Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011

Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΙΔΙΟΧΤΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

VINIAMIN TOCI και KΙCO ΚΑΡΕDANI - «Αλβανία Σήμερα» 4/1973

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», όργανο της Οργάνωσης των Κομμουνιστών Μαρξιστών-Λενινιστών Ελλάδας (ΟΚΜΛΕ), Χρόνος 1, Αριθ. φύλλου 9, Σεπτέμβρης 1982

Ο εκφυλισμός της κρατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση, η αλλαγή των εσωτερικών και εξωτερικών λειτουργιών της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, η εξάλειψη της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και ο εκφυλισμός των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, και παραπέρα οι αλλαγές στην ταξική σύνθεση της σοβιετικής κοινωνίας και η γέννηση της νέας ρεβιζιονιστικής μπουρζουαζίας, απομάκρυναν τη σοβιετική εργατική τάξη από την διεύθυνση της χώρας και την μετέτρεψαν σε μια εκμεταλλευόμενη τάξη.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΧΡΟΥΤΣΩΦΙΚΗΣ ΚΛΙΚΑΣ, ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΑΥΤΗ Η ΚΛΙΚΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΑΛΙΣΤΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ, Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΕΝΑ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΤΥΠΟΥ. ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΙΑ ΕΠΕΧΤΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΓΙΑ ΣΦΑΙΡΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΣΕΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΠΑΡΑΠΕΡΑ ΑΡΧΙΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΕΚΦΥΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ

Με την παραποίηση της Μαρξιστικής-Λενινιστικής θεωρίας για την προλεταριακή επανάσταση και την σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι χρουτσοφικοί ρεβιζιονιστές δημιούργησαν μια μεγάλη ιδεολογική σύγχυση, αφόπλισαν την εργατική τάξη απέναντι στην αστική και ρεφορμιστική ιδεολογία, άνοιξαν τον δρόμο στην ιδεολογική αντεπανάσταση που ήταν η απαρχή για την πολιτική και την οικονομικοκοινωνική αντεπανάσταση. Κεντρικό σύνθημα αυτής της αντεπανάστασης έγιναν η «χρουτσωφική ειρηνική συνύπαρξη», ο «ειρηνικός δρόμος περάσματος στο σοσιαλισμό», το «πέρασμα στο σοσιαλισμό κάτω από την καθοδήγηση μη προλεταριακών κομμάτων», η εξαγωγή της επανάστασης και του σοσιαλισμού μέσω «της οικονομικής άμιλλας» με τον καπιταλισμό, «το κράτος όλου του λαού» κλπ.

Η εργατική τάξη και οι επαναστατικές δυνάμεις του κόσμου είναι μάρτυρες αυτής της αντεπαναστατικής γραμμής της σοβιετικής ρεβιζιονιστικής ηγεσίας, τόσο στην εσωτερική, όπως επίσης και στην εξωτερική πολιτική. Μια νέα έκφραση της ρεβιζιονιστικής προδοσίας και μια μεγάλη πρόκληση για όλους τους λαούς του κόσμου είναι και οι νέες σοβιετο-αμερικάνικης συμφωνίες, οι όποιες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων κατά την διάρκεια της επίσκεψης του Μπρέζνιεφ στις ΕΠΑ. Τα δύο μέρη προσπαθούν με αυτήν την συμφωνία να εγκαθιδρύσουν μια κοινή, διεθνή, αντεπαναστατική δικτατορία, να θέσουν κάτω από τον έλεγχο τους την τύχη και το μέλλον της ανθρωπότητας, να καταδικάσουν και να απορρίψουν τις εξεγέρσεις και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των λαών, να στραγγαλίσουν τα εργατικά κινήματα και την επανάσταση παντού στον κόσμο μεταχειριζόμενοι τόσο τον κλάδο ελαίας, όσο και την κτηνώδη στρατιωτική βία. Αυτή η συμφωνία δείχνει εκ νέου, ότι οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι σοβιετικοί σοσιαλιμπεριαλιστές, παρά τις αναπόφευκτες αντιθέσεις, οι οποίες υπάρχουν μεταξύ τους, βρίσκονται σε ένα κοινό ενιαίο μέτωπο ενάντια στους λαούς, βοηθιούνται μεταξύ τους και υποκινούνται από κοινού για τους ληστρικούς και επιθετικούς τους σκοπούς.

1.

Με τον αστικό εκφυλισμό στη χώρα, η σοβιετική εργατική τάξη στερήθηκε της ιστορικής της αποστολής σαν τάξη που βρίσκεται στην εξουσία, σαν ηγετική, ηγεμονιστική τάξη. Σήμερα είναι ακόμα μόνο μια παραγωγική δύναμη, ακριβώς το ίδιο όπως είναι η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών. Έγινε πάλι εκμεταλλευόμενο προλεταριάτο, τόσο από πολιτική και ιδεολογική άποψη, όσο και από οικονομική και κοινωνική άποψη. Αυτό το προτσές συνεχίζεται διαρκώς παραπέρα.

Σε πρώτη γραμμή η σοβιετική εργατική τάξη στερήθηκε την επαναστατική της ιδεολογία, αφοπλίστηκε ιδεολογικά. Η ιδεολογική διεύθυνση της κοινωνικής ζωής της χώρας δεν βρίσκεται πλέον στα χέρια της. Οι ρεβιζιονιστές μιλούν δημαγωγικά για «ανάπτυξη», «εμπλουτισμό» και «δημιουργική εφαρμογή» του Μαρξισμού-Λενινισμού. Αυτό το έκαναν και στο 24ο συνέδριο του ρεβιζιονιστικού τους κόμματος καθώς και σε άλλες μετέπειτα εκδηλώσεις της πολιτικής τους και κοινωνικής ζωής. Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές μετέτρεψαν στο αντίθετό τους τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές βάσεις του κομμουνιστικού κόμματος και έτσι η εργατική τάξη δεν έμεινε μόνο χωρίς την ιδεολογία της, άλλα και χωρίς την πολιτική τους πρωτοπορία — το πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα.

Το ρεβιζιονιστικό κόμμα έγινε ένα καταφύγιο για τα αστικά και εκφυλισμένα στοιχεία, για τους γραφειοκράτες και τους τεχνοκράτες. Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές στο 24ο συνέδριο έκαναν γνωστό, ότι 44,8% των μελών του κόμματος αποτελούνταν από υπάλληλους και μόνο 40,1% ήταν εργάτες. Ενώ οι εργάτες αποτελούν τα 58% του συνόλου των εργαζομένων της χώρας. Από τα μέλη και τους υποψηφίους των επιτροπών πόλης και περιοχών (δηλ. της βάσης) οι εργάτες και οι αγρότες μαζί αποτελούν μόνο τα 40%. Έτσι τα 60% αυτών των επιτροπών είναι υπάλληλοι.

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν, ότι το ρεβιζιονιστικό κόμμα στην πραγματικότητα είναι ένα κόμμα των ιδιωτικών και κρατικών υπαλλήλων, ένα κόμμα των διανοουμένων, ένα κόμμα των γραφειοκρατών, και όχι ένα κόμμα της εργατικής τάξης.

Όμως οι χρουτσοφικοί ρεβιζιονιστές, προσπαθούν για το κόμμα τους να διατηρήσουν την όψη ενός «εργατικού κόμματος» με το να διατηρούν σε αυτό ένα σχετικά μεγάλο αριθμό εργατών και αγροτών, ενώ η ελίτ της μπουρζουαζίας είναι αυτή που κάνει το νόμο στο κόμμα. Εκτός τούτου αυτό το ποσοστό των εργατών πρέπει να το πάρει κανείς υπόψη του με επιφύλαξη, επειδή ένα μέρος αυτών των εργατών προέρχεται από την εργατική αριστοκρατία. Αυτά τα στοιχεία δεν εκπροσωπούν ούτε την εργατική τάξη, ούτε τα πραγματικά τους ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα.

Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές για δημαγωγικούς σκοπούς χαρακτηρίζουν ακόμα το κόμμα τους σαν «κομμουνιστικό κόμμα». Αλλά μόνο το όνομα δεν μπορεί να καθορήσει τον πραγματικό χαραχτήρα ενός μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Αυτός καθορίζεται από τα καθήκοντα και τους σκοπούς, που θέτει το κόμμα, από την Ιδεολογία για την οποία αγωνίζεται, την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική, από την κοινωνική του σύνθεση και από την θέση που κατέχει στην κοινωνία και σε ολόκληρο το σύστημα διεύθυνσης της οικονομικο-κοινωνικής ζωής της χώρας.

Το ότι η εργατική τάξη έχει απομακρυνθεί από την διοίκηση της χώρας εκφράζεται ξεκάθαρα στον εκφυλισμό της κρατικής εξουσίας, στην αλλαγή των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών λειτουργιών της δικτατορίας του προλεταριάτου όπως και στην ταξική σύνθεση του κόμματος. Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές διαλαλούν με τύμπανα και σάλπιγγες τη θέση του λεγόμενου «κράτους όλου του λαού». Πρόκειται εδώ στην πραγματικότητα για μια ουτοπία, τόσο στο εσωτερικό όσο και στα εξωτερικό πολιτικό πλαίσιο του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων. Το κράτος σαν ιστορική κατηγορία μπορεί να είναι μόνο δικτατορία της τάξης που κατέχει την εξουσία. Το καπιταλιστικό κράτος είναι μια δικτατορία της μεγάλης μονοπωλιακής μπουρζουαζίας. Το σοσιαλιστικό κράτος είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, η Δικτατορία της εργατικής τάξης. Όπως μάς διδάσκει ο μαρξισμός-λενινισμός, αυτό το κράτος θα απονεκρωθεί, χωρίς να πρέπει πρώτα να γίνει «κράτος όλου του λαού». Θα απονεκρωθεί, όταν οι ίδιες οι τάξεις θα έχουν πλήρως εξαφανιστεί και όταν ο κομμουνισμός θα έχει οριστικά νικήσει σε παγκόσμια κλίμακα.

Στην πραγματικότητα η κρατική εξουσία στη Σοβιετική Ένωση βρίσκεται στα χέρια της ρεβιζιονιστικής μπουρζουαζίας, στα χέρια των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών, στα χέρια των προνομιούχων, οι όποιοι είναι απομονωμένοι από την εργατική τάξη και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες έγινε δυνατό ολόκληρος ο μηχανισμός και όλα όσα συνδέονται με αυτόν να αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις και να φετιχοποιηθεί. Το σοβιετικό κράτος αποπρολεταριοποιήθηκε βαθμιαία και αποπρολεταριοποιείται παραπέρα, τόσο όσο αφορά την ταξική του σύνθεση, και όσο αφορά τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές λειτουργίες, που έχει αναλάβει.

Επίσης ακόμα αφαιρείται από την σοβιετική εργατική τάξη ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα να διευθύνει το κράτος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το ποσοστό συμμετοχής των υπαλλήλων και των διανοουμένων στο Ανώτατο Σοβιέτ είναι 8% μεγαλύτερο από εκείνο των εργατών και των αγροτών των κολχόζ μαζί (S “SS-Srisarubeschnie strani posle pobedi νelikoj sozialistitscheskoi revolucii, Statistitscheskii sbornik, Moskva, 1970).

Οι γραφειοκράτες, οι υπάλληλοι και οι διανοούμενοι αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία στα εκλεγμένα ή διορισμένα ρεβιζιονιστικό κρατικά όργανα. Ακριβώς αυτά τα πρόσωπα που κατέχουν υψηλές θέσεις εξουσίας, που έχουν απεριόριστες αρμοδιότητες είναι αυτά τα οποία επιβάλλουν την θέλησή τους στην νομοθετική εξουσία και εκδίδουν τους αντίστοιχους νόμους και διατάγματα. Αυτοί καταπατούν τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργαζομένων μαζών, ενώ μεγαλόφωνα προπαγανδίζουν τη λεγόμενη σοσιαλιστική τους δημοκρατία. Είναι γνωστό, ότι όχι μόνο οι πλατιές εργαζόμενες μάζες, άλλα και τα λεγόμενα εκλεγμένα όργανα δεν έχουν να πουν τίποτε σχετικά με την επεξεργασία της πολιτικής τους και της στάσης απέναντι στα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα καθώς και στην διατύπωση των πιο σπουδαίων νόμων και αποφάσεων ή στη συζήτηση και εφαρμογή τους. Αυτά τα πράγματα αποφασίζονται από τον στενό κύκλο της κλίκας που βρίσκεται στην εξουσία, ενώ η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι βρίσκονται προ τετελεσμένων γεγονότων.

Εκτός τούτου η νομοθετική εξουσία βρίσκεται κάτω από τον ουσιαστικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, των γραφειοκρατικοποιημένων και αστικοποιημένων μηχανισμών. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στον κόσμο μιά άλλη χώρα, στην οποία η γραφειοκρατία να έχει συγκεντρώσει στα χέρια της μια τόσο μεγάλη και απέραντη εξουσία, όπως στην Σοβιετική Ένωση. Η γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση δεν κατέχει μόνο το ιδεολογικό μονοπώλιο αλλά και το πολιτικό και το κοινωνικό. Η γραφειοκρατία και ο γραφειοκρατισμός έχουν γίνει σύστημα, έγιναν μέθοδος και στιλ κάθε σκέψης και δράσης ολόκληρης της ζωής. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη και τις άλλες εργαζόμενες μάζες σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους βαθμούς, ασκεί πάνω τους οικονομική και πολιτική πίεση και έχει γίνει εμπόδιο για την ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών και των εργατικών πηγών.

2.

Ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός του κόμματος και του κράτους στη Σοβιετική Ένωση έφερε αναπόφευκτα και τον εκφυλισμό της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η οποία είναι το βασικό στοιχείο των σχέσεων παραγωγής. Στο 6ο Συνέδριο του ΚΕΑ ο σύντροφος Ενβέρ Χότζια, πάνω σε αυτό το ζήτημα, ανάμεσα στα άλλα είπε: «η αλλαγή του χαραχτήρα του κόμματος και του κράτους, η αντεπαναστατική μεταβολή στο πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα οδηγούν αναπόφευκτα και σε ένα μετασχηματισμό της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τις όποιες πραγματοποίησαν οι χρουτσοφικοί σε συμφωνία με τις αντιμαρξιστικές ιδεολογικές τους αντιλήψεις, οδήγησαν τελικά σε ένα ριζικό μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής» (Ενβέρ Χότζια, Εισήγηση στο 6ο Συνέδριο του ΚΕΑ, σελ. 254, γερμανική έκδοση, Τίρανα 1972).

Εκείνο που δείχνει πολύ καθαρά, ότι η εργατική τάξη δεν έχει πλέον να πει τίποτε το ουσιαστικό στο κράτος και στην οικονομία, είναι χωρίς αμφιβολία το γεγονός, ότι αυτή απογυμνώθηκε από τα πιο σπουδαία μέσα παραγωγής, ότι η σοσιαλιστική ιδιοκτησία καταργήθηκε και η σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής εκφυλίστηκαν. Και ήταν αυτονόητο να περιμένει κανείς, πώς τον εκφυλισμό του εποικοδομήματος θα τον ακλουθούσε αναπόφευκτα και ο εκφυλισμός της οικονομικής βάσης. Στο εκφυλισμένο εποικοδόμημα έπρεπε απαραίτητα να αντιστοιχεί μια εκφυλισμένη βάση. Οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές ενέργησαν και ενεργούν σε αυτήν την περίπτωση με δημαγωγία, επειδή δεν ήταν και δεν είναι εύκολο για αυτούς να στραφούν ανοιχτά ενάντια στην σοσιαλιστική ιδιοκτησία.

Η οικονομική μεταρρύθμιση, που πραγματοποιήθηκε από τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές, άλλαξε από τα θεμέλια το σύστημα κατοχής και το σύστημα διεύθυνσης, σε ότι αφορά την πρώην σοσιαλιστική ιδιοκτησία. Η οικονομική μεταρρύθμιση άλλαξε το υποκείμενο της ιδιοκτησίας στο πρόσωπο του σοσιαλιστικού κράτους, σαν άμεσου εκπροσώπου της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων μαζών . Μέσω αυτής της μεταρρύθμισης η ιδιοκτησία πέρασε βαθμιαία στα χέρια της νέας ρεβιζιονιστικής μπουρζουαζίας.

Ο εκφυλισμός της ιδιοκτησίας δεν μπορούσε, για διάφορους πολιτικούς, οικονομικούς, ιστορικούς και ψυχολογικούς λόγους, να ακολουθήσει την κλασσική μορφή του καπιταλιστικού κομματιάσματος της ιδιοκτησίας, με το να περάσει η ιδιοκτησία στην κατοχή μεμονωμένων καπιταλιστών. Η μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας διατηρήθηκε και πήρε τον χαραχτήρα της κρατικομονοπωλιακής ιδιοκτησίας. Τελικά όμως για την εργατική τάξη είναι άδιάφορο, αν η ιδιοκτησία βρίσκεται στα χέρια μεμονωμένων καπιταλιστών ή στα χέρια του κεφαλαίου, το όποιο έχει συνενωθεί στην μορφή των κρατικών μονοπωλίων. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει εκμετάλλευση, αδιάφορο, αν αυτή είναι ατομική καπιταλιστική εκμετάλλευση ή κολλεχτιβίστικη καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ο χαραχτήρας της ιδιοκτησίας, ο χαραχτήρας των σχέσεων παραγωγής, καθορίζει επίσης τον χαραχτήρα του κράτους. Ο χαραχτήρας του κράτους με την σειρά του καθορίζει αντίστροφα τον χαραχτήρα της ιδιοκτησίας και των σχέσεων παραγωγής. Όποιος έχει στα χέρια του την κρατική μηχανή, κατέχει και τα πιο σπουδαία μέσα παραγωγής και χρησιμοποιεί την κρατική μηχανή σαν ισχυρό όπλο, για να αυξήσει με αυτή τον πλούτο και τα καπιταλιστικά κέρδη.

Οι κλασσικοί του μαρξισμού - λενινισμού τονίζουν, ότι ο χαραχτήρας της ιδιοκτησίας εξαρτάται από την φύση του οικονομικο - κοινωνικού συστήματος και του κράτους. Σε σχέση με τις κρατικοποιήσεις ο Μαρξ είπε: «...όσο καιρό μένουν στην εξουσία οι πλούσιες τάξεις, κάθε κρατικοποίηση δεν είναι εξάλειψη της εκμετάλλευσης, αλλά μόνο μια αλλαγή της μορφής της..." ( Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Έργα, τόμος 28, ρώσικη έκδοση, σελ. 301 -302).

Ξεκινώντας από αυτή τη θέση του Μαρξ, μπορεί να καθοριστεί επίσης και ο χαραχτήρας της κρατικής ιδιοκτησίας στη Σοβιετική Ένωση. Η νέα σοβιετική μπουρζουαζία αρπάζοντας βίαια την κρατική εξουσία, όχι σαν αυτοσκοπό, αλλά σαν ισχυρό μέσο για να πλουτίσει και να αποκτήσει υλικά κέρδη για τον εαυτό της. Μέσω του κράτους μπόρεσε να πάρει στα χέρια της και την κρατική εξουσία και την έκανε έτσι μια καπιταλιστική ιδιοκτησία ιδιαίτερου τύπου.

Για τυπικούς και εξωτερικούς λόγους η κρατική ιδιοκτησία στη Σοβιετική Ένωση λέγεται ακόμα σοσιαλιστική ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα όμως έχει χάσει τον άλλοτε σοσιαλιστικό χαραχτήρα. Επειδή η εργατική τάξη στερήθηκε το δικαίωμα να συνδιευθύνει, η νέα σοβιετική μπουρζουαζία χρησιμοποιεί την κρατική ιδιοκτησία για να πλουτίσει με καπιταλιστικό τρόπο και να βγάλει κέρδη, με το να ιδιοποιείται την δημιουργημένη από την εργατική τάξη υπεραξία.

Με την αλλαγή του χαραχτήρα της ιδιοκτησίας άλλαξε και ο σκοπός της παραγωγής και ο προορισμός των αποτελεσμάτων της εργασίας. Με αυτό άλλαξε ουσιαστικά και το σύστημα διεύθυνσης και το σύστημα σχεδίου. Η αρπαγή των μέσων παραγωγής οδήγησε συνεπώς και στην απομάκρυνση της έργατικής τάξης από την πραγματική διεύθυνση της οικονομίας και της παραγωγής. Οι χρουτσοφικοί ρεβιζιονιστές με την οικονομική μεταρρύθμιση αντικατέστησαν το σοσιαλιστικό σύστημα σχεδιασμού της οικονομίας με ένα «έλαστικό» σύστημα σχεδιασμού και με μια πλήρη οικονομική ιδιοσυντήρηση στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, για να προχωρήσουν έτσι απεριόριστα στον τομέα της παραγωγής, της διανομής, της συσσώρευσης, των επενδύσεων κεφαλαίου κλπ, Τα δικαιώματα, που παραχωρήθηκαν στους διευθυντές των επιχειρήσεων για την χρησιμοποίηση, διεύθυνση, ακόμα και για την πούληση των παραγομένων προϊόντων, τα δικαιώματά τους στον τομέα των σχέσεων ανταλλαγής και διανομής των προϊόντων, δείχνουν καθαρά ότι η ιδιοκτησία και τα αποτελέσματα της εργασίας των οικονομικών μονάδων στη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιούνται με καπιταλιστικό τρόπο για προσωπικούς σκοπούς. Αυτού έχει την ρίζα του και το πάθος του κέρδους, που έχει γίνει χαρακτηριστικό για όλες τις οικονομικές μονάδες της Σοβιετικής Ένωσης. Μια συνέπεια αυτού είναι και η έλλειψη μερικών εμπορευμάτων σε διάφορους τόπους και περιοχές της χώρας, η αφθονία σε άλλες περιοχές, όπως και το γεγονός, ότι ένα εμπόρευμα της ίδιας ποιότητας στην ίδια αγορά πουλιέται σε διαφορετικές τιμές.

Στην πορεία του εκφυλισμού της ιδιοχρησίας, οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές πραγματοποίησαν επίσης σπουδαίες αλλαγές στα κριτήρια της οικοδόμησης των οικονομικών εκμεταλλεύσεων, στην οικονομική και νομική τους φυσιογνωμία, καθώς και στην κατανομή τους από γεωγραφικής σκοπιάς. Δημιούργησαν μονοπωλιακές ενώσεις καπιταλιστικού τύπου στην βιομηχανία, στη γεωργία, στις συγκοινωνίες και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, Αυτές οι ενώσεις καταβροχθίζουν συνέχεια μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, πράγμα που οδηγεί σε μετατόπιση στην συσώρευση των πηγών εργασίας. Το κίνητρο αυτού του αυθόρμητου προτσές είναι το καπιταλιστικό κέρδος.

Το ότι η εργατική τάξη απογυμνώθηκε από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το διαπιστώνει κανείς τελικά και στον τρόπο με τον όποίο καταναλώνονται τα παραχθέντα μέσα από τις μεμονωμένες επιχειρήσεις. Έχει υπολογιστεί, ότι τα 80 - 85 % των μέσων που προορίζονται για τα υλικά κίνητρα τσεπώνονται από τους διευθυντές των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, το μηχανο-τεχνικό προσωπικό πήρε στα τελευταία 4 - 5 χρόνια, μόνο με την μορφή των πριμ, κατά μέσο όρο, 12 φορές περισσότερα τον μήνα από ότι οι εργάτες, ένώ οι υπάλληλοι έλαβαν 6-7 φορές περισσότερα από ότι οι εργάτες. (S. "Seria ekononitscheskaja", Nr. 2, Jahr 1972, S. 47),

3.

Ο καπιταλιστικός εκφυλισμός της ιδιοκτησίας έπρεπε τελικά να οδηγήσει στον καπιταλιστικό εκφυλισμό των σχέσεων διανομής. Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές στην πραγματικότητα αντικατέστησαν τη διανομή ανάλογα με την προσφερόμενη εργασία με ένα ολόκληρο σύστημα διανομής των εσόδων, με το όποιου στην νέα μπουρζουαζία δίνονται όλες οι δυνατότητες, να ιδιοποιείται τους καρπούς της εργασίας και τους κόπους της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων μαζών, αφού εξασφαλίζει για τον εαυτό της πάρα πολύ μεγαλύτερα έσοδα από τους εργάτες και τους αγρότες.

Από αυτό εμφανίστηκε μια μεγάλη διαφορά στα έσοδα, από την οποία επωφελήθηκαν σε πρώτη γραμμή οι διευθυντές του γραφειοκρατικού κομματικού, κρατικού και οικονομικού μηχανισμού, Αναπόφευκτη συνέπεια αυτού ήταν η αυξανόμενη καπιταλιστική πόλωση της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας και, πάνω σε αύτη τη βάση, η όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ο Β.I. Λένιν τόνισε την αναγκαιότητα και τη σημασία της μείωσης των διαφορών του μισθού στο σοσιαλισμό. Σχετικά τόνισε: «στο σοσιαλιστικό καθεστώς οι υπάλληλοι παύουν να είναι γραφειοκράτες στο βαθμό που ο μισθός τους μειώνεται στο μέσο ημερήσιο μισθό των εργαζομένων» (Β. Ι. Λένιν. Διαλεχτά Έργα, τόμος 2ος, σελ. 235). Σήμερα υπάρχει στην Σοβιετική Ένωση ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων των διαφόρων ομάδων και στρωμάτων του πληθυσμού. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι οι διευθυντές των επιχειρήσεων παίρνουν, μόνο από την εκπλήρωση των σχεδίων, Ος 7 μανιάτικες αποδοχές σαν επιπλέον αμοιβή το χρόνο. Σε αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη οι άλλες μορφές υλικής αμοιβής.

Μέσω αυτών των παχυλών αποδοχών για το διευθυντικό προσωπικό του κομματικού, κρατικού και οικονομικού μηχανισμού, γεννήθηκε και διατηρείται στη Σοβιετική Ένωση η κάστα των νέων κυρίων, η οποία ζει από την εκμετάλλευση της καθημερινής μισθωτής εργασίας. Οι μισθοί και τα πριμ, που παίρνουν αυτοί οι κύριοι δεν αντιστοιχούν καθόλου στην εργασία που παρέχουν και επίσης ούτε στην κατανομή σύμφωνα με την παρεχόμενη εργασία. Σε πολλές σοβιετικές επιχειρήσεις εφαρμόζεται διαρκώς ένα σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με το οποίο το 50 % των μέσων, που ελευθερώνονται από την μείωση του αριθμού των εργατών, λόγω της εντατικότητας της εργασίας, μεγαλώνουν τα φόντα των επιπλέον υλικών κινήτρων. Αυτά τα μέσα όμως διανέμονται κατά κύριο λόγο στους γραφειοκρατικούς και τεχνοκρατικούς ιθύνοντες των επιχειρήσεων, οι όποιοι διευθύνουν αυτή την «ορθολογιστική επιχείρηση».

Μετά την πραγματοποίηση της οικονομικής μεταρρύθμισης, η καταπίεση στον τόπο δουλειάς και η διακύμανση των εργατικών δυνάμεων (ανεργία) στη Σοβιετική Ένωση, η οποία συχνά λαμβάνει τη μορφή «μαύρης αγοράς» των άνεργων, πήραν τεράστιες διαστάσεις. Αυτά τα δύο φαινόμενα κινούνται παράλληλα προς το προτσές της αποκέντρωσης της οικονομίας και γενικά προς το προτσές του εκφυλισμού των σχέσεων διανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης του κοινωνικού προϊόντος. Με την θέση της αύξησης της παραγωγικότητας και του ωφέλιμου αποτελέσματος της παραγωγής εφαρμόζονται κάθε είδους «επιστημονικές» μέθοδες για να αυξήσουν την εντατικότητα της εργασίας. Με αυτό θέλει κανείς να αυξήσει μόνο τα κέρδη και τα μέσα για τα επιπλέον υλικά πριμ.

Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανίστηκε στην σοβιετική οικονομία, ακριβώς όπως και στις καπιταλιστικές χώρες, το φαινόμενο της ανεργίας, το οποίο κάτω από τις εκεί ειδικές σχέσεις δρα κυρίως σαν λανθάνουσα ανεργία. Όπως βεβαιώνουν οι ίδιες οι ρεβιζιονιστικές πηγές, στη Σοβιετική Ένωση μετακινούνται μόνο στις πόλεις (δηλαδή χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο πληθυσμός της υπαίθρου) κάθε χρόνο από τόπο σε τόπο για να βρουν δουλειά κατά μέσο όρο γύρω στα 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Αν σκεφθεί κανείς, ότι πάνω από το 80 % αυτής της εσωτερικής μετανάστευσης αποτελείται από ανθρώπους που βρίσκονται σε ηλικία που μπορούν να εργαστούν και ότι δεν συνυπολογίζεται η μετακίνηση από τα χωριά στις πόλεις και αυτή από χωριό σε χωριό, προκύπτει έτσι, ότι τα 10% των εργατών πραχτικά δεν παίρνουν μέρος στην παραγωγή (S. «Ekonomica I organizacija prorrischienovo proizvodstva, Nr. 3, Jahr 1972, S. 29 -30).

Αφού η εργατική τάξη απογυμνώθηκε από τα μέσα παραγωγής, απομακρύνθηκε και από όλες τις διευθυντικές και διοικητικές λειτουργίες της παραγωγής. Αυτές οι λειτουργίες έχουν συγκεντρωθεί τώρα στα χέρια των γραφειοκρατικοποιημένων στελεχών, τα οποία διευθύνουν την παραγωγή προς το συμφέρον τους, ενώ εντείνουν ακόμα περισσότερο με όλα τα μέσα την εκμετάλλευση των εργαζομένων.

Οι σοβιετικοί γραφειοκράτες και τεχνοκράτες έγιναν μια τάξη για τον εαυτόν της, η οποία συνεχώς μεγαλώνει. Αυτό το επιβεβαιώνουν επίσης και τα στοιχεία, τα οποία αφορούν την ταξική δομή της σημερινής σοβιετικής κοινωνίας. Το 1939 οι υπάλληλοι και οι οικογένειές τους στη Σοβιετική Ένωση αποτελούσαν το 17,7 % του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1970 ήταν το 25 %. (S. Ekonomitscheskaja gazeta", Nr. 4 , Jahr 1972, S. 3).Τέτοιες αλλαγές έγιναν σε όλη την διάρθρωση του συνόλου των απασχολουμένων στη Σοβιετική Ένωση. Το 1960 οι υπάλληλοι αποτελούσαν το 21 % του συνολικού αριθμού των σοβιετικών εργαζομένων, ενώ το 1970 το ποσοστό έφθασε τα 26,4 %. (S. "Ekononitscheskaja Gazeta", Nr. 5, Jahr 1972, S. 1).

Οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές για να πραγματοποιήσουν όσο το δυνατό πιο «ήσυχα» τους σκοπούς τους, έσπρωξαν την εργατική τάξη στο βούρκο της αδιαφορίας και της αποπολιτικοποίησης. Για αυτήν την αδιαφορία και την απομάκρυνση της σοβιετικής εργατικής τάξης από την διεύθυνση της παραγωγής μιλούν πολλά γεγονότα. Σε μια έρευνα, που έγινε σε μια επιχείρηση συναρμολόγησης μηχανών στη Σιβηρία και στο χώρο της από τους 1.000 εργάτες που ρωτήθηκαν, πάνω από 70 % απάντησαν, ότι δεν έχουν ιδέα και δεν ενδιαφέρονται παραπέρα, πώς πραγματοποιείται το πρόγραμμα παραγωγής, ότι δεν μίλησαν ποτέ σε συγκεντρώσεις και ότι δεν έχει νόημα, να πουν κάτι, γιατί τα λόγια τους ποτέ δεν πάρθηκαν υπόψη. Αυτό είναι μια συμπτωματική έκφραση της αδιαφορίας και της απάθειας των σοβιετικών εργατών σε σχέση με τα ζητήματα της διεύθυνσης και της οργάνωσης της παραγωγής. Αυτό βέβαια είναι συνέπεια του γεγονότος, ότι η εργατική τάξη στερήθηκε του δικαιώματος, να συνδιευθύνει και να συνδιοικεί, καθώς και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα της παραγωγής.

Εκτός από την γραφειοκρατικοποίηση των ρεβιζιονιστικών μηχανισμών, στη σημερινή σοβιετική κοινωνία προκαλούν εντύπωση και άλλες αστικές τάσεις, όπως π.χ. ο παρασιτισμός. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζει από την εκμετάλλευση της εργασίας της εργατικής τάξης και της εργαζόμενης αγροτιάς αυξάνεται διαρκώς. Αυτό το φαινόμενο επιδρά αρνητικά στην κοινωνική δομή της χώρας την παραμορφώνει και την εκφυλίζει και αυξάνει τον κοινωνικό παρασιτισμό. Μια έκφραση αυτού του παρασιτισμού είναι η επέκταση των μη παραγωγικών τομέων σε μια αδικαιολόγητη έκταση. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία το 1950 ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων (χωρίς μαθητές και στρατιωτικούς) σε μη παραγωγικούς τομείς της σοβιετικής οικονομίας ήταν 13,8 %, το 1960 ήταν ήδη 17 % και στην αρχή της δεκαετίας του 70 οι μη παραγωγικοί τομείς περιελάμβαναν περίπου τα 22 % όλων των ικανών για εργασία πολιτών της χώρας.

Στη σοβιετική οικονομία ο αριθμός των απασχολούμενων σε μη παραγωγικούς τομείς αυξάνεται πολύ πιο γρήγορα από τον αριθμό των απασχολουμένων στους παραγωγικούς τομείς. Αυτή η τάση βαθαίνει συνεχώς ακόμα παραπέρα. Επίσης και εδώ πρόκειται για μια έκφραση του οικονομικού και κοινωνικού παρασιτισμού.

Με την αύξηση του κοινωνικού προϊόντος πρέπει αναμφίβολα να αυξηθεί και η δραστηριότητα των μη παραγωγικών κλάδων, οι όποιοι υπηρετούν την παραγωγή και τον πληθυσμό. Όμως η επέκταση του μη παραγωγικού τομέα πρέπει να βρίσκεται σε σωστή σχέση με την ανάπτυξη του παραγωγικού τομέα, αλλιώς επιβραδύνεται ο ρυθμός της διευρυμένης σοσιαλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό διδάσκει η μαρξιστική - λενινιστική θεωρία της διευρυμένης σοσιαλιστικής αναπαραγωγής και επιβεβαιώνεται επίσης καθημερινά από την πραχτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Η ζωή αποδείχνει συχνά εκ νέου, ότι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές απομακρύνθηκαν από τις Αρχές του Μαρξισμού - Λενινισμού σχετικά με το κόμμα και το προλεταριακό κράτος, με το ρόλο της εργατικής τάξης στην επανάσταση και στην σοσιαλιστική οικοδόμηση. «Αυτή η οπισθοδρόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και μερικών άλλων χωρών — όπως είπε ο σύντροφος Ενβέρ Χότζια — εξαρτάται ακριβώς στενά από το γεγονός, ότι εκεί εγκαταλείφτηκαν τα διδάγματα του μαρξισμού - λενινισμού και από το ότι εκεί παραιτήθηκαν από τις βασικές Αρχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ότι οι επιτυχίες της επανάστασης υπονομεύτηκαν και άνοιξαν το δρόμο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού».

Δεν υπάρχουν σχόλια: