπιταλισμό χρησιμεύουν στους άλλους ρεβιζιονιστές σαν πραχτικό στήριγμα των οπορτουνιστικών πολιτικών θέσεων τους. Ο Μπερλίνγκουερ δουλεύει με μεγάλο ζήλο, δεν επιτίθεται στο αστικό σύνταγμα, δεν επιτίθεται στην εξουσία της αστικής τάξης και δεν αναφέρεται καθόλου στην ανατροπή αυτής της εξουσίας και των μηχανισμών της, δε μιλάει για τη διάλυση του ιταλικού κατασταλτικού στρατού, αλλά απεναντίας, υπογράφει δηλώσεις με τα κόμματα της αντίδρασης για να ενισχυθεί ο στρατός, να μείνουν οι αμερικάνικες βάσεις, να αυξηθούν οι αρμοδιότητες και τα κονδύλια για την αστυνομία, ώστε να έχει το παράνομο δικαίωμα να ελέγχει καθετί το ύποπτο, ακόμα και να παρακολουθεί και τα τηλεφωνήματα και να ελέγχει και την αλληλογραφία των πολιτών.
Το πρόγραμμα και οι ενέργειες των ιταλών ρεβιζιονιστών είναι τώρα έτοιμα και δοκιμασμένα και για τους άλλους ρεβιζιονιστές. Στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία αναπτύσσεται και προσλαμβάνει συγκεκριμένες μορφές η ενσωμάτωση του ρεβιζιονισμού στον καπιταλισμό και όχι του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό, όπως κηρύσσουν οι ευρωκομουνιστές στα προγράμματα και τις ομιλίες τους.
Τα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας δεν αναφέρουν καθόλου τους κινέζους ρεβιζιονιστές. Όλη την αιχμή της πάλης τους τη στρέφουν ενάντια στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, και κάποτε, για τους δικούς τους σκοπούς, και ενάντια στους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές. Με τους κινέζους ρεβιζιονιστές ταυτίζονται σ' όλα τα μέτωπα. Οι κινέζοι ρεβιζιονιστές επιδιώκουν τη συμμαχία με τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με τις κυρίαρχες κλίκες στις νεοαποικιακές χώρες. Τέτοια συμμαχία είναι της αρέσκειας των ευρωκομμουνιστών αποστατών. Γεγονός είναι ότι η κινέζικη εξωτερική πολιτική ταυτίζεται απόλυτα με την πολιτική που κηρύσσουν οι ευρωκομμουνιστές για την ενότητα των ρεβιζιονιστικών κομμάτων με τα ισχύοντα αστικό - καπιταλιστικά καθεστώτα. Και οι κινέζοι ρεβιζιονιστές, και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας είναι υπέρ του πλουραλισμού στο σοσιαλισμό. Τα κόμματα της αστικής τάξης όχι μόνο υπάρχουν στην Κίνα, αλλά συμμετέχουν στην εξουσία και την ηγεσία παράλληλα με το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να διευθύνει χωρίς να συνεργάζεται μ' αυτά. Στα θεμελιώδη αυτά ζητήματα οι κινέζοι ρεβιζιονιστές συμφωνούν με τους ευρωπαίους ρεβιζιονιστές.
Από την άλλη μεριά, στην Κίνα, παράλληλα με τον κρατικό καπιταλιστικό τομέα, υπάρχουν κινέζικες ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδιωτικές επιχειρήσεις μικτές με κινέζικο και ξένο κεφάλαιο, ιδιωτικές επιχειρήσεις καθαρά ξένες, συνεταιριστικός τομέας κ.λπ., και όλα αυτά ταυτίζονται απόλυτα με τον «τρίτο δρόμο», με το «σοσιαλισμό» που προπαγανδίζουν οι ευρωκομμουνιστές.
Ο Μάο Τσε Τουνγκ έχει κηρύξει τη «θεωρία» του για την «άνθηση των εκατό λουλουδιών και το συναγωνισμό των εκατό σχολών». Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι στην Κίνα επιτρέπονται και αναπτύσσονται όλες οι ιδέες, ιδεαλιστικές, σοσιαλδημοκρατικές, ρεπουμπλικανικές, θρησκευτικές κ.λπ. «Ας συναγωνίζονται όλες οι σχολές, αυτό είναι διαλεκτικό», λέει ο Μάο Τσε Τουνγκ. Εφόσον ο πλουραλισμός είναι διαλεκτικός, πράγμα που κηρύσσουν και οι ευρωκομμουνιστές, τότε και η μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορεί να γίνει μαζί και σε ενότητα με την αστική τάξη και τα κόμματα της, σε ειρήνη και ειρηνική άμιλλα.
Εφόσον στην Κίνα υπάρχουν και συμμετέχουν στην ηγεσία αστικά κόμματα παράλληλα με το κομμουνιστικό κόμμα, τότε και το κράτος δεν μπορεί να είναι κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά ένας νοθογενής θεσμός, που στα λόγια είναι κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ στην πραγματικότητα είναι αστική δημοκρατία.
Η κινέζικη πρακτική ανταποκρίνεται στην γραμμή των ευρωκομμουνιστών και χρησιμεύει σαν μια «επιβεβαίωση» ότι μπορεί να γίνει η μετάβαση στο σοσιαλισμό χωρίς επανάσταση και χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου. Μπορεί κανείς να πει: «Μα η Κίνα πέρασε στο σοσιαλισμό με επανάσταση», «στην Κίνα υπάρχει δικτατορία του προλεταριάτου» κ.λπ. Αυτά δεν αληθεύουν. Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα πολέμησε ενάντια στους ιάπωνες καταχτητές και ενάντια στο Κουόμιντανγκ, αλλά εκεί δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ η δικτατορία του προλεταριάτου και δεν οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός. Η εξουσία στην Κίνα ονομαζόταν δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά το περιεχόμενο της ήταν διαφορετικό και βλέπουμε τώρα να πέφτουν το ένα μετά το άλλο τα προσωπεία που είχε βάλει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και το κινέζικο κράτος. Μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, ο οποίος ήταν εκλεκτικός, και του Τσου Εν Λάι, που ήταν αστός - δημοκράτης, βλέπουμε η Κίνα να αποκαλύπτει τα πραγματικά της γνωρίσματα, να εμφανίζεται σαν μια αστική δημοκρατία και σαν ιμπεριαλιστικό κράτος.
Οι εναντιώσεις των ευρωκομμουνιστών στους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές σχετικά με τη φύση του κράτους στο σοσιαλισμό, δεν έχουν καθόλου χαρακτήρα αρχών. Οι ευρωκομμουνιστές επιτίθενται ενάντια στο ρεβιζιονιστικό σοβιετικό κράτος παρουσιάζοντας το σαν διαστρέβλωση, και το οποίο, όπως λένε αυτοί, ακόμα και ο Μαρξ, και ο Ένγκελς δε θα το ενέκριναν, μάλιστα και ο Λένιν πολλά πράγματα δεν θα τα έβρισκε σωστά. Αυτό όμως είναι κοινού τόπου καπηλεία. Το τωρινό σοβιετικό κράτος δεν είναι σοσιαλιστικό κράτος. Έχει μετατραπεί σε δικτατορία της ρεβιζιονιστικής αστικής τάξης, που καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τις εργαζόμενες μάζες. Μ' αυτή την καπηλεία οι ευρωκομμουνιστές θέλουν να αποδείξουν ότι η πλουραλιστική τους γραμμή είναι η μόνη «μαρξιστική επιστημονική» γραμμή, η μόνη κατάλληλη γραμμή για την οικοδόμηση του πραγματικού σοσιαλισμού. Κατά τον ισχυρισμό τους, η γραμμή αυτή είναι διαλεκτική συνέπεια της υλιστικής εξέλιξης της ιστορίας, πράγμα που ο Μαρξ και ο 'Ενγκελς «δεν το είχαν προβλέψει», «δεν το είχε προβλέψει ούτε ο Λένιν». Αυτό όμως το «ανακάλυψαν» οι Μπερλίνγκουερ, Μαρσέ, Καρρίγιο και οι άλλοι ρεβιζιονιστές της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι περιαυτολογούν και λένε «εμείς είμαστε εκείνη που βλέπουμε τον πραγματικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, που κάνουμε βαθιά ανάλυση στα φαινόμενα του σημερινού κόσμου». Στην πραγματικότητα αυτοί είναι ενάντια σε κάθε είδος επαναστατικού μετασχηματισμού. Θέλουν να διατηρήσουν τη σημερινή αστική «καταναλωτική» κοινωνία, να διατηρήσουν την κυριαρχία του καπιταλισμού και την εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Αυτό είναι το ιδανικό και σκοπός τους, γι' αυτό εργάζονται, γι' αυτό πολεμούν. Τα άλλα είναι μόνον προπαγάνδα, δημαγωγία, απάτη, είναι μέσα που η αστική τάξη τα χρησιμοποιεί για να καταπολεμήσει το σοσιαλισμό και την επανάσταση.
«Ανεξαρτησία» των ευρωκομμουνιστών είναι εξάρτηση από το κεφάλαιο και την αστική τάξη
Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό γενικά και στα όργανα του μέσα σε κάθε χώρα είναι από τα θεμελιώδη ζητήματα της στρατηγικής κάθε κομμουνιστικού κόμματος και ένας από τους αποφασιστικούς όρους της νίκης κάθε επανάστασης, είτε είναι αυτή λαϊκοδημοκρατική, αντί ιμπεριαλιστική ή σοσιαλιστική. Ταυτόχρονα η στάση απέναντι στον ιμπεριαλισμό χρησιμεύει και σαν λυδία λίθος για την πολιτική και ιδεολογική εκτίμηση κάθε πολιτικής δύναμης, που δρα, τόσο σε εθνικό πλαίσιο κάθε χώρας, όσο και σε διεθνή κλίμακα. Με ένα λόγο, η θέση απέναντι στον ιμπεριαλισμό ήταν και παραμένει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις πραγματικά επαναστατικές, πατριωτικές και δημοκρατικές δυνάμεις, από τη μια μεριά, και τις δυνάμεις της αντίδρασης, της αντεπανάστασης και της εθνικής προδοσίας, από την άλλη.
Ποια είναι η θέση των ευρωκομμουνιστών σ' αυτό το ζωτικό και με τόση μεγάλη σπουδαιότητα ζήτημα αρχών;
Αρχίζοντας από το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ο Χρουστσιόφ παρουσιάστηκε με τη γραμμή συμφιλίωσης και προσέγγισης με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την έθεσε σαν γενική γραμμή για όλο το κομμουνιστικό κίνημα, τα ρεβιζιονιστικά κόμματα των χωρών της Δύσης εγκατέλειψαν κάθε αντιιμπεριαλιστική θέση, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά. Λες και λυτρώθηκαν από τα δεσμά για να τρέξουν προς τη συμφιλίωση με την ιμπεριαλιστική μεγαλοαστική τάξη, αποικιοκρατική και νεοαποικιοκρατική. Η νέα στρατηγική που ο Χρουστσιόφ προσέφερε στο κομμουνιστικό κίνημα, ήταν ό,τι πρέπει για τους ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης που από καιρό το ποθούσαν και που στην πράξη είχε αρχίσει να εφαρμόζεται, αλλά ακόμα δεν έφερε, να πούμε, την επίσημη σφραγίδα.
Πριν ακόμα από το 20ο Συνέδριο του ΚΚ της ΣΕ, σαν συνέπεια των κάθε λογής ταλαντεύσεων και υποχωρήσεων, στη Γαλλία και στην Ιταλία είχε εξασθενήσει ο αγώνας ενάντια στο ΝΑΤΟ, ενάντια στον επανεξοπλισμό και την αναζωογόνηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στην εισροή του αμερικάνικου κεφαλαίου και την εγκατάσταση των αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στην Ευρώπη κ.λπ. Και αν κατά την περίοδο αυτή γινόταν κάτι, αυτό περιοριζόταν στο πεδίο της προπαγάνδας, ενώ οι επιχειρήσεις έλειπαν. Ως προς το αλγερινό ζήτημα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας ενέμενε στις ίδιες σχεδόν θέσεις με τα ντόπια αστικά κόμματα. Όμως, ο σωβινισμός και ο εθνικισμός του σ' αυτό το ζήτημα μετρίαζε όλο και περισσότερο και τη στάση του απέναντι στο μεγάλο σύμμαχο της γαλλικής αστικής τάξης, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, απέναντι στον πολιτικό και οικονομικό επεκτατισμό του. Αν υπερασπίσεις τη «γαλλική Αλγερία», θα υπερασπίσεις και τη «γαλλική Αφρική», θα κάνεις μάτια στραβά και αυτιά κουφά και για την «αγγλική Ασία» και την «αμερικάνικη Αμερική».
Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές που ήθελαν με κάθε τρόπο να πείσουν την αστική τάξη για την ειλικρίνεια τους και την αφοσίωση απέναντι της, προσπαθούσαν να δώσουν όσο γίνεται περισσότερες αποδείξεις για την μη εναντίωσή τους στην εξωτερική πολιτική της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης, που ήταν η χωρίς όρους συμμαχία με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η πλήρης υποταγή στο ΝΑΤΟ, το άνοιγμα των θυρών στο μεγάλο αμερικάνικο κεφάλαιο και η μετατροπή της χώρας σε μεγάλη στρατιωτική βάση των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Όσο για τους ισπανούς ρεβιζιονιστές, όλη η φροντίδα τους τότε ήταν η νομιμοποίηση του κόμματος και η επιστροφή τους στην Ισπανία. Νομίζοντας ότι ο «εκδημοκρατισμός» της Ισπανίας μπορούσε να γίνει μόνο με την πίεση των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που, κατ' αυτούς, έδειχναν ενδιαφέρον για την άρση του «εμποδίου» - Φράνκο, δεν έβλεπαν καθόλου την αμερικάνικη ηγεμονιστική και επεκτατική πολιτική, άσε μετά να την καταπολεμούσαν.
«Οι εθνικοί δρόμοι μετάβασης στο σοσιαλισμό» που τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης υιοθέτησαν με την έμπνευση του 20ου Συνεδρίου του ΚΚ της ΣΕ, οδηγούσαν όχι μόνον στην υποταγή αυτών των κομμάτων στην εθνική αστική τάξη, αλλά και στην υποταγή τους στη διεθνή αστική τάξη, και κατ' εξοχήν στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα ήταν φυσικό ότι η παραίτηση από το μαρξισμό - λενινισμό, από την επανάσταση και το σοσιαλισμό, δεν μπορούσε να μη συνεπάγεται και την παραίτηση από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, από τη συμπαράσταση και τη βοήθεια προς το επαναστατικό και απελευθερωτικό κίνημα.
Μολονότι τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας άρχισαν βαθμιαία να τηρούν κάποια απόσταση από τη Σοβιετική Ένωση, να κριτικάρουν τη Μόσχα για ορισμένες απόψεις της εσωτερικής και εξωτερικής της πολιτικής, να αποδοκιμάζουν κάποιες ενέργειες της στις διεθνείς σχέσεις, ωστόσο δεν έφτασαν ποτέ να χαρακτηρίσουν και να καταγγείλουν τη σημερινή Σοβιετική Ένωση σαν ιμπεριαλιστική χώρα. Καταδίκασαν μεν την εισβολή της, λόγου χάρη, στην Τσεχοσλοβακία, αλλά από την άλλη μεριά επιδοκίμασαν τις σοβιετικές επεμβάσεις στην Αφρική- ζήτησαν μεν την απομάκρυνση από τη Μεσόγειο του σοβιετικού πολεμικού στόλου, αλλά σιωπούν για την αποστολή των σοβιετικών όπλων σ' όλες τις γωνιές του κόσμου. Σύμφωνα με τους ευρωκομμουνιστές, η εσωτερική σοβιετική πολιτική είναι αντιδημοκρατική, ενώ η εξωτερική της πολιτική είναι γενικά σοσιαλιστική, αντιιμπεριαλιστική. Η θέση αυτή έκανε και κάνει τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα να υποστηρίζουν στη γενικότητα, με κάποιες αντιρρήσεις, την επεκτατική και ηγεμονιστική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, όπως έγιναν υπερασπιστές του αστικού καθεστώτος μέσα στις χώρες τους, τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης έγιναν και υπέρμαχοι όχι λιγότερο ένθερμοι του ιμπεριαλιστικού συστήματος σε διεθνή κλίμακα. Οι ευρωκομμουνιστές έγιναν υποστηριχτές του αστικό - ιμπεριαλιστικού κατεστημένου σ' όλα τα μέτωπα.
Αν για τα εσωτερικά προβλήματα οι ευρωκομμουνιστές τηρούν και κάποιο προσωπείο, προσπαθούν να φανούν έστω και χλιαροί αντίπαλοι της αστικής τάξης και του καπιταλιστικού συστήματος, στις σχέσεις διεθνούς κλίμακας μεταξύ της επανάστασης και του διεθνούς καπιταλισμού, μεταξύ των καταπιεζόμενων λαών και του ιμπεριαλισμού, μεταξύ του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού, αυτοί είναι ολοφάνερα ενάντια σε κάθε αλλαγή.
Τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και τα άλλα κόμματα του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος μετατράπηκαν τώρα σε φιλοϊμπεριαλιστικές πολιτικές δυνάμεις, που στη γραμμή και τη δράση τους δεν έχουν καμιά διαφορά από τα αστικά κόμματα αυτών των χωρών. Ας πάρουμε τη στάση τους απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, που αντιπροσωπεύουν δύο από τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται και πραγματοποιείται η κυριαρχία της ευρωπαϊκής μεγαλοαστικής τάξης και η ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη.
Το ΝΑΤΟ, αφότου ιδρύθηκε και μέχρι σήμερα, δεν άλλαξε ούτε τη φύση του, ούτε τις επιδιώξεις και ούτε τους στόχους του. Παραμένουν εκείνες οι συμφωνίες που υπογράφηκαν το 1949. Ποιος είναι ο σκοπός της ίδρυσης του Ατλαντικού Συμφώνου και γιατί διατηρείται, όλοι το ξέρουν. Αλλά κι αν δεν το ξέρουν τους το θυμίζουν καθημερινά το Πεντάγωνο και τα επιτελεία των Βρυξελλών. Το ΝΑΤΟ ήταν και παραμένει πολιτική και στρατιωτική συμμαχία του μεγάλου αμερικάνικου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου για την περιφρούρηση, κατά πρώτο λόγο, του καπιταλιστικού συστήματος και των καπιταλιστικών θεσμών στην Ευρώπη, για να αποτρέψει το ξέσπασμα της επανάστασης και να την καταπνίξει βίαια σε περίπτωση που αναπτυχθεί. Από την άλλη μεριά η αντεπαναστατική αυτή οργάνωση είναι ο ένοπλος φρουρός της νεοαποικιοκρατίας, των ζωνών επιρροής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και όπλο του πολιτικού και οικονομικού επεκτατισμού τους. Να ελπίζεις ότι μπορεί να πετύχεις το μετασχηματισμό της καπιταλιστικής δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού έχοντας μέσα στη χώρα το ΝΑΤΟ και τις αμερικανικές βάσεις, είναι να βλέπεις όνειρα του ξύπνου. Οι προσπάθειες των ευρωκομμουνιστών να αναφέρουν μόνο την αντισοβιετική αποστολή του ΝΑΤΟ και να λησμονούν την αποστολή του για την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη έχει σαν σκοπό να εξαπατήσει τους εργαζόμενους, να μην τους αφήσει να βλέπουν την πραγματικότητα.
Οι ευρωκομμουνιστές δε θέλουν να δουν την ύπαρξη ενός μεγάλου εθνικού προβλήματος, το ζήτημα της αμερικάνικης κυριαρχίας στη Δυτική Ευρώπη και την αναγκαιότητα της απαλλαγής της απ' αυτή την κυριαρχία. Από τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι σήμερα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει δέσει αυτό το τμήμα της Ευρώπης με λογής - λογιών αλυσίδες, πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτιστικές κ.λπ. Αν δεν σπάσουν αυτές οι αλυσίδες δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο σοσιαλισμός, αλλά ούτε και αστική δημοκρατία, την οποία ανεβάζουν στα ουράνια οι ευρωκομμουνιστές. Το αμερικάνικο κεφάλαιο εισέδυσε τόσο πολύ στην Ευρώπη, μπερδεύτηκε τόσο πολύ με το ντόπιο κεφάλαιο, που δε διακρίνεις πια πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο. Οι ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις έχουν συγχωνευτεί τόσο πολύ στο αμερικανοκρατούμενο ΝΑΤΟ, που στην πράξη αυτές δεν υπάρχουν πια σαν ανεξάρτητες εθνικές δυνάμεις. Μια συγχώνευση που όσο πάει και μεγαλώνει παρατηρείται στον οικονομικό και νομισματικό τομέα, στον τομέα της τεχνολογίας, της κουλτούρας κ.λπ.
Είναι αλήθεια ότι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ και τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπάρχουν διάφορες αντιθέσεις, που είναι συνηθισμένες και αναπόφευκτες( ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές ομάδες και παρατάξεις, αλλά είναι γεγονός ότι για όλα τα μεγάλα διεθνή πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, οι χώρες του ΝΑΤΟ πάντα έχουν υποταχθεί στην Ουάσιγκτον. Η ευρωπαϊκή μεγαλοαστική τάξη, όπως και όλη η αστική τάξη των άλλων χωρών, όταν πρόκειται να διαλέξει ανάμεσα στα ταξικά και τα εθνικά συμφέροντα, ροπή της είναι πάντα να θυσιάζει τα εθνικά συμφέροντα. Αυτός είναι ο λόγος που οι κομμουνιστές έχουν αγωνιστεί πάντα για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, βλέποντας τα στενά συνδεμένα με την υπόθεση της επανάστασης και του σοσιαλισμού.
Η άρνηση από τους ευρωκομμουνιστές ενός εθνικού προβλήματος στις χώρες τους, συγκεκριμένα της αναγκαιότητας του αγώνα κατά της αμερικάνικης κυριαρχίας και υπαγόρευσης και υπέρ της ενίσχυσης της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, αποτελεί μια άλλη απόδειξη του πολιτικού και ιδεολογικού εκφυλισμού τους, της προδοσίας τους απέναντι στην υπόθεση της επανάστασης. Οι Ιταλοί ρεβιζιονιστές τώρα όχι μόνο επιμένουν να μείνει η Ιταλία στο ΝΑΤΟ, αλλά έγιναν πιο ατλαντιστές [ Νατοϊκοί (σημ. σύντ.).] και από τους χριστιανοδημοκράτες και τα άλλα φιλοαμερικάνικα αστικά κόμματα. «Η παραμονή της Ιταλίας στην Ατλαντική Συμμαχία απορρέει από την αναγκαιότητα της διατήρησης της ισορροπίας των δυνάμεων, από την οποία εξαρτάται η διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη και στον κόσμο» (La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.39-40), λένε οι ιταλοί ρεβιζιονιστές.
Με τη θέση αυτή οι μπερλινγκουερικοί λένε στους εργαζόμενους: Μην εναντιώνεστε στο ΝΑΤΟ, μη ζητάτε την απομάκρυνση των Αμερικάνων από τη Νεάπολη, την Καζέρτα, μην καταδικάζετε την εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων κοντά στα σπίτια σας, καμιά αντίρρηση να μην έχετε για τα αμερικάνικα αεροπλάνα που βρίσκονται στα ιταλικά αεροδρόμια έτοιμα για πτήσεις παντού όπου θίγονται τα συμφέροντα των αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Ας θυσιαστούν—λένε οι ιταλοί ρεβιζιονιστές— τα εθνικά συμφέροντα της Ιταλίας για χάρη της αμερικάνικης ηγεμονιστικής πολιτικής, ας υπαγορεύει η Ουάσιγκτον για το ποιος και πώς πρέπει να κυβερνά στην Ιταλία, και τέλος, ας πάει στην πυρηνική πυρκαγιά όλη η Ιταλία, αρκεί να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των υπερδυνάμεων.
Η θέση της ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σαν παράγοντας ή μέσο διαφύλαξης της ειρήνης είναι παλιό ιμπεριαλιστικό σύνθημα που ο κόσμος, και προπαντός η Ευρώπη, το γνωρίζουν πολύ καλά. Η θέση αυτή αποσκοπούσε πάντα να δικαιολογήσει την ηγεμονιστική πολιτική των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το δικαίωμα που δίνουν στον εαυτό τους να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις και να κυριαρχούν πάνω στους άλλους.
Να παραδεχτείς την αναγκαιότητα ύπαρξης και ενίσχυσης των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών σαν δήθεν μέσο διαφύλαξης της ειρήνης, όπως λένε οι ρεβιζιονιστές, σημαίνει να επιδοκιμάζεις και την πολιτική τους. Οι ιμπεριαλιστικοί στρατιωτικοί συνασπισμοί υπάρχουν όχι για τη διαφύλαξη της ειρήνης και την υπεράσπιση της λευτεριάς, της ανεξαρτησίας ή της κυριαρχίας των χωρών μελών, όπως διατυμπανίζουν οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές, αλλά για το σφετερισμό τους· οι συνασπισμοί αυτοί υπάρχουν για τη διατήρηση της κυριαρχίας και ηγεμονίας των υπερδυνάμεων σ' αυτές τις χώρες. Είναι γνωστό ότι ένας από τους κυριότερους σκοπούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όταν ίδρυσε το ΝΑΤΟ ήταν να υπερασπίσει με την πολιτική αλλά και με τη δύναμη των όπλων τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην Ευρώπη και να καταστείλει με φωτιά και σίδερο κάθε επανάσταση που μπορούσε να ξεσπάσει εκεί. Αυτά ακριβώς τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ υποστηρίζουν οι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές.
Η πολιτική των συνασπισμών είναι η επιθετική πολιτική των υπερδυνάμεων, που απορρέει από την επεκτατική και ηγεμονιστική στρατηγική τους, από τις βλέψεις για την εγκαθίδρυση της απόλυτης και αδιαίρετης κυριαρχίας τους σ' όλο τον κόσμο. Οι ευρωκομμουνιστές δε βλέπουν ή δε θέλουν να δουν αυτή τη φύση άρπαγα του
ιμπεριαλισμού, γιατί σύμφωνα με τις «θεωρίες» τους, το μεγάλο κεφάλαιο που αποτελεί τις βάσεις του, «δημοκρατικοποιείται», γίνεται «λαϊκό», γιατί η μεγαλοαστική τάξη «περνά στο σοσιαλισμό».
Και οι γάλλοι ρεβιζιονιστές, όσον αφορά την αφοσίωση τους στο ΝΑΤΟ, δεν έχουν καμιά διαφορά από τα αδέρφια τους Ιταλούς, αλλά για να είναι σε σύμπνοια με τους ζισκαρικούς ή με τους γκωλικούς μιλούν κι αυτοί για την ιδιαίτερη θέση που πρέπει να έχει η Γαλλία σ' αυτούς τους οργανισμούς. Από μέρους του, το κόμμα του Καρρίγιο προσπαθεί με όλα τα μέσα που διαθέτει να πάρει τη σημαία του πρωταγωνιστή της ένταξης της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ. Έτσι εκπληρώνεται το απραγματοποίητο όνειρο του Φράνκο.
Η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά και η Ενωμένη Ευρώπη, η μεγάλη αυτή ένωση καπιταλιστικών μονοπωλίων και πολυεθνικών εταιριών για την εκμετάλλευση των λαών και των εργαζόμενων μαζών της Ευρώπης και των λαών του κόσμου, είναι για τους ευρωκομμουνιστές μια «πραγματικότητα» που πρέπει να γίνει δεχτή. Να παραδεχτείς όμως αυτή την «πραγματικότητα» σημαίνει να παραδεχτείς την εξάλειψη της κυριαρχίας, των πολιτιστικών και πνευματικών παραδόσεων των ιδιαίτερων χωρών της Ευρώπης σε όφελος των συμφερόντων των μεγάλων μονοπωλίων, να παραδεχτείς την εξάλειψη της προσωπικότητας των ευρωπαϊκών λαών και τη μετατροπή τους σε μάζα καταπιεζόμενων από τις πολυεθνικές εταιρίες στις οποίες κυριαρχεί το μεγάλο αμερικάνικο κεφάλαιο.
Τα συνθήματα των ευρωκομμουνιστών για δήθεν συμμετοχή τους στο «κοινοβούλιο και στα άλλα όργανα της ευρωπαϊκής κοινότητας θα οδηγήσουν στο δημοκρατικό μετασχηματισμό» και στη δημιουργία μιας «Ευρώπης των εργαζομένων», είναι μόνον απάτη και δημαγωγία. Όσο μπορεί να μετατραπεί η καπιταλιστική κοινωνία κάθε χώρας σε σοσιαλιστική κοινωνία με «δημοκρατικό δρόμο», τόσο μπορεί και η Ευρώπη να γίνει τέτοια με τις ομιλίες των ευρωκομμουνιστών στις προπαγανδιστικές διασκέψεις του κοινοβουλίου της Ενωμένης Ευρώπης. Γι αυτό, η θέση των ευρωκομμουνιστών προς την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά και την Ενωμένη Ευρώπη είναι στάση οπορτουνιστή και απεργοσπάστη, που απορρέει από τη γραμμή τους της ταξικής συμφιλίωσης και υποταγής στην αστική τάξη. Με τη θέση τους αυτή επιδιώκουν να αποπροσανατολίσουν τις εργαζόμενες μάζες, να σπάσουν τη μαχητική ορμή αυτών των μαζών στον αγώνα τους για την υπεράσπιση των ταξικών τους συμφερόντων και των συμφερόντων όλου του έθνους.
Η ρεφορμιστική ιδεολογία, η υποταγή στην αστική τάξη και η συνθηκολόγηση μπροστά στην ιμπεριαλιστική πίεση μετέτρεψε τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα όχι μόνο σε αντεπαναστατικά, αλλά και σε αντεθνικά κόμματα. Σπάνια μπορεί να βρεθούν ακόμα και στις γραμμές της αστικής τάξης άνθρωποι που θεωρούν τον εαυτό τους πολιτικοί να δέχονται την αντίληψη της «περιορισμένης κυριαρχίας», καθώς κάνει ο Καρρίγιο όταν γράφει: «...είμαστε ενσυνείδητοι, ότι η ανεξαρτησία αυτή θα είναι πάντα σχετική...». Στη «δημοκρατική και σοσιαλιστική» Ισπανία, που αυτός έχει προγραμματίσει, «... οι επενδύσεις των ξένων κεφαλαίων και η λειτουργία των πολυεθνικών εταιριών δε θα απαγορευτούν...». Αλλά, προσθέτει, «Πρέπει να πληρώσουμε για μακρό χρονικό διάστημα κάποιο φόρο στο ξένο κεφάλαιο σε μορφή υπεραξίας, ...αλλά αυτό θα χρησιμεύσει στην ανάπτυξη των τομέων εκείνων που ανταποκρίνονται στο εθνικό
συμφέρον» (S. Carillo, "Eurocommunisme" et etat, France, 1977, p.157-160)
Με τις θέσεις τους προς υπεράσπιση των μονοπωλίων και των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, οι ευρωκομμουνιστές αντιπαρατάχθηκαν στις αντιιμπεριαλιστικές και δημοκρατικές παραδόσεις των γάλλων, ισπανών και ιταλών εργατών. Αντιπαρατάχθηκαν και ενάντια στις πατριωτικές παραδόσεις και στην πάλη που οι εργαζόμενοι και οι προοδευτικοί άνθρωποι αυτών των χωρών έχουν κάνει ενάντια στο ΝΑΤΟ, ενάντια στις αμερικάνικες βάσεις στην Ευρώπη, ενάντια στις επεμβάσεις και τις πιέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι ευρωκομμουνιστές εγκατέλειψαν τις θέσεις αυτές και πέρασαν στο στρατόπεδο της αντίδρασης.
Η ιδέα της ταξικής συμφιλίωσης και της υποταγής στην ξένη κυριαρχία, που διέπει όλη την πολιτική και ιδεολογική γραμμή των ευ ρω κομμουνιστών, φαίνεται ξεκάθαρα και στη θέση που αυτοί παίρνουν απέναντι στα επαναστατικά, εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Αφού δεν είναι υπέρ της επανάστασης στη χώρα τους, δεν είναι ούτε υπέρ της επανάστασης στις άλλες χώρες. Δε θέλουν την εξασθένηση της ντόπιας ιμπεριαλιστικής και νεοαποικιοκρατικής αστικής τάξης, επομένως την επανάσταση στις καταπιεζόμενες χώρες δεν μπορούν ποτέ να τη βλέπουν σαν άμεση βοήθεια για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η ενιαία πορεία της επανάστασης, η φυσική σύνδεση των διαφόρων ρευμάτων της, η απαραίτητη αμοιβαία βοήθεια, δεν υπάρχουν γι’ αυτούς. Κάπου κάπου, για τα μάτια, για προπαγανδιστικούς σκοπούς λένε και κάνα λόγο υπέρ των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων. Αυτή όμως μένει κούφια φράση, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο και πάνω απ' όλα δε συνοδεύεται από πολιτικές ενέργειες. Η «υποστήριξη» τους είναι κυρίως μια πόζα κάπως «αριστερή», μια μόδα για να φανούν σαν προοδευτικοί, σαν δημοκράτες.
Στη στάση τους απέναντι στα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα οι ευρωκομμουνιστές αγκαλιάζουν γενικά την ιδεολογία της μη δέσμευσης, η οποία τους δίνει μεγάλη βολικότητα να δικαιολογήσουν την υποταγή των λαών στην κυριαρχία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και να ρεκλαμάρουν τη νεοαποικιοκρατία σα δρόμο σωτηρίας από τη φτώχεια και σα δρόμο ανάπτυξης των πρώην αποικιακών χωρών. «Σταθμό θεμελιώδους σπουδαιότητας στην πάλη για ειρήνη, για διεθνή συνεργασία και για μια πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης αποτελούν οι όλο και μεγαλύτερες προσπαθείς για τη δόμηση ενός νέου διεθνούς συστήματος και καθεστώτος και στον οικονομικό τομέα» (La politica e l’organizzazione dei comunisti italian, Roma, 1979, p.40), γράφουν οι ιταλοί ρεβιζιονιστές στις θέσεις του τελευταίου συνεδρίου τους. Είναι συνεπείς στην οπορτουνιστική τους γραμμή. Όπως θέλουν να μεταρρυθμίσουν το καπιταλιστικό καθεστώς στη χώρα τους, έτσι νομίζουν πως με μερικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να αλλάξει και ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας των διεθνών οικονομικών σχέσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Για το νέο διεθνές οικονομικό καθεστώς, ή όπως το φαντάζονται αυτό οι ευρωκομμουνιστές, μιλάει και ο Καρρίγιο. Τούτος μάλιστα είναι πιο ξεκάθαρος. « Όπως και να έχει το πράγμα—λέει ο Καρρίγιο— πρέπει να ξεκινούμε από μια αντικειμενική πραγματικότητα: αν και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι πια ένα ενιαίο διεθνές σύστημα, υπάρχει πάντα μια διεθνή αγορά που ρυθμίζεται από τους αντικειμενικούς νόμους ανταλλαγής εμπορευμάτων, νόμοι που στην τελευταία ανάλυση είναι καπιταλιστικοί»( S. Carrillo, "Eurocommunisme" et etat, France, 1977, p.159)
Σύμφωνα με τον Καρρίγιο, αυτοί οι καπιταλιστικοί αντικειμενικοί «νόμοι» δεν μπορεί να τροποποιηθούν και να αντικατασταθούν ούτε και στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Για να «επιχειρηματολογήσει» τη θέση του αυτή φέρει σαν παράδειγμα τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των ρεβιζιονιστικών χωρών στον οικονομικό τομέα. Με άλλα λόγια, κατά τον Καρρίγιο, προκύπτει πως άδικα ξεσηκώνονται και παλεύουν οι λαοί ενάντια στην εθνική και νεοαποικιοκρατική καταπίεση, ενάντια στις άνισες ανταλλαγές ανάμεσα στις αναπτυγμένες και υποανάπτυχτες καπιταλιστικές χώρες, που εκφράζονται προπαντός στην άγρια καταλήστευση των πρώτων υλών των υποανάπτυχτων χωρών. Είναι το διεθνές αυτό καθεστώς που ο Καρρίγιο θέλει να το διατηρήσει και ο Μπερλίνγκουερ θέλει να το ρετουσάρει για να φανεί νέο και λουστραρισμένο.
Μια γραμμή που αντιτίθεται στα πραγματικά εθνικά συμφέροντα της χώρας, μια γραμμή που υπερασπίζεται την ιμπεριαλιστική ηγεμονία και επεκτατισμό, που εγκωμιάζει την νεοαποικιοκρατία και εξαγιάζει την ξένη καπιταλιστική εκμετάλλευση, είναι προορισμένη να αποτύχει. Οι αντικειμενικοί νόμοι εξέλιξης της ιστορίας δεν μπορεί να αλλάξουν. Το νέο παγκόσμιο σύστημα, για το οποίο αγωνίζεται το προλεταριάτο και οι λαοί, δεν είναι το ιμπεριαλιστικό σύστημα, που διαφημίζουν οι ευρωκομμουνιστές, αλλά το σοσιαλιστικό σύστημα, σύστημα στο οποίο ανήκει το μέλλον.
Η θέση των ρεβιζιονιστικών κομμάτων Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και οι σχέσεις τους μ' αυτή, έγιναν τελευταία αντικείμενο μεγάλης συζήτησης και ερμηνείας απ' όλη τη διεθνή αστική τάξη. Η απόπειρα των ευρωκομμουνιστών να φανούν «ανεξάρτητοι» από τη Μόσχα, «πρωτότυποι», μάλιστα και «αντίπαλοι» της Σοβιετικής Ένωσης φαινομενικά γίνεται για να εξαπατήσουν δήθεν την αστική τάξη των χωρών τους, αλλά στην πραγματικότητα γίνεται για να εξαπατήσουν το προλεταριάτο των χωρών τους και το διεθνές προλεταριάτο. Δεν αποκλείεται καθόλου η πιθανότητα να είναι αυτό και μανούβρα των σοβιετικών ρεβιζιονιστών για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι υπάρχουν δήθεν βαθιές διαφορές και αντιθέσεις «αρχών» μεταξύ αυτών και των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης, προπαντός των κομμάτων Ιταλίας και Γαλλίας, με σκοπό να διευκολύνουν τη συμμετοχή των κομμάτων αυτών στις αστικές κυβερνήσεις των χωρών τους. Αν επιτευχθεί αυτό, πάει σε όφελος του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού, σε όφελος της παγκόσμιας κυριαρχίας του, γιατί εξασθενίζει τους αντιπάλους του, αυξάνοντας την επίδραση και την ηγεμονία του σε διάφορες χώρες. Στους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές χρειάζεται αυτό και για να υποστηρίξουν την αντιμαρξιστική τους θέση, σύμφωνα με την οποία «η κατάληψη της εξουσίας μπορεί να γίνει με ειρηνικό δρόμο» και να «αποδείξουν» έτσι αυτό που δεν μπόρεσε να αποδειχθεί στη Χιλή. Ο Μπρέζνιεφ, στο 25ο Συνέδριο του ΚΚ της ΣΕ ανάφερε μάλιστα πως η πείρα της Χιλής δεν ανατρέπει τη θεωρία της κατάληψης της εξουσίας με κοινοβουλευτικό δρόμο.
Από την άλλη μεριά, ο ευρωκομμουνισμός είναι μια ιδέα που αρέσει και στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική μεγαλοαστική τάξη, η οποία υποδαυλίζει και αναρριπίζει με όλους τους τρόπους τις αντιθέσεις ανάμεσα στους ευρωκομμουνιστές και τους σοβιετικούς σοσιαλιμπεριαλιστές, επειδή την ενδιαφέρει να εξασθενίσει τη ρεβιζιονιστική ιδεολογική δύναμη και την επίδραση της Σοβιετικής Ένωσης. Προσπαθεί να παρουσιάσει τον ιταλικό, ισπανικό, γαλλικό κ.λπ. ρεβιζιονισμό σαν ιδεολογικό συνασπισμό που διαμορφώνεται τώρα στην Ευρώπη ενάντια στο σοβιετικό ιδεολογικό συνασπισμό. Και αφού πρόκειται για αντισοβιετικό ιδεολογικό συνασπισμό, εννοείται τότε ότι η αντιδραστική αστική τάξη των εκβιομηχανισμένων χωρών της Ευρώπης έχει αυτόν τον ευρωκομμουνισμό κάτω από την επίδραση της.
Όπως κι αν είναι, το Κρεμλίνο δε θα την ήθελε μια πλήρη απόσπαση του ευρωκομμουνισμού από την επίδραση του. Γι' αυτό η προπαγάνδα που αναπτύσσεται στη Δύση για τον ευρωκομμουνισμό σαν «ανεξάρτητο» ρεβιζιονιστικό ιδεολογικό ρεύμα εξοργίζει τη Μόσχα. Αυτό προέρχεται και λόγω του ότι έτσι γίνεται δημοσία γνωστή η διάσπαση που στην πραγματικότητα υπάρχει από καιρό ανάμεσα στα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, από τη μια μεριά, και στο ρεβιζιονιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της στην Ανατολική Ευρώπη, από την άλλη.
Ενότητα των κομμάτων αυτών ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Ωστόσο, στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης αρέσει να φαίνεται για τα μάτια κάποια ενότητα ανάμεσα στα ρεβιζιονιστικά κόμματα, όχι μόνον της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης προσπαθεί με προσωπεία να διατηρήσει την ιδεολογική ηγεμονία του πάνω σ' όλα τα άλλα ρεβιζιονιστικά κόμματα του κόσμου. Είναι διψασμένο να υπογράφει κοινές δηλώσεις και ανακοινώσεις μαζί τους για να δημιουργεί την εντύπωση ύπαρξης της ενότητας και του σεβασμού που έχουν αυτά τα κόμματα για τη σοβιετική ηγεσία.
Διαφορές και διαφωνίες μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, από τη μια μεριά, και τους χρουστσιοφικούς ρεβιζιονιστές, από την άλλη, υπήρχαν από τον καιρό του Τολιάττι και του Τορέζ και αυτές οι διαφωνίες και διχόνοιες αύξαιναν και μεγάλωναν συνεχώς, αλλά σε τέτοιο βαθμό όξυνσης, όπως σήμερα, δεν είχαν φθάσει. Η όξυνση τώρα είναι κατάδηλη. Η «Πράβντα» επετέθηκε στον Καρρίγιο και καταδίκασε τον ευρωκομμουνισμό. Ο Καρρίγιο απάντησε το ίδιο σκληρά στη Μόσχα. Τα είπε καθαρά και ξάστερα για τον ρεβιζιονιστικό ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος του και έκοψε τις σχέσεις εξάρτησης από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά την κριτική της «Πράβντα» και την απάντηση του Καρρίγιο, η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας βάλθηκε με πάθος να υπερασπίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας. Οι γιουγκοσλάβοι ρεβιζιονιστές πήραν ανοιχτά το μέρος του Καρρίγιο, γιατί ήταν και είναι υπέρ αυτού του διαχωρισμού, υπέρ της απόσπασης των ρεβιζιονιστικών κομμάτων από τη Μόσχα και πάντα έχουν πολεμήσει γι' αυτό το σκοπό.
Οσο για τα ρεβιζιονιστικά κόμματα Γαλλίας και Ιταλίας αυτά είναι πιο μετρημένα σ' αυτή την πολεμική που πότε την οξύνουν και πότε την αμβλύνουν και άλλες φορές την σβήνουν εντελώς. Αυτό εξηγείται όχι από κάποια ιδιαίτερη «σύνεση», αλλά, καθώς φαίνεται, από την ύπαρξη μερικών υλικών και άλλων σχέσεων, τις οποίες θέλουν να διατηρήσουν μια και τους φέρνουν οφέλη. Χάρη ακριβώς της διατήρησης αυτών των δεμένων με ρούβλια νημάτων, που από καιρό υπάρχουν ανάμεσα σ' αυτά και τους Σοβιετικούς, τα κόμματα αυτά επιθυμούν να κατευνάσουν λιγάκι τα πνεύματα και η πολεμική με τους χρουστσιοφικούς να μη πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Οι επισκέψεις του Μπερλίνγκουερ, του Παγέττα και άλλων στη Μόσχα γι' αυτό το σκοπό έγιναν. Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές αρχηγοί δήλωσαν πως πηγαίνουν στη Μόσχα για να εξηγήσουν στους σοβιετικούς ηγέτες ότι δεν πρέπει να υπάρχει σφοδρή πολεμική και ότι η Μόσχα δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύεται ή να επεμβαίνει στη γραμμή ενός κομμουνιστικού κόμματος μιας άλλης χώρας, αφού κάθε κόμμα έχει το δικαίωμα να καθορίζει μόνο του τη στρατηγική και τη γραμμή του με βάση τις καταστάσεις της χώρας και με την πείρα δήθεν του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η Μόσχα είναι πρόθυμη να βάλει την υπογραφή της στις θέσεις αυτές, αλλά σαν ανταμοιβή ζητάει την αναγνώριση του «σοσιαλισμού» της και, πάνω απ' όλα, την έγκριση της εξωτερικής πολιτικής της στις κυριότερες κατευθύνσεις. Όταν ο Μαρσέ επικροτεί τη σοβιετική κατάληψη του Αφγανιστάν και την επεκτατική πολιτική του Κρεμλίνου την ρεκλαμάρει σαν την ανώτερη έκφραση της «διεθνούς αλληλεγγύης», ο Μπρέζνιεφ δεν μπορεί να μην του το ξεπληρώσει εγκρίνοντας τον πολυπόθητο για τους γάλλους ρεβιζιονιστές «δημοκρατικό δρόμο», που ταυτίζεται απόλυτα και με τις θέσεις του χρουστσιοφικού 20ου Συνεδρίου.
Τα ρεβιζιονιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας, αν και έχουν τώρα την ίδια στρατηγική, στις τακτικές τους αλλάζουν κάπως, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της αστικής τάξης της καθεμιάς από τις τρεις αυτές χώρες. Η γαλλική αστική τάξη είναι ισχυρή, είναι αστική τάξη με μακρόχρονη πείρα. Διαθέτει μεγάλο πολιτικό - ιδεολογικό δυναμικό, μη μιλώντας για την οικονομική της ισχύ και για την στρατιωτική και αστυνομική εξουσία που έχει στα χέρια της, ενώ η ιταλική αστική τάξη είναι λιγότερο ισχυρή από τη γαλλική. Μολονότι έχει τη δύναμη στα χέρια της, έχει ωστόσο αρκετά τρωτά. Η κατάσταση αυτή έκαμε δυνατό ώστε το ιταλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα να βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις, να πετύχει να καθιερώσει και πολλές μορφές συνεργασίας, ακόμα και κοινοβουλευτική συνεργασία με τα άλλα κόμματα, μη μιλώντας εδώ για τη συνεργασία διαμέσου των συνδικάτων με την ιταλική καπιταλιστική αστική τάξη και κυρίως με το χριστιανοδημοκρατικό της κόμμα. Είναι αυτός ο λόγος που το κόμμα του Μπερλίνγκουερ προσπαθεί να συμβαδίζει με την αστική τάξη, ταυτόχρονα όμως να παίζει και μια πολιτική de bascule [Γαλλικά στο κείμενο - ισορρόπησης] μεταξύ της Μόσχας και της αστικής τάξης της χώρας του, τόσο το περισσότερο που και η ιταλική αστική τάξη έχει κι αυτή τα συμφέροντα της στη Σοβιετική Ένωση. Ας μην ξεχνούμε τις μεγάλες επενδύσεις που αυτή η αστική τάξη έκαμε στη Σοβιετική Ένωση.
Και η γαλλική αστική τάξη, που ξέρει ποια είναι η ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση, δεν πάει στα τυφλά στην πολιτική της, καταπώς θέλουν και κηρύσσουν οι κινέζοι ρεβιζιονιστές, οι οποίοι ζητούν από τη Γαλλία να οξύνει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς, οι σχέσεις ανάμεσα σ' αυτές τις δύο χώρες δεν είναι μέλι γάλα, αλλά δεν είναι ούτε και οξυμένες όπως τις θέλουν οι Κινέζοι. Ωστόσο και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στη δική του πολιτική βολέματος με τους σοσιαλιστές, λαμβάνει υπόψη του να μην το πάει σε ανοιχτή και κατηγορηματική αντίθεση με τη Μόσχα, αλλά να διατηρήσει μαζί της κάποιο στάτους κβο, τη στιγμή που η ίδια η Μόσχα πάει να ευθυγραμμιστεί και να ενωθεί με τη γαλλική αστική τάξη.
Αλλάζει η κατάσταση με την ισπανική αστική τάξη. Ο μεταφραγκισμός, το κόμμα του Σουάρεθ που είναι στην εξουσία, σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα, αντιπροσωπεύει μια αστική τάξη που έχει κι αυτή τις παραδόσεις της, αλλά οι παραδόσεις αυτές είναι περισσότερο παραδόσεις της φασιστικής δικτατορίας. Είναι μια αστική τάξη που πέρασε μέσα από πολλές ταραχές, που δεν της επέτρεψαν να δημιουργήσει εκείνη τη σταθερότητα που δημιούργησε η γαλλική αστική τάξη και μετά αυτή η ιταλική αστική τάξη. Η ισπανική αστική τάξη βρίσκεται πάνω στην ανόρθωση της. Ο Καρρίγιο με τη ρεβιζιονιστική ιδεολογία του συμπεριλήφθηκε σ! αυτή τη διαδικασία, στη διαδικασία της ενίσχυσης και εμπέδωσης ενός καπιταλιστικού καθεστώτος που βρίσκεται σε στενή σχέση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και που καταβάλλει προσπάθειες να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, στην Ενωμένη Ευρώπη κ.λπ. Όλα αυτά περιορίζουν το πεδίο ελιγμού, τόσο της αστικής τάξης, όσο και του ισπανικού ρεβιζιονιστικού κόμματος, το παιγνίδι των οποίων με τη Μόσχα δεν έχει μεγάλο περιθώριο.
Ο ευρωκομμουνισμός αρέσει και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, τόσο στην ιδεολογία, όσο και στην πρακτική δράση. Το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα συμφωνεί και με την ονομασία, και με το περιεχόμενο της γραμμής των τριών αυτών κομμάτων. Η Κίνα ως κράτος αλλά και το κόμμα που καθορίζει τη γραμμή και τη στρατηγική αυτού του κράτους, πάνε σύμφωνα με τις παγκόσμιες συγκυρίες, που αλλάζουν κάθε τόσο. Στην παράταξη, τη λεγόμενη ευρωκομμουνισμό, το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα βλέπει ένα ιδεολογικό αντίπαλο της Σοβιετικής Ένωσης, που τη θεωρεί υπ’ αριθμό ένα εχθρό.
Γι' αυτό η Κίνα, όπως υποστηρίζει και βοηθεί χωρίς τον παραμικρότερο δισταγμό και επιφύλαξη κάθε δύναμη (με εξαίρεση τους πραγματικούς μαρξιστές - λενινιστές και επαναστάτες) που τάσσεται ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, έτσι υποστηρίζει και επιδοκιμάζει και τον ευρωκομμουνισμό. Το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα έχει αποκαταστήσει από καιρό σχέσεις με τον Καρρίγιο όπως κάνει τώρα και με τον Μπερλίνγκουερ. Ένα βήμα έκανε στέλνοντας τον κινέζο πρεσβευτή στη Ρώμη να παραβρεθεί σαν επίσημος αντιπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας στο πρόσφατο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τώρα τελευταία περίμενε τον Μπερλίνγκουερ στο Πεκίνο. Δε χωρεί αμφιβολία ότι θα αποκαταστήσει τις σχέσεις και με το γαλλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα. Οι σχέσεις αυτές όλο και αυξαίνουν και θα ενισχύονται. Και δεν μπορεί να μην πραγματοποιηθούν αυτοί οι δεσμοί όταν υπάρχει η ταυτότητα στρατηγικής τους και η ομοιότητα στις τακτικές τους. Οι καθυστερήσεις στην αποκατάσταση στενών σχέσεων προέρχονται από την Κίνα η οποία φοβάται να προχωρήσει πολύ στην κατεύθυνση των ευρωκομμουνιστικων κομμάτων μην τυχόν και πεισματώσει τους ανώτερους κύκλους της κυρίαρχης αστικής τάξης σ' αυτές τις χώρες, και κυρίως τα δεξιά κόμματα, στα οποία δίνει προτεραιότητα και τα θεωρεί τους πιο στενούς συμμάχους.
Τα πραγματικά μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα της Ευρώπης και όλων των ηπείρων δεν παραπλανούνται από τις τακτικές και τις μανούβρες των σοβιετικών ρεβιζιονιστών, που λένε ότι ήρθαν δήθεν σε αντίθεση και αναπτύσσουν πολεμική με τον λεγόμενο ευρωκομμουνισμό. Αυτά τα κόμματα γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να βρουν εδώ κάποιο ρήγμα. Κατ' αρχήν, μεταξύ των ρεβιζιονιστών δεν υπάρχουν ρήγματα. Διασπάστηκαν για λόγους τακτικής για να πραγματοποιήσουν καλύτερα τη στρατηγική τους, η οποία στόχο έχει την πλήρη κυριαρχία του σύγχρονου ρεβιζιονισμού πάνω στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Γι' αυτό τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα ξεσκεπάζουν και καταπολεμούν εξίσου τόσο τον σοβιετικό σύγχρονο ρεβιζιονισμό, όσο και τον γιουγκοσλάβικο, κινέζικο και ευρωκομμουνιστικό ρεβιζιονισμό. Σ' αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αυταπάτη.
III
η ρεφορμιστικη ιδεολογια και ο πολιτικοσ οπορτουνισμός — βασικά χαρακτηριστικά των ευρωκομμουνιστικων κομματων
Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός, όπως είδαμε, εκδηλώνεται σε ρεύματα και παίρνει διάφορα σχήματα, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε χώρας ή ομάδας χωρών. Το ίδιο συνέβηκε και με τα κόμματα που είναι τώρα γνωστά με το όνομα ευρωκομμουνιστικά κόμματα. Αν και αντιπροσωπεύουν ένα ξεχωριστό ρεύμα του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, το ρεύμα που ταιριάζει περισσότερο στα συμφέροντα της αστικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, όπως των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τα ρεβιζιονιστικά κόμματα της Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας έχουν και μερικές ιδιομορφίες.
Το Σύνταγμα του αστικού κράτους - βάση του τολιαττικού «σοσιαλισμού»
Μιλώντας για τον «τρίτο δρόμο» που αποτελεί τη νέα στρατηγική του ευρωκομμουνιστικού ρεβιζιονισμού, στην έκθεση του «Η πρόοδος προς το σοσιαλισμό σε ειρήνη και δημοκρατία...», που έδωσε στο Ι5ο Συνέδριο του ΙΚΚ, ο Μπερλίνγκουερ δίνει μερικές διευκρινίσεις πιο πλήρεις για το τι εννοεί αυτός και οι σύντροφοι του μ' αυτό τον τρίτο δρόμο.«Πρόκειται για μια πετυχημένη έκφραση... που εμείς την αποδεχτήκαμε...», λέει ο Μπερλίνγκουερ. «Πριν είχαμε την πείρα της Δεύτερης Διεθνούς: η πρώτη φάση της πάλης του εργατικού κινήματος για απαλλαγή από τον καπιταλισμό... Η πείρα όμως αυτή... ενέδωκε μπροστά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στους εθνικισμούς.
Η δεύτερη φάση - συνεχίζει ο Μπερλίνγκουερ - άρχισε με τη ρωσική επανάσταση του Οκτώβρη...» (E. Berlinguer, Per Il Socialismo nella pace e nella democrazia in Italia e in Europa, Roma, 1979, p.38). Αλλά και εδώ, κατά τον Μπερλίνγκουερ, πρέπει να εξεταστεί κατά τρόπο κριτικό η ιστορία και η πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης, επειδή κι αυτή η πείρα δεν είναι χρήσιμη. Και προκύπτει ότι η τρίτη φάση άρχισε τώρα με τον ευρωκομμουνισμό. Καθήκον του εργατικού κινήματος της Δυτικής Ευρώπης, κηρύσσει ο Μπερλίνγκουερ, είναι «να βρει νέους δρόμους προόδου προς το σοσιαλισμό και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού». (E. Berlinguer, Per Il Socialismo nella pace e nella democrazia in Italia e in Europa, Roma, 1979, p.39)
Ο δρόμος για να φτάσουμε σ' αυτή την «κοινωνία», σύμφωνα με τους ιταλούς ρεβιζιονιστές, είναι «η καθορισμένη γραμμή από το δημοκρατικό σύνταγμα, για να μπάσει την Ιταλία στο δρόμο μετατροπής σε, σοσιαλιστική κοινωνία βασιζόμενη στην πολιτική δημοκρατία».(La politica e l’ organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.3).Ενώ οι γάλλοι ρεβιζιονιστές, που το σύνταγμα του Ντε Γκωλ δεν μπορούν να το παρουσιάσουν σαν βάση του δικού τους σοσιαλισμού, επειδή όχι μόνον δεν συμμετείχαν στην κατάρτιση του, αλλά και το καταψήφισαν, δεν αναφέρονται σ' αυτό, αλλά στην πράξη δεν το αρνιούνται.
Την ιδέα της πραγμάτωσης του «σοσιαλισμού» διαμέσου του αστικού συντάγματος, οι ιταλοί ρεβιζιονιστές την επεξεργάστηκαν από καιρό. Από το 1944 ακόμα ο Τολιάττι στις ομιλίες του δήλωνε ότι δήθεν οι καιροί άλλαξαν, ότι άλλαξε και η εργατική τάξη, άλλαξαν και οι δρόμοι κατάληψης της εξουσίας. Μ' αυτό ήθελε να πει ότι «έληξε η εποχή των επαναστάσεων και ήρθε η εποχή των εξελίξεων», ότι «η κατάληψη της εξουσίας δεν μπορεί να γίνει παρά με το δρόμο των μεταρρυθμίσεων, με τον κοινοβουλευτικό δρόμο, με την ψήφο».
Αργότερα, στη σύσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στις 28 Ιούνη 1956, αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ο Τολιάττι έλεγε ότι «πρέπει να προβλεφθεί μια σοσιαλιστική πρόοδο που επιτελείται ακριβώς στο έδαφος που προσδιορίζει και προβλέπει το σύνταγμα και που είναι το έδαφος των δημοκρατικών ελευθεριών και των προοδευτικών κοινωνικών μετασχηματισμών... Το σύνταγμα αυτό δεν είναι ακόμα σοσιαλιστικό σύνταγμα, αλλά όντας έκφραση μιας πλατιάς ενιαίας και ανανεωτικής κίνησης, διαφέρει κατά βάθος από τα άλλα αστικά συντάγματα- αποτελεί αποτελεσματική βάση ανάπτυξης της ιταλικής κοινωνίας στο δρόμο που οδηγεί στο σοσιαλισμό».
Ότι το ιταλικό σύνταγμα διαφέρει, λόγου χάρη, από το σύνταγμα της εποχής της μοναρχίας και του φασισμού, ότι στο τωρινό ιταλικό σύνταγμα υπάρχουν μια σειρά από δημοκρατικές αρχές, είναι αυτονόητο, τις αρχές αυτές τις έχει επιβάλει ο αγώνας της εργατικής τάξης και του ιταλικού λαού ενάντια στο φασισμό. Μα δεν είναι μόνο το ιταλικό σύνταγμα που περιέχει τέτοιες αρχές. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σ' όλες τις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης η αστική τάξη προσπάθησε, στο ένα ή στο άλλο μέτρο, να πλευρίσει την εργατική τάξη, δίνοντας της μερικά δικαιώματα στο χαρτί και αφαιρώντας τα στην πράξη.
Ό,τι προβλέπει το ιταλικό σύνταγμα, είναι ελευθερίες και δικαιώματα τυπικά, που παραβιάζονται καθημερινά από την αστική τάξη. Σ' αυτό προβλέπεται, λόγου χάρη, κάποιος περιορισμός της ατομικής ιδιοκτησίας, πράγμα όμως που δεν εμπόδισε τους Φίατ και Μοντεντιζόν να γίνουν όλο και πιο πλούσιοι και τους εργάτες τους να φτωχαίνουν αδιάκοπα. Στο σύνταγμα προβλέπεται το δικαίωμα για εργασία, αυτό όμως δεν εμποδίζει ούτε τους καπιταλιστές πάτρωνες, ούτε το κράτος τους να πετάξουν στους δρόμους 2 περίπου εκατομμύρια εργάτες. Το σύνταγμα εγγυάται μια σειρά από δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το ιταλικό κράτος, ούτε την καραμπινιερία, ούτε την αστυνομία, με βάση τα δικαιώματα που τους δίνει το σύνταγμα, να ενεργήσουν σχεδόν ανοιχτά για να στήσουν εκείνον τον μηχανισμό που προσφέρεται για την εγκαθίδρυση ενός φασιστικού καθεστώτος. Τα διάφορα φασιστικά κομμάντος, από τα ακροδεξιά και μέχρι τα αποκαλούμενα «ερυθρές ταξιαρχίες» και τους τρομοκράτες της πλατείας «Φοντάνα» βρίσκουν κι αυτά τη δικαίωση τους στο ιταλικό σύνταγμα.
Να σκεφτείς ότι η ιταλική αστική τάξη κατάρτισε το περιβόητο σύνταγμα της να οδηγήσει την κοινωνία στο σοσιαλισμό, όπως σκέφτονται οι τολιαττικοί, είναι καθαρά παραλογισμός. Το ιταλικό σύνταγμα, όπως και οι άλλοι θεμελιώδεις νόμοι των αστικών χωρών, κατοχυρώνει την αδιαίρετη πολιτική, νομοθετική και εκτελεστική κυριαρχία της αστικής τάξης στη χώρα, κατοχυρώνει την προστασία της ιδιοκτησίας και της εξουσίας της για την εκμετάλλευση των εργαζόμενων μαζών. Παρέχει νόμιμες βάσεις στα όργανα βίας για να περιορίσει τη λευτεριά και τη δημοκρατία του λαού, για να καταπιέσει και να κυριαρχήσει πάνω απ' όλους και στα πάντα. Μερικά «ωραία» λόγια, όπως λευτεριά, ισότητα, αδελφοσύνη, δημοκρατία, δικαιοσύνη κ.ά. μπορεί να μείνουν στο σύνταγμα γραμμένα και διακόσια χρόνια, αλλά στην πράξη δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ούτε για άλλες δύο χιλιάδες χρόνια, αν η καπιταλιστική αστική τάξη δε θα ανατραπεί μαζί με το σύνταγμα και τους νόμους της.
Για τους ιταλούς ρεβιζιονιστές το υπάρχον σύνταγμα είναι η βίβλος τους και η αστική τάξη δε θα έβρισκε καλύτερους συνηγόρους να το υπερασπίσουν και προθυμότερους προπαγανδιστές να το διαφημίσουν. Η από μέρους των ιταλών ρεβιζιονιστών ένθερμη υπεράσπιση του συντάγματος του καπιταλιστικού κράτους τους, μαρτυρεί, ότι έξω από την υπάρχουσα αστική κοινωνία, έξω από τους πολιτικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς, στρατιωτικούς της θεσμούς δεν μπορούν αυτοί να φανταστούν κάποιο άλλο κοινωνικό σύστημα. Ο σοσιαλισμός και το σημερινό ιταλικό καπιταλιστικό κράτος είναι γι' αυτούς το ίδιο πράγμα. Ο οπορτουνισμός στον οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι ηγέτες του ιταλικού ρεβιζιονιστικού κόμματος τους συσκότισε την όραση και τους έκλεισε όλους τους ορίζοντες. Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές έγιναν οι φρουροί του καπιταλιστικού καθεστώτος. Το ρόλο τους αυτό μάλιστα τον παρουσιάζουν σαν αρετή, τον αναφέρουν και στα ντοκουμέντα τους. «... στα τριάντα αυτά χρόνια—αναφέρεται στις θέσεις για το 15ο Συνέδριο του ΙΚΚ— το κομμουνιστικό κόμμα ακολούθησε συνεπής γραμμή υπεράσπισης των δημοκρατικών (διάβασε: αστικών) θεσμών γραμμή οργάνωσης και ανάπτυξης της δημοκρατικής ζωής ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και τους πολίτες, γραμμή αγώνων για τις ελευθερίες του ατόμου και του συνόλου, για το σεβασμό και την εφαρμογή του συντάγματος. Το ΙΚΚ εφάρμοσε αυτή την πολιτική με τη συνεχή επιδίωξη της ενότητας με το ΙΣΚ [Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.], με τις άλλες δημοκρατικές, λαϊκές και καθολικές δυνάμεις, και με την επιδίωξη κάθε πιθανής σύγκλισης και μ' αυτή τη Χριστιανική Δημοκρατία —ακόμα και αν χρειαστεί να πολεμήσει σαν αντιπολίτευση—με σκοπό να αποφευχθεί η διατάραξη του συνταγματικού δημοκρατικού πλαισίου» (La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.11) Πιο ανοιχτά δε θα μπορούσε να ειπωθεί. Άλλη απόδειξη απ' αυτή που αναφέραμε για την πιο δουλική αφοσίωση στην αστική τάξη δε μπορεί να δοθεί. «Να αποφευχθεί η διατάραξη του συνταγματικού δημοκρατικού πλαισίου» σημαίνει να αποφευχθεί η ανατροπή του υπάρχοντος αστικού καθεστώτος, να αποφευχθεί η επανάσταση, να αποφευχθεί ο σοσιαλισμός. Τι άλλο καλύτερο θα μπορούσε να ζητήσει από τους ρεβιζιονιστές η αστική τάξη;
Πάνε τώρα 35 χρόνια που η ιταλική αστική τάξη, οι ρεβιζιονιστές, η εκκλησία και οι άλλοι εξαπατούν τον ιταλικό λαό λέγοντας του ότι η δύσκολη ζωή που κάνει, η μιζέρια στην οποία ζει, η σκληρή εκμετάλλευση, η διαφθορά, η τρομοκρατία και όλες οι άλλες κοινωνικές αρρώστιες που χαρακτηρίζουν την Ιταλία, είναι αποτέλεσμα της «μη συνεπούς εφαρμογής του συντάγματος». Η κατάσταση όμως στην Ιταλία ήταν και παραμένει άθλια όχι από την μη εφαρμογή του συντάγματος, αλλά από το σύστημα που αυτό προστατεύει. Η τωρινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα της όλης ανάπτυξης της μεταπολεμικής Ιταλίας.
Η Ιταλία που γνώρισε τα κακά του βασιλικού καθεστώτος της Σαβοΐας, που δοκίμασε στη ράχη της τις φρικαλεότητες του φασιστικού καθεστώτος και γνώρισε την οικονομική πτώχευση και τον ηθικό και πολιτικό εκφυλισμό που έφερε το καθεστώς αυτό, που υπέστη τις καταστροφές του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, βγήκε απ' αυτόν τον πόλεμο οικονομικά καταστραμμένη και μπήκε σε βαριά πολιτική, ηθική και κοινωνική κρίση, η οποία συνεχίζεται και σήμερα.
Μετά τη λήξη του πολέμου η Ιταλία μετατράπηκε σε χώρα χάους, αλλά και τσίρκου, όπου το ρόλο των ακροβατών και των κλόουν έπαιζαν νέοι ιεράρχες καλυμμένοι με το μανδύα των εκ νέου ιδρυμένων κομμάτων, με τίτλους «φωτεινούς», σοσιαλιστικούς, σοσιαλδημοκρατικούς, χριστιανοδημοκρατικούς, φιλελεύθερους, κομμουνιστικούς κ.λπ. Το ένα κόμμα παρίστανε το συνεχιστή του κόμματος του Γκράμσι, το άλλο του Ντομ Στούρτσο, το ένα του Κρότσε, το άλλο του Ματσίνι. Από χώρα μουγγή και φιμωμένη επί φασισμού, η Ιταλία μετατράπηκε σε παραδοσιακή χώρα εκκωφαντικού θορύβου.
Αν το αμερικάνικο κεφάλαιο στις διάφορες χώρες της Ευρώπης μπήκε με το ένα σκέλος του, στην Ιταλία μπήκε με τα δύο σκέλη. Αυτό συνέβηκε επειδή η αστική τάξη αυτής της χώρας είναι η πιο εκφυλισμένη, η πιο κοσμοπολίτικη, η πιο άπατρη και με τη μεγαλύτερη ροπή προς την ολόπλευρη διαφθορά.
Οι χριστιανοδημοκράτες είχαν και πάντα έχουν στα χέρια τους τα ηνία της Ιταλίας. Τα άλλα αστικά κόμματα θέλουν κι αυτά να έχουν το μερίδιο τους σ' αυτή την πιάτσα, όπου πωλούνται τα πάντα, χοντρικά και λιανικά, ακόμα και η ίδια η Ιταλία. Έκφραση αυτής της πάλης για εξουσία, του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας ανάμεσα στα κόμματα είναι οι αναρίθμητες και συχνές αλλαγές των κυβερνήσεων. Αλλαγές γίνονται, αλλά άξονας παραμένει πάντα το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, που παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Οι χριστιανοδημοκράτες φάνηκαν επιδέξιοι ακροβάτες στο σχηματισμό υπουργικών συμβουλίων, δίνοντας κάτι με δόσεις στους αντιπάλους τους και δημιουργώντας την εντύπωση ότι είναι και δεν είναι οι αναμφισβήτητοι εξουσιάζοντες της χώρας. Κατ' αυτό τον τρόπο εκείνοι βγάζουν στη σκηνή πότε την «κεντροαριστερά», πότε την «κεντροδεξιά», πότε στήνουν «μονόχρωμη», πότε «δίχρωμη» κυβέρνηση. Όλα αυτά είναι απάτες για να δείξουν ότι βρίσκουν δήθεν λύση στο χάος, στην αθλιότητα, στην πείνα, στην ανεργία, στην τρομερή και γενική κρίση, στην οποία μπήκε η χώρα.
Στην Ιταλία οργιάζουν τώρα όλα τα εγκλήματα. Ο νεοφασισμός οργανώθηκε σε κοινοβουλευτικό κόμμα και διαθέτει πολλές ομάδες τρομοκρατών και μπράβων, που οι Ιταλοί τις ονομάζουν «τα αρνιά» του γενικού γραμματέα του φασιστικού κόμματος, Αλμιράντε. Η εγκληματική Μαφία έχει μπήξει τα νύχια της παντού και το έγκλημα, οι κλοπές, οι φόνοι, οι απαγωγές ανήχθησαν σε εκσυγχρονισμένη βιομηχανία. Κανένας Ιταλός δεν είναι σίγουρος για το αύριο. Ο στρατός, η καραμπινιερία και οι οργανισμοί της μυστικής αστυνομίας διογκώθηκαν τόσο πολύ, που πιάσανε την αναπνοή της χώρας. Αυξήθηκαν για να υπερασπίσουν δήθεν το λαό και το «δημοκρατικό πολίτευμα» από τα μέλη των ακροαριστερών και ακροδεξιών «ταξιαρχιών». Η αλήθεια όμως είναι πως δίχως αυτούς τους οργανισμούς δεν μπορεί να προστατευθούν οι μεγάλοι ληστές και δολοφόνοι που βρίσκονται στους κοινοβουλευτικούς θώκους, ή στα επιτελεία του στρατού, της αστυνομίας κ.λπ.
Η Ιταλία είναι ταυτόχρονα χώρα καταχρεωμένη, ενώ το νόμισμα της είναι το πιο ευτελές απ' όλα τα νομίσματα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Σήμερα η Ιταλία αποκαλείται «ο άρρωστος» των Εννέα. Κανείς δεν πιστεύει σ' αυτή την Ιταλία με το σάπιο καθεστώς της, σ' αυτή την Ιταλία που μπορεί να αναπτυχθεί σε επικίνδυνο δρόμο, όχι μόνο για τον ιταλικό λαό, αλλά και για τους γείτονες της.
Οι διάφορες ιταλικές κυβερνήσεις, μη μιλώντας εδώ για την περίοδο του μουσσολινικού φασισμού, γενικά έχουν τηρήσει απροκάλυπτα και συγκαλυμμένα όχι φιλικές σχέσεις απέναντι στην Αλβανία. Η δοσίλογη αλβανική αντίδραση που έφυγε με τα εγγλέζικα πλοία, συγκεντρώθηκε στην Ιταλία, οργανώθηκε, εκπαιδεύτηκε από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις αυτής της χώρας, από το μόνιμο εχθρό της Αλβανίας, το Βατικανό, καθώς και από τους Αγγλοαμερικάνους, για να δράσουν ενάντια στη νέα Αλβανία. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χρειάστηκε στο λαό μας να πολεμήσει σκληρά ενάντια στους δολιοφθορείς που εξαποστέλλονταν στη χώρα μας από την Ιταλία. Το τέλος τους είναι γνωστό πια. Αλλά και η τύχη των άλλων δεν ήταν καλύτερη. Ένα μέρος των αλβανών προδοτών φυγάδων έμειναν στην Ιταλία, οι άλλοι σκόρπισαν στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο Βέλγιο, στην Αγγλία, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και σε αρκετές άλλες χώρες, όπου τους πήγαν οι ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες κατασκοπίας.
Βλέποντας ότι με ανατρεπτικές ενέργειες δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε στη νέα Αλβανία, οι ιταλικές κυβερνήσεις άρχισαν να τηρούν θέση πολιτικής «αδιαφορίας» απέναντι στο κράτος μας. Αποκαταστάθηκαν μεν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αλλά οι άλλες σχέσεις έμειναν πάντα σε χαμηλό επίπεδο. Οι ιταλικές κυβερνήσεις δεν έδειξαν ποτέ θέληση για την ανάπτυξη τους. Ποτέ, καμιά κυβέρνηση δεν καταδίκασε δημοσία το βάρβαρο έργο του Μουσσολίνι σε βάρος της Αλβανίας. Ωστόσο οι κυβερνήσεις αυτές ενδιαφέρθηκαν να ξεθάψουν τα οστά των ιταλών στρατιωτών των σκοτωμένων από τους παρτιζάνους μας στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα και να τα πάνε στην Ιταλία, να τους καθιερώσουν κιόλας «ήρωες που πολέμησαν για το μεγαλείο της Ιταλίας» και κάθε χρόνο να τους αποτίνουν φόρο τιμής.
Ο ιταλικός Τύπος, κατά το πλείστον, σπάνια δημοσιεύει κάτι το θετικό για την Αλβανία. Διακρίθηκε σ' όλο τον παγκόσμιο Τύπο για δυσφημιστική στάση και την ψεύτικη πληροφόρηση σε βάρος της χώρας μας.
Από τη στάση αυτή των ιταλών κυβερνητών και του ιταλικού Τύπου δεν αποτέλεσαν και δεν αποτελούν εξαίρεση ούτε οι ιταλοί ρεβιζιονιστές. Οι ηγέτες του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1939 έβλεπαν από μακρυά τις φασιστικές στρατιές που πήγαιναν να αρπάξουν τη λευτεριά ενός μικρού γειτονικού λαού. Δε στάθηκαν ούτε στο επίπεδο των ιταλών σοσιαλιστών, οι οποίοι καταδίκασαν τον ιμπεριαλισμό της χώρας τους στην περίοδο του Πολέμου της Αυλώνας το 1920. Οι κυριότεροι ηγέτες του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μεταπολεμικά δεν καταδέχτηκαν να έρθουν στην Αλβανία, να καταδικάσουν τα εγκλήματα του φασισμού και να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με τον αλβανικό λαό, που είχε σκοτωθεί και κατακαεί και είχε πολεμήσει ηρωικά ενάντια στον ιταλικό φασισμό.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε και προσπαθεί να εξαλείψει από τα μέλη του και από το ιταλικό προλεταριάτο το επαναστατικό πνεύμα, να εμβάλει την ιδέα της ταξικής συμφιλίωσης και να ξεριζώσει τη σκέψη για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τα χέρια των καπιταλιστών. Αυτό δεν είναι παρά ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όπως τα άλλα κόμματα, αλλά που το άφησαν σε αντιπολίτευση και δεν το μπάζουν στο χορό επειδή ήταν πριν στην Τρίτη Διεθνή και επειδή η αστική τάξη, προφανώς, ζητάει απ' αυτό να δώσει ακόμα μεγαλύτερες δοκιμασίες.
Το ιταλικό «δημοκρατικό» αστικό κράτος επιχορηγεί δισεκατομμύρια λιρέττες στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, καθώς και σ' όλα τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Το ρεβιζιονιστικό κόμμα όμως έχει και πολλά άλλα έσοδα που προέρχονται από εμπορικές εταιρίες, καθώς και διάφορες επιχορηγήσεις από μεσιτικά. Έχει την αριστοκρατία και τους πληβείους του. Αριστοκρατία είναι οι βουλευτές, οι γερουσιαστές, οι δήμαρχοι και οι σύμβουλοι των δημαρχιών καθώς και οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Τις ιδέες του Τολιάττι, τη σοσιαλδημοκρατική γραμμή, την ανοιχτή παρέκκλιση από το μαρξισμό - λενινισμό τις κωδικοποίησε το 10ο Συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που συνήλθε το 1962. Ο Τολιάττι ήταν ένας ρεφορμιστής διανοούμενος και τέτοιος έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, μέχρι την «Διαθήκη της Γιάλτας», όπου ξανατόνισε τον «πολυκεντρισμό», και αποφάνθηκε υπέρ του «πλουραλισμού» των κομμάτων για μετάβαση δήθεν στο σοσιαλισμό, «υπέρ της ελευθερίας της θρησκείας», «του λόγου», «των ανθρώπινων δικαιωμάτων» κ.λπ. Αυτός ήταν ο δρόμος του λεγόμενου ιταλικού σοσιαλισμού.
Το 10ο Συνέδριο παρουσίασε τον «ιταλικό δρόμο για το σοσιαλισμό» σαν πρωτότυπο δρόμο, σα νέα εξέλιξη του μαρξισμού, σαν υπερπήδηση των διδαγμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης και όλων των εμπειριών των μέχρι τότε σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Στην πραγματικότητα αυτός ήταν δρόμος των «δομικών μεταρρυθμίσεων», ρεβιζιονιστικός, οπορτουνιστικός δρόμος, προσαρμοσμένος σύμφωνα με τις ανάγκες και την κατάσταση του ιταλικού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Κατά τη «θεωρία» των «δομικών μεταρρυθμίσεων» η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα γινόταν με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις, που θα αποσπούνταν ειρηνικά από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Οι βαθμιαίες αυτές μεταρρυθμίσεις θα συντελούνταν μόνο διαμέσου του κοινοβουλευτισμού, με τη δύναμη της ψήφου, άσχετα που τα καπιταλιστικά μονοπώλια είχαν στο χέρι τους και τον πλούτο της χώρας, και τα όπλα, και την κοινοβουλευτική και διοικητική διεύθυνση. Σύμφωνα μ' αυτούς «οι μεταρρυθμίσεις των κοινωνικών και οικονομικών διαρθρώσεων», που μπορεί δήθεν να πραγματοποιηθούν στα πλαίσια του αστικού κράτους, «θα εξαλείψουν την εκμετάλλευση και την ταξική ανισότητα, θα κάνουν δυνατό... να ξεπεραστεί βαθμιαία ο διαχωρισμός μεταξύ των δυναστών και δυναστευομένων για μια πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου και της κοινωνίας»(La politica e l’organizzazione dei comunisti italiani, Roma, 1979, p.11)
Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές έχουν γλιστρήσει ολότελα στις θέσεις του τρεϊντγιουνιονισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, που περιορίζουν τον αγώνα των εργατών μόνο σε οικονομικά και δημοκρατικά αιτήματα, που νομίζουν ότι μπορεί να παραμεριστούν οι συνέπειες του καπιταλιστικού καθεστώτος χωρίς να θίξουν αυτό το κατεστημένο. Η ιστορία όμως έχει αποδείξει πως αυτό είναι ουτοπία, επειδή οι συνέπειες δε μπορεί να εξαλειφθούν αν δεν εξαφανιστούν τα αίτια τους, που βρίσκονται στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Το απροκάλυπτο πέρασμα στις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας το παραδέχονται τώρα και οι ίδιοι οι ιταλοί ρεβιζιονιστές ηγέτες και μάλιστα με κάποια περηφάνια που κατόρθωσαν να κάνουν αυτό το «ιστορικό» βήμα. Στο πρόσφατο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο πρώην πρόεδρος του ιταλικού κοινοβουλίου και μέλος της ηγεσίας του κόμματος, Ινγκράο, δήλωσε πως «έχουμε πολλά να διδαχτούμε από τη σοσιαλδημοκρατία». Ότι οι ηγέτες του ιταλικού ρεβιζιονιστικού κόμματος είναι ακόμα μαθητούδια σε σύγκριση με τους παλιούς σοσιαλδημοκράτες καθηγητές στην αναθεώρηση του μαρξισμού - λενινισμού και στην καταπολέμηση της επανάστασης, αυτό είναι αλήθεια. Μπορεί όμως αυτοί να είναι ισάξιοι με τους σοσιαλδημοκράτες στον ασυγκράτητο ζήλο να εξυπηρετήσουν χωρίς όρους και με δουλοπρέπεια την αστική τάξη.
Οι ιταλοί ρεβιζιονιστες μπορεί μέρα νύχτα να κηρύσσουν, μπορεί να αφρίζουν μιλώντας σ’ όλες τις πλατείες και να προσεύχονται σ' όλες τις εκκλησίες που έχει η Ιταλία, αλλά ποτέ του ποτέ δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τα ρεφορμιστικά τους όνειρα για μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω του κοινοβουλίου, του συντάγματος και του ίδιου του αστικού κράτους.
Συνέχεια της γραμμής των «δομικών μεταρρυθμίσεων» του Τολιάττι έγινε τώρα ο «ιστορικός συμβιβασμός» με την αστική τάξη που τον κήρυξε ο Μπερλίνγκουερ. Το σύνθημα αυτό, με το οποίο βαυκαλίζεται η ιταλική ρεβιζιονιστική ηγεσία, ρίχτηκε ακριβώς όταν το ιταλικό αστικό καπιταλιστικό κράτος βρίσκεται σε πολύ βαθιά κρίση. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα με τον «ιστορικό συμβιβασμό» προσέφερε στη Χριστιανοδημοκρατία, εκπρόσωπο του μεγάλου κεφαλαίου και της ανώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τη συνεργασία του για να βγει απ' αυτή την κατάσταση και να σωθεί αυτό το κράτος.
Ο «ιστορικός συμβιβασμός» του Μπερλίνγκουερ είναι συνέχεια των παλιών προσανατολισμών του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο αμέσως μετά τον πόλεμο ζήτησε τη συμμετοχή του στην αστική εξουσία και την ενοποίηση με τους σοσιαλιστές του Νέννι. Είναι συνέχεια του γνωστού φλερτ με τον τότε πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών Άλτσιντε Ντε Γκάσπερι, είναι το απλωμένο χέρι του Τολιάττι και του Λόγκο προς τους καθολικούς. Ο Μπερλίνγκουερ μετέτρεψε αυτό τον προσανατολισμό από τακτική σε στρατηγική. Ο «ιστορικός συμβιβασμός», που τον πρότεινε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι η παλιά φιλελεύθερη πολιτική που της Ιταλίας της ερχόταν πάντα "comme un gant"[ Γαλλικά στο κείμενο-σαν το γάντι, εφαρμοστά, ταιριαστά]
Ο «ιστορικός συμβιβασμός» του Μπερλίνγκουερ ήταν προσπάθεια και ελπίδα γεννημένη κάτω από την επίδραση των γεγονότων της Χιλής. Οι ιταλοί ρεβιζιονιστές, όταν είδαν πως ο σοσιαλιστής Αλλέντε δεν μπόρεσε να σταθεί στην εξουσία χωρίς συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Φρέι, σκέφθηκαν ότι και αυτοί δεν μπορούσαν ούτε να έρθουν, ούτε να σταθούν στην εξουσία χωρίς την υποστήριξη και τη συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών. Ο φόβος εγκαθίδρυσης του φασισμού με τη βοήθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τους οδήγησε στην πράξη σε μεγάλες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις αρχών, στην εγκατάλειψη και εκείνης της κάπως ανεξάρτητης θέσης που τηρούσαν μέχρι τότε, όταν νόμιζαν πως θα κερδίσουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και θα διακυβερνούσαν από κοινού με έναν αριστερό συνασπισμό. Από τότε ακόμα, για να αποφύγουν στην Ιταλία τα γεγονότα της Χιλής, δέχτηκαν να παίξουν το δευτερεύοντα ρόλο του υποταγμένου σ' έναν συνασπισμό όχι πια αριστερό, αλλά δεξιό, με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Όταν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έριξε το σύνθημα του «ιστορικού συμβιβασμού», η Ιταλία έδινε την εντύπωση πως μετατρεπόταν σε ισχυρή βιομηχανική χώρα. Κατά την περίοδο αυτή, ο «ιστορικός συμβιβασμός» φάνηκε σαν μακρόπνοη «στρατηγική» όχι μόνο στην αντίδραση, αλλά και στους ίδιους τους ιταλούς «κομμουνιστές». Ήρθε όμως η κρίση και ο φασισμός αποκαταστάθηκε, έγινε απειλητικός" άρχισαν να σκάνε βόμβες, να σκοτώνονται και να εξαφανίζονται άνθρωποι. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» άρχισε να γίνεται πιο επίκαιρος και να φαίνεται «λογικός» και σε μια μερίδα της αστικής τάξης, και των χριστιανοδημοκρατών. Εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος ήταν και ο Άλντο Μόρο, αλλά εξαλείφθηκε, επειδή οι χριστιανοδημοκράτες δεν ήταν και δεν είναι ακόμα πρόθυμοι να μπουν σ' αυτό τον συμβιβασμό, ανεξάρτητα από τις ήττες που έπαθαν στις εκλογές.
Στις τωρινές καταστάσεις της κρίσης, οι χριστιανοδημοκράτες για μερικά ζητήματα βρήκαν αρκετούς τρόπους και μορφές συντονισμού των ενεργειών με τους «κομμουνιστές», είτε σε επίπεδο συνδικάτων, είτε σε επίπεδο κομμάτων, μολαταύτα όμως φοβούνται και από κάνα ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα «a l’eau de rose»[ Γαλλικά στο κείμενο - με ροδόνερο].
Το ιταλικό μονοπωλιακό κεφάλαιο θα δεχτεί άραγε το χέρι που του τείνει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα; Αυτό ζητάει από τους κομμουνιστές να υποστηρίξουν την κυβέρνηση στο κοινοβούλιο, να ψηφίσουν για τα προγράμματα και τους νόμους της, να μπουν στην «κοινοβουλευτική πλειοψηφία», στην «κυβερνητική πλειοψηφία», αλλά όχι μέσα στην κυβέρνηση, όχι στην εξουσία, όχι στα κέντρα όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις για τη διεύθυνση της χώρας. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής εκφράστηκαν ενάντια στη συμμετοχή των ευρωπαίων ρεβιζιονιστών στις κυβερνήσεις των χωρών του ΝΑΤΟ. Η ιταλική αστική τάξη εφαρμόζει την εντολή αυτή των πατρώνων της.
Όσες φορές γίνονται κοινοβουλευτικές εκλογές, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα βρίσκεται πάντα μπροστά σε μεγάλο δίλημμα. Δεν ξέρει πώς να πράξει σε περίπτωση που κερδίσει μεγαλύτερο αριθμό ψήφων απ' ό,τι οι χριστιανοδημοκράτες. Φοβισμένος ο Μπερλίνγκουερ, τηρεί τη φόρμουλα ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να σχηματιστεί πλατιά κυβέρνηση, με όλα τα κόμματα της «δημοκρατικής πτέρυγας», να κάνει μεταρρυθμίσεις, ασφαλώς, σε «πλουραλιστική δημοκρατία» και η Ιταλία να μη βγει από το ΝΑΤΟ.
Γιατί αναπτύσσει την προοπτική αυτή ο Μπερλίνγκουερ; Επειδή αυτή είναι η ρεβιζιονιστική γραμμή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο φοβάται να αναλάβει την ευθύνη μπροστά στην κρίση και τη χρεωκοπία του αστικού συστήματος, που δε μπορεί να θεραπευθεί με μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη μεριά, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα φοβάται και τη μάζα των εργατών και των εργαζομένων της Ιταλίας, οι οποίοι, σε περίπτωση που αυτό το κόμμα νικήσει, θα ζητήσουν όχι πια συνεργασία με τους πάτρωνες, αλλά την κατάληψη της εξουσίας. Την κατάσταση αυτή δεν τη θέλει και δεν θα την επιτρέψει ποτέ το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν τη θέλει όμως καθόλου και η αμερικάνικη και ιταλική μονοπωλιακή αστική τάξη, που θα κάνουν το παν να μη δημιουργηθεί τέτοια κατάσταση. Ένας αντιιστορικός συμβιβασμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στην αρχή, σε περίπτωση που το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κερδίσει στις εκλογές, ο «συμβιβασμός» αυτός όμως θα είναι εφήμερος, όσο να καθησυχάσει την κοινή γνώμη, ώσπου να σφίξουν τα λουριά. Το κεφάλαιο δεν παραδίνει ποτέ τα όπλα, αν δεν του τα αρπάξεις με τη βία. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι από κείνα τα κόμματα που πάνε σε επανάσταση. Δεν ήταν και δεν είναι υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Ιταλία όχι σήμερα, αλλά ούτε αύριο, ούτε ποτέ.
Οι διάδοχοι του Προυντόν στη Γαλλία
Τη θεωρητική επεξεργασία των «δρόμων» για τη «νέα σοσιαλιστική κοινωνία» που κηρύσσουν οι ευρωκομμουνιστές, την έχουν κάνει από καιρό ο Τολιάττι και οι ιταλοί μαθητές του. Σήμερα όμως είναι οι γάλλοι ρεβιζιονιστές που εκφωνούν «φιλοσοφικούς» λόγους μεγαλομανίας, που προσπαθούν να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο και να βγουν σαν σημαιοφόροι του ευρωκομμουνισμού, σαν ερμηνευτές και νομοθέτες του. Αυτός ακριβώς ο ρόλος που ανέλαβαν τους κάνει γελοίους και τους ξεσκεπάζει ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια της εργατικής τάξης της χώρας τους και των εργαζομένων όλου του κόσμου.
Ο Ζωρζ Μαρσέ έγινε ένθερμος οπαδός των θεωρητικολογιών του Ροζέ Γκαρωντύ, ο οποίος ιδεολογικά έκανε το νόμο στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στον καιρό του Τορέζ και που αργότερα τον έδιωξαν απ' αυτό το κόμμα. Ο Γκαρωντύ προσπαθούσε «να αποδείξει» ότι δήθεν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες το προλεταριάτο δεν υπάρχει πια, ότι ισοπεδώθηκε με τους εργαζόμενους της διοίκησης, με τους μηχανικούς και τους τεχνικούς, οι οποίοι, σύμφωνα μ' αυτόν, όλοι είναι το ίδιο εκμεταλλευόμενοι. Τη θεωρία αυτή την υιοθέτησε τώρα ο Ζωρζ Μαρσέ, μάλιστα πάει και πιο πέρα. Υπέρ του «σοσιαλισμού» που αυτός κηρύσσει, είναι όλοι, όχι μόνο η εργατική τάξη, όχι μόνο όλοι οι εργαζόμενοι, αλλά και η αστική τάξη, ακόμα και ο στρατός, και η αστυνομία. Στις ομιλίες του επαναλαμβάνει ότι «θέλουμε να πάμε στο σοσιαλισμό, αλλά μας εμποδίζουν 25 μόνον οικογένειες που αποτελούν τη δύναμη του κεφαλαίου της Γαλλίας». «Πώς είναι δυνατόν εμείς, ολόκληρη δύναμη, να μην μπορούμε να λέμε το λόγο μας και να κατανικήσουμε την κάστα που βρίσκεται στην εξουσία;», απορεί ο Μαρσέ. Και ο ίδιος απαντάει στον εαυτό του ότι η Γαλλία για να πάει στο σοσιαλισμό χρειάζεται μόνον οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το θέμα της ανατροπής του κεφαλαίου το χειρίζονται σαν κάτι που επιτυγχάνεται εύκολα, μόνο με μερικά λόγια, φουσκώνοντας τα μάγουλα και γκρεμίζοντας το με ένα φύσημα. Ο δρόμος που κηρύσσουν οι γάλλοι ρεβιζιονιστές μπορεί να είναι οτιδήποτε, όμως καμιά σχέση δεν έχει με τον πραγματικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Ο Μαρσέ συγκρίνει και ταυτίζει τους εκπροσώπους της σημερινής εξουσίας στη Γαλλία με τη γαλλική αριστοκρατία της περιόδου πριν από τη νίκη της αστικής τάξης, δύο αιώνες πριν, και για τους ηγέτες της χρησιμοποιεί τον όρο: «οι πρίγκιπες αυτοί που μας κυβερνούν». Όμως οι γάλλοι ρεβιζιονιστές δε στέκουν ούτε στη θέση εκείνων των ανθρώπων που έκαναν τη γαλλική αστική επανάσταση του 1789. Είναι γνωστό ότι αυτή η επανάσταση αποκεφάλισε τη βασίλισσα, το βασιλιά και όλους εκείνους τους «πρίγκιπες» που κυβερνούσαν τότε τη Γαλλία. Η προοδευτική αστική τάξη της εποχής εκείνης, που ανέτρεψε τη μοναρχία και το φεουδαρχισμό, δεν έμεινε με τόσο, αλλά οδήγησε την επανάσταση πιο πέρα, αποκεφαλίζοντας και όλους τους ηγέτες των αντιδραστικών ομάδων της αστικής τάξης που γεννιόταν: των Φεγιάν, Βερνιώ και Δαντών. Η επανάσταση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμα της με τη δικτατορία των Ιακωβίνων υπό την καθοδήγηση του Ροβεσπιέρου, που η αστική αντίδραση τον πήγε στη λαιμητόμο.
Τον πρίγκιπα Πονιατόφσκι, πρώην υπουργό Εσωτερικών του Ζισκάρ ντ' Εσταίν, ο Μαρσέ τον χαρακτηρίζει σαν Βερσαλλιανό. Ξεχνάει όμως την Κομμούνα του Παρισιού, η οποία πολέμησε ένοπλα τον Θιέρσο και τους Βερσαλλιανούς. «Οι Κομμουνάροι έκαμαν έφοδο στον ουρανό», έχει πει ο Μαρξ, ενώ ο Μαρσέ με τη ρεβιζιονιστική του θεωρία πολεμάει τους Πονιατόφσκι «με δαντέλλες».
Οι ηγέτες του γαλλικού ρεβιζιονιστικού κόμματος επιχειρούν να εξηγήσουν τους «σοβαρούς λόγους» της πτώσης της Γαλλίας. Στις θέσεις για το 23ο Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρεται ότι «από το 1976 ο πληθωρισμός παραμένει πρακτικά σε υψηλή στάθμη- η ανεργία αυξήθηκε 30 περίπου τα εκατό· η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων έπεσε- η οικονομική άνοδος ανακόπηκε... Η σκληρότητα, η ανεργία και η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων συνοδεύονται με αύξηση των κερδών των καπιταλιστών... Στη Γαλλία, η οποία διαθέτει πολύκλαδη βιομηχανική οικονομία, καταστρέφονται σήμερα ολόκληροι κλάδοι όπως η σιδηρουργία, τα ναυπηγεία, οι κλάδοι παραγωγής μηχανημάτων, των ειδών πλεκτικής, υποδημάτων κ.λπ. Ο αριθμός των απασχολημένων στη βιομηχανία μειώθηκε πάνω από 500.000 εργάτες»(Cahiers du Communisme, juin-juillet, pp.361,363). Αυτά που αναφέρονται για την κατάσταση στη Γαλλία είναι γνωστά. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο να διαπιστώσεις τη δύσκολη κατάσταση της οικονομίας και των εργαζομένων στη Γαλλία, αλλά στο να αλλάξεις την κατάσταση αυτή.
Ο Μαρξ δεν περιορίστηκε να κάνει μόνο τη διάγνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά καθόρισε και το δρόμο της ανατροπής της. Οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές εγκατέλειψαν τον επιστημονικό αυτό δρόμο και μόνο λογοκοπούν για να εξαπατήσουν το κόμμα και την εργατική τάξη ότι ενδιαφέρονται δήθεν για την κατάσταση της.
Οι γάλλοι ρεβιζιονιστές μιλούν επίσης και για τη βαριά κρίση που διέρχεται σήμερα ο καπιταλιστικός κόσμος. «Η σημερινή κρίση των καπιταλιστικών χωρών είναι διεθνής κρίση, είναι, τέλος, κρίση του συστήματος εκμετάλλευσης, δυνάστευσης και καταλήστευσης των εργαζομένων και των λαών» (Στο ίδιο, σελ. 356, 358.), λέει ο Ζωρζ Μαρσέ. Πολύ ωραία, αλλά πώς σκέφτεται να εκμεταλλευτεί αυτή τη στιγμή - κλειδί που περνά, όχι μόνο η Γαλλία, αλλά όλος ο κόσμος; Με τι είδος αγώνα; Με ταξικό αγώνα ή με ομιλίες; Ελπίζει αλήθεια ότι με τις ομιλίες του θα εξαλείψει τη γαλλική μονοπωλιακή αστική τάξη, που καταπιέζει το προλεταριάτο και τους εργαζομένους της Γαλλίας με όλον εκείνο το στρατό και την αστυνομία, που ο Μαρσέ νομίζει ότι τους έχει με το μέρος του; Όχι, μόνο δημαγωγία κάνει, από τη μια μεριά για τη «γαλαρία» και από την άλλη να μη φοβίσει τους πάτρωνες.
Τέτοιοι ρεβιζιονιστές στηρίζονται στις ψευδοθεωρίες που δημιούργησαν μόνοι τους και σύμφωνα με τις οποίες οι συνθήκες ωρίμασαν δήθεν τώρα σε τέτοιο βαθμό που δε χρειάζεται πια η επανάσταση και η δικτατορία του προλεταριάτου για την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σύμφωνα μ' αυτούς, κάθε κοινωνική τάξη, ακόμα και κάθε άτομο, σκέφτεται τώρα σαν σοσιαλιστής. Ο σοσιαλισμός μπήκε, λένε, τόσο βαθιά στη συνείδηση των ανθρώπων, που έχει γίνει ένα με αυτή τη συνείδηση. «Ο σοσιαλισμός πραγματοποιείται τώρα, και μάλιστα πραγματοποιείται σε μεγάλη ποικιλία μορφών», (Στο ίδιο, σελ.371.)αναφέρεται στις θέσεις του 23ου Συνεδρίου του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σκοπός των ψευδοθεωριών αυτών είναι να λένε στους εργάτες πως ό,τι έκαμε ο Λένιν με επανάσταση και με αίμα, επιτεύχθηκε τώρα χωρίς επανάσταση χωρίς βία, και μάλιστα κάτω από την καταπίεση του άγριου κεφαλαίου.
Οι ρεβιζιονιστές ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προσπαθούν να πείσουν τους εργάτες πως ο άνθρωπος της σημερινής κοινωνίας στη Γαλλία, στην Ευρώπη, στον κόσμο μπόρεσε να καταλάβει ότι η βιομηχανική κοινωνία δεν είναι πια μια κοινωνία που έχει στη βάση της το καπιταλιστικό κέρδος. Αυτή είναι πέρα για πέρα πλαστή θεωρία, γιατί το μονοπωλιακό κεφάλαιο που επικρατεί σ' αυτή την κοινωνία επιδιώκει όχι απλά κέρδη, αλλά μέγιστα κέρδη. Ο Ζωρζ Μαρσέ μιλάει και για την εξαγωγή του κεφαλαίου, αλλά δεν αναφέρει ότι η εξαγωγή αυτή είναι ένα μέσο βάρβαρης εκμετάλλευσης όχι μόνον των εργατών των μητροπόλεων, αλλά και των εργατών των καθυστερημένων ή των αναπτυσσόμενων χωρών. Η εξαγωγή των κεφαλαίων έγινε σήμερα κύριο χαρακτηριστικό της νεοαποικιοκρατίας.
Ο Ζωρζ Μαρσέ φθάνει στο σημείο να λέει ότι δήθεν στις τωρινές καταστάσεις «ο ιμπεριαλισμός είναι υποχρεωμένος να αναζητεί νέες διεθνείς λύσεις, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των λαών». Πόσο φιλανθρωπικός είναι ο ιμπεριαλισμός αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τις ανάγκες των λαών! Ο ιμπεριαλισμός όμως παραμένει ιμπεριαλισμός και δεν αλλάζει με φλυαρίες και με αναλύσεις σοφιστών. Με τέτοια κηρύγματα, οι γάλλοι ευρωκομμουνιστές ρεβιζιονιστές δεν κάνουν άλλο παρά βοηθούν τον ιμπεριαλισμό εξωραΐζοντας τον, διαδίδοντας και τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι θέλει τάχα να ξαναφτιάξει έναν καινούργιο κόσμο.
Στο 22ο Συνέδριο του ΓΚΚ, σε ένα ολόκληρο κατεβατό ο Μαρσέ φθάνει στο σημείο να λέει ότι είναι ανυπόστατη η κατηγορία που προσάπτεται στους γάλλους ρεβιζιονιστές ότι θέλουν δήθεν να εξαλείψουν τους πλούσιους. Θεωρώντας αυτό σαν συκοφαντία, ο Μαρσέ λέει απροκάλυπτα ότι αυτοί θέλουν να υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία, να υπάρχει η μεσαία αστική τάξη με όλη της την περιουσία, να υπάρχει η γαιοκάτοχος αγροτιά" ότι θέλουν να εθνικοποιηθούν μόνο οι κοινές κρατικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και όλα αυτά να τα διαχειρίζεται ο ίδιος ο λαός. Αυτές τις καπιταλιστικές διαρθρώσεις που υπερασπίζει ο Μαρσέ, τις υπερασπίζει και η σοσιαλδημοκρατία. Σ! αυτή την περίπτωση δίκιο έχει να θυμώσει με εκείνους που τον κατηγορούν ότι δεν είναι εκατό τα εκατό πιστός στην αστική τάξη, όπως είναι και τα αδέρφια του σοσιαλδημοκράτες.
Στις αρχές του 1979, ο Ζωρζ Μαρσέ έγραφε: «Εμείς θέλουμε κοινωνική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία, πολιτική δημοκρατία και επιθυμούμε να πάμε πιο πέρα, μέχρι ενός ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων για να κάνουμε ώστε ο λαός της Γαλλίας να μπορέσει να ζήσει σε δημοκρατικό, αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό»(L’Humanite, 13/2/1979). Ο Μαρσέ λοιπόν εμφανίζεται και σαν οπαδός του Τίτο, ο οποίος στη Γιουγκοσλαβία εφάρμοσε ακριβώς τις αναρχοσυνδικα-λιστικές θεωρίες του Προυντόν και του Μπακούνιν σχετικά με την «εργατική αυτοδιαχείριση», που ο Μαρξ και αργότερα ο Λένιν τους καταδίκασαν αυστηρά. Ο Ζωρζ Μαρσέ, καλυμμένος τώρα με τον μανδύα του «δημιουργικού» μαρξισμού, αλλά που δεν «καταδέχεται» να αναφερθεί ποτέ σε αποφθέγματα των μεγάλων δασκάλων του μαρξισμού, δεν τολμάει να υπερασπίσει ανοιχτά τις αντιμαρξιστικές απόψεις του Προυντόν και να δηλώσει ότι είναι οπαδός του. Αναζητώντας όμως την «αυτοδιαχείριση» δεν κάνει τίποτε παρά αλλάζει την ορολογία, ενώ αναπτύσσει την μικροαστική θεωρία του Προυντόν.
Οι ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος μιλούν αρκετά για τους μισθούς και θέτουν το πρόβλημα του ρεφορμιστικού αγώνα για την αύξηση τους. Πρέπει να ανεβεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και των οικογενειών παρέχοντας περισσότερα σ' αυτούς που παίρνουν λίγα, λένε εκείνοι. Πρέπει να ενταθούν τα μέτρα για τον περιορισμό της ανισότητας στα έσοδα, καθώς και στις ανταμοιβές. Πρέπει να ελαττωθεί από τα κάτω προς τα άνω η ιεραρχία των μισθωτών. Οι ρεβιζιονιστές θέτουν αυτά τα προβλήματα, επειδή η αύξηση των μισθών στην εποχή μας είναι γενική διεκδίκηση των μαζών.
Ο Ζωρζ Μαρσέ απορεί και λέει πώς μπορεί να υπάρχει τέτοιο φαινόμενο που οι εργαζόμενοι και οι γέροι να μην έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν καθώς πρέπει, να μην έχουν δικαίωμα να μιλούν στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Όλα αυτά, λέει, πρέπει να τα αποκτήσουν. «Το κόμμα μου πάλεψε και παλεύει να αυξήσει τους μισθούς, να μειώσει τους φόρους, και το κοινοβούλιο να μην είναι πια σαν αυτό, το τωρινό, στο οποίο επιβλήθηκαν ανυπόφοροι όροι λειτουργίας και περιορισμένες δικαιοδοσίες». Οι γάλλοι ρεβιζιονιστές περιορίζοντας τον αγώνα της εργατικής τάξης μόνο στα εφήμερα αιτήματα, παραμερίζουν τα διδάγματα του Μαρξ, ο οποίος έχει εξηγήσει ότι οι μισθοί έντεχνα συγκαλύπτουν την εκμετάλλευση των εργατών από τους καπιταλιστές, που ιδιοποιούνται ένα μέρος της εργασίας, ακριβώς την απλήρωτη εργασία των εργατών που για τον καπιταλιστή δημιουργεί την υπεραξία. Εσκεμμένα δε μιλούν για την άποψη του Μαρξ, ο οποίος λέει ότι η επίλυση του προβλήματος δεν έγκειται στην αύξηση των μισθών, ούτε στην εξίσωση τους, όπως πίστευε ο Προυντόν, αυτός ο κλασσικός ρεφορμιστής. Ο Μαρξ έλεγε ότι να περιορίσεις τον αγώνα της εργατικής τάξης μόνο στους μισθούς δεν είναι παρά προσπάθεια να παρατείνεις τη σκλαβιά των μισθωτών. Μόνον η οριστική εξάλειψη της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών, λέει ο Μαρξ, είναι η σωστή και ριζική λύση του προβλήματος.
Οι γάλλοι ρεβιζιονιστές συσκοτίζουν τη θεωρία του Μαρξ για τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον καπιταλιστικό ιδιωτικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στον καπιταλισμό, για τις παραγωγικές σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις. Σκόπιμα δεν αναφέρουν το γεγονός ότι στα ζητήματα αυτά υπάρχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, τα οποία βρίσκονται πάντα σε αλληλοσύγκρουση για να αλλάξουν το χαρακτήρα της ιδιοκτησίας. Αυτά τα προβλήματα τα χειρίζονται γενικά σαν ζητήματα απλώς οικονομικά, όπως τα χειρίζονταν οι θεωρητικοί του οικονομισμού. Η «θεωρία» τους δεν είναι η θεωρία του Μαρξ, αλλά η «θεωρία» εκείνων των φορέων παρέκκλισης που ήρθαν μετά το Μαρξ. Ο Μαρσέ περιορίζει την αποστολή και τον αγώνα του προλεταριάτου στην πάλη για οικονομικά δικαιώματα και όχι στην πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ο Μαρξ έκανε έκκληση «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Γιατί; Για να γίνει η επανάσταση. Ενώ ο Μαρσέ κηρύσσει: Εργάτες, αγρότες, αστοί, αστυνομικοί, στρατιώτες και αξιωματικοί, ενωθείτε... για να κάνουμε μεταρρυθμίσεις! Η έννοια «προλεταριάτο» θεωρείται από τους γάλλους ρεβιζιονιστές σαν ρομαντική πνοή για ποιήματα.
Οι γάλλοι ρεβιζιονιστές αντί να αγωνιστούν για να σταθεί το προλεταριάτο στις πρώτες γραμμές της επανάστασης και σε στενή συμμαχία με τις εργαζόμενες μάζες της πόλης και του χωριού, προσπαθούν να ενωθεί το προλεταριάτο σε «άλλο ιστορικό συνασπισμό», στην «ένωση της αριστεράς», όπως ονομάζουν οι γάλλοι ρεβιζιονιστές τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα, ή τον «ιστορικό συμβιβασμό», καθώς τον χαρακτηρίζουν αυτό οι ιταλοί ρεβιζιονιστές.
Τη θεωρία αυτή για τις συμμαχίες, οι γάλλοι ρεβιζιονιστές την αναπτύσσουν κατά την άποψη τους, σύμφωνα με την οποία οι εργάτες στο σημερινό καπιταλιστικό καθεστώς «βλέπουν να βελτιώνονται κάθε μέρα οι συνθήκες διαβίωσης τους» και ότι «το προλεταριάτο εξαφανίζεται με όλη τη σημασία της λέξης». Αυτή είναι η θέση του ρεβιζιονιστή Γκαρωντύ, τον οποίο άδικα τον κρατούν έξω από το γαλλικό ρεβιζιονιστικό κόμμα. Είτε μέσα είτε έξω από το κόμμα βρίσκεται ο Γκαρωντύ, το ίδιο κάνει, εφόσον οι ρεβιζιονιστές ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος δέχονται στο χορό τους και τα αστικά κόμματα για να πάνε στο σοσιαλισμό. Εκεί φυτοζωούν και ο Γκαρωντύ και συντροφιά. Η γαλλική ρεβιζιονιστική ηγεσία κριτίκαρε και διέγραψε τον Γκαρωντύ από το κόμμα ξεκινώντας όχι από θέσεις αρχών, αλλά επειδή εκείνος βγήκε πρόωρα και ύψωσε τη σημαία της «νέας γραμμής», πράγμα που, κατά το βαθμό, ανήκε στο Μαρσέ και σε άλλους αρχηγούς, ανώτερους σε βαθμό από τον Γκαρωντύ. Με τον ίδιο τρόπο η ηγεσία αυτή ενεργεί σήμερα και με τον Ελλεϊνστέιν και τον Αλθουσέρ, οι οποίοι ζητούν πιο γρήγορη προχώρηση στο ρεβιζιονιστικό δρόμο. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία αμφιβολία ότι σύντομα η ηγεσία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος θα συμβιβαστεί και θα ενωθεί όχι μόνον με τον Γκαρωντύ και τον Ελλεϊνστέιν, αλλά και με τον Μιττεράν, τον Ροκάρ και με όλους τους σοσιαλδημοκράτες. Θα περάσουν αρχικά μέσα από μια «ένωση της αριστεράς», από ένα «κοινό πρόγραμμα» ή μέσα από κάποιο άλλο σχήμα, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Εφόσον υπάρχουν οι ίδιες απόψεις και σκοποί, τα άλλα έρχονται από μόνα τους.
Οι ρεβιζιονιστές γενικά και οι γάλλοι ρεβιζιονιστές ιδιαίτερα, με τις θεωρίες τους είναι αντίθετοι στο να έχει το κράτος τη διεύθυνση της οικονομίας στο σοσιαλισμό. «Εμείς -λέει ο Μαρσέ- καταπολεμούμε σήμερα αυτή την πνιγηρή αυταρχικότητα και συγκεντρωτισμό... Απεναντίας, θέλουμε οι κρατικές επιχειρήσεις να είναι αυτοδιοικούμενες... οι εργαζόμενοι - οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι μηχανικοί και τα στελέχη - να συμμετέχουν όλο και πιο δραστήρια σ' αυτή τη διοίκηση. Επίσης θέλουμε οι κοινότητες, οι επαρχίες και οι περιοχές να γίνουν πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων και δημοκρατικής διοίκησης»(Le socialisme pour la France, Paris, 1976, p.84-85). Οι απόψεις αυτές των ρεβιζιονιστών και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ταυτίζονται απόλυτα με τη γραμμή της γιουγκοσλάβικης «αυτοδιαχείρισης» και με τον φεντεραλισμό του Προυντόν, ο οποίος έλεγε ότι «πρέπει να υπάρξει μόνο βιομηχανική δημοκρατία, θετική αναρχία. Όποιος μιλάει για λευτεριά, ή εννοεί φεντεραλισμό ή δε λέει τίποτε, όποιος μιλάει για δημοκρατία, ή εννοεί φεντεραλισμό ή δε λέει τίποτε, όποιος μιλάει για σοσιαλισμό, ή εννοεί φεντεραλισμό ή δε λέει τίποτε». Για τον Προυντόν λοιπόν η αρχή του ομοσπονδισμού εφαρμόζεται στην οικονομία και στην πολιτική. Μπορεί ο Ζωρζ Μαρσέ να μη τα ονομάζει αυτά τα ζητήματα με τους όρους που χρησιμοποίησε ο Προυντόν, αλλά, όταν μιλάει για τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» του αναφέρει: «Εμείς θέλουμε μια κοινωνία καλή, με δικαιοσύνη, με λευτεριά κ.λπ.» και αναρωτιέται είναι άραγε λογικό να καταπιέζονται οι εργάτες γι' αυτούς τους τόσο ευσεβείς πόθους και οι πόθοι τους αυτοί να μένουν μόνο σαν όνειρο;
Ο Προυντόν ζητούσε δημοκρατία και λευτεριά που σύμφωνα μ' αυτόν μπορούσαν να καταχτηθούν πολύ εύκολα, μπορούσαν εύκολα να αποσπασθούν από τα χέρια των καπιταλιστών. Ο Μαρσέ δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτό, αλλά και τονίζει ότι 200 χρόνια πριν οι εργάτες στην αστική δημοκρατία είχαν μεγαλύτερη ελευθερία, επέμβαιναν στις υποθέσεις του κράτους και του εργοστασίου και, τέλος, «αγανακτεί» που σήμερα δε χαίρουν αυτή την ελευθερία. Όμως πιο πέρα από την αγανάκτηση ο Μαρσέ δεν πάει. Δεν πάει πιο πέρα επειδή δε θέλει να συγκρουστεί με τους καπιταλιστές, επειδή θέλει να συζεί σε ειρήνη μαζί τους. Όλο αυτό μοιάζει με ένα παραμύθι για τους gogo (Γαλλικά στο κείμενο - ευκολόπιστος, αφελής.)
Ο Μαρσέ κηρύσσει ότι με μεταρρυθμίσεις μπορεί να επιτευχθεί ώστε και στις συνθήκες ύπαρξης του καπιταλιστικού καθεστώτος, το προλεταριάτο να συμμετάσχει και στη διεύθυνση της οικονομίας. Ονειροπολεί και λέει ότι στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος μπορεί να υπάρχει κοινωνική δημοκρατία, όπου όλοι οι εργάτες ανεξαίρετα μπορεί να επωφεληθούν από τον πλούτο, μπορεί να υπάρχει πολιτική δημοκρατία, όπου κάθε πολίτης να ελέγχει, να διευθύνει, να βρίσκεται πραγματικά στην ηγεσία, μ' ένα λόγο να «αυτοδιοικεί». Δεν είναι μήπως αυτή η όλη θεωρία του Προυντόν;
Κηρύσσοντας τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» ο Μαρσέ χειρίζεται και το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας. Την ιδιοκτησία σ" αυτή την κοινωνία τη χωρίζει σε κρατική και ιδιωτική. Η ιδιοκτησία όμως που αφήνει στους ιδιώτες είναι τεράστια. Ο Μαρσέ θέλει μ' αυτό να πει στην εξουσιάζουσα αστική τάξη: εμάς, τους γάλλους κομμουνιστές, μη μας κατηγορείτε άδικα γιατί εμείς σεβόμαστε την ατομική ιδιοκτησία, δεν είμαστε για προλεταριακή επανάσταση, δεν είμαστε πια για την «ύψωση της γροθιάς», αλλά για το «άπλωμα του χεριού». Ο Μαρσέ μιλάει για την περιουσία του δήμου, του νομού, της περιοχής. Δεν χρησιμοποιεί την ορολογία του Προυντόν για «φεντεραλισμό», αλλά το ίδιο κάνει, εδώ συμπίπτουν. Όταν λέει ότι καταπολεμούμε την πνιγηρή αυταρχικότητα και το συγκεντρωτισμό, σ' αντίθεση με τα διδάγματα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, ο Μαρσέ υπονοεί την καταπολέμηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Και το σχέδιο, τονίζει, πρέπει να το καταρτίζουμε με δημοκρατικό τρόπο, όπου να συμμετάσχουν όχι μόνο οι εργάτες και οι άλλοι εργαζόμενοι, αλλά κι εκείνοι που διαθέτουν περιουσία.
Ο Μαρσέ ξέρει ότι η σχεδιοποίηση της οικονομίας δεν είναι μέθοδος που μπορεί να εφαρμοστεί σε όποιο κοινωνικό σύστημα, που εξαρτάται από την καλή θέληση εκείνων που βρίσκονται στην ηγεσία της χώρας. Η ενιαία και συγκεντρωτική σχεδιοποίηση πραγματοποιείται μόνον εκεί που έχει καθιερωθεί η πλήρης επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, χαρακτηριστικό αυτό μόνον του σοσιαλισμού. Η ατομική ιδιοκτησία, σε όποια μορφή κι αν είναι, δεν υποτάχθηκε και δε θα υποταχθεί ποτέ στη συγκεντρωτική σχεδιοποίηση. Αυτή είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα και δεν μπορεί να αλλάξει μόνον επειδή έτσι αρέσει στο Μαρσέ και στους άλλους ευρωκομμουνιστές «θεωρητικούς».
Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σ' όλες τις καπιταλιστικό - ρεβιζιονιστικές χώρες, επιτίθεται κατά του μαρξισμού - λενινισμού και στο πεδίο της λογοτεχνίας και των τεχνών, γιατί θέλει και μέσω αυτών να δηλητηριάσει και να εκφυλίσει τους ανθρώπους. Στο δρόμο του αστικού εκφυλισμού μπήκαν οι ρεβιζιονιστές συγγραφείς, ποιητές και καλλιτέχνες. Είναι δύσκολο σήμερα να κάνεις τη διάκριση μεταξύ του Αραγκόν και της Μπωβουάρ, του Αντρέ Στιλ και της Σαγκάν. Εδώ δεν πρόκειται για ομοιότητα στο στυλ και τη μορφή, αλλά για το ίδιο περιεχόμενο και τον ίδιο σκοπό των έργων τους, που εμπνέονται από αντιμαρξιστικά φιλοσοφικά ρεύματα, για να βγουν στον ίδιο δρόμο, να πολεμήσουν την επανάσταση, να κατευνάσουν τα πνεύματα, να τα κάνουν το ίδιο εκφυλισμένα, «νεκρές ψυχές».
Όλοι οι ρεβιζιονιστές «θεωρητικοί» υπερασπίζουν τη θέση ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφιέρωσαν πολύ μικρό χώρο στην αισθητική, για να μη πούμε πως δεν αφιέρωσαν καθόλου την προσοχή τους. Οι αισθητικοί του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος πηγαίνουν και πιο πέρα. Προσπαθούν να «αποδείξουν» ότι ο Μαρξ δεν ενδιαφερότανε δήθεν καθόλου ή δεν είχε ιδέα από τέχνη. Σ' αντίθεση με τα γεγονότα ισχυρίζονται ότι δήθεν ο Μαρξ «δεν κατόρθωσε να καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει την τέχνη να έχει αιώνια αξία, ανεξάρτητα από τις ιστορικές στιγμές, δεν μπόρεσε να καταλάβει πως η ελληνική τέχνη, συνδεμένη με την υποδομή εκείνης της εποχής, συνεχίζει να μας συγκινεί». Μια τέτοια διαστρέβλωση της ιδέας του Μαρξ δε γίνεται άσκοπα. Από τη μια μεριά θέλουν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει μαρξιστική σκέψη για την τέχνη, την οποία επεξεργάζονται δήθεν οι ρεβιζιονιστές, από την άλλη, προσπαθούν να αρνηθούν τον ταξικό χαρακτήρα της τέχνης και να θέσουν υπό αμφισβήτηση αν η τέχνη «είναι μέρος του εποικοδομήματος ή της βάσης, είναι ιδεολογία ή όχι, συνδέεται με την τάξη και την επανάσταση, κατά πόσο και ως πού;» κ.λπ.
Μερικοί «θεωρητικοί» του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε διάφορες περιόδους είχαν διαφορετικές απόψεις για τη λογοτεχνία και την τέχνη, πράγμα που έφερε σύγχυση και χάος στις γραμμές του κόμματος και των αγωνιστών και ταλαντεύσεις στην ίδια τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία των κομμουνιστών δημιουργών. Κάποια περίοδο, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν για εκείνη τη δημιουργία που στηριζόταν στη λαϊκή τέχνη, στην επαναστατική τέχνη, έπειτα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Αργότερα στη δημιουργία των κομμουνιστών καλλιτεχνών εισέδυσαν αντιμαρξιστικά ρεύματα.
Η αστική τάξη, με τη δική της παρακμάζουσα τέχνη επηρέαζε όχι μόνο τα απλά μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά και τα στελέχη του που ασχολούνταν με τη διαφώτιση και την προπαγάνδα. Τα στοιχεία αυτά, επηρεασμένα απ’ αυτή την τέχνη, θεωρητικολογούσαν διαστρέβλωναν και παρερμήνευαν το Λένιν, ο οποίος τόνιζε ότι η επανάσταση δημιουργεί την τέχνη της, ότι οι κομμουνιστές δεν απορρίπτουν την προηγούμενη προοδευτική κληρονομιά του λαού. Αυτοί οι άνθρωποι, επίσης, ερμήνευαν σε ρεβιζιονιστικό και αστικό δρόμο τα λόγια των Λένιν, Στάλιν και Ζντάνωφ ότι οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες στη σοσιαλιστική κοινωνία πρέπει να είναι ελεύθεροι στη δημιουργία τους, πρέπει να έχουν προσωπική πρωτοβουλία, αλλά να είναι πάντα ρεαλιστές και να δημιουργούν έργα που να εξυπηρετούν πραγματικά την επανάσταση και το σοσιαλισμό.
Μερικοί ψευδομαρξιστές αισθητικοί έφθασαν στο σημείο να υπερασπίζουν τη θέση ότι ο Λένιν κήρυσσε δήθεν την απόλυτη
ελευθερία στη δημιουργία. Ο αντιμαρξιστής φιλόσοφος Γκαρωντύ διακήρυξε τον «απεριόριστο ρεαλισμό». Άλλοι υπερασπίζουν τη θέση ότι, όταν στη φιλολογία και στην τέχνη κυριαρχεί η ιδεολογία, κυριαρχεί το κόμμα, δεν υπάρχει ελευθερία, γι' αυτό δεν υπάρχει δημιουργία.
Τι μπορεί βέβαια να περιμένει κανείς στον τομέα της αισθητικής, όταν στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ασκούσαν επιρροή και παρίσταναν τον κομμουνιστή άνθρωποι σαν τον Αντρέ Ζιντ, τον Μαρλώ ή τον Πωλ Νιζάν, που μαζί με τον Αραγκόν συμμετείχαν και στο πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα, αλλά τελικά πρόδωσαν και έγιναν ανοιχτοί αντιμαρξιστές. Στη Γαλλία, τέτοιοι «θεωρητικοί», είτε κομματικοί είτε μη, ούτε μπορούσαν να είχαν ιδέα για την αξία μιας τέχνης στηριζόμενης στις αρχές του μαρξισμού - λενινισμού. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν σαν σκοπό να αποσπάσουν την τέχνη και τη λογοτεχνία από την πολιτική και την ιδεολογία —υποτίθεται από την προλεταριακή πολιτική και τη μαρξιστική ιδεολογία. Έκαναν το παν για να προλειάνουν το έδαφος στη διάδοση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, στην ανάπτυξη της παρακμάζουσας τέχνης των ψυχαναλυτικών, σεξουαλικών, αστυνομικών και πορνογραφικών μυθιστορημάτων, για να κατέκλυζαν με τέτοια έργα τις αγορές, τα βιβλιοπωλεία, τις βιτρίνες, τα θέατρα και τους κινηματογράφους.
Ας πάρουμε τον Πικάσσο. Ήταν μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τέτοιος πέθανε. Ποτέ όμως δεν έγινε μαρξιστής. Αυτό καθρεφτίζεται στα έργα του, ενώ το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τον είχε καύχημα του και η μόνη κριτική που του έκαμε, ήταν για κάποια μουντζούρα που ονομάστηκε «Το πορτραίτο του Στάλιν» και που ο φίλος και σύντροφος του Αραγκόν, τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «Les lettres francaises», όπου ήταν διευθυντής.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν υποστηρίχτηκε αποφασιστικά και πειστικά από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ένα μέρος από τους συγγραφείς, τους φιλόσοφους και τους κριτικούς, μέλη του κόμματος όπως η Μαργκερίτ Ντυράς και ο Κλωντ Ρουά αποστάτησαν. Ύστερα από τις συκοφαντίες του Χρουστσιόφ ενάντια στο Στάλιν, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κλονίστηκε και οι πρώτοι που συνθηκολόγησαν ήταν οι διανοούμενοι αυτού του είδους. Έριξε το σύνθημα της «απόλυτης ελευθερίας» στην τέχνη και την κουλτούρα και οι άλλοτε υπερασπιστές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως οι Αραγκόν, Αντρέ Στιλ, Αντρέ Βουρμσέρ άλλαξαν όχι μόνον χιτώνα, αλλά πούλησαν και την ψυχή και το τομάρι τους στο ρεσβιζιονισμό. Έτσι οι γάλλοι ψευδοκομμουνιστές λογοτέχνες άρχισαν να αισθάνονται αγάπη για τους Λούκατς, Κάφκα, Σαρτρ. Σ' όλο το κόμμα άρχισαν κριτικές συζητήσεις στην πλατφόρμα που επιθυμούσε η αστική τάξη, όπως λόγου χάρη: «Ποια είναι η σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και ιδεολογίας;», «ποια μορφή πρέπει να γίνει δεκτή στην τέχνη, ο «σεκταρισμός σε ερμηνεία» ή ο «οπορτουνιστικός εκλεκτικισμός»; Ο Ρολάντ Λερουά, ως «αυθεντία», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν μπορεί να υπάρχει ιδιαίτερη προλεταριακή τέχνη και ούτε τέχνη που να είναι αποκλειστικά επαναστατική».
Βουτηγμένο στον οπορτουνισμό και το ρεβιζιονισμό, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα άφησε αυτές τις αντεπαναστατικές θέσεις να κυκλοφορήσουν σαν βρώμικο νερό κάτω από την ψάθα και να επικρατήσουν στους δικούς του καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Σαν συμπέρασμα, μπορούμε να πούμε ότι η γραμμή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη λογοτεχνία και τις τέχνες είχε τα δικά της σκαμπανεβάσματα. Βρισκότανε πάντα σε ταλάντευση. Την ταλάντευση αυτή την προκαλούσε, από τη μια μεριά, η «ορθοδοξία» στην τήρηση των αρχών και, από την άλλη, η μέσω των διανοουμένων του άμεση και έμμεση επίδραση της αστικής ιδεολογίας στη λογοτεχνία και την τέχνη.
Για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα οι διανοούμενοι που εργάζονταν στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας έπαιξαν γενικά ρόλο περισσότερο αρνητικό παρά θετικό. Ανεξάρτητα από την ταξική τους προέλευση, τελείωναν το σχολείο και ζητούσαν «φήμη». Το κόμμα δεν τους επηρέασε ποτέ και δεν τους διηύθυνε με βάση την προλεταριακή ιδεολογία και κουλτούρα. Γι' αυτούς τους διανοούμενους του κόμματος σημασία είχε η ελεύθερη, η υποκειμενική, η ατομική δημιουργία και ποτέ το πραγματικό συμφέρον του προλεταριάτου και της επανάστασης. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν και εργάζονταν μακριά και ξεκομμένοι από την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη γι’ αυτούς ήταν «οικονομία», ενώ οι διανοούμενοι ήταν ο «εγκέφαλος του Δία» που έπρεπε να διευθύνει την «οικονομία». Οι γάλλοι διαννοούμενοι του κόμματος είχαν μεγαλώσει και εμπνευστεί στην μποέμικη ζωή της Μονπαρνάς, στη «Closerie des Lilas», στο «Pavillon de Flore», «Bateau Lavoir» και σε άλλες λέσχες όπου παραδέρνανε λογής - λογιών παρακμάζοντα ρεύματα, από τα οποία βγήκαν οι Αραγκόν, Πικάσσο, Έλσα Τριολέ και πολλοί άλλοι φίλοι των Λαζάρεφ, Τριστάν Τζαρά, των ντανταϊστών, των κυβιστών και χιλίων δυο άλλων σχολών παρακμής στη λογοτεχνία και τις τέχνες. Αυτή η παράδοση κι αυτός ο δρόμος συνεχίστηκαν αδιάκοπα στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ώσπου στο 22ο Συνέδριο ο ρεβιζιονιστής Ζωρζ Μαρσέ αποκάλυψε ο ίδιος όλη την αντιμαρξιστική βρωμιά που είχε συσσωρευτεί από καιρό στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Στο συνέδριο αυτό οι γάλλοι ρεβιζιονιστές βγήκαν και επίσημα ενάντια στον ηγετικό ρόλο του κόμματος της εργατικής τάξης στον τομέα της τέχνης και ενάντια στη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Με το πρόσχημα της πάλης ενάντια στη «στερεοτυπία» ισχυρίζονταν ότι ο σοσιαλιστικός πολιτισμός πρέπει να είναι ανοιχτός για όλα τα ρεύματα, για όλα τα είδη ερευνών και δημιουργίας.
Ο ψευδομαρξιστής Ζωρζ Μαρσέ στο βιβλίο με την έκθεση που παρουσίασε στο 22ο Συνέδριο δημοσίευσε κι ένα ποίημα του Αραγκόν από το βιβλίο με τίτλο «Ο τρελός της Έλσα». Η Έλσα ήταν η γυναίκα του Αραγκόν. Και να τι λέει σ' αυτό το ποίημα ο Αραγκόν, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος: «Πάντα θα υπάρχουν πόλεμοι και φαγωμάρες/ Φερσίματα βασιλιάδων και σκυμμένα κεφάλια/ Παιδιά μανάδων αδικογεννημένα/ Στάρια καταστραμμένα από τις ακρίδες;/ Πάντα θα υπάρχουν φυλακές και μαρτύρια / Πάντα μακελειά στο όνομα των ειδώλων (και τα είδωλα είναι οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν) Ένας μανδύας από λόγια ριγμένος πάνω στα πτώματα / Ένα βουλωμένο στόμα και καρφωμένα χέρια;/ Κι ωστόσο θα 'ρθει μια μέρα πορτοκαλί...». Έτσι ο Αραγκόν λέει ότι αυτός και το κόμμα τους παραιτήθηκαν από το κόκκινο χρώμα, από τον κομμουνισμό.
Οι γάλλοι ρεβιζιονιστές απέρριψαν έτσι τις αρχές της αθάνατης θεωρίας του μαρξισμού - λενινισμού. Το κόμμα τους κολυμπάει τώρα σε έναν ρεβιζιονισμό αναμιγμένο με τις παλιές ουτοπιστικές, μπερνσταϊνιστικές, προυντονιστικές, καουτσκιστικές, αναρχικές θεωρίες. Ενωμένο με την ιδεολογία των άλλων αστικών κομμάτων, πολεμάει να δημιουργηθεί στη Γαλλία και αλλού η ιδέα ότι ο μαρξισμός απαρχαιώθηκε και στη θέση του να βγει σε πρώτη μοίρα ο ευρωκομμουνισμός.
Το 1968 συγκρούστηκαν στο Παρίσι οι φοιτητές με τις «δυνάμεις δημόσιας τάξης». Τις συγκρούσεις αυτές τις εκμεταλλεύτηκαν οι τροτσκιστές, ο Σαρτρ (θεωρητικός του υπαρξισμού), η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Κον Μπεντίτ κ.λπ., για να τους δώσουν αναρχικό χρώμα. Και στην πραγματικότητα αυτές διεξήχθηκαν σε σύγχυση. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δε συμμετείχε. Μα γιατί δε συμμετείχε; Ήταν μήπως κατ' αρχήν ενάντια στον αναρχισμό; Νομίζω ότι δεν είναι αυτός ο λόγος, αλλά επειδή δεν ήθελε να ενωθεί με τη σπουδάζουσα νεολαία που επιτέθηκε στην κυβέρνηση του Ντε Γκωλ. Ήταν αυτό το κίνημα που στην πραγματικότητα υποχρέωσε τον τελευταίο να κάνει το δημοψήφισμα και αφού δεν πέτυχε όπως το ήθελε αποσύρθηκε στην Κολομπέ - λε - ντεζ - Εγκλίζ, όπου και πέθανε.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εμπόδισε την εργατική τάξη να ριχτεί σε δράση και να αναλάβει τη διεύθυνση της εξέγερσης. Διέθετε τόσες δυνάμεις για να έκανε να εξαπλωθεί η φωτιά σ' όλη τη Γαλλία και, αν δεν κατόρθωνε να την πάρει, να την κλόνιζε την εξουσία των «πριγκίπων», εξουσία των «βαρώνων», όπως τη λέγανε τότε. Αυτό δεν το έκαμε, γιατί ήταν υπέρ του δρόμου και υπέρ των μεθόδων που κηρύσσει ο μικροαστός ρεβιζιονιστής Ζωρζ Μαρσέ.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εναποθέτει μεγάλες ελπίδες σε κάποιο «αριστερό συνασπισμό», για το σχηματισμό του οποίου προσπάθησε μαζί με το σοσιαλιστικό κόμμα του Μιττεράν στις προεδρικές και στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Γαλλίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας πέτυχαν κάποια συνεννόηση, αλλά αυτή ήταν περιστασιακή. Όχι μόνο δεν πέτυχαν στην ψηφοφορία, αλλά μετά τις εκλογές και τη νίκη του Ζισκάρ ντ' Εσταΐν παρατηρήθηκε και ψύχρανση της αγάπης ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, μάλιστα άρχισαν και να επιτίθενται ο ένας στον άλλο. Ούτε η μεγαλοαστική τάξη, ούτε τα κόμματα της, ούτε και το σοσιαλιστικό κόμμα του Μιττεράν θα επιθυμούσαν ποτέ να συμμετείχε στη διακυβέρνηση της Γαλλίας ένα κόμμα κομμουνιστικό, έστω και πορτοκαλί, όπως το ονομάζει ο Αραγκόν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με το Λαϊκό Μέτωπο, όταν αρχηγός του σοσιαλιστικού κόμματος ήταν ο Λεόν Μπλουμ, αποδείχνεται και σήμερα, που αρχηγός του σοσιαλιστικού κόμματος είναι ο Μιττεράν, το ίδιο θα συμβεί και όταν κάποιος άλλος θα 'ρθει αρχηγός.
Τα συμφέροντα της γαλλικής καπιταλιστικής αστικής τάξης και εκείνων των 200 οικογενειών, που ο Μαρσέ τις περιόρισε σε 25 για να δώσει την εντύπωση ότι πρόκειται τώρα για μια ασήμαντη αντιδραστική δύναμη, είναι στενά αλληλοσυνδεμένα για την υπεράσπιση των προνομίων, για την υπεράσπιση της μεγάλης ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου της, για την αύξηση των κερδών σε βάρος του προλεταριάτου και όλων των εργαζομένων της Γαλλίας. Οι σοσιαλιστές έχουν ασφαλώς αντιθέσεις με τα άλλα κόμματα της αστικής τάξης, αλλά, όταν η αστική εξουσία απειλείται από το προλεταριάτο, τότε επιτυγχάνεται η ενότητα, όχι όμως ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, αλλά ανάμεσα στους σοσιαλιστές και την αστική τάξη. Αυτό συμβαίνει τώρα στην Ιταλία με το σοσιαλιστικό κόμμα που ενώνεται με τους χριστιανοδημοκράτες, με το φιλελεύθερο κόμμα, με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και δεν κάνει κοινό μέτωπο ούτε και με τους τολιαττικούς «κομμουνιστές».
Μα και αν υποτεθεί για μια στιγμή ότι κάποιο καρτέλ των «αριστερών» στη Γαλλία πετύχει να πάρει την εξουσία, για τους γάλλους κομμουνιστές, έστω και τους πορτοκαλί, αυτό δε θα διαρκέσει και τίποτε δε θα αλλάξει. Και γιατί συμβαίνει έτσι; Επειδή έτσι συνέβαινε και όταν ο Ντε Γκωλ, για να βγει από τις δύσκολες καταστάσεις, δέχτηκε στην κυβέρνηση μερικούς κομμουνιστές, με τον Τορέζ επικεφαλής, που τους πέταξε αφού τους χρησιμοποίησε σαν πυροσβέστες. Και πότε το έκαμε αυτό; Το έκαμε την εποχή που το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα βγήκε με όχι μικρό κύρος από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν το μοναδικό κόμμα που πάλεψε με συνέπεια τον καταχτητή. Γι' αυτό οι αξιώσεις του Μαρσέ ότι τώρα «θα πάρει τη δύναμη και θα οικοδομήσει το σοσιαλισμό» με την ευρωκομμουνιστική στρατηγική, με τη ρεβιζιονιστική, προυντονική, μπερνσταϊνική ιδεολογία, δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Το πολύ που μπορεί να πετύχουν οι ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είναι να γίνουν μέτοχοι στην ιδιοποίηση της εργασίας και του ιδρώτα του γαλλικού προλεταριάτου και του γαλλικού λαού, να αυξήσουν τις αντεπαναστατικές πυροσβεστικές μηχανές, και τίποτε άλλο.
Ρεβιζιονισμός χωρίς προσωπείο
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να αφιερωθεί στη γραμμή των ισπανών ρεβιζιονιστών, όχι επειδή αυτοί διαφέρουν από τους ιταλούς ή τους γάλλους ρεβιζιονιστές, αλλά για τον ιδιαίτερο ρόλο που επωμίστηκαν, σαν φερέφωνο και σαν πειραματικό μπαλόνι για όλους τους ρεβιζιονιστές. Ο Καρρίγιο και οι σύντροφοι του μιλούν φανερά, μιλούν απροκάλυπτα και, θέλουν δε θέλουν οι άλλοι ρεβιζιονιστές, με τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές επικεφαλής, εκφράζουν τις πραγματικές απόψεις του σύγχρονου ρεβιζιονισμού. Αν οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές «κριτικάρουν» κάπου κάπου τον Καρρίγιο, αυτό το κάνουν όχι για τις προδοτικές ρεβιζιονιστικές του ιδέες, αλλά επειδή εκείνος βγάζει στη φόρα τις απόψεις και τους σκοπούς όλων των ρεβιζιονιστών.
Ο Καρρίγιο είναι προϊόν της διεφθαρμένης αστικό - καπιταλιστικής κοινωνίας σε αποσύνθεση, είναι προϊόν των λουμπενδιανοουμένων που έχουν μπει στην υπηρεσία της καπιταλιστικής αστικής τάξης.
Έζησε στη Γαλλία και, όπως φαίνεται, εκεί επηρεάστηκε βαθιά από αντιμαρξιστικές, σαρτριστικές, αναρχικές, τροτσκιστικές και καθελογής άλλες νόθες θεωρίες. Τις θεωρίες του αυτές τις αναπτύσσει τώρα σε ομιλίες και σε συνεντεύξεις, με τις οποίες κατακλύζει τις σελίδες του αστικού Τύπου, και προπαντός στο διαβόητο βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός και κράτος». Σ' αυτό το κατά βάθος αντιμαρξιστικό «έργο», ο γενικός γραμματέας του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, συμπίλησε και συμμάζεψε τις οπορτουνιστικές θέσεις των Τολιάττι, Μπερλίνγκουερ, Μαρσέ, Χρουστσιόφ, Τίτο και των άλλων αρχηγών του σύγχρονου ρεβιζιονισμού. Κύριος σκοπός του είναι να δικαιολογήσει την απομάκρυνση από το μαρξισμό - λενινισμό, να χτυπήσει την ιδέα της επανάστασης και του σοσιαλισμού, να νομιμοποιήσει το ρεβιζιονισμό.
Ο Καρρίγιο τιτλοφορεί το βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός και κράτος», για να το αντιπαραθέσει στο περίφημο και μεγαλοφυές έργο του Λένιν «Κράτος και επανάσταση», στο οποίο ο Λένιν ανέπτυξε τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης και του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο μεγαλομανής Καρρίγιο έχει την αξίωση με μια πατσαβούρα φράσεων - μαζέματα από διάφορους αποστάτες του κομμουνισμού, να γκρεμίσει ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία της μαρξιστικής σκέψης, όπως είναι το «Κράτος και επανάσταση», που η επαναστατική ζωή και πράξη το κατοχύρωσαν με τη μεγάλη σφραγίδα της ιστορίας, καθιστώντας το αθάνατο.
Κατά τον αποστάτη Καρρίγιο, που προπαγανδίζει τις θέσεις μικροαστών διανοουμένων, σήμερα δεν είναι πια το προλεταριάτο η πιο επαναστατική τάξη της κοινωνίας που καθοδηγεί τον αγώνα για το σοσιαλισμό αλλά, ποια πολύ και ποια λίγο, είναι όλες οι τάξεις και κυρίως οι διανοούμενοι. Ισχυρίζεται ότι στην εποχή του Λένιν το προλεταριάτο ήταν καθυστερημένη τάξη, ενώ σήμερα, λέει ο αποστάτης, η εργατική τάξη έχει προοδεύσει πολύ και παράλληλα μ' αυτή αναπτύχθηκε και η διανόηση. Με λίγα λόγια, και ο Καρρίγιο συμμερίζεται τις απόψεις του ρεβιζιονιστή φιλόσοφου Ροζέ Γκαρωντύ. Σύμφωναμε τον Καρρίγιο, σήμερα οι κομμουνιστές την εξουσία πρέπει να την πάρουν όχι με τη βία, όχι συντρίβοντας το αστικό κράτος και εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά χρησιμοποιώντας άλλες μορφές, που ανταποκρίνονται στις αλλαγές που υπέστη το καπιταλιστικό σύστημα. Η σημερινή αστική κοινωνία εμπεριέχει, λέει, τον πυρήνα του σοσιαλισμού, γι! αυτό δεν είναι μόνο το προλεταριάτο η μόνη τάξη που ενδιαφέρεται για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού.
Πρέπει να καταλάβουμε, λέει ο Καρρίγιο, ότι το σημερινό καπιταλιστικό κράτος έχει αλλάξει και, σύμφωνα μ' αυτόν, την αλλαγή αυτή του καπιταλιστικού κράτους, οι άλλοι δεν τη βλέπουν, αλλά ο νους του την αποκαλύπτει. Και αυτή η αποκάλυψη του Καρρίγιο είναι μια υποθετική πραγματικότητα, πάνω στην οποία χτίζει μετά όλη την αχυρένια «θεωρία» του. Το καπιταλιστικό κράτος, σύμφωνα μ’ αυτόν, κρατικοποίησε μια σειρά επιχειρήσεις, οι οποίες προσέλαβαν άλλες μορφές, που διαφέρουν από τα παλιά κονσέρνς του καπιταλισμού ή του ιμπεριαλισμού. Τις επιχειρήσεις αυτές το κράτος τις διαχειρίζεται λίγο πολύ σωστά με δημόσιους υπαλλήλους αστικής νοοτροπίας. Κατά τον Καρρίγιο αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξει η νοοτροπία τους και όλα τ' άλλα κανονίζονται. Η αστική νοοτροπία των υπαλλήλων, λέει ο Καρρίγιο, υπέστησε μεγάλες αλλαγές, αλλά χρειάζεται ακόμα δουλειά ώστε οι άνθρωποι με τέτοια νοοτροπία να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα των παραπέρα μεταρρυθμίσεων για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Η προσπάθεια του Καρρίγιο συνίσταται στο να «αποδείξει» ότι δήθεν το σημερινό κράτος στις καπιταλιστικές χώρες δεν εκπροσωπεί την εξουσία της αστικής τάξης, το μηχανισμό της βίας για να υπερασπίσει την ιδιοκτησία και την κυριαρχία της, αλλά μια εξουσία υπερταξική, εξουσία όλων των τάξεων. Αδυνατώντας να κάνει το μαύρο κάτασπρο, δέχεται μόνο ότι υπάρχει κάποια υπεροχή της αστικής τάξης σ' αυτή την εξουσία την οποία θεωρεί σαν επιβίωση των ιστορικών συνθηκών κατά τις οποίες γεννήθηκε αυτή η εξουσία, αλλά που μπορεί τώρα να διευθετηθεί.
Μα πώς θα γίνει αυτή η αλλαγή, πώς θα εξαλειφθεί αυτή η υπεροχή και πώς θα ιδρυθεί το κράτος «του δημοκρατικού σοσιαλισμού»; Η λενινιστική θεωρία, που σύμφωνα μ' αυτόν ήταν δήθεν χρήσιμη μόνο για το παρελθόν, δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοστεί επειδή οι οικονομικές, κοινωνικές κ.λπ. συνθήκες άλλαξαν. Χρειάζεται τώρα μια άλλη θεωρία, που ο Καρρίγιο την έχει έτοιμη.
Η ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, λέει ο Καρρίγιο, δεν είναι πια ιδιοκτησία μόνο της αστικής τάξης. Παράλληλα μ' αυτή υπάρχει και η κρατική ιδιοκτησία, που ο Καρρίγιο τη θεωρεί «σοσιαλιστική», η συνεταιριστική ιδιοκτησία κ.λπ. Προλεταριάτο δεν υπάρχει πια, επειδή έγινε η συγχώνευση του με τους διανοούμενους, τους υπάλληλους, τους παπάδες, τους δικαστές, τους χωροφύλακες, κ.ά. Ωστόσο, κατά την άποψη του, καπιταλιστές απόμειναν μια μικρή ομάδα από πεισματάρηδες αστούς, που είναι γαντζωμένοι ακόμα στο παλιό. Σ' αυτές τις συνθήκες, με μεταρρυθμίσεις, λέει ο Καρρίγιο, και με διαπαιδαγώγηση πρέπει να δημοκρατικοποιηθούν οι θεσμοί του αστικού εποικοδομήματος, που μπήκαν τώρα σ' αυτό το δρόμο. Έτσι, λοιπόν, το μόνο καθήκον που έχουν να εκπληρώσουν οι κομμουνιστές είναι η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τον αποστάτη Καρρίγιο, η διαμάχη ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και το σημερινό αστικό κράτος, άλλαξε ριζικά. Δεν είναι πια η προηγούμενη διαμάχη, γιατί το κράτος έγινε, λέει, ένας εργολάβος που δεν υπερασπίζει πια τα συμφέροντα της αστικής τάξης στη γενικότητα, αλλά τα συμφέροντα μόνο μιας μερίδας της που ελέγχει τις μεγάλες μονοπωλιακές ομάδες. Συνεπώς, κατά τη γνώμη του, το κράτος αυτό δεν βρίσκεται πια σε αντίθεση μόνο με τους προοδευτικούς προλετάριους, αλλά άμεσα και με τις πιο πλατιές κοινωνικές τάξεις και στρώματα, συμπεριαλαμβανομένης και μιας μεγάλης μερίδας της ίδιας της αστικής τάξης. Στον κρατικό μηχανισμό, δηλώνει ο Καρρίγιο, όχι μόνο μπορεί να μπει, αλλά και μπήκε κιόλας το στοιχείο των διάφορων τάξεων, που είναι σε αντίθεση με τη μεγάλη χρηματιστική ολιγαρχία και με το κράτος - εργολάβο. Μέσω αυτού του «προοδευτικού στοιχείου» μπορεί να καταληφθεί η εξουσία με μεταρρυθμίσεις.
Για να «αποδείξει» αυτά τα όνειρα, ο Καρρίγιο παίρνει για παράδειγμα την Ιταλία, όπου, όπως αναφέρει ο ίδιος, και η αστυνομία στη Ρώμη ψηφίζει υπέρ του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μ' αυτό θέλει να καταλήξει στο συμπέρασμα πως και οι δυνάμεις εξαναγκασμού και οι κατασταλτικές δυνάμεις της καπιταλιστικής αστικής τάξης έχουν αλλάξει. Κατά τον Καρρίγιο, πράγματι αυτές οι δυνάμεις ενεργούν πολλές φορές σύμφωνα με τη θέληση του κεφαλαίου, αλλά αυτό το κάνουν, λέει, παρά τη συνείδηση τους, γιατί όταν τους δίνεται η ευκαιρία να εκδηλωθεί αυτή η συνείδηση χωρίς να αποκαλυφθεί μπροστά στην καπιταλιστική εξουσία, αυτές οι δυνάμεις ενεργούν σε αντίθεση με τη θέληση αυτής της εξουσίας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα δικαστήρια. Τα δικαστήρια, λέει ο Καρρίγιο, εφαρμόζουν φυσικά τους νόμους της αστικής τάξης, αλλά και σ' αυτά άρχισε, επίσης, να μεταμορφώνεται η συνείδηση.
Στο ίδιο πνεύμα χειρίζεται αυτός και το πρόβλημα της θρησκείας και της εκκλησίας. Η εκκλησία άλλαξε, δεν είναι πια εκείνη η παλιά δογματική εκκλησία, λέει ο Καρρίγιο. Οι ίδιοι οι κληρικοί είναι σήμερα υπέρ της αλλαγής του δόγματος, δεν είναι κατά της επιστήμης, αλλά υπέρ. Συνεπώς, σαν τέτοιοι, οι κληρικοί αυτοί είναι υπέρ μιας εντελώς διαφορετικής ζωής απ' αυτή που κήρυσσε κάποτε το Ευαγγέλιο αλλά και το Βατικανό, το οποίο εξελίχθηκε προς μια πιο προοδευτική και πιο ανθρώπινη κοινωνία, προς μια κοινωνία όπου να υπάρχει πλατύτερη και πληρέστερη δημοκρατία.
Σύμφωνα με τον Καρρίγιο και η εκκλησία συμβάλλει στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς προς το σοσιαλισμό! Στηριζόμενος σ' αυτή τη φαντασία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανώτερη κληρική ιεραρχία, αν και ακόμα δεν αποδέχεται το σοσιαλισμό, το μαρξισμό, σαν δρόμο επίλυσης των προβλημάτων προοπτικής, άρχισε, λέει, να αμφιβάλει στις δυνατότητες του καπιταλισμού. Δηλώνει ότι σφίγγει το χέρι των κληρικών, επειδή κι αυτοί σημείωσαν εξέλιξη στα δόγματα τους, γι' αυτό και οι ευρωκομμουνιστές πρέπει να απορρίψουν «τα δικά τους δόγματα», δηλαδή το μαρξισμό - λενινισμό, για να είναι πιο «προοδευτικοί» απ' ό,τι είναι η εκκλησία και το Βατικανό.
Η παιδεία, ένας από τους πιο συνεπείς ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης, για τον Καρρίγιο δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα, επειδή από τώρα σχεδόν μετασχηματίστηκε. Ισχυρίζεται ότι σήμερα η παιδεία μια και έγινε μαζική άλλαξε και το ιδεολογικό της περιεχόμενο.
Όσον αφορά την οικογένεια, κατά τον Καρρίγιο, άλλαξε ολωσδιόλου τον τρόπο ζωής και σκέψης. Τα σημερινά παιδιά όχι μόνο δεν υπακούουν στους γονείς, αλλά πάνε και σε αντίθεση με τις ιδέες τους. Πνευματικά ζουν σχεδόν από τώρα στο σοσιαλισμό.
Με άλλα λόγια, για τον Καρρίγιο όλη η καπιταλιστική κοινωνία μετασχηματίστηκε, δεν είναι πια εκείνη η κοινωνία της εποχής του Μαρξ και της εποχής του Λένιν, δεν υπάρχει πια εκείνη η σάπια εξουσία του 1917, όταν η Μεγάλη Σοσιαλιστική Οχτωβριανή Επανάσταση ανέτρεψε τον τσαρισμό. Τόσο την Οχτωβριανή Επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση, όσο και τις επαναστάσεις που θριάμβευσαν στις άλλες χώρες, ο Καρρίγιο τις συνδέει με τους παγκόσμιους πολέμους, προσάπτοντας έτσι τερατώδεις συκοφαντίες σε βάρος των πραγματικών επαναστατών, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, είναι υπέρ του πολέμου σαν μέσο για την εξασφάλιση της νίκης της επανάστασης. Είναι αλήθεια ότι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οξύνοντας στο έπακρον τις κοινωνικές αντιθέσεις και αυξάνοντας χωρίς προηγούμενο την αθλιότητα των μαζών, προκαλούν και επιταχύνουν την έκρηξη των επαναστάσεων, σαν το μοναδικό δρόμο απαλλαγής από τους πολέμους και από το ίδιο το καθεστώς που γεννάει αυτούς τους πολέμους. Ωστόσο οι παγκόσμιοι και οι τοπικοί πόλεμοι δεν είναι η αιτία των κοινωνικών επαναστάσεων. Η κυριότερη αιτία των επαναστάσεων είναι οι αντιθέσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, προπαντός η αντίθεση ανάμεσα στις παλιές παραγωγικές σχέσεις και τις νέες παραγωγικές δυνάμεις, αντίθεση που, όπως απέδειξε και η ιστορία, μπορεί να λυθεί και χωρίς διακρατικούς πολέμους.
Ο σοσιαλισμός, δηλώνει ο Καρρίγιο, δεν μπορεί να συνδέεται με τον παγκόσμιο πόλεμο, γιατί στην εποχή μας ένας τέτοιος πόλεμος θα οδηγούσε στην ολοκληρωτική καταστροφή της ανθρωπότητας. Ο Καρρίγιο δεν παραλείπει έτσι να γίνει και προπαγανδιστής της ατομικής απειλής του ιμπεριαλισμού. Ακολουθώντας τα ίχνη του Χρουστσιόφ, λέει ότι στις συνθήκες που υπάρχει η ατομική βόμβα, δεν πρέπει να γίνονται επαναστάσεις, ούτε απελευθερωτικοί αγώνες γιατί μπορεί να γίνουν αιτία για πυρηνικούς πολέμους, κατά τους οποίους καμιά από τις πλευρές δε θα νικήσει. Αν μιλούμε για «κόσμο χωρίς όπλα και χωρίς πολέμους», τότε, λέει ο Καρρίγιο, να την πάμε μέχρι τέλους αυτή την ιδέα. Αφού θέλουμε να χτίσουμε έναν κόσμο χωρίς πολέμους, όπως ειπώθηκε στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, ας εργαστούμε σ' αυτή την κατεύθυνση όχι μόνο ζητώντας τον αφοπλισμό και εκφωνώντας ειρηνικούς λόγους, αλλά και υπονομεύοντας και σαμποτάροντας παντού την επανάσταση.
Από την άλλη μεριά, κατά τη γνώμη του Καρρίγιο, έκλεισε ο δρόμος στη βίαιη επανάσταση, επειδή τέτοιο πράγμα δεν το επιτρέπει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Τη δική του δειλία μικροαστού ο Καρρίγιο θέλει να την ανάγει σε θεωρία, και τη συνθηκολόγηση του μπροστά στον ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη να τη μετατρέψει σε κανόνα. Η απειλή επέμβασης και καταστολής κάθε επανάστασης από μέρους του ιμπεριαλισμού και όχι μόνο από μέρους του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού αλλά και από όλη την παγκόσμια αντίδραση, υπήρχε από καιρό και αυτή είναι μέρος της επιθετικής στρατηγικής των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και των άλλων ιμπεριαλιστών. Η ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι οι λαοί σηκώθηκαν σε επανάσταση, συγκρούστηκαν και με την αμερικάνικη επέμβαση και νίκησαν. Ας πάρουμε σαν τελευταίο παράδειγμα την ιρανική επανάσταση. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε όλες τις απειλές, αλλά δεν τολμάει να επιχειρήσει άμεση ένοπλη επέμβαση, γιατί μπροστά στην αποφασιστικότητα του ιρανικού λαού το αισθάνεται ότι θα πάθει μεγαλύτερη αποτυχία απ' ό,τι έπαθε με τον χωροφύλακα σάχη, τον οποίο είχε εξοπλίσει μέχρι τα δόντια και με τα πιο σύγχρονα μέσα.
Καινούργιο στα κηρύγματα του Καρρίγιο είναι ότι έγινε κήρυκας και υπερασπιστής της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, διαδοσίας πανικού και όργανο της αντίδρασης για να ενσπείρει στις μάζες το σπόρο της αποθάρρυνσης και της συνθηκολόγησης. Και ποιον προειδοποιεί να φοβάται τους ξένους; Απευθύνεται στον ηρωικό ισπανικό λαό που με τόση ανδρεία και τόλμη πολέμησε, όχι μόνον ενάντια στο Φράνκο, αλλά και ενάντια στην ένοπλη επέμβαση του Χίτλερ και του Μουσσολίνι, καθώς και ενάντια στους σαμποταριστές της επανάστασης στην Ισπανία, τους σοσιαλιστές τύπου Μπλουμ, μαθητής των οποίων έγινε τώρα ο Καρρίγιο.
Στον Καρρίγιο φαίνεται ότι η αστική τάξη δεν έχει λόγο να κρατά στο πόδι αστυνομία και μεγάλο κατασταλτικό μηχανισμό. Και γιατί χρειάζεται αυτό τη στιγμή που η κοινή γνώμη δε θέλει τέτοιο πράγμα; λέει ο Καρρίγιο. Η εξουσία της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του κεφαλαίου, κηρύσσει ο νέος αυτός χριστιανός ιερέας, πρέπει να συνεννοηθεί με τους εργάτες. Οι απεργίες, κατά τον Καρρίγιο, πρέπει να συνεχίζονται αλλά να είναι συντονισμένες και οργανωμένες και από τους πάτρωνες, και από τους αντιπροσώπους των εργατών, δηλαδή από την εργατική αριστοκρατία,. Είναι πολύ εύκολο, λέει εκείνος, να συνεννοηθούν οι διευθύνοντες με τους εργάτες και να παραμεριστεί η αυθαιρεσία, να μη επιβληθεί η υπαγόρευση. Κατά τον Καρρίγιο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, χωρίς δυσκολία, αλλά κάνει λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, μιλάει μη υπολογίζοντας αυτούς που έχουν και κρατούν την εξουσία, που έχουν στα χέρια τους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, την προπαγανδιστική μηχανή, την εκκλησία κ.λπ. Εκείνοι δεν τα χάφτουν αυτά τα παραμύθια του Καρρίγιο, αλλά τον υποστηρίζουν για να δημιουργήσει τέτοιες αντιλήψεις, να τις διαδώσει στους κόλπους της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων στρωμάτων για να ζουν με τα όνειρα του Καρρίγιο.
Όσο για το στρατό, το πρόβλημα για τον Καρρίγιο είναι απλούστατο. Ο σημερινός στρατός, γράφει στο βιβλίο του, πρέπει να μετασχηματιστεί στη βάση μιας δημοκρατικής πολιτικής. Εδώ δε γίνεται λόγος να του δοθεί άλλη πολιτική απόχρωση· ας τηρήσει, λέει, αυτή που έχει (δηλαδή την αντιδραστική), αλλά να μη σκέφτεται κατ' ουδέ-ναν τρόπο για στρατιωτικές συνωμοσίες ούτε να επαναλάβει σήμερα την ιστορία του 19ου και μέρος του 20ου αιώνα. Για τον Καρρίγιο οι εξεγέρσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι πρέπει να αποτραπούν. Κατά την άποψη του, πρέπει επίσης να εξαφανιστεί το ιστορικό διώνυμο: ολιγαρχία συν ένοπλες δυνάμεις ίσον με συντηρητισμό και αντίδραση-πρέπει να επιτευχθεί συνταύτιση του στρατού και της πολιτικής κοινωνίας, συνταύτιση που θα διευκολύνει δήθεν τη δημοκρατική εξέλιξη των προοδευτικών δυνάμεων, προς μια ισότιμη και δίκαιη κοινωνία.
Κατά τον Καρρίγιο, δεν πρέπει να δοθεί αφορμή ώστε ο στρατός να μπει σε δράση από τη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά πρέπει να γίνει δουλειά για «δημοκρατική μεταμόρφωση» της στρατιωτικής νοοτροπίας, για να μπορέσει ο στρατός να καταλάβει ότι ο πόλεμος δεν πρέπει να υπάρχει πια στην κοινωνία, διαφορετικά θα είναι αυτοκτονία. Ο στρατός αυτός του κεφαλαίου δεν πρέπει να έχει ανοιχτές τις θύρες του μόνο για τα στελέχη της αστικής τάξης, αλλά και για τα πλατιά στρώματα του λαού, να διοχετευθεί σ' αυτόν η ιδεολογία των μαζών, η σοσιαλιστική ιδεολογία κ.λπ., έτσι ώστε ο στρατός να μην είναι πια εφεδρεία της αστυνομίας, αλλά μόνον όπλο στην υπηρεσία της δημόσιας τάξης. Πώς θα γίνει αυτό, είναι άλλο ζήτημα. Ο Καρρίγιο όμως νομίζει ότι αφού είναι αυτός που τις κηρύσσει, η αστική τάξη πρέπει να δεχθεί τις «φρόνιμες» συμβουλές του, πρέπει να παραιτηθεί ειρηνικά από το κύριο όπλο της εξουσίας της και ένα καλό πρωί, αφού θα έχει πειστεί ότι «έτσι το θέλει η δικαιοσύνη», θα πει στον Καρρίγιο «ορίστε την εξουσία, εμείς αποσυρόμαστε, οδήγησε μας όλους προς το σοσιαλισμό!».
Υποστηρίζοντας τη θέση του για τη δυνατότητα δημοκρατικοποίησης του στρατού και της μετατροπής του σε στρατό στην υπηρεσία του λαού, ο Καρρίγιο παρουσιάζει μερικά επιχειρήματα τόσο αφελή όσο και γελοία. Ο γαλλικός στρατός, λέει, δημοκρατικοποιήθηκε μετά τον πόλεμο της Αλγερίας, γιατί ξαναδουλεύτηκαν και καθιερώθηκαν τέτοιοι κανονισμοί «που δημιούργησαν στο στρατό δημοκρατικό πνεύμα». Να ισχυρίζεσαι ότι ο αστικός γαλλικός στρατός άλλαξε την κοσμοαντίληψη του και ότι δεν είναι πια όπλο της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά όπλο στα χέρια της κοινής γνώμης, αυτό είναι προδοσία.
Κατά τον ισχυρισμό αυτού του ρεβιζιονιστή, η στρατιωτική θεωρία και ο ίδιος ο στρατός στα καπιταλιστικά κράτη βρίσκονται σε κρίση, γιατί στις γραμμές του, στις γραμμές των στρατιωτικών στελεχών υπάρχουν γεράκια και περιστέρια. Επομένως, λέει ο Καρρίγιο, να δουλέψουμε ειρηνικά για να κάνουμε και τα γεράκια περιστέρια. Γι' αυτό το σκοπό ο Καρρίγιο σκέπτεται ότι τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να έχουν ιδιαίτερη στρατιωτική πολιτική, αλλά ποτέ να μην σκεφτούν να μπάσουν την πολιτική στο στρατό. Λέει ότι πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε το στρατιωτικό θέμα να γίνει αντικείμενο της πολιτικής της αριστεράς, να μην είναι μονοπώλιο της δεξιάς, αλλά και της αριστεράς. Κατά τον Καρρίγιο, τέτοια πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων θα αποσπάσει το στρατό από την πολιτική των δεξιών και ο στρατός θα πάει πιο σίγουρα με το μέρος του έθνους. Έτσι μαζί, η αριστερά και η δεξιά, να αγωνίζονται και να ελέγχουν η μια την άλλη και, κατά τρόπο παραδοσιακό, να ελέγχουν και το κράτος, όχι βέβαια το αστικό κράτος, αλλά το κράτος του Καρρίγιο που «θα δημιουργηθεί» μέσα από μεταρρυθμίσεις.
Σαν συμπέρασμα αυτών των «αναλύσεων» της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας και του αστικού κράτους ο Καρρίγιο, που παριστάνει τον ιδεολόγο και θεωρητικό του ευρωκομμουνισμού, χτίζει και τη στρατηγική για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Η τωρινή στρατηγική των επαναστατών, λέει ο Καρρίγιο, δε συνίσταται στην ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης, αφού η εξουσία δεν ανήκει πια σ' αυτή την τάξη, δε συνίσταται ούτε στην ανατροπή των αστικών παραγωγικών σχέσεων, αφού από τώρα αυτές έχουν αλλάξει. Το μόνο που πρέπει να γίνει είναι η βαθμιαία και με μεταρρυθμίσεις μετατροπή των υπαρχόντων ιδεολογικών και πολιτικών θεσμών για να ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα, είναι η μετατροπή τους σε όφελος του λαού.
Η κεφαλή των ισπανών ρεβιζιονιστών ισχυρίζεται ότι μπορεί τώρα απόλυτα να γίνει ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του καπιταλιστικού εποικοδομήματος σε σοσιαλιστικό εποικοδόμημα, χωρίς την αλλαγή της βάσης του. Αυτό είναι αντί δια λεκτικό και σε αντίθεση και με την απλή λογική. Ο Καρρίγιο όμως ενδιαφέρεται για τα φανταστικά του σχήματα και όχι για την επιστήμη. Αυτό το κάνει γιατί σκοπός του δεν είναι να δείξει τη λύση των προβλημάτων, αλλά να συσκοτίσει την επίλυση τους, να μπάσει το προλεταριάτο σε τυφλό και εσφαλμένο δρόμο, να το απομακρύνει από την επανάσταση.
Ο Καρρίγιο, καθώς είπαμε, εμπνεύστηκε απ' όλες τις «θεωρίες» των χρουστσιοφικών, των τροτσκιστών, του Μπράουντερ και από χίλιους δυο άλλους προδότες της εργατικής τάξης. Ζητάει όμως τα πράγματα να ειπωθούν ανοιχτά και απερίφραστα, με άλλα λόγια, να ενοποιηθούν οι ενέργειες με τον παγκόσμιο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό. Με δήθεν θεωρητικά επιχειρήματα, απευθύνεται κατά πρώτο σ' όλους τους ρεβιζιονιστές και τους ψευδοκομμουνιστές του κόσμου να σηκωθούν ενάντια στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Διαστρεβλώνει και ερμηνεύει του κεφαλιού του τα γραπτά του Μαρξ για τα γεγονότα του 1848, για την επανάσταση του Ιούνη στη Γαλλία, για την Κομμούνα του Παρισιού, και φθάνει μέχρι το σημείο να δεχθεί ανοιχτά ότι τις προδοτικές θέσεις του τις δανείστηκε από τον Τρότσκυ ή από τον Κάουτσκυ. Αναφέροντας αυτούς τους γνωστούς και κακόφη-μους αποστάτες και αντίπαλους του μαρξισμού, δείχνει σε ποιο παχνί ταϊζότανε και πού βρίσκονται οι πηγές των «θεωρητικών» του ανακαλύψεων.
Η κατάφωρη άρνηση της πάλης των τάξεων είναι η βάση όλων των σκέψεων του Καρρίγιο. Κατά την άποψη του όλες μαζί οι τάξεις βρίσκονται επικεφαλής της σημερινής αστικής εξουσίας. Για τον Καρρίγιο το στρώμα των διανοουμένων είναι τα πάντα, είναι οι πιο ξύπνιοι, οι πιο μορφωμένοι, οι πιο ικανοί, οι καλύτεροι διοικούντες. Αν έλεγες τέτοια την εποχή που ζούσαν οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, δηλώνει ο ίδιος ο Καρρίγιο, θα τα θεωρούσαν ουτοπιστικές ιδέες. Τις αντεπαναστατικές αυτές σκέψεις οι κλασσικοί μας όχι μόνο θα τις αποκαλούσαν ουτοπία, αλλά θα τις χαρακτήριζαν προδοσία, όπως χαρακτήρισαν προδότες τους πρόδρομους του Καρρίγιο.
Ο Καρρίγιο είναι ένας ρεβιζιονιστής, που στην προδοσία του δε γνωρίζει όρια. Οι ρεβιζιονιστές είναι όλοι προδότες, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να συγκαλύψουν την προδοσία τους. Δίσταζαν να επιτεθούν τόσο ανοιχτά ενάντια στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, ενώ ενάντια στο Στάλιν επετέθηκαν όλοι.
Ο Καρρίγιο στο δρόμο του τραβάει πιο πέρα από τον Χρουστσιόφ και από πολλούς άλλους. Ο Χρουστσιόφ, αν και αποπειράθηκε, δεν τόλμησε να αποκαταστήσει δημόσια και τον Τρότσκυ. Αποκαλώντας το Στάλιν εγκληματία, απορρίπτοντας όλα τα επαναστατικά δικαστήρια που έγιναν την εποχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, ο Χρουστσιόφ στην πράξη αποκατάστησε τους Καμένεφ και Ζηνόβιεφ. Αποκατάστησε και πολλούς άλλους προδότες, από τον Ράικο και συνέχεια. Μολαταύτα, ο Καρρίγιο είναι δυσαρεστημένος από το Χρουστσιόφ. Στο βιβλίο του τον επιπλήττει και σα να του λέει: «Όταν εσύ αποκατέστησες όλους αυτούς τους τόσο καλούς ανθρώπους, που ο Στάλιν τους τουφέκισε, όταν εσύ πρόδωσες τους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, γιατί δεν αποκατέστησες τον πατέρα σου, τον Τρότσκυ;». Γι' αυτό ο Καρρίγιο κάνει έκκληση να αποκατασταθεί ο Τρότσκυ, να αναληφθεί εκστρατεία για να αποκατασταθούν οι «αρετές» του Τρότσκυ.
Με άλλα λόγια ο Καρρίγιο είναι πράκτορας από τους πιο πρόστυχους, από τους πιο αισχρούς του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι «θεωρίες» του όμως δε θα φέρουν πολλά οφέλη στον καπιταλισμό, γιατί, στην πραγματικότητα, όπως σερβίρονται από τον Καρρίγιο, ξεσκεπάζουν τον ψευδομαρξισμό των σύγχρονων ρεβιζιονιστών. Από τη μια μεριά ο Καρρίγιο υπηρετεί τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό, επειδή αντιτάσσεται στην επανάσταση, αρνείται τις μαρξιστικές - λενινιστικές ιδέες που εμπνέουν το προλεταριάτο και τους λαούς παντού στον κόσμο, ενώ από την άλλη, ξεσκίζει τα προσωπεία και ξεσκεπάζει τους άλλους σύγχρονους ρεβιζιονιστές, αποκαλύπτει τους πραγματικούς τους σκοπούς μπροστά στο προλεταριάτο και τους λαούς.
Ο Σαντιάγκο Καρρίγιο, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας είναι νόθος της ρεβιζιονιστικής νοθείας. Δανείστηκε από το σύγχρονο ρεβιζιονισμό ό,τι το σιχαμερότερο και ό,τι το αντεπαναστατικότερο είχε και έγινε ο απολογητής της προδοσίας και της πλήρους συνθηκολόγησης.
IV
ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΝ ΚΡΑΤΟΥΝ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΠΡΟΣ ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ – ΛΕΝΙΝΙΣΤΕΣ
Η σημερινή καπιταλιστική, αστική και ρεβιζιονιστική κοινωνία εγκυμονεί την επανάσταση και η επανάσταση πάντα έχει καθοδηγηθεί και θα καθοδηγείται μόνον από τις ιδέες των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Όλες οι διάφορες ιδέες που θέλουν να αναθεωρήσουν τη μεγάλη θεωρία μας, θα πεταχτούν στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, όπως έχει συμβεί πάντα. Μαζί με τον καπιταλισμό, με τον ιμπεριαλισμό και με τον σοσιαλιμπεριαλισμό, θα συντριβούν κι αυτές μπροστά στη μεγάλη δύναμη του παγκόσμιου προλεταριάτου, που καθοδηγεί την επανάσταση και που εμπνέεται από την αθάνατη θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού.
Οι τακτικές και οι μανούβρες των ευρωκομμουνιστών δεν μπορούν να επισκιάσουν τη μεγάλη θεωρία μας, αυτές δε θα πιάσουν. Μόνον όσοι είναι γαλουχημένοι μ' αυτή τη θεωρία και εμμένουν πιστοί σ' αυτή, βλέπουν τι επικίνδυνους και σατανικούς οπορτουνιστές έχουν να αντιμετωπίσουν στον τιτάνιο αγώνα τους για το θρίαμβο του νέου σοσιαλιστικού κόσμου, του κόσμου χωρίς καταπιεστές, χωρίς εκμεταλλευτές, χωρίς πολεμόχαρους ιμπεριαλιστές και σοσιαλιμπεριαλιστές, χωρίς δημαγωγούς και προδότες ρεβιζιονιστές, είτε παλιοί είναι είτε νέοι.
Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, καθώς και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες εξαρτάται πολύ από το προλεταριάτο και τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα του για να κάνουν να αποτύχουν οι αντιταξικές, αντεπαναστατικές, αντιμαρξιστικές θεωρίες των ρεβιζιονιστών. Χωρίς ένα πραγματικό μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, για να καθοδηγήσει το προλεταριάτο στις ταξικές μάχες και στην επανάσταση, δεν μπορεί να καταπολεμηθούν οι αντιμαρξιστικές αυτές θεωρίες, που διαδίδονται από τα ρεβιζιονιστικά κόμματα, δεν μπορεί να εξαλειφθεί η εξουσία της αστικής τάξης.
Οι μαρξιστές - λενινιστές επαναστάτες, με την επίγνωση της μεγάλης ζημιάς που έφεραν στην υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού η γέννηση και η διάδοση του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, προπαντός του χρουστσιοφικού ρεβιζιονισμού, ήξεραν και μπόρεσαν να αντισταθούν στο μεγάλο αντεπαναστατικό αυτό κύμα, να οργανωθούν και να καταπολεμήσουν αποφασιστικά ενάντια του.
Με υψηλή συναίσθηση της ευθύνης μπροστά στο προλεταριάτο των χωρών τους και στο παγκόσμιο προλεταριάτο, αυτοί στάθηκαν στις πρώτες γραμμές του σκληρού αγώνα αρχών για το ξεσκέπασμα της ρεβιζιονιστικής προδοσίας και επιδόθηκαν στο έργο για την ίδρυση των νέων μαρξιστικών - λενινιστικών οργανώσεων και κομμάτων.
Στη μεγάλη αυτή πορεία διαφοροποίησης με το σύγχρονο ρεβιζιονισμό και του αγώνα για την υπόθεση του κομμουνισμού, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το μαρξιστικό - λενινιστικό κίνημα, το οποίο ανέλαβε να υψώσει και να την πάει προς τα μπρος τη σημαία της επανάστασης και του σοσιαλισμού, σημαία που πρόδωσαν και την πέταξαν τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία ο ρεβιζιονιστικός εκφυλισμός τα μετέτρεψε σε πυροσβέστες της επανάστασης και των απελευθερωτικών αγώνων των λαών. Η ίδρυση των νέων μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων ήταν νίκη ιστορικής σημασίας για την εργατική τάξη κάθε χώρας, καθώς και για την υπόθεση της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα.
Τα κόμματα στα οποία ριζοβόλησε ο μπραουντερικός, χρουστσιοφικός, τιτοϊκός, ευρωκομμουνιστικός και μαοϊκός σύγχρονος ρεβιζιονισμός εξαλείφθηκαν σαν κομμουνιστικά κόμματα. Ο ρεβιζιονισμός τα ξεγύμνωσε από το επαναστατικό μαρξιστικό - λενινιστικό πνεύμα, τα μετέτρεψε από οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης για τη διεξαγωγή της επανάστασης, σε όπλα για την «κατάσβεση » της πάλης των τάξεων, για την αποκατάσταση της ταξικής «ειρήνης», για το σαμποτάρισμα της επανάστασης και την κατάλυση του σοσιαλισμού. Έχοντας υπόψη τον πόλεμο που οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές κάνουν ενάντια στη σχετικά με το κόμμα λενινιστική θεωρία και πράξη, οι πραγματικοί κομμουνιστές επαναστάτες αγωνίζονται για την υπεράσπιση, την ενίσχυση και την ανάπτυξη των προλεταριακών κομμάτων, που ιδρύθηκαν πάνω στη βάση των διδαγμάτων του μαρξισμού - λενινισμού. Συνειδητοποιούν το γεγονός ότι χωρίς ένα τέτοιο κόμμα, χωρίς αυτό το οργανωμένο τμήμα και πρωτοπορία της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να γίνει το πέρασμα στην επανάσταση, δεν μπορεί να διεξαχθεί σωστά και μέχρι τέλους ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, δεν μπορεί να εμβαθύνει η αστικοδημοκρατική επανάσταση και να επιτευχθεί η μετάβαση στην προλεταριακή επανάσταση.
Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δε γεννιέται και δεν ιδρύεται τυχαία και άσκοπα. Γεννιέται και ιδρύεται σαν αποτέλεσμα μερικών εξαιρετικά σημαντικών αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων. Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα ξεπηδά από τους κόλπους της εργατικής τάξης, αντιπροσωπεύει τους ύψιστους πόθους της, τις επαναστατικές προσδοκίες της και διεξάγει και προωθεί την ταξική πάλη. Έξω από την εργατική τάξη, πέρα από τους επαναστατικούς της στόχους, πέρα από τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, που είναι η θεωρία της εργατικής τάξης, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει μαρξιστικό -λενινιστικό κόμμα.
Ένα κόμμα της εργατικής τάξης, γίνεται πραγματικά οργανωμένο τμήμα της, γενικό επιτελείο της, όταν διαπαιδαγωγείται και αφομοιώνει τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία και όταν το ισχυρό και αναντικατάστατο αυτό όπλο το χρησιμοποιεί επιδέξια και δημιουργικά στην ταξική πάλη για το θρίαμβο της επανάστασης, για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Εκείνο το κόμμα που αφομοιώνει αυτή τη θεωρία, αλλά δεν την εφαρμόζει ή την εφαρμόζει εσφαλμένα και συνεχίζει να μη διορθώνει τα λάθη που κάνει, δε θα βαδίσει σε σωστό δρόμο, θα παρεκκλίνει από το μαρξισμό - λενινισμό.
Το πραγματικό μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα χαρακτηρίζεται από την κατηγορηματική και αποφασιστική θέση που τηρεί απέναντι στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό, απέναντι στο χρουστσιοφισμό, στον τιτοϊσμό, στη «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ», στον ευρωκομμουνισμό κ.λπ. Η χάραξη ξεκάθαρης διαχωριστικής γραμμής σ' αυτό το ζήτημα είναι μεγάλης σημασίας αρχών.
Αν κάποιο κόμμα επιτρέψει στις τάξεις του να δημιουργηθούν ψευδαισθήσεις ότι «στη Σοβιετική Ένωση, παραδείγματι, άσχετα από τη χρουστσιοφική ιδεολογία, οικοδομείται ο σοσιαλισμός», ότι στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης υπάρχουν «γραφειοκράτες», αλλά υπάρχουν και «επαναστάτες και μαρξιστές - λενινιστές», τότε, θέλοντας και μη, ένα τέτοιο κόμμα δε στέκει πια σε μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις, αλλά απομακρύνθηκε από την επαναστατική στρατηγική και τακτική, και αν όχι ανοιχτά, έμμεσα μετατράπηκε σε φιλοσοβιετικό κόμμα, άσχετα που στα λόγια μπορεί να είναι κατά των θέσεων του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και του χρουστσιοφισμού. Η επαναστατική πείρα έχει αποδείξει πως δεν μπορεί να καταπολεμηθεί ο χρουστσιοφισμός, αν δεν καταπολεμηθεί και η ηγεμονιστική, σωβινιστική και σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική που ακολουθούν οι ηγέτες της σημερινής καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης, Μπρέζνιεφ και Σουσλώφ με την παρέα τους.
Της ίδιας φύσης και το ίδιο επιζήμιες είναι και οι απόψεις εκείνων που διαχωρίζουν την αντιδραστική γραμμή και τη φιλοϊμπεριαλιστική πολιτική της σημερινής κινέζικης ηγεσίας από το Μάο Τσε Τουνγκ, και την «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ». Δεν μπορεί να ξεσκεπαστούν και να καταπολεμηθούν οι αντεπαναστατικές θέσεις του Τενγκ Χσιάο Πινγκ και του Χουά Κούο Φενγκ, αν δεν ξεσκεπαστεί και δεν καταπολεμηθεί η ιδεολογική βάση των πράξεων τους, δηλαδή η «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ».
Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας κατέληξε σ' αυτό το συμπέρασμα, αφού έκαμε βαθιά ανάλυση στη «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ» και στη γραμμή που ακολούθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Να υπερασπίζεις το Μάο Τσε Τουνγκ και τις ιδέες του χωρίς να εμβαθύνεις στα γεγονότα και τις καταστάσεις, χωρίς να τα αναλύσεις σοβαρά, αυτό σημαίνει να πέσεις σε ρεβιζιονιστική παρέκκλιση. Όσον καιρό δεν ξεκαθαρίσεις αυτή τη θέση, δεν μπορεί να βρίσκεσαι σε πραγματικές μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις.
Τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα και το προλεταριάτο κάθε χώρας δεν υποτιμούν ποτέ την πίεση της αστικής τάξης και της ιδεολογίας της, την κατασταλτική δύναμη του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, του σοσιαλιμπεριαλισμού και των παραπλανητικών ρεβιζιονιστικών ιδεολογιών. Οι πιέσεις αυτές και οι αρνητικές επιδράσεις γίνονται επιζήμιες, πολύ επικίνδυνες, όταν το κόμμα του προλεταριάτου δε διεξάγει αποφασιστική πάλη ενάντια τους, και δεν έχει ισχυρή οργάνωση και σιδερένια προλεταριακή πειθαρχία, όταν δεν χαρακτηρίζεται από ατσαλένια ενότητα σκέψης και δράσης, που αποκλείει κάθε πνεύμα φράξιας και φατρίας.
Αυτός είναι ο λόγος που, παράλληλα με την άνοδο του ιδεολογικού επιπέδου και της πάλης ενάντια στο ρεβιζιονισμό και ενάντια στις επιδράσεις της αστικής ιδεολογίας, τα μαρξιστικά- λενινιστικά κόμματα αφιερώνουν μεγαλύτερη προσοχή στο εσωκομματικό οργανωτικό δυνάμωμα πάνω στη βάση των λενινιστικών αρχών και κανόνων. Το κόμμα είναι ή γίνεται επαναστατικό, όταν στις γραμμές του συμμετέχουν αφοσιωμένοι, δραστήριοι και δοκιμασμένοι επαναστάτες αγωνιστές. Αυτοί οι αγωνιστές καταπολεμούν αποφασιστικά τις διανοουμενιστικές και σεκταριστικές αντιλήψεις που συχνά, καλυμμένες με την απαίτηση να μπαίνουν στο κόμμα «καταρτισμένοι άνθρωποι», κλείνουν τις θύρες του κόμματος στους εργάτες και τους υγιείς ανθρώπους από τα άλλα στρώματα των εργαζόμενων μαζών, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους στις γραμμές του κόμματος, μπορεί να αποκτήσουν όλα αυτά τα προσόντα που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πρωτοπορία του επαναστατικού προλεταριάτου.
Η συναισθηματικότητα, ο φιλελευθερισμός, η ροπή για ποσοστά, με σκοπό να δοθεί η εντύπωση ότι πυκνώνουν οι γραμμές του κόμματος με νέα μέλη είναι επιζήμια και με σοβαρές συνέπειες. Τέτοιες εγγραφές στο κόμμα χωρίς την αυστηρή εφαρμογή των μαρξιστικών -λενινιστικών κανόνων, όχι μόνο δεν εμποδίζουν την αστική τάξη με την επιρροή και τις πιέσεις της να χτυπήσει το κόμμα από τα έξω, αλλά συντελούν στο να παρεισαχθούν στο κόμμα διάφορα στοιχεία που το διασπούν και το διαλύουν.
Τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα στις καπιταλιστικές χώρες εργάζονται και αγωνίζονται σε δύσκολες συνθήκες και συναντούν πολλούς κινδύνους, που προέρχονται από διάφορες πλευρές. Οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι υποθετικοί, αλλά υπαρκτοί και συναντιούνται κάθε μέρα, σε κάθε βήμα, σε κάθε πράξη. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν, αν οι κομμουνιστές δεν κατανοήσουν ότι στη βάση του προγράμματος της δράσης και της πάλης του κόμματος στέκει η ανάγκη θυσιών για τα μεγάλα ιδανικά της υπόθεσης του προλεταριάτου και του κομμουνισμού, αν δεν κάνουν αυτές τις θυσίες συνειδητά, χωρίς ταλαντεύσεις σε κάθε στιγμή, σε κάθε κατάσταση και σε κάθε περίσταση που θα τις απαιτήσουν τα μεγάλα συμφέροντα του προλεταριάτου και του λαού.
Στις καπιταλιστικές χώρες η ύπαρξη πολλών κομμάτων δημιουργεί μεγάλη σύγχυση στους ανθρώπους. Αυτά τα κόμματα είναι κόμματα για ψήφο, εξυπηρετούν το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο. Το ενωμένο αυτό κεφάλαιο ασκεί την κυριαρχία του με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας και των χρημάτων, με την οργανωμένη ισχύ του στρατού, της αστυνομίας και των άλλων οργάνων βίας. Τα κόμματα που συνδέονται με το κεφάλαιο, με τα κονσέρνς και τις διάφορες πολυεθνικές εταιρίες, παίζουν το παιχνίδι της «δημοκρατίας» για να απομακρύνουν τις μάζες από τον κύριο στόχο της πάλης τους, την αποτίναξη του ζυγού του κεφαλαίου και την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, από τη διεξαγωγή της επανάστασης.
Τα αστικά κόμματα δεν εφαρμόζουν άσκοπα καθορισμένους οργανωτικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς και μορφές. Επιτρέπουν, λόγου χάρη, να μπαίνει και να βγαίνει από τις γραμμές τους όποιος θέλει και όποτε θέλει. Όλοι είναι «ελεύθεροι» να λογοκοπούν και να φωνασκούν, να εκφωνούν λόγους στις συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια, αλλά κανένας δεν μπορεί να δράσει, να ξεπεράσει τα όρια της λεγόμενης ελευθερίας του λόγου. Το πέρασμα από την ελευθερία του λόγου σε συγκεκριμένες ενέργειες θεωρείται και καταλογίζεται σαν ενέργεια αναρχικών, εγκληματιών και τρομοκρατών.
Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δεν μπορεί να είναι ποτέ τέτοιο κόμμα. Δεν είναι κόμμα λόγων, αλλά κόμμα επαναστατικής δράσης. Αν τα μέλη του δεν περνούν σε συγκεκριμένη δράση και πάλη, τότε δεν πρόκειται για πραγματικό μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, αλλά για μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα μόνο κατ' όνομα. Ένα τέτοιο κόμμα, σε καθορισμένες στιγμές, οπωσδήποτε θα διασπαστεί σε διάφορες φράξιες, θα συμβιώνουν σ' αυτό πολλές γραμμές και θα μετατραπεί σε φιλελεύθερο, οπορτουνιστικό και ρεβιζιονιστικό κόμμα. Τέτοιο κόμμα ούτε ταιριάζει, ούτε χρειάζεται στην εργατική τάξη.
Το επαναστατικό μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δε συμβιβάζεται ούτε με το ρεφορμισμό και ούτε με την αναρχία και την τρομοκρατία. Είναι ενάντια σ' όλα αυτά τα αντεπαναστατικά ρεύματα με όποια μορφή κι αν παρουσιάζονται. Το Κόμμα πρέπει να έχει πάντα υπόψη του ότι είναι αδύνατο να μη το χτυπήσει η αστική τάξη, είναι αδύνατο να μη κατονομάσει τις πράξεις του σαν πράξεις αναρχικών και τρομοκρατών. Αυτό όμως δεν πρέπει να κάνει το κόμμα να στέκει στην ουρά των γεγονότων και του κινήματος των μαζών, να παραιτηθεί από τις επιχειρήσεις και να μπει στον φαύλο κύκλο του ρεβιζιονιστικού και ρεφορμιστικού κόμματος.
Οι ίδιες οι σύνθετες ενέργειες της πολιτικής, ιδεολογικής και οικονομικής πάλης των μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων, επικεφαλής της εργατικής τάξης, ενάντια στην αστική τάξη, στη σοσιαλδημοκρατία, το ρεβιζιονισμό και το αστικό κράτος, κάνει τις μάζες να βλέπουν τον πραγματικό επαναστατικό χαρακτήρα αυτών των ενεργειών. Οι μάζες μπορούν να διακρίνουν την πραγματική επαναστατική δράση που είναι σε όφελος τους, από την τρομοκρατία και την αναρχία. Γι’ αυτό ενώνονται με την επαναστατική δράση που καθοδηγούν τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα και εξεγείρονται ενάντια στην εξουσία της αστικής τάξης, ανεξάρτητα από τα χτυπήματα και από τη σκληρή καταπίεση της καπιταλιστικής αστικής τάξης που φθάνει μέχρι την ανάληψη αιματηρών ενεργειών ενάντια στην εργατική τάξη και ενάντια στους πραγματικούς κομμουνιστές.
Το κομμουνιστικό μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δε φοβάται τον εμφύλιο πόλεμο. Σ' αυτόν τον πόλεμο οδηγούν η άγρια αστική καταπίεση και βία. Είναι γνωστό ότι ο εμφύλιος πόλεμος δε γίνεται ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους τίμιους εργαζόμενους, διεξάγεται από τις εργαζόμενες μάζες ενάντια στην εξουσιάζουσα καπιταλιστική αστική τάξη και τα κατασταλτικά της όργανα. Ο επαναστατικός αγώνας του προλεταριάτου πρέπει να οδηγήσει στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Ακριβώς αυτή την εξέλιξη φοβούνται οι καπιταλιστές, οι αστοί, οι ρεβιζιονιστές. Γι’ αυτό η σοσιαλδημοκρατία και οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές προσπαθούν να εμποδίσουν την εργατική τάξη να αποχτήσει την επαναστατική συνείδηση, να κατανοήσει τη σημασία των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών προβλημάτων, να φθάσει σ' εκείνη την επαναστατική ωριμότητα και υγιή διοργάνωση που βοηθούν στη δημιουργία των υποκειμενικών συνθηκών του αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας.
Η στρατηγική και η τακτική της αστικής τάξης, που τις εγκολπώθηκαν και οι ευρωκομμουνιστές, αποσκοπούν στη διάσπαση της εργατικής τάξης ώστε να μην έχουν αντιμέτωπη μια ενιαία δύναμη κρούσης, ενώ τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα παλεύουν για το αντίθετο, για την ενότητα της εργατικής τάξης.
Η αστική τάξη φοβάται τις επαναστατικές οργανώσεις και την ενότητα του προλεταριάτου, το οποίο, σε αντίθεση με τα κηρύγματα των ευρωκομμουνιστών και των άλλων ρεβιζιονιστών, συνεχίζει να είναι η κυριότερη κινητήρια επαναστατική δύναμη της εποχής μας. Γι' αυτό προσπαθεί να έχει κάτω από το συνεχή έλεγχο της τη συνδικαλιστική οργάνωση, τα συνδικαλιστικά κέντρα, που στις καπιταλιστικές χώρες μπορεί να είναι πολλά, με ονόματα και προγράμματα κατ' επίφαση διαφορετικά, αλλά που αναμεταξύ τους δεν έχουν ουσιώδεις αλλαγές. Η αστική τάξη διαμέσου των αστικών και ρεβιζιονιστικών κομμάτων και των κρατικών της διαρθρώσεων, παρότρυνε όσο ποτέ άλλοτε τον αντιπερισπαστικό ρόλο των συνδικάτων που η ίδια τα επεξεργάζεται ανοιχτά.
Αυτά τα είδη συνδικάτων, καθώς δείχνουν τα γεγονότα, σε πολλές χώρες συγχωνεύτηκαν εντελώς και έγιναν προσθήκη του οικονομικού και κρατικού οργανισμού του καπιταλισμού. Είναι πασίγνωστο γεγονός η όλο και πιο ανοιχτή συνεργασία των συνδικαλιστικών κέντρων με τους πάτρωνες, με το χρηματιστικό κεφάλαιο και τις αστικές κυβερνήσεις. Το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως είναι τώρα, δεν προκαλεί τον καπιταλισμό, αλλά δουλεύει γι' αυτόν, προσπαθεί να υποτάξει το προλεταριάτο, να περιορίσει και να υπονομεύσει τον αγώνα του κατά του καπιταλισμού. Μερικά από τα συνδικάτα μοιάζουν περισσότερο με μεγάλα καπιταλιστικά κονσέρνς παρά με συνδικαλιστική οργάνωση.
Είναι γεγονός ότι το ευρωπαϊκό προλεταριάτο, σαν συνέπεια της υπονομευτικής δράσης που αναπτύσσουν οι ρεβιζιονιστές, η σοσιαλδημοκρατία και τα αστικορεφορμιστικά κέντρα, συνεχίζει να είναι διαιρεμένο και ένα σημαντικό μέρος των εργατών βρίσκεται κάτω από την επιρροή τους. Ο έλεγχος των ρεβιζιονιστών και των σοσιαλδημοκρατών πάνω στο συνδικαλιστικό κίνημα εμποδίζει αρκετά τη διεξαγωγή της πάλης των τάξεων και τη διαμόρφωση και σφυρηλάτηση της επαναστατικής συνείδησης των εργαζομένων. Γι' αυτό, ο μόνος δρόμος που επιβάλλεται στους μαρξιστές - λενινιστές και τους επαναστάτες είναι το ξεσκέπασμα της δράσης των ρεβιζιονιστών, ο διαχωρισμός των θέσεων τους στο συνδικαλιστικό κίνημα και η ίδρυση των επαναστατικών συνδικάτων. Εννοείται ότι τα νέα αυτά συνδικάτα δεν μπορεί να μην έχουν σαν σκοπό την επίτευξη της ενότητας της εργατικής τάξης ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου, ενάντια στη δημαγωγία του και τη δημαγωγία των αστικών και ρεβιζιονιστικών κομμάτων.
Να καταπολεμάς τα λεγόμενα παραδοσιακά συνδικάτα δε σημαίνει να είσαι κατ' αρχήν ενάντια στην ύπαρξη των συνδικάτων σα μαζικές οργανώσεις με ευρύ χαρακτήρα, σαν κέντρα οργάνωσης και αντίστασης της εργατικής τάξης, ιστορικά αναπόφευκτα και απαραίτητα στις συνθήκες του καπιταλισμού για την ενότητα της εργατικής τάξης και για το πέρασμα της στον ταξικό αγώνα ενάντια στην αστική τάξη.
Οι μαρξιστές - λενινιστές, θέτοντας το καθήκον της ίδρυσης των επαναστατικών συνδικάτων, δεν εγκατέλειψαν καθόλου τη δράση στα υπάρχοντα συνδικάτα όπου βρίσκονται μεγάλες μάζες εργατών, γιατί διαφορετικά θα άφηναν ελεύθερο πεδίο δράσης στους εργατοπατέρες να επεξεργάζονται απρόσκοπτα την εργατική τάξη και να την μεταχειρίζονται για τα δικά τους συμφέροντα και τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η συμμετοχή των κομμουνιστών στα υπάρχοντα συνδικάτα δεν είναι συγκυριακή και ούτε «τακτική», όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι τροτσκιστές, αλλά θέση αρχών, που πηγάζει από τα λενινιστικά διδάγματα για την αναγκαιότητα της ενότητας της εργατικής τάξης, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν εργάζεσαι μέσα στις μάζες και αν δεν τις αποσπάς από τις επιδράσεις της αστικής τάξης και των διαφόρων οπορτουνιστών.
Ασφαλώς, η πάλη του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος μέσα στα ρεφορμιστικά και ρεβιζιονιστικά συνδικαλιστικά κέντρα δεν έχει σαν σκοπό τη διόρθωση ή τη διαπαιδαγώγηση των συνδικαλιστών ηγετών και ούτε τη βελτίωση και την αναμόρφωση τους. Μια τέτοια θέση θα ήταν νέος ρεφορμισμός. Οι μαρξιστές - λενινιστές δουλεύουν με τη μάζα των συνδικαλισμένων για να τη διαπαιδαγωγήσουν και να την προετοιμάσουν για επαναστατική αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική και αντιρεβιζιονιστική δράση. Σ' αυτή την πορεία εργασίας και πάλης πραγματοποιείται και η συνοχή και η ενότητα του προλεταριάτου.
Αλλά, όπως μας διδάσκει ο μαρξισμός - λενινισμός, η ενότητα της εργατικής τάξης επιτυγχάνεται πρώτ' απ' όλα στην πράξη, διαμέσου των πολιτικών επιχειρήσεων και των οικονομικών διεκδικήσεων, εναρμονισμένων μεταξύ τους, με προτεραιότητα τις πολιτικές επιχειρήσεις. Οι μαρξιστές - λενινιστές, εμμένοντας ακλόνητα στις ταξικές και επαναστατικές θέσεις τους, παλεύουν ώστε οι οικονομικές διεκδικήσεις να συνδέονται με τις πολιτικές και σ' αυτό το χώρο καταγγέλλουν και ξεσκεπάζουν και την προδοτική δράση των αρχηγών συνδικαλιστών οι οποίοι, με διάφορους συνδικαλιστικούς ελιγμούς, θυσιάζουν τα μεγάλα και ριζικά συμφέροντα του προλεταριάτου.
Εκατομμύρια άνθρωποι κατεβαίνουν τώρα σε απεργίες, σε διαδηλώσεις για οικονομικές διεκδικήσεις, που προσλαμβάνουν και πολιτικό χαρακτήρα, γιατί καταπολεμείται ο καπιταλισμός, ο οποίος αρνείται να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των εργατών. Όμως, αυτές οι απεργίες και διαδηλώσεις καταλήγουν σε συμφωνία ανάμεσα στους εργατοπατέρες συνδικαλιστές και τους καπιταλιστές, οι οποίοι κάνουν στους απεργούς κάποια μικρή παραχώρηση, όσο να τους δώσουν λίγη ικανοποίηση. Ενώ, αν σ' αυτές τις διεκδικήσεις δοθεί πράγματι πολιτικός χαρακτήρας, τότε τα όργανα του κεφαλαίου στα συνδικάτα και το ίδιο το κεφάλαιο συναντούν μεγάλες δυσκολίες.
Ακριβώς ο συνδυασμός της οικονομικής πάλης με τον πολιτικό αγώνα φοβίζει πολύ την εργατική αριστοκρατία και την καπιταλιστική αστική τάξη. Τις φοβίζει ο πολιτικός αγώνας γιατί οδηγεί μακριά την εργατική τάξη, την οδηγεί σε συμπλοκές και συγκρούσεις. Οι καλά διεξαγόμενες πολιτικές επιχειρήσεις εξασθενίζουν την καθοδήγηση της καπιταλιστικής αστικής τάξης στα συνδικάτα, σπάζουν τους κανόνες, τους νόμους και κάθε τι που έχει καθιερώσει αυτή η τάξη για την υποδούλωση των εργατών και αφυπνίζουν την εργατική τάξη.
Η εργατική τάξη είναι ηγέτρια τάξη, και σαν τέτοια πρέπει να συντρίψει κάθε δεσμό με την αστική και μικροαστική ψυχολογία. Για να το κατορθώσει αυτό πρέπει να καταπολεμήσει τόσο τις οπορτουνιστικές φιλελεύθερες αντιλήψεις, που οδηγούν σε δεξιές συνδικαλιστικές παρεκκλίσεις, όσο και τις σεχταριστικές αντιλήψεις, που αποσπούν το πραγματικό μαρξιστικό κόμμα από τη ζωντανή και συγκεκριμένη μαζική δουλειά. Και οι μεν και οι δε αντιλήψεις συνεπάγονται μεγάλο κίνδυνο για την υπόθεση της επανάστασης. Όπως δεν είναι σωστό να περιορίζουμε το συνδικαλιστικό κίνημα μόνο σε οικονομικές διεκδικήσεις, έτσι και στην πάλη μας για οικονομικά αιτήματα δεν πρέπει να διστάζουμε από φόβο μην περάσουμε σε οπορτουνισμό και σε αγώνα απλώς συνδικαλιστικό.
Τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα θεωρούν την πάλη για την ενότητα της εργατικής τάξης σα βάση για την ένωση όλων των λαϊκών μαζών, που είναι εντελώς αντίθετη με κείνες τις χωρίς αρχές και αντεπαναστατικές ενώσεις και συμμαχίες που κηρύσσουν οι ευρωκομμουνιστές.
Το βάθεμα της κρίσης που διέρχεται ο καπιταλιστικός και ρεβιζιονιστικός κόσμος διευρύνει την κοινωνική και ταξική βάση της επανάστασης. Εκτός από την εργατική τάξη, στο επαναστατικό κίνημα συμμετέχουν όλο και πιο δραστήρια και άλλα εκμεταλλευόμενα από τον καπιταλισμό κοινωνικά στρώματα, όπως η αγροτιά, η μικροαστική τάξη των πόλεων, οι διανοούμενοι και οι φοιτητές, η νεολαία και οι γυναικείες μάζες. Γι’ αυτό, το ζήτημα της σύνδεσης μ’ αυτές τις μάζες και της καθοδήγησης τους αποτελεί για το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα πρωταρχικό καθήκον.
Η άμεση δράση του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος και των μελών του με τις μάζες είναι απαραίτητη και πολύτιμη, αλλά δεν αρκεί για την εξάπλωση της επιρροής του στις πλατιές εργαζόμενες μάζες αν δεν οργανωθούν και δεν περάσουν σε δράση και οι μοχλοί του, οι μαζικές οργανώσεις, της νεολαίας, της γυναίκας κ.τλ. Το μαρξιστικό -λενινιστικό κόμμα εργάζεται παντού όπου βρίσκονται οι μάζες, και στις οργανώσεις που διευθύνουν και επηρεάζουν τα αστικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα, για να αποσπάσουν αυτές τις μάζες από την επίδραση της αντιδραστικής και οπορτουνιστικής ιδεολογίας, έτσι όπως εργάζεται για να ιδρύσει και τις επαναστατικές οργανώσεις των μαζών που αγωνίζονται με βάση τη γραμμή του κόμματος και δρουν με πεποίθηση κάτω από την καθοδήγηση του.
Η νεολαία, οι γυναίκες και άλλες εργαζόμενες μάζες στις χώρες που κυριαρχεί το κεφάλαιο, είναι μεγάλη εφεδρεία της επανάστασης. Σε εκατομμύρια ανέρχονται τώρα οι μάζες των ανέργων νεολαίων και γυναικών, σε απόγνωση εγκαταλειμμένων από την αστική τάξη, γι' αυτό ανάμεσα τους κοχλάζει η αγανάκτηση και πυκνώνουν τα στοιχεία των επαναστατικών εκρήξεων. Οι μαρξιστές - λενινιστές βλέποντας το κίνημα των προοδευτικών νεολαίων, φοιτητών, διανοουμένων και γυναικών σαν σημαντικό συνθετικό μέρος του πλατιού επαναστατικού δημοκρατικού και απελευθερωτικού κινήματος γενικά, προσπαθούν να ενώσουν την επαναστατική ορμή και τους πόθους των πλατιών αυτών μαζών με την ορμή και τους πόθους της εργατικής τάξης, να οργανώσουν, διαπαιδαγωγήσουν και να καθοδηγήσουν σε σωστό δρόμο αυτές τις μάζες. Όταν οι αστείρευτες δυνάμεις της νεολαίας, των γυναικών και των άλλων μαζών ενώνονται με τις δυνάμεις της εργατικής τάξης, κάτω από την καθοδήγηση του προλεταριακού κόμματος, δεν υπάρχει δύναμη να αποτρέψει το θρίαμβο της επανάστασης και του σοσιαλισμού.
Η ηγεμονία του προλεταριάτου δε θα είναι πλήρης και αποτελεσματική αν δεν επεκταθεί σ' όλα τα λαϊκά στρώματα που ενδιαφέρονται για την επανάσταση, προπαντός στην αγροτιά, η οποία, στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών, αντιπροσωπεύει τον κυριότερο και τον ισχυρότερο σύμμαχο της εργατικής τάξης. Η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά είναι ταυτόχρονα και η βάση για τη συσπείρωση σε ευρύ μέτωπο όλων των εργαζόμενων μαζών, όλων εκείνων που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παλεύουν ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση που ασκούν τα μονοπώλια και σι πολυεθνικές εταιρίες.
Στους δρόμους των πόλεων και των χωριών των καπιταλιστικών χωρών γίνονται τώρα πολλά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, οργανωμένα φυσικά από τα αστικά, σοσιαλδημοκρατικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα, τα οποία έχουν κάποιες επιδιώξεις όταν υποκινούν τις μάζες να κατεβαίνουν στους δρόμους. Πάνω απ' όλα, αυτά τα κόμματα θέλουν να κρατούν κάτω από τον έλεγχο τους τις εξεγερμένες εργαζόμενες μάζες και να περιορίζουν τα αιτήματα τους μέσα στο οικονομικό πλαίσιο που επιτρέπει η αστική τάξη. Και παρά το γεγονός ότι τις διαδηλώσεις τις οργανώνουν τα αστικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα, καθήκον των κομμουνιστών είναι να μη μένουν έξω απ' αυτές, αλλά να συμμετέχουν σ' αυτά τα μαζικά κινήματα και να τα μετατρέπουν σε πολιτικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις ενάντια στην αστική τάξη και τους υπηρέτες της.
Η στασιμότητα, η απάθεια και οι άκαρπες συζητήσεις είναι θάνατος για ένα μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα. Αν ένα μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα δε βρίσκεται διαρκώς σε δράση, σε κίνηση, με διαφώτιση και με προπαγάνδα, αν δεν συμμετέχει στις διάφορες διαδηλώσεις της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων μαζών ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να είναι κάτω από την επιρροή των ρεφορμιστικών κομμάτων, δε θα μπορέσει να αλλάξει την κατεύθυνση που δίνουν τα ρεφορμιστικά κόμματα στα κινήματα των μαζών.
Η ορθή γραμμή του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος δεν μπορεί να πάει στις μάζες μόνο διαμέσου του Τύπου του, που συνήθως είναι αρκετά περιορισμένος. Τη γραμμή αυτή την πάνε στις μάζες οι ίδιοι οι κομμουνιστές, οι συμπαθούντες, τα μέλη των μαζικών οργανώσεων ακριβώς όταν η εργατική τάξη και οι άλλες εργαζόμενες μάζες ενεργούν, διεξάγουν επιχειρήσεις, όταν δρουν, αγωνίζονται και συγκρούονται για τα οικονομικά και πολύ περισσότερο για τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Μια τέτοια ενεργός επαναστατική δράση εξασφαλίζει δύο σημαντικούς στόχους: από τη μια μεριά σφυρηλατεί το ίδιο το κόμμα στις κοινές με τις μάζες επιχειρήσεις και ανεβάζει το κύρος και την επιρροή του και, από την άλλη, δημιουργεί τη δυνατότητα στο κόμμα να δει στη δράση τους πιο προοδευμένους από πολιτική και ιδεολογική άποψη εργάτες, αυτούς που στο μέλλον θα είναι οι καλύτεροι και οι αποφασιστικότεροι αγωνιστές του κόμματος. Απ' αυτούς τους ανθρώπους τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα εξασφαλίζουν το νέο αίμα για τις γραμμές τους και όχι από μερικούς δυσαρεστημένους διανοούμενους ή από μερικούς άνεργους εργάτες που ζητούν δικαιοσύνη, που είναι αγανακτισμένοι, αλλά που δεν είναι τόσο σταθεροί και δεν ανέχονται την ατσάλινη πειθαρχία ενός προλεταριακού μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος.
Οι ηγέτες των ρεβιζιονιστικών κομμάτων νομίζουν ότι όλη η δουλειά του κόμματος συνίσταται στις ατέλειωτες συζητήσεις, στις άκαρπες θεωρητικολογίες και στις κούφιες αμφισβητήσεις για το ένα ή το άλλο ζήτημα. Τίποτε δεν προκύπτει από μια τέτοια στείρα δουλειά. Τα ρεβιζιονιστικά κόμματα επεξεργάζονται τις μάζες διαμέσου του Τύπου τους, ο οποίος, πρέπει να ομολογήσουμε, έχει μεγάλη κυκλοφορία. Τα ίδια αυτά τα κόμματα είναι μεγάλα καπιταλιστικά τραστ και κάνουν την προπαγάνδα τους με ειδικούς μισθωτούς, οι οποίοι διαθέτουν την εμπειρία να κηρύσσουν στις εργαζόμενες μάζες τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν. Με τη δημαγωγία τους συσκοτίζουν τον τελικό σκοπό των εργαζόμενων μαζών, που είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και κάνουν τις μάζες να πιστέψουν πως η επιτυχία μιας συνηθισμένης απεργίας είναι το παν. Αυτό το μεγάλο ψέμα ωφελεί την καπιταλιστική αστική τάξη. Επομένως, την αστική τάξη δεν την ανησυχούν τα λόγια, τα άρθρα, οι ομιλίες των ρεβιζιονιστών μισθωτών ούτε και οι απεργίες που γίνονται κάτω από την καθοδήγηση των κομμάτων τους.
Τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα δεν πέφτουν ποτέ σ' αυτές τις μορφές της πεζής προπαγάνδας των ρεβιζιονιστικών κομμάτων. Γνωρίζουν ότι η εξέγερση, η επανάσταση δεν έρχονται μόνες τους. Χρειάζονται προετοιμασία. Και η καλύτερη προετοιμασία γίνεται μέσα από τη δράση τους. Ωστόσο, μαζί με τη δράση, χρειάζεται και η θεωρία, που την καθοδηγεί. Οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν διδάσκουν ότι χωρίς επαναστατική δράση δεν υπάρχει επαναστατική θεωρία και χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική δράση.
Η δουλειά του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος στις μάζες, η συσπείρωση τους γύρω από τους συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους είναι σημαντικό καθήκον, γιατί η επανάσταση δε γίνεται μόνον από την εργατική τάξη και ούτε μόνο από την πρωτοπορία της, το κομμουνιστικό κόμμα. Για τη διεξαγωγή της, η εργατική τάξη συνάπτει συμμαχίες με άλλες κοινωνικές δυνάμεις, με προοδευτικά κόμματα ή με φράξιες τους, με προοδευτικούς ανθρώπους, με τους οποίους έχει κοινά συμφέροντα πάνω σε διάφορα προβλήματα και σε διάφορες περιόδους. Σχηματίζει μ' αυτές τις δυνάμεις πλατιά λαϊκά μέτωπα με καθορισμένα πολιτικά προγράμματα. Σ' αυτά τα μέτωπα το κόμμα της εργατικής τάξης δε συγχωνεύεται, αλλά διατηρεί πάντα την οργανωτική και πολιτική ανεξαρτησία του.
Το ζήτημα των συμμαχιών είναι λεπτό και αρκετά οξύ πρόβλημα. Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα πρέπει να παρακολουθεί, να μελετά και να προσδιορίζει τις τάσεις, τα αιτήματα και τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο κίνημα των μαζών, με άλλα λόγια τη διαλεκτική του ταξικού αγώνα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση διαλέγουν το σωστό δρόμο για να πετύχουν διάφορες συμμαχίες. Στην υγιή ανάλυση και εκτίμηση των καταστάσεων που υπάρχουν στους κόλπους των μαζών, στους κόλπους των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων, έγκειται και η ωριμότητα του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος για τη δημιουργία των απαραίτητων συμμαχιών. Μόνο με μια σωστή πολιτική και με μια ακριβή πρόβλεψη των γεγονότων και της εξέλιξης τους, το κόμμα της εργατικής τάξης θα διατηρήσει την προσωπικότητα του σ' αυτές τις συμμαχίες και θα ανεβάσει την επιρροή του στις μάζες, που επιδιώκει να τις συσπειρώσει και να τις ρίξει στην επανάσταση.
Η δημιουργία των διάφορων συμμαχιών και, πάνω σ' αυτή τη βάση, η ίδρυση των πλατιών λαϊκών μετώπων μπαίνει σαν επιτακτικό καθήκον, ιδιαίτερα στις συνθήκες που σε πολλές χώρες ο κίνδυνος του φασισμού είναι μεγάλος και άμεσος και οι πιέσεις και οι επεμβάσεις των υπερδυνάμεων ενάντια σ' όλες τις χώρες έχουν αυξηθεί. Την επίτευξη αυτής της ένωσης και αυτών των συμμαχιών την ευνοεί το γεγονός ότι στη σημερινή επαναστατική πορεία, η εθνική στιγμή αποχτάει ιδιαίτερη, όλο και μεγαλύτερη σημασία.
Αυτό συνδέεται με την ένταση της επεκτατικής, ηγεμονιστικής και επιθετικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όμως, η κατάληψη μιας χώρας δε γίνεται πάντα με στρατιωτικές επιδρομές. Αυτή η κατάληψη, αποίκηση, καταπίεση και εκμετάλλευση γίνεται και με άλλες «νέες», «σύγχρονες», οικονομικές, πολιτιστικές, πολιτικές μορφές, που συγκαλύπτουν την ιμπεριαλιστική δυνάστευση και βαρβαρότητα.
Γι' αυτό, όταν λέμε ότι η επανάσταση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αυτή συνδέεται και με την εθνική αυτή στιγμή, δηλαδή με την κατάληψη μιας ή μερικών χωρών από τις μεγάλες καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τόσο με μια άμεση στρατιωτική επέμβαση όσο και με έμμεσους δρόμους και μέσα. Μ' αυτή την έννοια υπάρχουν και τέτοιες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κ.λπ., που, αν και συγκεκριμένα δεν είναι κατειλημμένες με τη δύναμη των όπλων από ξένα στρατεύματα, ωστόσο και πάλι υποφέρουν από την ξένη κυριαρχία και επέμβαση.
Μπορούν να παραμυθολογούν όσο θέλουν οι ευρωκομμουνιστές ότι οι χώρες τους είναι ελεύθερες και κυρίαρχες. Όμως, στην πράξη ο ισπανικός, ο ιταλικός, ο πορτογαλικός και άλλοι λαοί υπόκεινται στην καταπίεση και εκμετάλλευση. Στις χώρες τους υπάρχει αστική δημοκρατία, αλλά το κράτος εκεί είναι χειροπόδαρα δεμένο από το ξένο κεφάλαιο. Ο λαός, η εργατική τάξη, δε χαίρουν την πραγματική δημοκρατία και κυριαρχία. Δεν είναι ελεύθεροι, γιατί τα πάντα περιορίζονται από το ξένο κεφάλαιο.
Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εποχή της κατάληψης πολλών χωρών από το ναζιστικό γερμανικό ή φασιστικό ιταλικό στρατό, οι κουΐσλινγκς και οι δοσίλογοι ενώθηκαν με τους καταχτητές. Και τώρα, άλλοι κουΐσλινγκς και συνεργάτες, με άλλα προσωπεία και συνθήματα, βρίσκονται στην εξουσία και συνδέονται με χίλια δυο νήματα με τους νέους σύγχρονους καταχτητές, με τους νεοαποικιοκράτες και τα κεφάλαια τους.
Για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της επανάστασης μεγάλη σημασία έχει και η επαναστατική δράση στις τάξεις των αστικών στρατών, τους οποίους ο Λένιν τους αποκαλούσε «... τα κυριότερα όργανα της δύναμης της κρατικής εξουσίας» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 25ος,αλβ. έκδ., σελ. 459.)
Ο Λένιν έδωσε απάντηση σε πολλά θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που σχετίζονται με την αναγκαιότητα της επαναστατικής δράσης στις τάξεις των αστικών στρατών και καθόρισε τους δρόμους για τη διάβρωση, την κατάρρευση του ηθικού και την αποσύνθεση τους. Το ζήτημα αυτό παίρνει ιδιαίτερη σημασία στις τωρινές συνθήκες που οι επαναστατικές καταστάσεις ωριμάζουν γρήγορα σε πολλές χώρες. Ο αστικός στρατός είναι γενικά η οπλισμένη ως τα δόντια αστική τάξη, που στέκει αντιμέτωπη στο προλεταριάτο και τις λαϊκές μάζες.
Ο πολυάριθμος στρατός στις καπιταλιστικές χώρες δημιουργεί την εντύπωση ότι σε τέτοιες περιστάσεις γίνεται ακατόρθωτη η επανάσταση και η συντριβή του καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού κράτους. Τις απόψεις αυτές τις διαδίδουν και τις προπαγανδίζουν κυρίως οι ευρωκομμουνιστές, οι οποίοι δε χτυπούν ούτε και με πούπουλα τον αστικό στρατό. Όσον αφορά το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων, αυτό για την επανάσταση δε φέρει καμιά σοβαρή αλλαγή, ενώ για την αστική τάξη δημιουργεί ανησυχητικά προβλήματα. Η διευρυμένη επάνδρωση του στρατού με στρατιώτες που προέρχονται από τα διάφορα στρώματα του πληθυσμού δημιουργεί πιο ευνοϊκές συνθήκες που κάνουν να πέσει το ηθικό του και να στραφεί αυτός ο στρατός ενάντια στην ίδια την αστική τάξη.
Κατ' αυτό τον τρόπο η επανάσταση αντιμετωπίζει δυο μεγάλα προβλήματα. Από τη μια μεριά, πρέπει να κάνει με το μέρος της την εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να διεξαχθεί και, από την άλλη, να διαβρώσει το ηθικό και να αποσυνθέσει τον αστικό στρατό, ο οποίος καταπνίγει την επανάσταση. Η αστική τάξη, για τους σκοπούς της, χρησιμοποιεί στα συνδικάτα την εργατική αριστοκρατία, στο στρατό την κάστα των αξιωματικών που εκτελεί εκεί τα ίδια καθήκοντα που εκτελούν στα συνδικάτα οι εργατοπατέρες συνδικαλιστές.
Οι αρχές, οι νόμοι και η οργανωτική διάρθρωση του αστικού στρατού επιτρέπουν στην αστική τάξη να ασκεί η ίδια τον έλεγχο, να διατηρεί και να προετοιμάζει το στρατό για τη συντριβή της επανάστασης και την καταπίεση των λαών. Αυτό δείχνει τον έντονο ταξικό και αντιδραστικό χαρακτήρα του αστικού στρατού και ξεσκεπάζει τις προσπάθειες της αστικής τάξης να τον παρουσιάζει σαν «υπερταξικό», «εθνικό», «απολιτικό», που «σέβεται τη δημοκρατία» κ ά. Ο αστικός στρατός, σε κάθε χώρα, ανεξάρτητα από τις «δημοκρατικές παραδόσεις», είναι αντιλαϊκός και προορίζεται για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, για την πραγματοποίηση των επεκτατικών της βλέψεων.
Μολαταύτα, ο αστικός στρατός δεν αποτελεί συμπαγή μάζα, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει ενότητα. Οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην καπιταλιστική και ρεβιζιονιστική αστική τάξη, από τη μια μεριά, και στο προλεταριάτο και τις εργαζόμενες μάζες, από την άλλη, αντικατοπτρίζονται και στο στρατό αυτών των χωρών. Η μάζα των στρατιωτών, που αποτελείται από γιους των εργατών και των αγροτών, έχει διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα σε σχέση με το χαρακτήρα και την αποστολή που η αστική τάξη αναθέτει στο στρατό της. Η μάζα αυτή είναι ενδιαφερόμενη, όπως και οι άλλοι εργάτες και εργαζόμενοι, για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού καθεστώτος, γι’ αυτό η αστική τάξη κλείνει στους στρατώνες αυτό το στρατό, τον απομακρύνει από το λαό μετατρέποντας τον έτσι, όπως τόνιζε ο Λένιν, σε «φυλακή» για τα εκατομμύρια των στρατιωτών.
Εδώ έγκειται η βάση της σύγκρουσης η οποία βαθαίνει αδιάκοπα ανάμεσα στους στρατιώτες, που είναι παιδιά του λαού και στο διοικητικό σώμα, τους αξιωματικούς, το εκτελεστικό χέρι της καπιταλιστικής αστικής τάξης, που είναι προετοιμασμένοι και διαπαιδαγωγημένοι να εξυπηρετούν με πάθος τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η δράση του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος αποσκοπεί στο να εξεγείρει το στρατιώτη ενάντια στον αξιωματικό, να τον κάνει να μην εφαρμόζει τις διαταγές, την πειθαρχία και τους νόμους της αστικής τάξης, να σαμποτάρει τα όπλα, ώστε να μη χρησιμοποιηθούν ενάντια στο λαό. Ο Λένιν έχει τονίσει:
«Καμιά μεγάλη επανάσταση δεν μπορούσε και ούτε μπορεί να μη συνοδεύεται από «αποδιοργάνωση» του στρατού. Γιατί ο στρατός είναι το πιο αποστεωμένο όργανο υποστήριξης του παλιού καθεστώτος, το πιο γερό στήριγμα της αστικής πειθαρχίας, ένα όργανο προστασίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου, διατήρησης και καλλιέργειας του πνεύματος της δουλικής υπακοής και υποταγής των εργαζομένων στο κεφάλαιο» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 28ος, αλβ. έκδοση, σελ. 321.).
Φυσικά, οι μέθοδοι, οι μορφές και η τακτική που μεταχειρίζονται για την επίτευξη της αποδιοργάνωσης και της διάλυσης του στρατού είναι πολλές και διάφορες, σε εξάρτηση από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Τώρα οι συνθήκες δεν είναι όμοιες σε κάθε χώρα, γι' αυτό και η τακτική των μαρξιστών - λενινιστών αλλάζει από μια χώρα στην άλλη. Υπάρχουν χώρες όπου η φασιστική δικτατορία και η τρομοκρατία έχουν αποκατασταθεί ανοιχτά, υπάρχουν άλλες χώρες όπου οι μαρξιστές - λενινιστές μπορεί και πρέπει να εκμεταλλευτούν και εκείνες τις λίγες νόμιμες μορφές της αστικής δημοκρατίας. Γενικά όμως η ιδιαίτερη ατομική δουλειά με το στρατιώτη μέσα και έξω από τους στρατώνες, η σκληρή πάλη των εργατών, οι αδιάκοπες απεργίες, οι διαδηλώσεις, τα συλλαλητήρια, οι διαμαρτυρίες κ.λπ., παίζουν σημαντικό ρόλο, τόσο για την κινητοποίηση των μαζών, όσο και για την αποδιοργάνωση του αστικού στρατού. Ο Λένιν υπογράμμιζε:
«... όλες αυτές οι δοκιμαστικές, μπορούμε να πούμε, μάχες και συγκρούσεις τραβούν αναπόφευκτα το στρατό στην πολιτική ζωή, συνεπώς και στον κύκλο των επαναστατικών προβλημάτων. Η πείρα της πάλης φωτίζει πιο γοργά και πιο βαθιά τους ανθρώπους απ' ό,τι θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό, κάτω από άλλες συνθήκες, χρόνια ολόκληρα προπαγάνδας» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 9ος, αλβ. έκδ., σελ. 402 - 403.)
Με το στρατιώτη, το παιδί του λαού, πρέπει να δουλέψουμε πριν ακόμα στρατευτεί, μετά όταν εκτελεί την στρατιωτική του θητεία, φάση αυτή πιο αποφασιστική, και τέλος όταν απολύεται και γίνεται έφεδρος. Δεν πρέπει να αποκλείεται και η δουλειά με τους αξιωματικούς των κατώτερων βαθμών για να τους αποσπάσουμε από την κάστα των ανώτερων αξιωματικών και να τους πείσουμε να μη σηκώσουν χέρι ενάντια στο λαό.
Φυσικά, η πολιτική δουλειά στο στρατό είναι τόσο σημαντική όσο και επικίνδυνη. Ενώ στα συνδικάτα για πολιτική δράση και προπαγάνδα το πολύ - πολύ σε απολύουν από τη δουλειά, στο στρατό, όπου η πολιτική δουλειά και προπαγάνδα απαγορεύεται κατηγορηματικά, η ποινή μπορεί να φθάσει μέχρι την εκτέλεση. Όμως, από τους επαναστάτες κομμουνιστές δε λείπει ποτέ το πνεύμα αυτοθυσίας, ούτε η πεποίθηση ότι 6ε μπορεί να ανοίξει ο δρόμος στην επανάσταση, αν δε δουλέψουμε σ' αυτό τον τομέα.
Η αποδιοργάνωση του αστικού στρατού είναι ταυτόχρονα και συστατικό μέρος της στρατηγικής, που αποβλέπει στη ματαίωση των πολεμόχαρων σχεδίων της καπιταλιστικής αστικής τάξης, στην υπονόμευση των ληστρικών πολέμων και τη μετατροπή τους σε επαναστατικούς πολέμους. Αυτό έκαναν οι μπολσεβίκοι με το στρατό του τσάρου την εποχή του Λένιν. Η ανατροπή του Κερένσκυ και της κυβέρνησης του, που επιδίωκε τη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η πολιτική του Λένιν για την ειρήνη, για το αγροτικό ζήτημα, για το μοίρασμα της γης στους φτωχούς αγρότες κ.λπ., προσέλκυσαν τους στρατιώτες με το μέρος της επανάστασης, ενώ η κάστα των αξιωματικών έμεινε με τους λευκοφρουρούς, πέρασε με την αντεπανάσταση. Η λενινιστική στρατηγική και τακτική του αγώνα ενάντια στον αστικό στρατό διευκολύνουν, παροτρύνουν και κινητοποιούν την εργατική τάξη και τους λαούς στην επανάσταση, στον αντιιμπεριαλιστικό και εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα διαθέτει πλούσια πείρα σχετικά με τη δουλειά στις τάξεις του αστικού στρατού. Το 1905, στη Ρωσία, στον τσαρικό στρατό ιδρύθηκαν οι επαναστατικές επιτροπές των στρατιωτών που διευθύνονταν από το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα καθοδηγούμενο από το Λένιν. Στην επανάσταση του Φλεβάρη το 1917 και προπαντός στην Οκτωβριανή Επανάσταση, στα τμήματα και τις μονάδες του τσαρικού στρατού ιδρύθηκαν οι κομματικοί πυρήνες και τα σοβιέτ των στρατιωτών και των ναυτών, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για το μαζικό πέρασμα του αστικού στρατού με το μέρος της επανάστασης.
Κατά τον Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα στην Αλβανία το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας εργάστηκε σε βαθιά παρανομία στις τάξεις του στρατού, μάλιστα και στη χωροφυλακή, αστυνομία κ.λπ., για να παραλύσει αυτά τα όπλα, να δημιουργήσει ανωμαλίες και λιποταξίες στις γραμμές τους. Αυτό συντέλεσε ώστε ο εχθρός να χάσει την εμπιστοσύνη και, σε μερικές περιπτώσεις, να εκτοπίσει ολόκληρα τμήματα του παλιού αλβανικού στρατού, που βρίσκονταν στην υπηρεσία του καταχτητή. Ταυτόχρονα, πολλοί στρατιωτικοί εγκατέλειψαν τις τάξεις του παλιού στρατού και πέρασαν με το μέρος του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού μας.
Ας πάρουμε ένα άλλο πιο πρόσφατο παράδειγμα, το παράδειγμα του στρατού του σάχη του Ιράν και της κάστας των αξιωματικών του, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ήταν οπλισμένος ως τα δόντια και με υπερσύγχρονα όπλα, δεν ήταν σε θέση να δράσει αποτελεσματικά και να συντρίψει την αντιιμπεριαλιστική και αντιμοναρχική εξέγερση του ιρανικού λαού.
Το καθεστώς των Παχλεβί ήταν από τα πιο βάρβαρα, από τα πιο αιμοβόρα, από τα πιο εκμεταλλευτικά και από τα πιο διεφθαρμένα καθεστώτα του σημερινού κόσμου. Η άγρια δικτατορία των Παχλεβί στηριζόταν στους φεουδάρχες, στους βαθύπλουτους που δημιούργησε το καθεστώς, στον αντιδραστικό στρατό και στη διοικούσα κάστα του, στη SAVΑΚ που, όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος ο σάχης, ήταν «κράτος εν κράτει». Οι Παχλεβί, που δυνάστευαν με τρομοκρατία, ήταν πουλημένοι στον αμερικάνικο και εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και συνέταιροι του, ήταν οι πιο εξοπλισμένοι χωροφύλακες του Περσικού Κόλπου κάτω από τις εντολές της Αμερικάνικης CΙΑ.
Μολαταύτα, η μεγάλη τρομοκρατία, ο στρατός, η SAVAΚ κ.ά. δεν μπόρεσαν να σβήσουν την εξέγερση του ιρανικού λαού, η οποία συνεχίστηκε με διάφορες μορφές και ένταση ώσπου αναβαθμίστηκε ποιοτικά και ξεπέρασε το στάδιο του φόβου που προερχόταν από τη βία. Σ’ αυτή την πορεία διαλύθηκαν ο στρατός και η SAVAK, οι ασπίδες του αιμοβόρου καθεστώτος του σάχη, ένα μέρος του στρατού στάθηκε στο πλευρό του λαού, ο οποίος άρπαξε τα όπλα και τα κρατάει ακόμα. Αυτή η εμπειρία επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο στρατός και η αστυνομία, όσο πολυάριθμοι και εξοπλισμένοι κι αν είναι, δεν μπορούν να ανακόψουν την επανάσταση όταν ο λαός ξεσηκώνεται σαν ένα σώμα, όταν γίνεται προσεχτική δουλειά για τη διάβρωση του ηθικού και τη διάλυση του αστικού στρατού και της αστυνομίας.
Τώρα στις καπιταλιστικές χώρες είναι της μόδας ώστε κάθε λογής άνθρωποι να μιλούν για «επανάσταση» και για δήθεν επαναστατικές ενέργειες. Οι λεγόμενοι «αριστεριστές» φωνασκούν για «επαναστατικά μέτρα», αλλά αμέσως μετά καθορίζουν όρια. «Εξηγούν» ότι όχι παντού και σε κάθε πεδίο μπορεί να αναλαμβάνονται επαναστατικά μέτρα, αλλά μόνο να γίνονται μερικές «αλλαγές». Να δημιουργηθεί συνεπώς η αυταπάτη για την παραπλάνηση των μαζών που ζητούν ριζικές επαναστατικές αλλαγές.
Οι «αριστεριστές», όπως και η αστική τάξη, βλέπουν το στρατό σαν «απαραβίαστο φρούριο» και ούτε καν θέτουν το καθήκον της αποσύνθεσης, της χαλάρωσης του ηθικού και της διάλυσης του. Ενώ τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα, χωρίς να παραμελούν τις άλλες κατευθύνσεις του αγώνα, βλέπουν την πάλη για την ενότητα της εργατικής τάξης και την αποσύνθεση του αστικού στρατού σαν δυο κατευθύνσεις αποφασιστικής σημασίας για τη νίκη της επανάστασης. Ο Λένιν έλεγε:
«Φυσικά, αν η επανάσταση δεν καταχτήσει τις μάζες και δεν προσελκύσει το στρατό, τότε ούτε καν μπορεί να γίνει λόγος για έναν σοβαρό αγώνα» (Β. Ι. Λένιν- Άπαντα, τομ. 11ος, αλβ. έκδ., σελ. 183.)
Η δουλειά των μαρξιστών - λενινιστών στις τάξεις του αστικού και του ρεβιζιονιστικού στρατού στοχεύει στην προσέλκυση των στρατιωτικών σε συνειδητή επαναστατική δράση και όχι απλώς στην οργάνωση πραξικοπημάτων. Οι μαρξιστές - λενινιστές δεν έχουν θεωρήσει και δε θεωρούν καθόλου την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος σαν υπόθεση πραξικοπημάτων και στρατιωτικών συνωμοσιών, αλλά σαν αποτέλεσμα της συνειδητής δράσης, της δραστήριας συμμετοχής των μαζών στην επανάσταση.
Τα πραξικοπήματα, οι συνωμοσίες που οργανώνει η κάστα των αξιωματικών έγιναν πια της μόδας σε αρκετές χώρες του κόσμου. Μ' αυτά οι μονοπωλιακές ομάδες ανατρέπουν μια κυβέρνηση και την αντικαθιστούν με μια άλλη κυβέρνηση που τις εξυπηρετεί. Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και οι σοβιετικοί σοσιαλιμπεριαλιστές με στρατιωτικά πραξικοπήματα σε αρκετές χώρες του κόσμου έφεραν στην εξουσία αντιδραστικές κλίκες που τους υπηρετούν. Στις περιπτώσεις αυτές, συχνά οι μάζες των στρατιωτών εξυπηρέτησαν τυφλά τα συμφέροντα των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων και των ιμπεριαλιστικών υπερδυνάμεων.
Οι πραγματικοί επαναστάτες κατατοπίζουν σ' αυτές τις περιπτώσεις τις μάζες των στρατιωτών ώστε να μην εξαπατούνται από την αντιδραστική προπαγάνδα, που παρουσιάζει τα στρατιωτικά πραξικοπήματα σαν ενέργειες «σε όφελος του έθνους», «σε όφελος του λαού και της άμυνας της πατρίδας» κ.λπ.
Διευκρινίζουν, επίσης, ότι με την επανάσταση δεν έχουν τίποτε το κοινό ούτε η αναρχία, ούτε η τρομοκρατία και ο συμμοριτισμός, που παίρνουν πλατιές διαστάσεις στις καπιταλιστικές και ρεβιζιονιστικές χώρες. Τα καθημερινά γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι οι αναρχικές, τρομοκρατικές και συμμοριτικές ομάδες χρησιμοποιούνται από την αντίδραση σαν δικαιολογία και σαν μέσα που τα μετέρχεται για να προετοιμάσει και να εγκαθιδρύσει τη φασιστική δικτατορία, να εκφοβίσει τη μικροαστική τάξη και να τη μετατρέψει σε όργανο και σε θερμοκήπιο για το φασισμό, για να στραγγαλίσει την εργατική τάξη και να την κρατά δεμένη στις αλυσίδες του καπιταλισμού, με την απειλή ότι θα χάσει κι εκείνα τα λίγα ψίχουλα που «της έδωσε» η αστική τάξη.
Όλα αυτά τα ρεύματα και ομάδες καλύπτονται με δελεαστικά ονόματα, όπως «προλεταριακά», «κομμουνιστικά», «ερυθρές ταξιαρχίες» και άλλες ονομασίες, που σπέρνουν ολόκληρη σύγχυση. Η δράση αυτών των ομάδων δεν έχει καμιά σχέση με το μαρξισμό - λενινισμό, με τον κομμουνισμό.
Η αστική τάξη με την προπαγάνδα της κατηγορεί σαν τρομοκράτες, σαν αναρχικούς και συμμορίτες και τους κομμουνιστές, αυτούς που πράγματι είναι υπέρ της επανάστασης και του σοσιαλισμού, υπέρ της ανατροπής της κυριαρχίας της αστικής τάξης, και προσπαθεί να προδιαθέσει την κοινή γνώμη ενάντια στις πραγματικά επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του. Ένας από τους κυριότερους σκοπούς της είναι και η παρότρυνση της τρομοκρατίας και του συμμοριτισμού, που σε τέτοιες χώρες, όπως στην Ιταλία, παίρνουν μεγάλες διαστάσεις.
Οι μαρξιστές - λενινιστές έχουν πάντα υπόψη τους αυτούς τους ελιγμούς και δολιότητες της αστικής τάξης και παλεύουν για το ξεσκέπασμα και την εκμηδένιση τους. Απορρίπτουν τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες και τις επιθέσεις της αστικής τάξης και των λακέδων της που αποκαλούν τρομοκρατία και συμμοριτισμό την παράνομη δράση των μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων.
Η ύπαρξη του μαρξιστικού - λενινιστικού κόμματος σε παρανομία, σε ημιπαρανομία ή σε πλήρη παρανομία, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας. Όμως, ανεξάρτητα απ' αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση της παράνομης δουλειάς αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύηση για την εξασφάλιση της νίκης. Χωρίς αυτή την οργάνωση η μεγάλη δύναμη κρούσης της αστικής δικτατορίας, σε στιγμές που θεωρεί κατάλληλες, κάνει θραύση και βλάπτει σοβαρά το προλεταριάτο και την πρωτοπορία του.
Το κόμμα της εργατικής τάξης που δεν προβλέπει θερμές στιγμές πληγμάτων και συμπλοκών με τις δυνάμεις της καπιταλιστικής αστικής τάξης, δεν είναι πραγματικό επαναστατικό κόμμα. Για ένα τέτοιο κόμμα η θεωρητική αρχή ότι μόνο με τη βία, με πόλεμο και θυσίες μπορεί να αρπάξεις την εξουσία από την αστική τάξη, μένει κούφια φράση, σλόγκαν. Οι στιγμές σκληρού αγώνα είναι αναπόφευκτες και στις στιγμές αυτές του σκληρού αγώνα, δεν αρκούν μόνον οι νόμιμες προπαγανδιστικές βάσεις. Σε τέτοιες στιγμές το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να έχει και τις μαχητικές βάσεις του, να έχει δημιουργήσει τις δυνάμεις του κρούσης, να έχει εξασφαλισμένα τα μετόπισθεν και να τα έχει εφοδιάσει με τα απαραίτητα πολιτικά, ιδεολογικά και υλικά μέσα. Οι μελλοντικές επιχειρήσεις θα απαιτήσουν θυσίες, θα υπάρξουν άνθρωποι που θα βλαφτούν, θα σκοτωθούν και θα φυλακιστούν, γι' αυτό πρέπει να δουλέψουμε ώστε γύρω από το κόμμα να συσπειρωθεί μεγάλο πλήθος ανθρώπων αφοσιωμένων και αποφασισμένων επαναστατών, που να το ακούν και μαζί μ' αυτό να περνούν σε επαναστατική δράση.
Ωστόσο, τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματα μπορούν να επωφελούνται και από την αστική «δημοκρατία», από τις δυνατότητες που παρέχει η νόμιμη δουλειά και πάλη για την προετοιμασία της επανάστασης. Και όταν δρουν νόμιμα, προσπαθούν ώστε η δράση τους να εξυπηρετεί την εκπλήρωση των απαιτήσεων και των καθηκόντων της επανάστασης, την ιδεολογικό - πολιτική, οργανωτική και στρατιωτική προετοιμασία του κόμματος και των μαζών για την ανατροπή της αστικής τάξης, ανεξάρτητα από το τι επιτρέπουν και τι δεν επιτρέπουν οι αστικοί νόμοι.
Τα πραγματικά επαναστατικά κόμματα σε κάθε περίπτωση και σ' όλες τις συνθήκες ξέρουν να συνδυάζουν σωστά την οργάνωση και τη διεξαγωγή της νόμιμης και της παράνομης πάλης, χρησιμοποιώντας μόνον εκείνες τις μορφές δουλειάς και εκείνη την επαναστατική τακτική που δε συσκοτίζουν τη στρατηγική τους με αυταπάτες σχετικά με τη νομιμότητα που παρέχει η αστική δημοκρατία. Ο Λένιν έλεγε:
«Για όλες τις χώρες, ακόμα και για τις πιο ελεύθερες «νόμιμες» και «ειρηνικές» χώρες, όπου η πάλη των τάξεων είναι λιγότερο οξυμένη, ωρίμασε πλέρια η περίοδος, που κάθε κομμουνιστικό κόμμα πρέπει απαραίτητα να συνδυάζει συστηματικά τη νόμιμη με την παράνομη δουλειά, τη νόμιμη με την παράνομη οργάνωση» ( Β.Ι. Λένιν. Άπαντα, τομ. 31ος, αλβ. έκδ., σελ. 211.)
Από πρώτη όψη φαίνεται πως στη Δυτική Ευρώπη η εργατική τάξη είναι γερά αλυσιδωμένη από τη σοσιαλδημοκρατία και τους ρεβιζιονιστές τους λεγόμενους ευρωκομμουνιστές, πως το εργατικό κίνημα βρίσκεται κάτω από μεγάλη επίδραση της αστικής και ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας. Αυτή όμως η όψη δεν καθρεφτίζει την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο δε δείχνει τις τάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης, τη διαδικασία που κοχλάζει στους κόλπους των εργαζόμενων μαζών, την ιστορική αναγκαιότητα και τα επιτακτικά αιτήματα της εποχής.
Η αστική τάξη, οι ρεβιζιονιστές και όλοι οι άλλοι οπορτουνιστές προσπαθούν να αναχαιτίσουν την επανάσταση, να σβήσουν το κομμουνιστικό ιδανικό. Σε καθορισμένες φάσεις και σε ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες ζαλίζουν κάπως και αποπροσανατολίζουν το προλεταριάτο και τις εργαζόμενες μάζες, συσκοτίζουν ως ένα βαθμό τις προοπτικές του σοσιαλιστικού μέλλοντος. Αυτό, όμως, είναι πρόσκαιρο και μεταβατικό. Η επανάσταση και ο σοσιαλισμός, σαν θεωρία και πράξη, δεν επιβάλλεται στις μάζες απ' τα έξω, από ιδιαίτερα άτομα ή ομάδες ανθρώπων. Η επανάσταση και ο σοσιαλισμός αποτελούν το μοναδικό κλειδί που χρειάζονται το προλεταριάτο και οι μάζες για να λύσουν τις ασυμβίβαστες αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, να δώσουν τέλος στην καταπίεση και την εκμετάλλευση τους, να καθιερώσουν την πραγματική ελευθερία και ισότητα. Και όσο θα υπάρχει καταπίεση και εκμετάλλευση, όσο θα υπάρχει καπιταλισμός, η σκέψη και η πάλη των μαζών θα τραβούν πάντα προς την επανάσταση και το σοσιαλισμό.
Οι ευρωκομμουνιστές πέταξαν πέρα τη σημαία του μαρξισμού - λενινισμού, της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Κηρύσσουν την ταξική ειρήνη και υμνολογούν την αστική δημοκρατία. Όμως, με κηρύγματα και με υμνολογίες δε θεραπεύονται οι πληγές της αστικής κοινωνίας, δε λύνονται οι αντιθέσεις της. Αυτό το απέδειξε πια η ιστορία και τα διδάγματα της δεν μπορεί κανείς να τα παραβλέπει. Το προλεταριάτο, οι καταπιεζόμενοι και οι εκμεταλλευόμενοι βαδίζουν φυσιολογικά προς την επανάσταση, προς τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό. Επίσης φυσιολογικά αναζητούν και το δρόμο που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτών των ιστορικών πόθων, δρόμο που τους τον δείχνει η αθάνατη θεωρία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Καθήκον των νέων κομμουνιστικών μαρξιστικών - λενινιστικών κομμάτων είναι να πάρουν στα χέρια τους την καθοδήγηση των ταξικών μαχών, την οποία εγκατέλειψαν οι ευρωκομμουνιστές, να δώσουν στο προλεταριάτο και στις μάζες εκείνη την αγωνιστική πρωτοπορία την οποία ζητούν και δέχονται να έχουν επικεφαλής.
Οι καταστάσεις δεν είναι εύκολες, αλλά ας θυμούμαστε τα αισιόδοξα λόγια του Στάλιν, ότι «δεν υπάρχει φρούριο που δεν το παίρνουν οι κομμουνιστές». Η επαναστατική αυτή αισιοδοξία πηγάζει από την ίδια τη νομοτέλεια εξέλιξης της κοινωνίας. Η ιστορία έχει καταδικάσει με εξαφάνιση το καπιταλιστικό καθεστώς. Από το αναπόφευκτο αυτό τέλος του δε μπορεί να το σώσει ούτε η ξέφρενη αντίσταση της αστικής τάξης, ούτε η προδοσία των σύγχρονων ρεβιζιονιστών. Το μέλλον ανήκει στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό.


Σύμφωνα με το βιβλίο «Ευρωκομμουνισμός είναι αντικομμουνισμός», αλβ. έκδ., Τίρανα, 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια: