Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016

Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ (ποίημα)

Εφημερίδα «Επανάσταση», Μάης – Ιούνης 1991
 
Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ
 
(Απόσπασμα)

Πάνο Τσούκα

5.
Για σένα, Ενβέρη, θα μιλούν κι ο ήλιος και τ’ αστέρια,
που σ' έβλεπαν να μη ψηφάς του χάρου τα καρτέρια,
στενά σοκάκια να περνάς, σ’ απλόσπιτα να μπαίνεις,
γόνιμο σπόρο λευτεριάς σαν ο σποριάς να σπέρνεις,
τις πεινασμένες μας καρδιές με σιγουριά να θρέψεις,
να ξεδιαλύνεις τ’ άθελα θολώματα της σκέψης
των σκλάβων τ' αλυσόδετα χέρια να ξαλυσώνεις
με το σπαθί του δίκιου τους Ενβέρ, να τ’ αρματώνεις

6.
Για σένα το πλιθόχτιστο σπιτάκι θα μιλάει,
που μες στη βαρυχειμωνιά ετοίμασες το Μάη.
Με της ζωής με της χαράς τ 'αμάραντα λουλούδια,
με της δουλειάς τα θριαμβικά, βροντόλογα τραγούδια.
Εκεί οι καρδιές ανάσαναν, αλάφρωσαν τα στήθη,
η Αλβανία μ' όλη της τη δόξα αναγεννήθη...
Σε κείνου του πλιθόχτιστου φτωχόσπιτου το δώμα,
τη νύχτα, που ύψωσες Ενβέρ, ήλιο λαμπρό το Κόμμα,
το φτωχολόϊ της χώρας μας σύναξες άκρη σ' ακρια,
μ' όλα τα ντέρτια της καρδιάς και των ματιών τα δάκρυα,
τους γεωργούς που ζύμωναν ξένους αγρούς με ιδρώτα
μ’ αυτοί με φόβο πάντοτε τρώγανε τη μπομπότα,
τσοπάνηδες που το μαλλί σωρεύανε σε στοίβες
μα τα παιδάκια τους γυμνά πλαγιάζαν στις καλύβες
τους νιους τις νιες που γέραξαν προτού χαρούν τα νιάτα,
άντρες που παίρναν πρόωρα του θανάτου τη στράτα,
γυναίκες της ζωής πηγή ατείρευτη καθώρα,
μα που οι ίδιες της ζωής ποτές δε γεύονταν τα δώρα.
Βουνίσιοι και καμπίσιοι εκεί συνάχθηκαν ομάδι,
οι ανάχαροι κι οι αγέλαστοι, της αδικίας οι σκλάβοι, κι ήταν μαζί κι οι ταπεινοί της Δρόπολης ζευγάδες
κι ήταν κι οι συντοπίτες μου θλιμμένοι βαγενάδες
που πλήθος δούγες πλάνιζαν και στήνανε βαρέλια
όπου έχυναν το μούστο τους των αφεντών τ’ αμπέλια,
μ’ αυτοί ανάρια πίνανε λίγο κρασάκι ακράτο,
να λησμονούν τα βάσανα, να παν τα ντέρτια κάτω.
Σ 'αγρίκησαν κι αγνάντεψαν μέσ’ από τα ερέβη
τη χαραυγή, που ολόφωτη στις Εικοσιεννιά Νοέμβρη ανέβη.
Η πένα, που μ’ αυτή όρισεν η Ιστορία σε Σένα
να υπογράψεις τη λαμπρή του Κόμματός μας γέννα,
ωσάν ακόντιο μπήχτηκε στου φασισμού τα στήθη,
ωσάν μοχλός συντάραξε της αδικιάς τα τείχη...
Στο σπίτι αυτό σε κάθε Οχτώ Νοέμρη Εσύ θα βγαίνεις
ψηλά στη σκάλα τις γενιές γελάτος να προσμένεις
να τις φιλεύεις πρόσχαρα, σ’ ακένωτο κροντήρι
κρασί βαθιάς συγκίνησης, ω πρωτονοικοκύρη!

7.
Για σένα, Ενβέρ μας θα μιλούν τ' άμετρα παραγώνια
που σε ζεστάναν στα ψυχρά του πολέμου τα χρόνια,
σε φτωχά σπίτια, που ήτανε ο πλούτος τους περίσσος
-η αγάπη για τη λευτεριά, για τη σκλαβιά το μίσος
-κείνα τα καλυβόσπιτα, απ' όπου Εσύ τα μάτια
στήλωνες στα μελλούμενα, φωτόλουστα παλάτια, -
οι απλοί ανθρώποι, που σαν γιο πρόσμεναν ολοένα
που τη στερνή τους τη βουκιά την πρόσφεραν σε Σένα,
που σούστρωναν να κοιμηθείς μαζί μα τα παιδιά τους
και σκέπασμα σού ρίχνανε το μόνο σάγισμά τους
που των χειλιών σου πίνανε τ’ αστείρευτο νυχτάρι
κι ήτανε σαν να γεύονταν του νέου κόσμου τη χάρη.
Για Σένα, Ενβέρη, θα μιλούν τα όρη, τα ρουμάνια,
που σαν αϊτός ανέβαινες ζωσμένος τα γιορντάνια,
τα βράχια που δρασκέλαγες, τα φουντωμένα ελάτια
που τον κλεφτό τον ύπνο σου δροσίζανε, τα πλάτια
των κάμπων, που με βήματα πλατιά περνούσες σάμπως
βιαζόσουν να πας πιο γοργά στης άνοιξης το λάμπος

8.
Όποια πλαγιά κι αν στοχαστείς κι κορυφή και ράχη,
όποιο σοκάκι και στρατί κι όποια πολέμου ράχη,
κι η Δόξα που στεφάνωσε των μαχητών τα πλήθη,
κι η Νίκη, που απ’ του αιμάτου τους το πέλαο αναδύθη,
κι Λευτεριά, που ανέμισε την πορφυρή παντιέρα,
κι η νιότ' η γοργοφτέρουγη και τ' αξιωμένα γερά,
κι η ορμή μας η αστείρευτη - και χαλασιού και πλάστρα -,
και τα χρυσά τα ηλεκτρικά-μυριάδες γήιν άστρα,
και τα βουνά, που πιότερη τους έδωσες περηφάνια,
που ασκώσανε τα μέτωπα ψηλότερα στα ουράνια,
που τα πλατιά τους άνοιξαν τα μαρμαρένια στήθη
να δώσουν γενναιόδωρα των λογαριών τα πλήθη
κι οι κάμποι, που απ τα τρίσβαθα, θαρρείς αναριγήσαν
όταν ζευγίτες λεύτεροι το χώμα τους φιλήσαν,
όταν τα σβώλια αγκάλιασαν με περισσήν αγάπη
σαν γιούς τους, που απ’ τη θηλιά σωθήκαν του σατράπη
κι οι αμέτρητες δεξαμενές, που σαν γαλάζια μάτια
φαντάζουν στα καλόργωτα, τα πράσινά τους πλάτια.
και τα κανάλια, σαν ζωής ρώγες που βυζαίνουν
τα προκομμένα τα φυτά πλούσιο καρπό να δένουν
και τα παλάτια, που θωρείς όθ' έβλεπες καλύβια
κι οι γυμνοί λόφοι που έβαλαν των δέντρων τα στολίδια
κι οι μαυρομάτισσες ελιές και τα πυκνά τ' αμπέλια,
και των μανάδων οι χαρές και και των παιδιών τα γέλια,
κι οι καμινάδες που φιλούν τα γαλανά τα ουράνια,
και τα καράβια, που περνούν τα μάκρη τα ωκεάνια,
κι οι ανθρακωρύχοι που απ' της γης τα βάθη βγάζουν πλούτη,
κι οι ακρίτες που πάντα στεγνό κρατούνε το μπαρούτι,
κι οι μουσικοί, που ολόγλυκους σκορπούν ολόγυρα ήχους
κι οι ποιητές που πλέκουνε ζεστούς καθάριους στίχους
ό,τι είναι ωραίο κι ό,τι πιο ωραίο το Μέλλον θα μας φέρει
Εσένα υμνούμε, Κόμμα μας Εσένα υμνούν, ω Ενβέρη!
Το κάθε κύτταρο ζωής κάθε της γης λιθάρι,
κάτι απ 'το έργο, απ’ τη ζωή, απ’ το νου Σας έχουν πάρει.
Οι μέρες σας κι οι μέρες μας αχώριστα ενωμένες
σαν μάνες με τις κόρες τους τις πολυαγαπημένες
Οι μέρες μας-αετόπουλα, οι μέρες σας-αετίνες
οι πρώτες-των λαμπτήρων φως οι δεύτερες-τουρμπίνες

9.
Πάντα, παντού μες στους καλούς θα ζεις ω Ενβέρη, ανθρώπους
θα σεριανάς στους ακριβούς τους πατρικούς μας τόπους
Συ θα’ σαι ο πρωτοκάλεστος στις γιορτές των επετείων,
Εσύ-ο πρωτοκάθεδρος σ’ αίθουσες Συνεδρίων.
Θα σε θωρούμε, ως έρχοσουν στην πόλη μας ολοένα,
ωσάν πρωτοβιγλάτορα στου κάστρου τη μπεντένια.
Τα καλντερίμια θα περνάς ολόρθος ως περνούσες
κι οι πέτρες λες γελούσανε όταν Εσύ γελούσες
Όλες οι πόρτες διάπλατα θ' ανοίγουν και θα μπαίνεις
στο Χασοϊμέρι το ηρωικό τραγούδι θε να παίρνεις...
Στης Γράφης θα σε βλέπουμε συχνά το μεσοχώρι
όπως το Μάρτη, που χαρά δόνησε κάμπους κι όρη.
Ο καιρός ήταν κρθαδερός τα ουράνια βουρκωμένα,
μα ζεστασιά και ξαστεριά εμείς παίρναμε από Σένα.
Θ' ακούμε τον περήφανο λόγο Σου, που έχει μέσα
αγάπη, ως θάλασσα πλατιά και σαν βουνό τη μπέσα,
το λόγ’ όπου είδαμε λαμπρό "το Μέλλον να προβάλλει
με πλούτη περισσότερα, πιότερο φως και κάλλη".

10.
Συ, στη ζωή του καθενός τη ζωή έχεις διαμερίσει
κι αθάνατος θα ζεις ω Ενβέρ, όσο να υπάρχει ζήση.
Ο λόγος Σου, το Έργο Σου, αναβρυούσα κρήνη
που το κρουσταλλονέρι της κάθε γενιά θα πίνει
θε ν' ατσαλώνει την καρδιά, το νου της θ’ ατσαλώνει
και τη σημασία των νικών σε νέες κορφές θα υψώνει!

11.
Σαν δάσκαλο, σαν Αδερφό, σαν Σύντροφο, σαν Φίλο,
σε κλαιν, Ενβέρ, κι οι τίμιοι ανθρώποι στην υφήλιο,
όλ’ οι φτωχοί κι οι ταπεινοί κι οι ανάχαροι κι οι σκλάβοι
που καπετάνιο σ' είδανε σ’ ατσάλινο καράβι,
μέσα στην πρωτοθώρητη του κόσμου ανεμοζάλη,
να τ' οδηγείς σε σίγουρο, σ’ ολόφωτο ακρογιάλι.
Κι ας σε παραφυλάγανε βραχόνησα και ξέρες
κι ας μούγγριζαν ασίγητα τα κύματα, οι φοβέρες
κι οι στόλοι ας αυλακώνανε τα πέλαγα ολοένα,
κι η Προδοσιά μπαμπέσικα ας σε σκόπευαν Εσένα.
Τις άγριες μπόρες σκίζοντας δίδαξες κι όποια χώρα
πως ν' ασκωθεί, πως αντρειωθεί κι αυτή μέσα στη μπόρα.
Η αγνή καρδιά Σου, ακλόνητα στο λαό μας πιστή, ω Ενβέρη,
κι όλον εντός της χώραγε τον κόσμο που υποφέρει.
Πονούσε από τους πόνους του, τη σφάζανε οι καημοί του
κι αίμα της έδωσε στα όνειρα και στην απαντοχή του...

12.
Ο λόγος Σου, το έργο Σου, φωτιά, σφυρί κι αμόνι
που πλάθεται ό,τι ωραίο, Ενβέρ, κι ό,τι' είναι σάπιο λυώνει,
δύναμη, ορμή του δουλευτή, αγρύπνια του στρατιώτη,
βόλι καφτό μεδόφρυδα σε κάθε οχτρό, προδότη,
της ιστορίας γάργαρη, αναβρυούσα κρήνη,
που το κρουσταλλονέρι της κάθε γενιά θα πίνει,
θε ν’ ατσαλώνει την καρδιά, το νου της θ’ ατσαλώνει
και τις σημαίες των νικών σε νέες κορφές θα υψώνει!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: